8 Σεπ 2018

Στην Κεφαλλονιά της Λευκής Τρομοκρατίας



Η Κεφαλλονιά της Κατοχής έμεινε ιστορικά γνωστή για τη μεγάλη σφαγή της ιταλικής μεραρχίας Άκουι, αλλά και για το "άνδρωμα" του ΕΛΑΣ κατά το 1943, με την ιδιαίτερα μεγάλη συμμετοχή των λαϊκών στρωμάτων αλλά και Ιταλών αντιφασιστών. Ήταν μάλιστα ο ΕΛΑΣ που απελευθέρωσε το νησί, μπαίνοντας στο Αργοστόλι, στις 16/09/1944.
Πέραν όμως αυτών των φωτεινών σελίδων του κινήματος, στο νησί, την περίοδο 1946-1949, δρούσε τμήμα του ΔΣΕ, αποτελούμενο από περίπου 70 μαχητές. Πρόκειται για όσους πρώην ΕΛΑΣίτες και μέλη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ γλίτωσαν των δικαστηρίων σκοπιμότητας, των εν ψυχρώ δολοφονιών του παρακράτους και κατάφεραν να σχηματίσουν ένοπλα τμήματα με αξιόλογη, για τα δεδομένα του νησιού δράση. Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο που αφορά στο ΔΣΕ Κεφαλλονιάς, είναι πως δρώντας σε περιορισμένο χώρο, όπως και ο ΔΣΕ Σάμου, Ικαρίας, Κρήτης και Πελοποννήσου, δεν μπορούσε σαφώς να ελπίζει στην κατάκτηση του νησιού, ούτε στην επικράτηση ενάντια στον ταξικό αντίπαλο. Ωστόσο, ο ΔΣΕ Κεφαλλονιάς έπραττε το συντροφικό του καθήκον, σε αυτή την περίοδο όξυνσης ταξικής πάλης, προσπαθώντας να αποσπάσει με τη δράση του στρατιωτικές δυνάμεις του αντιπάλου και να ελαφρύνει την πίεση στο Γράμμο.
Στο άρθρο αυτό παρουσιάζουμε ένα σπανιότατο ντοκουμέντο της Λευκής Τρομοκρατίας στο νησί, που συνέχιζε να οργιάζει έως το 1949. Πρόκειται για μια φωτογραφία των κομμένων κεφαλών δύο εκ των γνωστότερων μαχητών του ΔΣΕ στο νησί. Όμως πρώτα από όλα μερικά στοιχεία για το ιστορικό πλαίσιο. 
Ο Παύλος Δελαπόρτας, γράφει στο βιβλίο του Το σημειωματάριο ενός Πιλάτου, ότι στο νησί, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, όπως και στη Ζάκυνθο όπου υπηρετούσε δεν υπήρχαν σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις, αλλά ΜΑΥ-ΜΑΔ, Εθνοφύλακες και οι άνδρες της Χωροφυλακής. 
Αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας κατέφθασε στην Κεφαλονιά ένας ενισχυμένος λόχος εθνοφυλακής, που διοικητής του ήταν ο κατοπινός χουντικός συνταγματάρχης και τότε λοχαγός Δημήτρης Πατίλης. Ο λόχος αυτός έσπευσε απαρχής να συνεργαστεί με τις τοπικές παρακρατικές συμμορίες, για τις οποίες λίγο αργότερα έγραφε τα εξής σε ειδική ανταπόκρισή του ο «Ριζοσπάστης»:
«Ξετρύπωσαν ήδη από τις κρύπτες, που είχαν χωθεί, φοβισμένοι μπροστά στη λαϊκή οργή, οι δεξιοί συμμορίτες, οπλίστηκαν με τα όπλα του νέου αφεντικού και ξεχύθηκαν με περισσότερη λύσσα κατά του λαού. Ο περιβόητος λήσταρχος Γάκιας έγινε πάλι ο τύραννος του νησιού».
