.
Εκ πρώτης όψεως, η άνοδος της Ίντιρα Γκάντι στην εξουσία ήταν μια
τυπική υπόθεση νεποτισμού, καθώς πατέρας ήταν ο Παντίτ Νεχρού, πρώτος
πρωθυπουργός της ανεξάρτητης Ινδίας. Σύντομα όμως απέδειξε ότι
διέθετεσημαντικές πολιτικές ικανότητες, που την κατέστησαν μία από τις
μορφές που εδραίωσαν τη σταδιακή ανάδειξη της Ινδίας σε ισχυρή
περιφερειακή καπιταλιστική δύναμη. Ακολούθησε την πολιτική του “τρίτου
δρόμου” που είχε εγκαινιάσει ο πατέρας της, τηρώντας τον ηγετικό ρόλο
της Ινδίας στο κίνημα των Αδεσμεύτων, ενώ αξιοποίησε για τους δικούς της
σκοπούς το σοβιετικό χαρτί, παρά τις διακυμάνσεις των διμερών σχέσεων
Ινδίας-ΕΣΣΔ στη διάρκεια των τριών θητειών της. Μοναχοκόρη του μετέπειτα
πρωθυπουργού της χώρας, η Ίντιρα γεννήθηκε το 1917 κι έλαβε επιμελημένη
μόρφωση στην Ινδία και την Μεγάλη Βρετανία, φοιτώντας στην Οξφόρδη.
Ίδρυσε κίνημα νεολαίας για την ανεξαρτησία της Ινδίας κενώ το 1942 κρατήθηκε προσωπικά από τους Βρετανούς για τη δράση της. Την ίδια χρονιά παντρεύεται τον Φερόζ Γκάντι, που δεν ήταν συγγενής του διάσημου συνονόματου ηγέτη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Η Γκάντι συνέχισε την πολιτική της σταδιοδρομία, όταν οι γιοι της έφτασαν στην εφηβεία και το 1959 ανέλαβε πρόεδρος του σημαντικότερου ινδικού κόμματος, του Ινδικού Εθνικού Κογκρέσου. Διετέλεσε υπουργός Τϋπου και Πληροφοριών και δέκα χρόνια μετά, το 1966 ανέλαβε πρωθυπουργός της χώρας. Το σημαντικότερο γεγονός στην πρώτη θητεία της ήταν η νίκη επί του Πακιστάν το 1971, σε έναν σκληρό πόλεμο που κατέληξε στη δημιουργία του κράτους του Μπαγκλαντές, θεμελιώνοντας την πρωτοκαθεδρία της Ινδίας στην περιοχή. Αδυνατώντας να αντιμετωπίσει την εξαθλίωση της πλειοψηφίας του πληθυσμού, η Γκάντι χάνει τις εκλογές το 1977, για να επιστρέψει θριαμβευτικά στις εκλογές του 1980, μετά από ριζική αναμόρφωση του κόμματός της. Φαινομενικά η Ινδή ηγέτης βρισκόταν στο απόγειο της εξουσίας της, αναλαμβάνοντας την ηγεσία του κινήματος των Αδεσμεύτων το 1983 και προαλείφοντας τους γιους της για τη διαδοχή, ο ένας εκ των οποίων ωστόσο σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα. Οι εθνοθρησκευτικές συγκρούσεις που μαίνονταν στη χώρα ωστόσο αποτέλεσαν την αχίλλειο πτέρνα της, με αποτέλεσμα να πέσει θύμα των ίδιων της των σωματοφυλάκων που την δολοφόνησαν στις 31 Οκτωβρίου 1984. Επρόκειτο για δύο οπαδούς της θρησκευτικής αυτονομιστικής σέχτας των Σιχ. Η Γκάντι είχε δώσει διαταγή για έφοδο στο κύριο Ιερό των Σιχ στην επαρχία του Παντζάμπ που ήταν το επίκεντρο αναταραχών, υποκινούμενων από τους Σιχ.
Η Γκάντι φρόντισε να συνεχίσει τις καλές σχέσεις της Ινδίας με την ΕΣΣΔ που είχαν εγκαινιάσει οι προκάτοχοί της, επισκεπτόμενη τη Μόσχα ήδη από το 1966, όπου μεταξύ άλλων έλαβε βοήθεια στη σοβαρή επισιτιστική κρίση της Ινδίας. Η συνθήκη φιλίας που υπογράφτηκε μεταξύ των δύο χωρών το 1971 συνέβαλε στην επικράτηση της Ινδίας επί του Πακιστάν, παρά τις ενστάσεις που είχε εκφράσει η σοβιετική πλευρά για την επέμβαση.
Στα μέσα της δεκαετίας το 70′, το 1976, η Γκάντι πραγματοποίησε νέα εξαήμερη επίσκεψη στη Μόσχα, έχοντας συναντηθεί σε κορυφαίο επίπεδο με τους Μπρέζνιεφ, Κοσίγκιν και Γκρομίκο, ενώ της επιφυλάχθηκε κι ενθουσιώδης υποδοχή από το σοβιετικό λαό. Η Γκάντι επισκέφτηκε μεταξύ άλλων μια βάση εκπαίδευσης κοσμοναυτών, όπως και ένα παλιό ρωσικό μοναστήρι. Στα τέλη της δεκαετίας, η ΕΣΣΔ είχε αναδειχθεί σε βασικό εμπορικό εταίρο της Ινδίας και κύριο προμηθευτή αμυντικών συστημάτων.
Οι πολιτικές οικονομικής “φιλελευθεροποίησης” που ακολούθησε στη συνέχεια η Γκάντι, όπως και η αντίθεσή της στον πόλεμο του Αφγανιστάν, ψύχραναν στη συνέχεια τις επαφές των δύο χωρών, χωρίς να επέλθει ανοιχτή ρήξη. Σημείο τριβής ήταν και η στάση του ΚΚ Ινδίας, που άλλοτε συμμαχούσε κι άλλοτε επέκρινε την πολιτική της ΓΚάντι, με την ίδια να θεωρεί υπεύθυνη για τη στάση του την ΕΣΣΔ, που με τη σειρά της επιδιδόταν σε μια πολιτική λεπτών ισορροπιών μεταξύ του κρατικού και του ιδεολογικού της συμμάχου.
Σε διαδικτυακή ψηφοφορία του BBC, η Ίντιρα Γκάντι αναδείχθηκε σε “Γυναίκα της χιλιετίας”.
Ίδρυσε κίνημα νεολαίας για την ανεξαρτησία της Ινδίας κενώ το 1942 κρατήθηκε προσωπικά από τους Βρετανούς για τη δράση της. Την ίδια χρονιά παντρεύεται τον Φερόζ Γκάντι, που δεν ήταν συγγενής του διάσημου συνονόματου ηγέτη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Η Γκάντι συνέχισε την πολιτική της σταδιοδρομία, όταν οι γιοι της έφτασαν στην εφηβεία και το 1959 ανέλαβε πρόεδρος του σημαντικότερου ινδικού κόμματος, του Ινδικού Εθνικού Κογκρέσου. Διετέλεσε υπουργός Τϋπου και Πληροφοριών και δέκα χρόνια μετά, το 1966 ανέλαβε πρωθυπουργός της χώρας. Το σημαντικότερο γεγονός στην πρώτη θητεία της ήταν η νίκη επί του Πακιστάν το 1971, σε έναν σκληρό πόλεμο που κατέληξε στη δημιουργία του κράτους του Μπαγκλαντές, θεμελιώνοντας την πρωτοκαθεδρία της Ινδίας στην περιοχή. Αδυνατώντας να αντιμετωπίσει την εξαθλίωση της πλειοψηφίας του πληθυσμού, η Γκάντι χάνει τις εκλογές το 1977, για να επιστρέψει θριαμβευτικά στις εκλογές του 1980, μετά από ριζική αναμόρφωση του κόμματός της. Φαινομενικά η Ινδή ηγέτης βρισκόταν στο απόγειο της εξουσίας της, αναλαμβάνοντας την ηγεσία του κινήματος των Αδεσμεύτων το 1983 και προαλείφοντας τους γιους της για τη διαδοχή, ο ένας εκ των οποίων ωστόσο σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα. Οι εθνοθρησκευτικές συγκρούσεις που μαίνονταν στη χώρα ωστόσο αποτέλεσαν την αχίλλειο πτέρνα της, με αποτέλεσμα να πέσει θύμα των ίδιων της των σωματοφυλάκων που την δολοφόνησαν στις 31 Οκτωβρίου 1984. Επρόκειτο για δύο οπαδούς της θρησκευτικής αυτονομιστικής σέχτας των Σιχ. Η Γκάντι είχε δώσει διαταγή για έφοδο στο κύριο Ιερό των Σιχ στην επαρχία του Παντζάμπ που ήταν το επίκεντρο αναταραχών, υποκινούμενων από τους Σιχ.
Η Γκάντι φρόντισε να συνεχίσει τις καλές σχέσεις της Ινδίας με την ΕΣΣΔ που είχαν εγκαινιάσει οι προκάτοχοί της, επισκεπτόμενη τη Μόσχα ήδη από το 1966, όπου μεταξύ άλλων έλαβε βοήθεια στη σοβαρή επισιτιστική κρίση της Ινδίας. Η συνθήκη φιλίας που υπογράφτηκε μεταξύ των δύο χωρών το 1971 συνέβαλε στην επικράτηση της Ινδίας επί του Πακιστάν, παρά τις ενστάσεις που είχε εκφράσει η σοβιετική πλευρά για την επέμβαση.
Στα μέσα της δεκαετίας το 70′, το 1976, η Γκάντι πραγματοποίησε νέα εξαήμερη επίσκεψη στη Μόσχα, έχοντας συναντηθεί σε κορυφαίο επίπεδο με τους Μπρέζνιεφ, Κοσίγκιν και Γκρομίκο, ενώ της επιφυλάχθηκε κι ενθουσιώδης υποδοχή από το σοβιετικό λαό. Η Γκάντι επισκέφτηκε μεταξύ άλλων μια βάση εκπαίδευσης κοσμοναυτών, όπως και ένα παλιό ρωσικό μοναστήρι. Στα τέλη της δεκαετίας, η ΕΣΣΔ είχε αναδειχθεί σε βασικό εμπορικό εταίρο της Ινδίας και κύριο προμηθευτή αμυντικών συστημάτων.
Οι πολιτικές οικονομικής “φιλελευθεροποίησης” που ακολούθησε στη συνέχεια η Γκάντι, όπως και η αντίθεσή της στον πόλεμο του Αφγανιστάν, ψύχραναν στη συνέχεια τις επαφές των δύο χωρών, χωρίς να επέλθει ανοιχτή ρήξη. Σημείο τριβής ήταν και η στάση του ΚΚ Ινδίας, που άλλοτε συμμαχούσε κι άλλοτε επέκρινε την πολιτική της ΓΚάντι, με την ίδια να θεωρεί υπεύθυνη για τη στάση του την ΕΣΣΔ, που με τη σειρά της επιδιδόταν σε μια πολιτική λεπτών ισορροπιών μεταξύ του κρατικού και του ιδεολογικού της συμμάχου.
Σε διαδικτυακή ψηφοφορία του BBC, η Ίντιρα Γκάντι αναδείχθηκε σε “Γυναίκα της χιλιετίας”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου