Ο Ιρλανδός νομπελίστας δραματουργός Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω σφράγισε με
την παρουσία του όχι μόνο των χώρο του θεάτρου, με έργα που παίζονται ως
τις μέρες μας, όπως « Ο Πυγμαλίων» , «Καίσαρ και Κλεοπάτρα»,
«Παντρολογήματα», «Η αγία Ιωάννα» και πολλά ακόμα, που ενίοτε αποτέλεσαν
και βάση για πετυχημένες κινηματογραφικές διασκευές. Πολύ πλούσια ήταν
και η πολιτική του δραστηριότητα, που παρουσίαζε πολλές διακυμάνσεις και
αντιφάσεις, καθώς παρότι ανήκε στα προοδευτικά πνεύματα της εποχής,
κατά καιρούς προχώρησε σε δηλώσεις σεβασμού του Μουσολίνι και του
Χίτλερ, μετά την αυτοκτονία του οποίο απέστειλε συλλυπητήριο
τηλεγράφημα, ενώ διατύπωσε κι απόψεις περί ευγονικής, σε μια εποχή
βέβαια που αυτές οι απόψεις αλλά και οι πρακτικές στείρωσης
«ανεπιθυμήτων» ήταν εξαιρετικά διαδεδομένες στις ΗΠΑ και πολλές
δυτικοευρωπαϊκές χώρες, με γνωστότερο παράδειγμα, πλην της ναζιστικής
Γερμανίας, τη σοσιαλδημοκρατική κατά το μεγαλύτερο διάστημα του
ευγονικού προγράμματος (1906-1975) Σουηδία.
Εκείνο όμως που δεν μπόρεσαν ποτέ να του συγχωρήσουν οι αστοί βιογράφοι και σχολιαστές του ήταν η ειλικρινής αγάπη του για την Οχτωβριανή Επανάσταση, τη Σοβιετική Ένωση και τους ηγέτες της. Ξεκίνησε από «μετριοπαθείς» σοσιαλιστικές ιδέες, ιδρύοντας μαζί με τις αδελφές Ουέμπ και άλλους Βρετανούς διαννοούμενος τη Φαβιανή Εταιρεία το 1884, που εισηγούνταν τη σταδιακή εισαγωγή μεταρρυθμίσεων προς όφελος της εργατικής τάξης κι αποτέλεσε λίκνο του μετέπειτα Εργατικού Κόμματος.
Ο Σω στο πέρασμα των ετών άρχισε να βλέπει με συμπάθεια τις κομμουνιστικές ιδέες, αποστέλλοντας συγχαρητήρια επιστολή στην Πράβντα το 1914 με την ευκαιρία της επετείου ίδρυσης του κόμματος των μπολσεβίκων. Χαιρέτισε την Επανάσταση και συμμετείχε ενεργά στην εκστρατεία «Κάτω τα χέρια από τη Ρωσία», αντιτιθέμενος στον ηγετικό ρόλο της Βρετανίας στην ιμπεριαλιστική επέμβαση υπέρ των Λευκών στη διάρκεια του ρωσικού εμφυλίου. Υπήρξε επίσης θαυμαστής του Λένιν, αποκαλώντας τον «μόνο πραγματικά ενδιαφέροντα ηγέτη κράτους στην Ευρώπη».
Οι δεσμοί του με τη Ρωσία εκτός από πολιτικοί, ήταν και πνευματικοί, με τον ίδιο να διατηρεί αλληλογραφία με σπουδαίους συγγραφείς όπως ο Μαξίμ Γκόρκι, με τον οποίο τους έδενε αμοιβαία αλληλοεκτίμηση, αλλά και τον Λέοντα Τολστόι πριν το θάνατό του, που ωστόσο θεωρούσε τα έργα του Σω υπερβολικά σαρκαστικά και ευτράπελα.
Σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες, ο Σω είχε δηλώσει πως «Δε θέλω να πεθάνω πριν δω τη Σοβιετική Ένωση» και η στιγμή να πραγματοποιηθεί η επιθυμία του ήρθε το 1931, όταν προσκλήθηκε από τις αρχές της χώρας με την ευκαιρία των 75ων γενεθλίων του, συνοδευόμενος από τους συντηρητικούς λόρδο και λαίδη Άστορ. Τον υποδέχτηκε ένα τεράστιο πλήθος που ζητωκραύγαζε το όνομά του καθώς και τιμητικό άγημα του Κόκκινου Στρατού. Την πρώτη του μέρα στη Μόσχα επισκέφτηκε το μαυσωλείο του Λένιν, που τον εντυπωσίασε: «Ένας πραγματικά διαννοούμενος τύπος, αυτή είναι η πραγματική αριστοκρατία. Από εδώ και πέρα ο τάφος του Ναπολέοντα βρίσκεται στη δεύτερη θέση, κι όχι στην πρώτη». Ο Σω επισκέφτηκε κι άλλα αξιοθέατα στην πρωτεύουσα και τις επαρχίες της ΕΣΣΔ, ενώ προς τιμήν των γενεθλίων του έγινε μεγάλη δεξίωση. Αποκορύφωμα του εννιαήμερου ταξιδιού του ήταν η προσωπική του συνάντηση με τον Ιωσήφ Στάλιν, με τον οποίο συνομίλησε για λίγες ώρες, μένοντας με τις καλύτερες εντυπώσεις.
«Περίμενα να δω ένα Ρώσο εργάτη και βρήκα ένα Γεωργιανό τζέντλμαν, που είχε τον τρόπο του να ανακουφίζει τους φόβους μας. Ήταν σε γοητευτική διάθεση, καθόλου μοχθηρός ή εύπιστος.»
Την παραμονή της αναχώρησής του εξέφρασε τη θλίψη του που άφηνε το κράτος των εργατών λέγοντας: «Αύριο αφήνω αυτή τη χώρα ελπίδα και επιστρέφω στις δυτικές μας χώρες – τις χώρες της απελπισίας». Επιστρέφοντας στη Βρετανία, έκανε μια στάση στο Βερολίνο, όπου σε συνέντευξή του χαρακτήρισε το Στάλιν «γίγαντα», που μπροστά του οι αστοί πολιτικοί ήταν «Πυγμαίοι», ενώ επιστρέφοντας στο Λονδίνο έβγαλε λόγο για το ταξίδι του, απαντώντας στις συκοφαντίες περί λιμού λέγοντας πως στη Ρωσία έφαγε το πλουσιότερο γεύμα της ζωής του.
Ο Σω συνέχισε τη δημόσια υπεράσπιση της ΕΣΣΔ, αποστέλλοντας μεταξύ άλλων το 1933 διαμαρτυρία που συνυπέγραφαν και άλλοι στον εκδότη της «Μάντσεστερ Γκάρντιαν» για ένα άρθρο του Μάλκολμ Μάγκριτζ για το λιμό της Ουκρανίας. Εκεί κατήγγειλλε τον έξαλλο αντισοβιετισμό της βρετανικής κυβέρνησης και του αστικού τύπου, σημειώνοντας πώς:
Ακόμα και στη διάρκεια του πολέμου, λίγο πριν την επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, ο Σω με άρθρο του στο περιοδικό “New Statesman” επέκρινε τη στάση της βρετανικής διπλωματίας, που προσπαθούσε να παρουσιάσει το Στάλιν ως σύμμαχο του Χίτλερ, λόγω του συμφώνου μη επίθεσης: «Ο Στάλιν κακότροπα και επικίνδυνα υποτιμάται από μας. Προς το παρόν είτε τον καυτηριάζουμε ως αιμοσταγές τέραςτου οποίου η μόνη ασχολία και χαρά είναι να τουφεκίζει τους πολιτικούς του αντιπάλους, ή να θεωρούμε πως η διπλωματία του, όπως εκείνη του Φόρειν Όφις, ασχολείται μόνο με τις φιλοδοξίες, τις αντιπαλότητες και τους πόθους δυναστειών του 17ου και 18ου αιώνα […] Γνωρίζω καλά το ρίσκο του να επαινώ έναν ηγέτη κράτους πριν πεθάνει, αλλά ο βαθμός στον οποίο αυταπατώμαστε και φανατιζόμαστε επιτιθέμενοι ασυλλόγιστα στο Στάλιν…είναι πολύ επκίνδυνος για να περάσει έτσι».
Εκείνο όμως που δεν μπόρεσαν ποτέ να του συγχωρήσουν οι αστοί βιογράφοι και σχολιαστές του ήταν η ειλικρινής αγάπη του για την Οχτωβριανή Επανάσταση, τη Σοβιετική Ένωση και τους ηγέτες της. Ξεκίνησε από «μετριοπαθείς» σοσιαλιστικές ιδέες, ιδρύοντας μαζί με τις αδελφές Ουέμπ και άλλους Βρετανούς διαννοούμενος τη Φαβιανή Εταιρεία το 1884, που εισηγούνταν τη σταδιακή εισαγωγή μεταρρυθμίσεων προς όφελος της εργατικής τάξης κι αποτέλεσε λίκνο του μετέπειτα Εργατικού Κόμματος.