Μέσα στους πρώτους μήνες της μεταδεκεμβριανής κρατικής και παρακρατικής φασιστικής δράσης, η Κεφαλονιά βυθίστηκε στον τρόμο και στο αίμα. Λαϊκοί αγωνιστές δολοφονήθηκαν, όπως οι οκτώ κάτοικοι των Δαυγάτων, που σφάχτηκαν από τον ίδιο τον Γάκια, ο οποίος, ωστόσο, αθωώθηκε τότε γι' αυτή την αποτρόπαια πράξη του από δικαστήριο της Λευκάδας. Πολλά χωριά ρημάχτηκαν από τους εθνοφύλακες και τους χωροφύλακες, αμέτρητες περιουσίες ληστεύτηκαν από τους παρακρατικούς, εξακόσιοι και πλέον κομμουνιστές και αγωνιστές της ΕΑΜικής Αντίστασης εκτοπίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες και πάρα πολλοί άλλοι γέμισαν τις τοπικές φυλακές. Την ίδια εποχή άρχισαν και οι εκτελέσεις σημαντικών κομμουνιστικών στελεχών του νησιού, όπως του υπεύθυνου σύνταξης της τοπικής ΕΑΜικής εφημερίδας «Ελεύθερη Κεφαλονιά», Βενιζέλου Κληρονόμου, που ντουφεκίστηκε ύστερα από απόφαση του έκτακτου στρατοδικείου της Αλεξανδρούπολης, στηριγμένη σε χαλκευμένες κατηγορίες.
Ηταν, ωστόσο, πολύ φυσικό όλη αυτή η κατάσταση να οδηγήσει, τελικά, ορισμένους δραστήριους κομμουνιστές και ΕΑΜίτες της Κεφαλονιάς στην παρανομία και στη συνέχεια στο βουνό, όπου αμέσως μετά το δημοψήφισμα του 1946 προχώρησαν στη δημιουργία ενός μικρού παρτιζάνικου συγκροτήματος. Επρόκειτο για μια πολύ δυναμική αντάρτικη ομάδα, που το αρχηγείο της αποτελούσαν ο Φώτης Σγούρος, ως αρχηγός, ο Γεράσιμος Ματιάτος ή Ρήγας, ως υπαρχηγός, και οι Γεράσιμος Γρηγοράτος ή Αστραπόγιαννος, Ματθαίος Κουλουμπής και Λεωνίδας Ζαχαράτος, ως μέλη, και η οποία συμπλήρωνε τη δύναμή της με τους Διονύση Μαρκουλάτο, Γεράσιμο Μήλα ή Λοχαγίδη, Θεοδόση Μπατιστάτο, Φειδία Μερκούρη, Γεράσιμο Μαραβέλια, Γεράσιμο Κάγκα και Ντίνο Ευθυμιάτο.
Μέχρι το δεύτερο εξάμηνο του 1947 πέρασαν στο Δημοκρατικό Στρατό της Κεφαλονιάς και άλλοι αγωνιστές και μεταξύ τους ο γραμματέας της περιφερειακής επιτροπής της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης, του ΚΚΕ, Διονύσιος Κοζάτσας και το μέλος της εν λόγω επιτροπής Φώτης Πτολεμαίος, παλιός Ακροναυπλιώτης. Πέρασαν, επίσης, στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού και δυο γυναίκες - η Ατζουλέτα Μερκούρη, αδελφή του Φειδία, και η Διονυσία Γρηγοράτου, αδελφή του Αστραπόγιαννου.
Ο Δημοκρατικός Στρατός της Κεφαλονιάς, με δύναμη, που ποτέ δεν ξεπέρασε τους εξήντα, ακολούθησε σε όλη τη διάρκεια της πολεμικής δράσης του παρτιζάνικη τακτική, με την οποία μπορούσε να χτυπά τον αντίπαλο πάντα σχεδόν σε σημεία δικής του επιλογής. Παράλληλα, διακρινόταν για την επαναστατική πειθαρχία του, και σε μια περίπτωση, τον Απρίλη του 1949, δε δίστασε η ηγεσία του να διατάξει την εκτέλεση 5 μελών του, τα οποία είχαν καταδικαστεί από ανταρτοδικείο στην ποινή του θανάτου για βιασμούς γυναικών, ληστείες, κλοπές και προβοκατόρικες ενέργειες σε βάρος του λαϊκού αγώνα.
