4 Νοε 2018

Συνταγματική αναθεώρηση: Προεκλογικό τρικ ή ανάγκη του συστήματος;





Eurokinissi
Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης να εκκινήσει τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης επικρίθηκε από τα κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης ως μια κίνηση προεκλογικού και επικοινωνιακού χαρακτήρα. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν και τέτοιες σκοπιμότητες στην πρωτοβουλία της κυβέρνησης, για να τροφοδοτηθεί ο διπολικός καβγάς, κυρίως με τη ΝΔ, εντούτοις μια τέτοια προσέγγιση είναι επιφανειακή και απλοϊκή.

Μέσα απ' τη συνταγματική αναθεώρηση επιδιώκονται βαθύτεροι στρατηγικοί στόχοι, που έχει σήμερα ανάγκη η άρχουσα τάξη. Ποιοι είναι αυτοί οι στόχοι; Αυτοί που ομολόγησε ο κ. Τσίπρας, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στην ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ: Αφενός η εξασφάλιση της κυβερνητικής σταθερότητας και η συνέχεια στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής, που δεν πρέπει να διαταράσσεται από διάφορους παράγοντες (π.χ. εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, πρόταση δυσπιστίας), αφετέρου η προσπάθεια αναστήλωσης του κύρους του αστικού πολιτικού συστήματος, το οποίο έπληξαν η καπιταλιστική οικονομική κρίση, η υλοποίηση αντιλαϊκών πολιτικών, η ασυνέπεια λόγων - έργων. Ιδιαίτερα στο τελευταίο ζήτημα ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε πρωταθλητής.
Και ποιος καλύτερος, απ' τον ΣΥΡΙΖΑ, για να φέρει σε πέρας αυτό το έργο, από τη στιγμή που, όλα αυτά τα χρόνια, έχει εξελιχθεί σ' έναν στυλοβάτη του αστικού πολιτικού συστήματος και έχει δώσει εξετάσεις στην προώθηση των αντιλαϊκών επιλογών - απ' τα μνημόνια μέχρι τα επικίνδυνα και εγκληματικά αμερικανοΝΑΤΟικά σχέδια - χωρίς μάλιστα να κουβαλάει κάποιες από τις παλιές «αμαρτίες» της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ; Να γιατί σωστά το ΚΚΕ επισημαίνει ότι, μετά τη νομιμοποίηση των μνημονίων, ο ΣΥΡΙΖΑ προσφέρει άλλη μια υπηρεσία στο σύστημα, αυτήν τη φορά με τη συνταγματική αναθεώρηση.

Την ίδια στιγμή, βέβαια, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να παίξει - και με αφορμή τη συνταγματική αναθεώρηση - το γνωστό παιχνίδι της κάλπικης αντιπαράθεσης με τη ΝΔ, σε μια περίοδο που ταυτίζονται σε όλα τα κρίσιμα και στρατηγικά ζητήματα.

Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει αυτήν την αντιπαράθεση ως σύγκρουση της «προόδου» με τη «συντήρηση», του «νέου» με το «παλιό», η δε ΝΔ ως σύγκρουση της «ιδεοληψίας» με τον «εκσυγχρονισμό».
Ούτε το χρονικό σημείο γι' αυτήν την πρωτοβουλία δεν είναι τυχαίο. Εχουν ήδη προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό, με προηγούμενες συνταγματικές αναθεωρήσεις, οι αναγκαίες προσαρμογές που αφορούσαν το πεδίο της οικονομίας, με βάση τις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου. Οπως επίσης έχει προχωρήσει η σχετική, με τα παραπάνω, διαδικασία ενσωμάτωσης της χώρας στο ευρωενωσιακό πλαίσιο.
Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι τα τελευταία χρόνια, με τις αναθεωρήσεις που έγιναν, ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο η ισχύς του δικαίου της ΕΕ, όχι μόνο έναντι των τυπικών νόμων, αλλά και έναντι του ίδιου του Συντάγματος. Με βάση αυτά υλοποιήθηκαν τα μνημόνια και τα αντιλαϊκά μέτρα υπέρ του κεφαλαίου, που εκπορεύονται από την ΕΕ και ισχύουν για όλα τα κράτη - μέλη. Φυσικά, ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν αγγίζει αυτές τις διατάξεις, αλλά αντίθετα αυτοπροβάλλεται ως βασική δύναμη υπεράσπισης της εμβάθυνσης της ΕΕ. Ασχετα αν την ίδια στιγμή «κλαίει» για την «ενίσχυση υπερεθνικών, κρατικών και ιδιωτικών μηχανισμών που κινούνται έξω από το πλαίσιο του λαϊκού ελέγχου»1, κρύβοντας ότι αυτό επιτάσσουν οι διεθνείς συμμαχίες της αστικής τάξης, τις οποίες και ο ίδιος υπηρετεί.
Οπότε, αυτό που επείγει τώρα είναι οι αναγκαίες προσαρμογές στο πολιτικό εποικοδόμημα, στον τρόπο λειτουργίας του αστικού κράτους και των κυβερνήσεών του, παίρνοντας υπόψη ότι ο σημερινός πολιτικός συσχετισμός δεν επιτρέπει τη συγκρότηση σταθερών μονοκομματικών κυβερνήσεων, με τον τρόπο που αυτό γινόταν στο παρελθόν. Εξ ου και η αγωνία για την κυβερνητική σταθερότητα. Εξ ου και η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για ένα - συνταγματικά κατοχυρωμένο - αναλογικότερο εκλογικό σύστημα, που του δίνει τη δυνατότητα για κυβερνητικές συνεργασίες με εν δυνάμει περισσότερους συνεταίρους.
Αλλωστε, «το Σύνταγμα δε διαμορφώνει, κυρίως αποτυπώνει σε νομική μορφή και κατοχυρώνει τις ήδη υπάρχουσες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, τα ταξικά συμφέροντα της αστικής τάξης...» (...) «Κατά κανόνα η διαδικασία προσαρμογής του αστικού Συντάγματος γίνεται εκ των υστέρων, όταν συνειδητοποιούνται οι αντικειμενικές εξελίξεις, όταν έχουν διαπιστωθεί ότι λειτουργούν και "άγραφοι" νόμοι»2.

Με βάση τα παραπάνω, οι προτεινόμενες αλλαγές μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τρεις επιμέρους κατηγορίες:

Η πρώτη κατηγορία αλλαγών αφορά τη βασική στόχευση της κυβερνητικής σταθερότητας. Αυτό επιδιώκουν τόσο η πρόταση που αποτρέπει τη διάλυση του Κοινοβουλίου, με αφορμή την αδυναμία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ) όσο και η λεγόμενη εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας, σύμφωνα με την οποία πρόταση δυσπιστίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή από το Κοινοβούλιο, παρά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι υπερψηφίζεται ταυτόχρονα και άλλος πρωθυπουργός3.
Αυτόν το στόχο υπηρετεί και η συζήτηση για αύξηση των αρμοδιοτήτων του ΠτΔ, σε συνδυασμό με την πιθανή ανάδειξή του με γενικές εκλογές. Μια τέτοια προοπτική ισχυροποιεί εκ των πραγμάτων το ρόλο του ΠτΔ στο αστικό πολιτικό σύστημα, συνεπώς συνιστά μια αντιδραστική εξέλιξη.
Επίσης, αυτόν το στόχο υπηρετούν και άλλες επιμέρους προτάσεις, που έχουν ακουστεί, όπως η στελέχωση των λεγόμενων ανεξάρτητων αρχών ή της ανώτερης κρατικής υπαλληλίας (π.χ. γενικοί γραμματείς υπουργείων), έτσι ώστε να διαμορφωθούν θεσμοί και πρόσωπα που, ανεπηρέαστα από την εκάστοτε πολιτική συγκυρία και κυρίως από την παρέμβαση και τους αγώνες του λαού, θα είναι άτεγκτοι και αφοσιωμένοι στην εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής και η όποια εναλλαγή κυβερνήσεων δεν θα διαταράσσει την υλοποίησή της.
Ο στρατηγικός χαρακτήρας αυτών των προτάσεων, για την κυβερνητική πολιτική σταθερότητα, που για το λαό είναι εχθρική, επιβεβαιώνεται και απ' το γεγονός ότι αυτές, με ελάχιστες διαφορές, συμπεριλαμβάνονται και στις προτάσεις της ΝΔ για τη συνταγματική αναθεώρηση.
Αυτή η σύμπτωση δεν κρύβεται ούτε από την προσπάθεια της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ να επικεντρώσουν στις δικές τους προτάσεις έναντι του «ιδεοληπτικού» ΣΥΡΙΖΑ, με βασική την αναθεώρηση του άρθρου 16 για την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, που παραγνωρίζει ότι η εμπορευματική - επιχειρηματική λειτουργία του δημόσιου πανεπιστημίου έχει εν πολλοίς συντελεστεί, με τη συμβολή του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ.

Η δεύτερη κατηγορία αφορά την προσπάθεια αναπαλαίωσης του αστικού πολιτικού συστήματος, με προτάσεις όπως η αλλαγή της διάταξης περί ευθύνης υπουργών, ο περιορισμός στη θητεία των βουλευτών, η αλλαγή του θεσμού της βουλευτικής ασυλίας κ.λπ.

Μάλιστα, αυτές οι προτάσεις διατυπώνονται παράλληλα με μια αποπροσανατολιστική «θεωρία», που εμφανίστηκε τα χρόνια της κρίσης, με βασικό φορέα τον ΣΥΡΙΖΑ (κι άλλες δυνάμεις, ακόμη και απ' τη ναζιστική Χρυσή Αυγή), σύμφωνα με την οποία για την ίδια την εκδήλωση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και για τις αρνητικές συνέπειες στη ζωή του λαού φταίει ο τρόπος λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Συνεπώς, αν αλλάξει αυτός ο τρόπος λειτουργίας, αν οι μονοκομματικές κυβερνήσεις αντικατασταθούν από κυβερνήσεις συνεργασίας, αν μειωθεί ο αριθμός των βουλευτών, αν υπάρξουν κάποια μέτρα διαφάνειας, τότε θα αντιμετωπιστεί η κρίση ή θα δημιουργηθούν μεγαλύτερες δυνατότητες για την επίλυση των λαϊκών προβλημάτων.
Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται να μείνει στην αφάνεια και τελικά στο απυρόβλητο η πραγματική αιτία της κρίσης και των λαϊκών προβλημάτων, που είναι η ίδια η οικονομική και πολιτική εξουσία του κεφαλαίου, το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, η ΕΕ, δηλαδή ο δρόμος τον οποίο υπηρέτησαν και υπηρετούν παλιά και νέα κυβερνητικά κόμματα. Απόδειξη γι' αυτό αποτελεί το γεγονός ότι η κρίση χτύπησε όλες τις χώρες, ακόμη και εκείνες που έχουν προχωρήσει σε αλλαγές, όπως αυτές που προτείνονται από την κυβέρνηση ή από άλλα κόμματα. Ούτε το βάθος της κρίσης στην Ελλάδα έχει να κάνει με τα παραπάνω φαινόμενα, αλλά με τη θέση κάθε χώρας στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, με την ανισομετρία που είναι σύμφυτη με τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης.

Η τρίτη κατηγορία παρουσιάζεται με τα ψευδεπίγραφα συνθήματα, όπως είναι η «εμβάθυνση της δημοκρατίας» και η «προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων». Σε αυτήν συμπεριλαμβάνονται οι προτάσεις για τα δημοψηφίσματα, τη δήθεν προστασία των εργαζομένων, την «αποκλειστική αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων να ορίζουν τον κατώτατο μισθό» κ.λπ.