Ο Σω στο πέρασμα των ετών άρχισε να βλέπει με συμπάθεια τις κομμουνιστικές ιδέες, αποστέλλοντας συγχαρητήρια επιστολή στην Πράβντα το 1914 με την ευκαιρία της επετείου ίδρυσης του κόμματος των μπολσεβίκων. Χαιρέτισε την Επανάσταση και συμμετείχε ενεργά στην εκστρατεία «Κάτω τα χέρια από τη Ρωσία», αντιτιθέμενος στον ηγετικό ρόλο της Βρετανίας στην ιμπεριαλιστική επέμβαση υπέρ των Λευκών στη διάρκεια του ρωσικού εμφυλίου. Υπήρξε επίσης θαυμαστής του Λένιν, αποκαλώντας τον «μόνο πραγματικά ενδιαφέροντα ηγέτη κράτους στην Ευρώπη».
Οι δεσμοί του με τη Ρωσία εκτός από πολιτικοί, ήταν και πνευματικοί, με τον ίδιο να διατηρεί αλληλογραφία με σπουδαίους συγγραφείς όπως ο Μαξίμ Γκόρκι, με τον οποίο τους έδενε αμοιβαία αλληλοεκτίμηση, αλλά και τον Λέοντα Τολστόι πριν το θάνατό του, που ωστόσο θεωρούσε τα έργα του Σω υπερβολικά σαρκαστικά και ευτράπελα.
Σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες, ο Σω είχε δηλώσει πως «Δε θέλω να πεθάνω πριν δω τη Σοβιετική Ένωση» και η στιγμή να πραγματοποιηθεί η επιθυμία του ήρθε το 1931, όταν προσκλήθηκε από τις αρχές της χώρας με την ευκαιρία των 75ων γενεθλίων του, συνοδευόμενος από τους συντηρητικούς λόρδο και λαίδη Άστορ. Τον υποδέχτηκε ένα τεράστιο πλήθος που ζητωκραύγαζε το όνομά του καθώς και τιμητικό άγημα του Κόκκινου Στρατού. Την πρώτη του μέρα στη Μόσχα επισκέφτηκε το μαυσωλείο του Λένιν, που τον εντυπωσίασε: «Ένας πραγματικά διαννοούμενος τύπος, αυτή είναι η πραγματική αριστοκρατία. Από εδώ και πέρα ο τάφος του Ναπολέοντα βρίσκεται στη δεύτερη θέση, κι όχι στην πρώτη». Ο Σω επισκέφτηκε κι άλλα αξιοθέατα στην πρωτεύουσα και τις επαρχίες της ΕΣΣΔ, ενώ προς τιμήν των γενεθλίων του έγινε μεγάλη δεξίωση. Αποκορύφωμα του εννιαήμερου ταξιδιού του ήταν η προσωπική του συνάντηση με τον Ιωσήφ Στάλιν, με τον οποίο συνομίλησε για λίγες ώρες, μένοντας με τις καλύτερες εντυπώσεις.
«Περίμενα να δω ένα Ρώσο εργάτη και βρήκα ένα Γεωργιανό τζέντλμαν, που είχε τον τρόπο του να ανακουφίζει τους φόβους μας. Ήταν σε γοητευτική διάθεση, καθόλου μοχθηρός ή εύπιστος.»
Την παραμονή της αναχώρησής του εξέφρασε τη θλίψη του που άφηνε το κράτος των εργατών λέγοντας: «Αύριο αφήνω αυτή τη χώρα ελπίδα και επιστρέφω στις δυτικές μας χώρες – τις χώρες της απελπισίας». Επιστρέφοντας στη Βρετανία, έκανε μια στάση στο Βερολίνο, όπου σε συνέντευξή του χαρακτήρισε το Στάλιν «γίγαντα», που μπροστά του οι αστοί πολιτικοί ήταν «Πυγμαίοι», ενώ επιστρέφοντας στο Λονδίνο έβγαλε λόγο για το ταξίδι του, απαντώντας στις συκοφαντίες περί λιμού λέγοντας πως στη Ρωσία έφαγε το πλουσιότερο γεύμα της ζωής του.