Η πρώτη μάχη του Δημοκρατικού Στρατού της Κεφαλονιάς δόθηκε στις 8 του Φλεβάρη 1947 στη θέση Αγιος Ελευθέριος των Βαλσαμάτων. Εκεί ισχυρή ανταρτική δύναμη, με επικεφαλής τον Σγούρο και τον Αστραπόγιαννο, χτύπησε σε ενέδρα ομάδα 50 χωροφυλάκων, από τους οποίους οι 4 σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν πανικόβλητοι.
Τις πρώτες μέρες του 1948, εξάλλου, ο Κουλουμπής απελευθέρωσε με την ομάδα του τα Δαυγάτα και ο Αστραπόγιαννος με μερικούς αντάρτες τα Γριζάτα και τα Καταποδάτα. Την ίδια, επίσης, εποχή μια σειρά από ενέδρες των ανταρτών στο δρόμο, που συνδέει το Αργοστόλι με τη Σάμη, τρομοκράτησαν σε τέτοιο σημείο τον αντίπαλο, ώστε αυτός να επικοινωνεί πια μόνο ατμοπλοϊκά με τη Σάμη, της οποίας η ύπαιθρος για μεγάλο χρονικό διάστημα θεωρούνταν από τον τοπικό Δημοκρατικό Στρατό ελεύθερη περιοχή της Κεφαλονιάς.
Το Φλεβάρη του 1948 όλες οι ομάδες του Δημοκρατικού Στρατού, με επικεφαλής τον Σγούρο, προχώρησαν σε καλά μελετημένη νυχτερινή επιχείρηση στην ίδια την πόλη του Αργοστολίου, η οποία διέθετε για τη φρούρησή της ισχυρότατες δυνάμεις ΜΑΥδων και χωροφυλακής. Η επίθεση εκδηλώθηκε αιφνιδιαστικά και οι δυνάμεις των ανταρτών, κάμπτοντας τις πρώτες αντιστάσεις του αντιπάλου, προωθήθηκαν μέχρι το κέντρο της πρωτεύουσας του νησιού, επιφέροντας σημαντικές απώλειες στον καταπτοημένο εχθρό.
Στη συνέχεια οι ομάδες του Δημοκρατικού Στρατού άρχισαν να αποσύρονται, χωρίς καμιά δική τους απώλεια, και τελικά εγκατέλειψαν την πόλη. Προηγούμενα, όμως, χτύπησαν το υδραγωγείο και από τους Μύλους την ηλεκτρική εταιρία, χωρίς να συναντήσουν καμιά αντίδραση των αντιπάλων, οι οποίοι, άλλωστε, δεν αποτόλμησαν μέχρι τα ξημερώματα να βγούνε έξω από το Αργοστόλι και να καταδιώξουν τους αντάρτες.
Στις 29 του ίδιου μήνα στο Αυγό της Σάμης ισχυρή ομάδα ανταρτών υπό τον Σγούρο, τον Αστραπόγιαννο και τον Κουλουμπή συναντήθηκε με μεγάλο απόσπασμα χωροφυλάκων, που ενεργούσε ανιχνεύσεις. Η σύγκρουση που ακολούθησε υπήρξε καταστροφική για τους χωροφύλακες, οι οποίοι διαλύθηκαν, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πολλούς νεκρούς - και μεταξύ τους τον επικεφαλής του αποσπάσματος Βασίλη Κουρέα.
Οι επιθετικές δραστηριότητες του Δημοκρατικού Στρατού συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος της άνοιξης του 1949, κυρίως με ενέδρες και εισόδους σε χωριά. Τον Ιούνη, όμως, εκείνου του χρόνου και αφού είχαν τελειώσει οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της 9ης κυβερνητικής Μεραρχίας στην Πελοπόννησο, αποβιβάστηκε στην Κεφαλονιά ένα τάγμα του κυβερνητικού στρατού, με σκοπό τη γρήγορη και ολοσχερή εξόντωση των ανταρτών του νησιού.
Οι πρώτες ενέργειες του κυβερνητικού τάγματος αναφέρονταν στη σύλληψη εκατοντάδων πολιτών, στην επιβίβασή τους σε αρματαγωγό και στην αποστολή τους για εγκλεισμό στη Μακρόνησο. Στη συνέχεια εφαρμόστηκε η μέθοδος του ξεσηκώματος όλων σχεδόν των κατοίκων της υπαίθρου, που δεν είχαν συλληφθεί, και ο περιορισμός τους στα μικρά αστικά και ημιαστικά κέντρα, καθώς και η συγκέντρωση όλων των υποζυγίων των χωρικών στην καλά φρουρούμενη πεδιάδα της Παλλικής. Στις περιοχές, εξάλλου, που δρούσε ο Δημοκρατικός Στρατός, έκλεισαν με τσιμέντο όλες τις στέρνες και έστησαν ενέδρες σε όλες τις πηγές, για να μη βρίσκουν ούτε νερό οι καταδιωκόμενοι αντάρτες.
Στη συνέχεια οι κυβερνητικές δυνάμεις άρχισαν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, που οδήγησαν, όπως ήταν φυσικό, στα προσδοκώμενα εκ μέρους τους αποτελέσματα - όχι όμως σε σύντομο χρόνο. Οι αντάρτες μοιράστηκαν σε πολύ μικρές ομάδες και άρχισαν τις συγκρούσεις με τα κυβερνητικά στρατεύματα, τα οποία είχαν στο μεταξύ ενισχυθεί αποφασιστικά με ΜΑΥδες, χωροφύλακες και παρακρατικούς.
Στις 15 του Αυγούστου 1949 σκοτώθηκε στο Ακρωτήρι της Σάμης ο Διονύσης Κοζάτσας και τις ίδιες μέρες στα Δειλινάτα ο Φώτης Πτολεμαίος, ενώ στις 22 του Σεπτέμβρη έπεσαν πολεμώντας στα Μαυριώτικα της Σάμης, ο Ηλίας Κουγιανός και ο Ματθαίος Κουλουμπής. Στις 10 του Οκτώβρη, εξάλλου, έχασε τη ζωή του στην Κλεισούρα των Βλαχάτων ο Γεράσιμος Ματιάτος και ύστερα από λίγες μέρες στην Παλαμονίδα του Αίμου ο ίδιος ο Φώτης Σγούρος. Τέλος, στις 13 του ίδιου μήνα σκοτώθηκε στην Παχιά Πούντα της Σάμης ο Αστραπόγιαννος - και μαζί του η αδελφή του Διονυσία Γρηγοράτου, η Ατζουλέτα Μερκούρη, ο Λεωνίδας Ζαχαράτος, ο Γεράσιμος Ανδρεόλας, ο Παναγάγγελος Μιχαλάτος, ο Γιάννης Καλεράντες και ο Διονύσης Μαρκουλάτος.
Συνολικά από τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού της Κεφαλονιάς 48 σκοτώθηκαν σε συγκρούσεις, 4 εκτελέστηκαν αμέσως σχεδόν μετά τη σύλληψή τους, ένας, ο Σπύρος Αντωνάτος, δολοφονήθηκε από τους χωροφύλακες και μόνο 7 κατόρθωσαν, τελικά, να επιζήσουν.
Ο "Αστραπόγιαννος"
Ο Γεράσιμος Γρηγοράτος γεννήθηκε στα Μουζακάτα Κεφαλλονιάς το 1919. Η οικογένεια του ήταν αγροτική και σύμφωνα με πληροφορίες 2 από τα αδέλφια του ανήκαν στο σώμα της χωροφυλακής στην Πάτρα. Με την έναρξη του πολέμου κατατάχθηκε στο πολεμικό ναυτικό, εκπαιδεύτηκε σαν ασυρματιστής και υπηρέτησε στην Πάτρα. Με την συνθηκολόγηση πέρασε στο νησί του και άρχισε την κομματική δουλειά με δράση στην περιοχή της Σάμης και των Ομαλών. Του δόθηκε το όνομα Αστραπόγιαννος και με αυτό έγινε ευρύτερα γνωστός σε όλο το νησί. Το χωριό του έγινε έδρα του ΕΛΑΣ. Συμμετείχε στις μάχες της Ιταλογερμανικής σύρραξης στο νησί. Οι Γερμανοί σε αντίποινα λόγω της δράσης των κατοίκων των Μουζακάτων (μικρό Σούλι ονόμαζαν οι Κεφαλλονίτες το χωριό) κατέστρεψαν το χωριό στις 23/04/1944. 
Ο Αστραπόγιαννος και ο ΕΛΑΣ Κεφαλλονιάς απελευθέρωσαν το Αργοστόλι στις 16/09/1944. Μετά την συμφωνία της Βάρκιζας ο Αστραπόγιαννος καταφεύγει στον Αίνο. Δεν θα αργήσει να πάρει τα όπλα και με άλλους αγωνιστές του Νησιού ιδρύουν τον θρυλικό Δ.Σ. Κεφαλλονιάς. Σαν στρατός , ποτέ δεν ξεπέρασε τους 70 αγωνιστές και ακολούθησε κυρίως παρτιζάνικη τακτική. Όμως η δράση του ήταν αξιοσημείωτη. Απελευθερώσεις χωριών , επίθεση στο Αργοστόλι κλπ. Τα εφοπλιστικά κυρίως τζάκια αλλά και μεγάλοι κτηματίες , όντας σε απόγνωση , κάλεσαν τον Παπάγο στο νησί(!!) . Μονάδες του εθνικού στρατού κατέφθασαν από την Πελοπόννησο μαζί με τον στρατηγό και προέβησαν σε μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις οι οποίες περιελάμβαναν δηλητηριάσεις πηγών και πηγαδιών αλλά και το τσιμέντωμα τους. 
Παράλληλα, εκατοντάδες κάτοικοι του νησιού στάλθηκαν στην Μακρόνησο. Σε μια "απέλπιδα προσπάθεια" να σώσουν τον αδελφό τους (παρακινούμενοι από ντόπιους παράγοντες) , τα αδέλφια του που ανήκαν στην Χωροφυλακή έφτασαν στο νησί για να σώσουν τον αδελφό και την αδελφή τους (η Διονυσία Γρηγοράτου στάθηκε μέχρι το τέλος στο πλάι του αδελφού της) ζητώντας τους να παραδοθούν. Ο Αστραπόγιαννος και η Διονυσία αρνήθηκαν. Στις 13/10/1949 το τμήμα του Αστραπόγιαννου πέφτει σε ενέδρα κοντά στην Σάμη. Ο Αστραπόγιαννος και η Διονυσία σκοτώνονται. Το κεφάλι του Αστραπόγιαννου περιφέρεται στους δρόμους και την πλατεία του Αργοστολίου μαζί με το κεφάλι του Ματθαίου Κουλουμπή.
Δεξιά το κεφάλι του "Αστραπόγιαννου" και αριστερά το κεφάλι του Κουλουμπή.

1 σχόλιο:

  1. Αλεξάνδρα Κ. Πάζιου : "Εγώ το θάνατο δεν τον λογαριάζω! Μια φορά πεθαίνει κανείς, κι εγώ πέθανα τότε στα Λεπιανά Ευρυτανίας."

    https://eyrytixn.blogspot.com/2018/09/blog-post_8.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή

TOP READ