Ο υποκριτικός χαρακτήρας αυτών των προτάσεων είναι προφανής: Πάει πολύ να μιλάει ο ΣΥΡΙΖΑ για δημοκρατία και λαϊκή κυριαρχία, τη στιγμή που ήταν αυτή η πολιτική δύναμη, που στο δημοψήφισμα του 2015 μετέτρεψε το ΟΧΙ σε ΝΑΙ, ενώ υλοποίησε σειρά αντιλαϊκών μέτρων με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου και κατεπείγοντα νομοσχέδια. Που έφερε ρύθμιση η οποία βάζει μεγάλα εμπόδια στο δικαίωμα στην απεργία και ενεργοποίησε το μνημονιακό νόμο της ΝΔ για καθορισμό του κατώτατου μισθού με υπουργική απόφαση κ.λπ. Που, την ίδια στιγμή που μιλάει για τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, κρατάει κλειδωμένη στα συρτάρια την πρόταση νόμου 500 σωματείων, την οποία κατέθεσε στη Βουλή το ΚΚΕ.
Πέρα από το γεγονός ότι πίσω από ορισμένες προτάσεις, όπως ο δημόσιος έλεγχος στο νερό και την ηλεκτρική ενέργεια κ.ά., υποκρύπτεται η πρόθεση να προχωρήσει πιο γρήγορα η απελευθέρωση σε αυτούς τους τομείς, με το Δημόσιο να παίζει το ρόλο του «τροχονόμου» των επιχειρηματικών συμφερόντων.
Ολα αυτά αποδεικνύουν ότι η επίκληση κάποιων δικαιωμάτων στο Σύνταγμα έχει περισσότερο διακηρυκτικό χαρακτήρα και συνοδεύεται με ρήτρες, προϋποθέσεις, νόμους που το καταστρατηγούν στην πράξη. Είναι εν πολλοίς ένα ευχολόγιο, όσο αναγνωρίζεται η ατομική καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, όσο κατοχυρώνεται η ταξική εκμετάλλευση και καταπίεση.
Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ είτε δεν ακουμπά είτε ξεπερνά με ημίμετρα κάποιους υπερώριμους αστικούς εκσυγχρονισμούς, όπως είναι ο πλήρης διαχωρισμός κράτους - Εκκλησίας ή ο μη διορισμός της ηγεσίας των δικαστηρίων από την εκάστοτε κυβέρνηση.

Βεβαίως, το ΚΚΕ παλεύει στις σημερινές συνθήκες για να διευρυνθούν τα λαϊκά δημοκρατικά δικαιώματα. Ενδεικτικές είναι οι προτάσεις που κατέθεσε για να προστατευτεί το δικαίωμα στην απεργία, για να καταργηθεί ο «τρομονόμος» και μια σειρά άλλων συναφών διατάξεων, οι οποίες απορρίφθηκαν από τη - «δημοκρατικά ευαίσθητη» - κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Αυτούς τους στόχους προωθεί, κυρίως, με την καθημερινή του πάλη στους χώρους δουλειάς, εκεί όπου κρίνονται η «συνταγματική νομιμότητα» και η «αστική δημοκρατία». Ο αγώνας του λαού - κι όχι οι δήθεν αλλαγές απ' τα πάνω - είναι εκείνος ο παράγοντας που μπορεί να κατοχυρώσει αυτά τα δικαιώματα.

Την ίδια στιγμή προβάλλει την ανάγκη να υπάρξουν αλλαγές στο Σύνταγμα, όπως για παράδειγμα:
Η αλλαγή στο άρθρο 48 και τον εφαρμοστικό νόμο 566/1977 «περί κατάστασης πολιορκίας», που στοχοποιεί τον «εσωτερικό εχθρό», δηλαδή το εργατικό - λαϊκό κίνημα και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες (π.χ. πολεμική εμπλοκή), αναστέλλει μια σειρά από δικαιώματα, όπως της απεργίας, του συνεταιρίζεσθαι, της ελευθερίας του Τύπου, δίνει τη δυνατότητα ακόμη και για τη συγκρότηση έκτακτων δικαστηρίων.
`Η η αλλαγή στο άρθρο 28 και στο άρθρο 80 που αφορά την εκχώρηση αρμοδιοτήτων σε διακρατικές συμμαχίες και ερμηνεύει το Σύνταγμα υπό το πρίσμα του ευρωενωσιακού δικαίου καθώς και μια σειρά άλλα που θα αναδειχτούν κατά τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης.
Φυσικά, δεν τρέφουμε αυταπάτες ότι μπορεί να υπάρξει «προοδευτικό», «συμμετοχικό», «δημοκρατικό» Σύνταγμα, στο πλαίσιο της σημερινής εξουσίας του κεφαλαίου. Γιατί αυτή η εξουσία και η οικονομική της βάση είναι που καθορίζουν τα στενά και ασφυκτικά - για το λαό - όρια, ακόμη και του πιο «προοδευτικού» Συντάγματος.

Πραγματικά κυρίαρχος μπορεί να γίνει ο λαός, όταν θα έχει στην ιδιοκτησία του τον πλούτο που παράγει. Γι' αυτό απαιτείται μια άλλη εξουσία, η εργατική εξουσία, που θα έχει ως βασική της αποστολή την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας, τον εργατικό - λαϊκό έλεγχο, την αποδέσμευση της χώρας από τους διεθνείς οργανισμούς, όπως είναι η ΕΕ και το ΝΑΤΟ.

Σε αυτό το πλαίσιο, μιας νέας κοινωνικής οργάνωσης, που θα κινείται με κριτήριο την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, μπορούν να υπάρχουν νέοι λαογέννητοι θεσμοί διακυβέρνησης και εξουσίας, μια ανώτερη μορφή δημοκρατίας, που θα εδράζεται στους τόπους δουλειάς, δηλαδή στην παραγωγική μονάδα, στην κοινωνική υπηρεσία, στις εργατικές συνελεύσεις, στους κλάδους, θα οργανώνεται σε τοπικό, περιφερειακό και πανελλαδικό επίπεδο, σε μια πρωτόγνωρη μορφή άμεσης συμμετοχής, ελέγχου, αιρετότητας, λογοδοσίας και ανάκλησης των εκλεγμένων αντιπροσώπων του λαού.
Ο λαός έχει το δικαίωμα να παλεύει σε μια τέτοια κατεύθυνση και επίσης έχει τη δύναμη να την επιβάλει. Αλλωστε, το άγχος των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων, του ίδιου του συστήματος, να εξασφαλίσουν την πολιτική σταθερότητα δείχνει την ανησυχία τους για πιθανές αστάθειες. Τέτοια αστάθεια του αστικού πολιτικού συστήματος ο λαός όχι μόνο δεν πρέπει να τη φοβηθεί, αλλά και να την αξιοποιήσει προς όφελός του, για να εμποδίσει μέτρα σε βάρος του, να αποσπάσει ό,τι μπορεί. Πάνω από όλα για να διαμορφώσει συσχετισμό και προϋποθέσεις σύγκρουσης με το σάπιο καπιταλιστικό σύστημα, που ούτε διορθώνεται ούτε εξυγιαίνεται, παρά μόνο ανατρέπεται.
Παραπομπές:
1. Από την ομιλία του Αλ. Τσίπρα στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, στις 30/10/2018.
2. Αλέκα Παπαρήγα «Για το αστικό Σύνταγμα και τις αναθεωρήσεις του», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 5, 2018.
3. Από την ομιλία του Αλ. Τσίπρα στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, στις 30/10/2018.

Του Γιάννη ΓΚΙΟΚΑ*
*Ο Γιάννης Γκιόκας είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και βουλευτής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