Ο Σω συνέχισε τη δημόσια υπεράσπιση της ΕΣΣΔ, αποστέλλοντας μεταξύ άλλων το 1933 διαμαρτυρία που συνυπέγραφαν και άλλοι στον εκδότη της «Μάντσεστερ Γκάρντιαν» για ένα άρθρο του Μάλκολμ Μάγκριτζ για το λιμό της Ουκρανίας. Εκεί κατήγγειλλε τον έξαλλο αντισοβιετισμό της βρετανικής κυβέρνησης και του αστικού τύπου, σημειώνοντας πώς:
Εμείς οι υπογράφοντες είμαστε πρόσφατοι επισκέπτες στην ΕΣΣΔ. Κάποιοι από μας ταξιδέψαμε στο μεγαλύτερο μέρος της πολιτισμένης της επικράτειας. Θέλουμε να καταγράψουμε ότι πουθενά δεν είδαμε αποδείξεις για τέτοιου είδους οικονομική σκλαβιά, ένδεια, ανεργία και κυνική απόγνωση σαν αυτές που γίνονται αποδεχτές ως αναπόφευκτες και αγνοούνται από τον τύπο επειδή «δεν έχουν ειδησεογραφική αξία» στις χώρες μας. Παντού είδαμε ελπιδοφόρους και ενθουσιώδεις εργάτες, με αυτοσεβασμό και ελεύθερους μέχρι τα όρια που τους επιβάλλει η φύση και η τρομαχτική κληρονομιά της τυρρανίας και της ανικανότητας των προηγούμενων ηγετών της, να φτιάχνουν δημόσια έργα, να αυξάνουν τις υπηρεσίες υγείας, να επεκτείνουν την εκπαίδευση, να πετυχαίνουν την οικονομική ανεξαρτησία της γυναίκας και την ασφάλεια του παιδιού […]θέτοντας ένα παράδειγμα εργατικότητας και διαγωγής που θα μας εμπλούτιζε κατά πολύ αν τα συστήματά μας παρείχαν στους εργάτες το παραμικρό κίνητρο να το ακολουθήσουν.Λίγα μόλις χρόνια μετά υπερασπίστηκε τις δίκες της Μόσχας, θεωρώντες τις αποτέλεσμα πραγματικών συνωμοσιών κατά της σοβιετικής ηγεσίας. Απαντώντας γραπτά σε ερώτηση της δημοσιογράφου Ντόροθι Ρόγιαλ με αφορμή τις δίκες για το αν η επανάσταση προσελκύει «έκφυλους» τύπους, ο Σω απάντησε: «Αντιθέτως, προσελκύει ανώτερους τύπους σε όλο τον κόσμο σε εξαιρετικό βαθμό οπουδήποτε έχει γίνει κατανοητή». Και πρόσθετε «Η κορυφή της σκάλας όμως είναι ένα μέρος με πολλές δοκιμασίες για παλιούς επαναστάτες χωρίς διοικητική εμπειρία, χωρίς οικονομική εμπειρία, που έχουν εκπαιδευτεί ως πάμφτωχοι κυνηγημένοι φυγάδες με τον Καρλ Μαρξ στο μυαλό κι όχι ως ηγέτες κράτους. Συχνά θα πρέπει να τους σπρώξουμε από τη σκάλα με ένα σκοινί γύρω από το λαιμό τους». Σε αντίθεση με πολλούς δυτικούς διαννοούμενους, που κλονίστηκαν, έστω και προσωρινά από το σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότοφ, ο Σω σωστά το ερμήνευσε ως νίκη του Στάλιν, θεωρώντας πως έτσι έθετε υπό τον έλεγχό του το Χίτλερ.
Ακόμα και στη διάρκεια του πολέμου, λίγο πριν την επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, ο Σω με άρθρο του στο περιοδικό “New Statesman” επέκρινε τη στάση της βρετανικής διπλωματίας, που προσπαθούσε να παρουσιάσει το Στάλιν ως σύμμαχο του Χίτλερ, λόγω του συμφώνου μη επίθεσης: «Ο Στάλιν κακότροπα και επικίνδυνα υποτιμάται από μας. Προς το παρόν είτε τον καυτηριάζουμε ως αιμοσταγές τέραςτου οποίου η μόνη ασχολία και χαρά είναι να τουφεκίζει τους πολιτικούς του αντιπάλους, ή να θεωρούμε πως η διπλωματία του, όπως εκείνη του Φόρειν Όφις, ασχολείται μόνο με τις φιλοδοξίες, τις αντιπαλότητες και τους πόθους δυναστειών του 17ου και 18ου αιώνα […] Γνωρίζω καλά το ρίσκο του να επαινώ έναν ηγέτη κράτους πριν πεθάνει, αλλά ο βαθμός στον οποίο αυταπατώμαστε και φανατιζόμαστε επιτιθέμενοι ασυλλόγιστα στο Στάλιν…είναι πολύ επκίνδυνος για να περάσει έτσι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου