To κύμα ρατσιστικής και φασιστικής βίας που κατακλύζει τις ΗΠΑ με
ολοένα μεγαλύτερη σφοδρότητα τα τελευταία χρόνια, καθιστά εξαιρετικά
επίκαιρη την αναδρομή στην ιστορία ανάλογων εγκλημάτων σε βάθος χρόνου.
Μια τέτοια αφορμή δίνει η σημερινή επέτειος της σφαγής του Γκρίνσμπορο,
ενός εγκλήματος με θύματα τέσσερις συνδικαλιστές του μαοϊκού
Κομμουνιστικού Εργατικού Κόμματος, που διαδήλωναν στην ομώνυμη πόλη κατά
της Κου Κλουξ Κλαν.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που η ακροδεξιά της περιοχής συγκρούονταν με τα μέλη του CWP. Τα μέλη του είχαν έντονη παρουσία μεταξύ των μαύρων υφαντουρών, κι ένα από τα θύματα, ο James Waller, είχε αφήσει το ιατρικό του επάγγελμα για να ασχοληθεί με την οργάνωση των εργατών, κατορθώνοντας να εκλεγεί πρόεδρος του τοπικού συνδικάτου υφαντουργών. Η δράση τους ενοχλούσε ιδιαίτερα την Κου Κλουξ Κλαν, όπως και το Αμερικανικό Ναζιστικό Κόμμα (ANP). Συγκρούσεις μεταξύ των δυο πλευρών είχαν ξεσπάσει αρκετές φορές, ιδίως αφότου διαδηλωτές διέκοψαν τον Ιούλη του 1979 την προβολή της βουβής ταινίας του 1915 “Η γέννηση ενός έθνους”, που παρουσίαζει την ίδρυση της Κου Κλουξ Κλαν με επικούς και ηρωϊκούς τόνους.
Η πόλη του Γκρίνσμπορο ήταν πρωτεύουσα της κομητείας του Γκίλφορντ και συχνό θέατρο διαδηλώσεων υπέρ των δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών. Η διαδήλωση του CWP είχε τίτλο “Θάνατος στην πορεία της Κου Κλουξ Κλαν” και σχεδιαζόταν να ξεκινήσει από μια συνοικία μαύρων με προορισμό το δημαρχείο της πόλης. Οι διοργανωτές καλούσαν σε εκδίωξη της ρατσιστικής οργάνωσης από την πόλη, ακόμα και με τη βία αν χρειαζόταν.
Καθώς διαδηλωτές του CWP και άλλων οργανώσεων άρχισαν να συγκεντρώνονται στο σημείο εκκίνησης της διαδήλωσης, εμφανίστηκε ένα κομβόι δέκα αυτοκινήτων και ενός βαν με 40 περίπου μέλη της ΚΚΚ και του ANP. Όταν έγιναν αντιληπτοί από τους διαδηλωτές, πολλοί από αυτούς άρχισαν να τους σπάνε τα αυτοκίνητα και να τους πετάνε πέτρες. Τότε οι ακροδεξιοί βγήκαν από τα αυτοκίνητα, έβγαλαν καραμπίνες και πιστόλια από τα πορτ – μπαγκάζ κι άρχισαν να ανοίγουν πυρ κατά του πλήθους. Σύμφωνα με τους μάρτυρες ο πρώτος που άρχισε να πυροβολεί ήταν το μέλος της ΚΚ Μαρκ Σέρερ, ενώ η άλλη πλευρά ισχυρίστηκε πως οι πυροβολισμοί ξεκίνησαν από κάποιο διαδηλωτή.
Τα θύματα της “Σφαγής του Γκρίνσμπορο”, όπως έμεινε γνωστή, ήταν ο Cesar Cauce, o James Waller και ο Bill Sampson, που σκοτώθηκαν ακαριαία, η Sandi Smith που δέχτηκε σφαίρα ανάμεσα στα μάτια όταν κοίταξε έξω από το σημείο στο οποίο είχε κρυφτεί, ενώ ο Michael Nathan ξεψύχησε στο νοσοκομείο. H Sandi Smith, νοσοκόμα με έντονη κοινωνική δράση ήταν αφροαμερικανίδα, ο Cesar Cauce ήταν κουβανικής καταγωγής συνδικαλιστής και απόφοιτος του πανεπιστημίου του Ντιουκ, ενώ τα υπόλοιπα θύματα ήταν λευκοί. Ο επίσης συνδικαλιστής Bill Samson είχε σπουδάσει θρησκειολογία στο Χάρβαρντ και την περίοδο του φόνου ήταν φοιτητής ιατρικής, ενώ ο Michael Nathan, παιδίατρος γνωστός για τις δωρεάν υπηρεσίες σε φτωχές οικογένειες, ήταν ο μόνος που δεν ανήκε στο CWP, αλλά είχε έρθει να συμπαρασταθεί στη σύζυγό του που ήταν κομματικό μέλος.
Έντεκα άτομα τραυματίστηκαν, κυρίως μέλη του CWP, κάποιοι εκ των οποίων βαριά.
Ιδιαίτερα ύποπτος ήταν ο ρόλος των τοπικών αστυνομικών αρχών, καθώς ένας επιθεωρητής και ένας φωτογράφος της αστυνομίας ακολούθησαν το καραβάνι της ΚΚΚ και των νεοναζί, δίχως να κάνουν τίποτε για να τους εμποδίσουν. Όπως έγινε γνωστό μάλιστα, επικεφαλής της αυτοκινητοπομπής ήταν το μέλος της ΚΚΚ Έντουαρντ Ντόσον, που ήταν πληροφοριοδότης της αστυνομίας επί μια δεκαετία, ο οποίος μάλιστα είχε λάβει χάρτη με τη διαδρομή της πορείας από την αστυνομία και τους ενημέρωσε πως πιθανότατα θα υπήρχε βία. Την ίδια περίοδο στο ναζιστικό ΑΝΡ είχε διεισδύσει πράκτορας της υπηρεσίας ATF για τον έλεγχο της διακίνησης καπνού, αλκοόλ και όπλων, ο Μπέρναρντ Μπούτκοβιτς, ο οποίος στην αστική δίκη του 1985 ομολόγησε πως γνώριζε για τις προθέσεις του ΑΝΡ και της ΚΚΚ, χωρίς ωστόσο να ειδοποιήσει τις αρχές σχετικά. Στην ποινική δίκη του 1980, οι κατηγορούμενοι νεοναζί μάλιστα υποστήριξαν πως εκείνος ήταν που τους παρότρυνε να πάνε οπλισμένοι στη διαδήλωση. Ακόμα πιο χαρακτηριστικό για τη στάση της αστυνομίας ήταν πως προχώρησαν σε συλλήψεις τόσο ακροδεξιών, όσο και διαδηλωτών του CWP.
Στην πρώτη δίκη κατηγορήθηκαν έξι άτομα της ΚΚΚ, τα πέντε εκ των οποίων για δολοφονία, ωστόσο αθωώθηκαν το Νοέμβρη του 1980 από τους ένορκους, που ήταν όλοι λευκοί, καθώς έκαναν δεκτούς τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων πως βρίσκονταν σε αυτοάμυνα. Το 1983 διεξήχθη νέα δίκη με την κατηγορία της παραβίασης ατομικών ελευθεριών των θυμάτων κατά εννέα ατόμων, τα οποία επίσης αθωώθηκαν όλα ένα χρόνο μετά, καθώς θεωρήθηκε ότι δεν υπήρχε ρατσιστικό κίνητρο για τη σύγκρουση, αλλά “απλώς” πολιτική αντίθεση στον κομμουνισμό.
Το 1980 επιζήσαντες της σφαγής προχώρησαν σε αγωγή ζητώντας 48 εκ. δολάρια αποζημίωση, υποστηρίζοντας πως η αστυνομία γνώριζε πως “άνθρωποι της ΚΚΚ και ναζί θα χρησιμοποιούσαν βία για να διακόψουν τη διαδήλωση από κομμουνιστές συνδικαλιστές και μαύρους κατοίκους του Γκρίνσμπορο, αλλά σκόπιμα απέτυχαν να τους προστατέψουν”. Η αγωγή αφορούσε τέσσερις ομοσπονδιακούς πράκτορες, ανάμεσά τους Butkovich, 36 αστυνομικοί και δημοτικοί αξιωματούχοι, όπως και 20 μέλη της ΚΚΚ και του ΑΝΡ.
Τελικά το δικαστήριο επιδίκασε σε δύο από τους επιζήσαντες το ποσό των 350.000 δολαρίων, ενώ αποζημίωση από την πόλη του Γκρίνσμπορο έλαβε και η χήρα του Michael Nathan, Marty Nathan, που δώρισε κάποια χρήματα σε κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς.
Όπως γίνεται αντιληπτό, κανένας από τους δράστες και τα όργανα της τάξης που τους διευκόλυναν δεν τιμωρήθηκε τις πράξεις του με φυλάκιση. Επιπλέον, μια επιτροπή ιδιωτών με τίτλο “Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης του Γκρίνσμπορο” εξέδωσε το 2004 πόρισμα με το οποίο καταλόγιζε ευθύνες και στις δύο πλευρές, αν και περισσότερο στην ΚΚΚ και την αστυνομία, ενώ χρειάστηκαν 30 χρόνια για να εκφράσει ο δήμος του Γκρίνσμπορο “τη λύπη του” για τα γεγονότα. Τέλος μόλις το 2015 αφιερώθηκε αναμνηστική πλακέτα στη μνήμη των θυμάτων, σε μια τελετή που παρακολούθησαν 300 περίπου άτομα, παρουσία υψηλόβαθμων τοπικών και πολιτειακών παραγόντων.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που η ακροδεξιά της περιοχής συγκρούονταν με τα μέλη του CWP. Τα μέλη του είχαν έντονη παρουσία μεταξύ των μαύρων υφαντουρών, κι ένα από τα θύματα, ο James Waller, είχε αφήσει το ιατρικό του επάγγελμα για να ασχοληθεί με την οργάνωση των εργατών, κατορθώνοντας να εκλεγεί πρόεδρος του τοπικού συνδικάτου υφαντουργών. Η δράση τους ενοχλούσε ιδιαίτερα την Κου Κλουξ Κλαν, όπως και το Αμερικανικό Ναζιστικό Κόμμα (ANP). Συγκρούσεις μεταξύ των δυο πλευρών είχαν ξεσπάσει αρκετές φορές, ιδίως αφότου διαδηλωτές διέκοψαν τον Ιούλη του 1979 την προβολή της βουβής ταινίας του 1915 “Η γέννηση ενός έθνους”, που παρουσίαζει την ίδρυση της Κου Κλουξ Κλαν με επικούς και ηρωϊκούς τόνους.
Η πόλη του Γκρίνσμπορο ήταν πρωτεύουσα της κομητείας του Γκίλφορντ και συχνό θέατρο διαδηλώσεων υπέρ των δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών. Η διαδήλωση του CWP είχε τίτλο “Θάνατος στην πορεία της Κου Κλουξ Κλαν” και σχεδιαζόταν να ξεκινήσει από μια συνοικία μαύρων με προορισμό το δημαρχείο της πόλης. Οι διοργανωτές καλούσαν σε εκδίωξη της ρατσιστικής οργάνωσης από την πόλη, ακόμα και με τη βία αν χρειαζόταν.
Καθώς διαδηλωτές του CWP και άλλων οργανώσεων άρχισαν να συγκεντρώνονται στο σημείο εκκίνησης της διαδήλωσης, εμφανίστηκε ένα κομβόι δέκα αυτοκινήτων και ενός βαν με 40 περίπου μέλη της ΚΚΚ και του ANP. Όταν έγιναν αντιληπτοί από τους διαδηλωτές, πολλοί από αυτούς άρχισαν να τους σπάνε τα αυτοκίνητα και να τους πετάνε πέτρες. Τότε οι ακροδεξιοί βγήκαν από τα αυτοκίνητα, έβγαλαν καραμπίνες και πιστόλια από τα πορτ – μπαγκάζ κι άρχισαν να ανοίγουν πυρ κατά του πλήθους. Σύμφωνα με τους μάρτυρες ο πρώτος που άρχισε να πυροβολεί ήταν το μέλος της ΚΚ Μαρκ Σέρερ, ενώ η άλλη πλευρά ισχυρίστηκε πως οι πυροβολισμοί ξεκίνησαν από κάποιο διαδηλωτή.
Τα θύματα της “Σφαγής του Γκρίνσμπορο”, όπως έμεινε γνωστή, ήταν ο Cesar Cauce, o James Waller και ο Bill Sampson, που σκοτώθηκαν ακαριαία, η Sandi Smith που δέχτηκε σφαίρα ανάμεσα στα μάτια όταν κοίταξε έξω από το σημείο στο οποίο είχε κρυφτεί, ενώ ο Michael Nathan ξεψύχησε στο νοσοκομείο. H Sandi Smith, νοσοκόμα με έντονη κοινωνική δράση ήταν αφροαμερικανίδα, ο Cesar Cauce ήταν κουβανικής καταγωγής συνδικαλιστής και απόφοιτος του πανεπιστημίου του Ντιουκ, ενώ τα υπόλοιπα θύματα ήταν λευκοί. Ο επίσης συνδικαλιστής Bill Samson είχε σπουδάσει θρησκειολογία στο Χάρβαρντ και την περίοδο του φόνου ήταν φοιτητής ιατρικής, ενώ ο Michael Nathan, παιδίατρος γνωστός για τις δωρεάν υπηρεσίες σε φτωχές οικογένειες, ήταν ο μόνος που δεν ανήκε στο CWP, αλλά είχε έρθει να συμπαρασταθεί στη σύζυγό του που ήταν κομματικό μέλος.
Έντεκα άτομα τραυματίστηκαν, κυρίως μέλη του CWP, κάποιοι εκ των οποίων βαριά.
Ιδιαίτερα ύποπτος ήταν ο ρόλος των τοπικών αστυνομικών αρχών, καθώς ένας επιθεωρητής και ένας φωτογράφος της αστυνομίας ακολούθησαν το καραβάνι της ΚΚΚ και των νεοναζί, δίχως να κάνουν τίποτε για να τους εμποδίσουν. Όπως έγινε γνωστό μάλιστα, επικεφαλής της αυτοκινητοπομπής ήταν το μέλος της ΚΚΚ Έντουαρντ Ντόσον, που ήταν πληροφοριοδότης της αστυνομίας επί μια δεκαετία, ο οποίος μάλιστα είχε λάβει χάρτη με τη διαδρομή της πορείας από την αστυνομία και τους ενημέρωσε πως πιθανότατα θα υπήρχε βία. Την ίδια περίοδο στο ναζιστικό ΑΝΡ είχε διεισδύσει πράκτορας της υπηρεσίας ATF για τον έλεγχο της διακίνησης καπνού, αλκοόλ και όπλων, ο Μπέρναρντ Μπούτκοβιτς, ο οποίος στην αστική δίκη του 1985 ομολόγησε πως γνώριζε για τις προθέσεις του ΑΝΡ και της ΚΚΚ, χωρίς ωστόσο να ειδοποιήσει τις αρχές σχετικά. Στην ποινική δίκη του 1980, οι κατηγορούμενοι νεοναζί μάλιστα υποστήριξαν πως εκείνος ήταν που τους παρότρυνε να πάνε οπλισμένοι στη διαδήλωση. Ακόμα πιο χαρακτηριστικό για τη στάση της αστυνομίας ήταν πως προχώρησαν σε συλλήψεις τόσο ακροδεξιών, όσο και διαδηλωτών του CWP.
Στην πρώτη δίκη κατηγορήθηκαν έξι άτομα της ΚΚΚ, τα πέντε εκ των οποίων για δολοφονία, ωστόσο αθωώθηκαν το Νοέμβρη του 1980 από τους ένορκους, που ήταν όλοι λευκοί, καθώς έκαναν δεκτούς τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων πως βρίσκονταν σε αυτοάμυνα. Το 1983 διεξήχθη νέα δίκη με την κατηγορία της παραβίασης ατομικών ελευθεριών των θυμάτων κατά εννέα ατόμων, τα οποία επίσης αθωώθηκαν όλα ένα χρόνο μετά, καθώς θεωρήθηκε ότι δεν υπήρχε ρατσιστικό κίνητρο για τη σύγκρουση, αλλά “απλώς” πολιτική αντίθεση στον κομμουνισμό.
Το 1980 επιζήσαντες της σφαγής προχώρησαν σε αγωγή ζητώντας 48 εκ. δολάρια αποζημίωση, υποστηρίζοντας πως η αστυνομία γνώριζε πως “άνθρωποι της ΚΚΚ και ναζί θα χρησιμοποιούσαν βία για να διακόψουν τη διαδήλωση από κομμουνιστές συνδικαλιστές και μαύρους κατοίκους του Γκρίνσμπορο, αλλά σκόπιμα απέτυχαν να τους προστατέψουν”. Η αγωγή αφορούσε τέσσερις ομοσπονδιακούς πράκτορες, ανάμεσά τους Butkovich, 36 αστυνομικοί και δημοτικοί αξιωματούχοι, όπως και 20 μέλη της ΚΚΚ και του ΑΝΡ.
Τελικά το δικαστήριο επιδίκασε σε δύο από τους επιζήσαντες το ποσό των 350.000 δολαρίων, ενώ αποζημίωση από την πόλη του Γκρίνσμπορο έλαβε και η χήρα του Michael Nathan, Marty Nathan, που δώρισε κάποια χρήματα σε κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς.
Όπως γίνεται αντιληπτό, κανένας από τους δράστες και τα όργανα της τάξης που τους διευκόλυναν δεν τιμωρήθηκε τις πράξεις του με φυλάκιση. Επιπλέον, μια επιτροπή ιδιωτών με τίτλο “Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης του Γκρίνσμπορο” εξέδωσε το 2004 πόρισμα με το οποίο καταλόγιζε ευθύνες και στις δύο πλευρές, αν και περισσότερο στην ΚΚΚ και την αστυνομία, ενώ χρειάστηκαν 30 χρόνια για να εκφράσει ο δήμος του Γκρίνσμπορο “τη λύπη του” για τα γεγονότα. Τέλος μόλις το 2015 αφιερώθηκε αναμνηστική πλακέτα στη μνήμη των θυμάτων, σε μια τελετή που παρακολούθησαν 300 περίπου άτομα, παρουσία υψηλόβαθμων τοπικών και πολιτειακών παραγόντων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου