«Θέλουμε να ζήσουμε»
Ο
Ραφτόπουλος είναι ποιητής που στα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του
βαδίζει στα χνάρια της δημοτικής μας παράδοσης, υμνώντας τη φύση, την
ομορφιά, τον έρωτα, τις χαρές της ζωής, τους ανθρώπους της εργασίας. Από
τη Μικρά Ασία έρχεται στην Ελλάδα είκοσι χρόνων (το 1914).Κάνει διάφορες δουλειές για να επιβιώσει, μετατίθεται σε διάφορες πόλεις, συμμετέχει ενεργά μέσω και του περιοδικού «Νουμάς» στους αγώνες των δημοτικιστών και σοσιαλιστών καλλιτεχνών και αναπτύσσει πολιτική δράση. Το 1916 γράφεται στη Φιλοσοφική της Αθήνας για να «ικανοποιήσει τη λογοτεχνική του ορμή». Θύμα μιας κυβερνητικής αλλαγής το 1918, απολύεται από το υπουργείο Γεωργίας, αφού συλληφθεί και κακοποιηθεί. Μεταφέρεται στο νοσοκομείο, όπου διαγνώστηκε ότι έπασχε από φυματίωση. Από το καλοκαίρι του 1921 έως το φθινόπωρο του 1922, κατά διαστήματα νοσηλεύεται στη «Σωτηρία». Πρωτοστατεί στον αγώνα των φυματικών του σανατορίου, για να περισωθεί κάτι από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια των ασθενών. Οι συνθήκες ζωής εκεί είναι τραγικές. Οι νοσηλευόμενοι ζουν μέσα στην εξαθλίωση. Παρά τις διαμαρτυρίες, το υπουργείο και η διεύθυνση δεν βελτιώνουν την κατάσταση. Ο Ραφτόπουλος πρωταγωνιστεί στην εξέγερση στις 13 Αυγούστου του 1921. Οι ασθενείς καταλαμβάνουν το νοσοκομείο. Την επόμενη μέρα κατεβαίνουν στο κέντρο της Αθήνας κρατώντας μαύρες σημαίες. Κύριο σύνθημα: «Θέλουμε να ζήσουμε». Ο Ραφτόπουλος στην πρώτη γραμμή. Οι διαδηλωτές σπάνε το μπλόκο της Αστυνομίας. Ο υπουργός υπόσχεται αλλαγή της διεύθυνσης. Οι ασθενείς επιστρέφουν στο σανατόριο και προσπαθούν να οργανωθούν σε πανελλαδικό επίπεδο. Ο Ραφτόπουλος, στοχοποιημένος πλέον, δέχεται την επίθεση δύο μπράβων του ιδρύματος, τον αφήνουν με σπασμένα πόδια να κάνει αιμόπτυση. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους για τον ποιητή, αλλά και η αρχή της οργάνωσης των ασθενών.
Συνέβαλε στην ανανέωση της ποίησης ως προς το περιεχόμενό της
Για
τον Ραφτόπουλο ισχύει αυτό που σε γενικές γραμμές ισχύει και για τον
Ελιγιά. Πέθανε νωρίς, στην ηλικία των 29 χρόνων. Η αρρώστια του αλλά
κυρίως ο θάνατός του, που ήρθε πολύ νωρίς, δεν άφησαν την τέχνη του να
εξελιχθεί πλήρως και να ωριμάσει.Παρ' όλα αυτά, ό,τι γράφει μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, μετά την ίδρυση του ΣΕΚΕ και τον Μικρασιατικό πόλεμο, είναι πολύ ιδιαίτερο. Γιατί, αν και τήρησε μέχρι τέλους το παραδοσιακό στοιχείο της ομοιοκαταληξίας, συνέβαλε στην ανανέωση της ποίησης ως προς το περιεχόμενό της και τη σύνδεσή της με την κοινωνική πραγματικότητα. Το έργο του, κυρίως αυτό το πιο ώριμο, τον κατατάσσει στους νεοσυμβολιστές και νεορομαντικούς ποιητές που χρησιμοποίησαν τα ρεύματα αυτά για να αποδώσουν τα αδιέξοδα της κοινωνίας και της εποχής. Αυτός προχώρησε όμως και παραπέρα. Εξέφρασε και την αντίθεση και καταδίκη αυτής της κοινωνίας.
Ετσι, ενώ η ποίησή του διατηρεί αρκετά από τα χαρακτηριστικά της γενιάς του '20, όπως απομόνωση σε χώρους ιδιωτικούς, προσήλωση σε πλευρές της ιδιωτικής ζωής, επικράτηση θεμάτων και μοτίβων μοναξιάς και μελαγχολίας, πόνου και ανικανοποίητων επιθυμιών, ερωτικής στέρησης και απογοήτευσης, εμμονή στο παραδοσιακό μέτρο και καλλιέργεια του μικρού λυρικού ποιήματος1, από την άλλη πλευρά η αγωνιστική του δράση, η κομμουνιστική του ιδεολογία και η κριτική κατά της κοινωνικής αδικίας αρχίζουν να εμφανίζονται όλο και πιο έντονα, απομακρύνοντάς τον από την ιδιωτικότητα και τη μοναξιά.
Ιερουσαλήμ - Ιερουσαλήμ
Αθήνα - ω της γης το μέλι και γάλα!/ Κόλαση μαύρη, θάνατος ο εαυτός σου./ Αδιάφορος προς τα έργα τα μεγάλα,/ Της ύλης δούλος ταπεινός ο λαός σου./ Οχεντρα δολερή, καρτέρι στήνεις,/ Οπου τη λάμψη του καλού υποθέσης./ Να με πνίξης, φαρμάκι όσο κι αν χύσης,/ Μάθε, Ιερουσαλήμ, δεν θα μπορέσεις.
Για το ρόλο της Τέχνης και του δημιουργού
Μέχρι
την τελευταία στιγμή της ζωής του, τον απασχολούν ζητήματα του ρόλου
της Τέχνης και του δημιουργού. Τον Ιούνη του 1924 δημοσιεύτηκε στο
περιοδικό «Νέοι Βωμοί» ένα άρθρο του ποιητή, με το προλογικό σημείωμα
ότι δόθηκε σε συνεργάτη του περιοδικού από «τον ίδιο τον ποιητή την τελευταία στιγμή που ψυχορραγούσε πάνω στο άθλιο κρεβάτι ενός παγερού νοσοκομείου». Ως αποχαιρετιστήριο από τη ζωή και την τέχνη γράφει την αγωνία του για το μέλλον της ποίησης.Την ποίηση της εποχής του τη χαρακτηρίζει ένα «έμβρυο, όχι όμως ζωηρό, ρωμαλέο κι ελπιδοφόρο, μα κλαψιάρικο, καχεκτικό, αρρωστιάρικο κι ανιαρό γι' αυτό το γρηγορότερο πρέπει να πεταχτεί στον Καιάδα». Την αναγέννηση δεν την εννοεί ως επιστροφή στον Σολωμό ή στον Παλαμά. Ο Σολωμός, σύμφωνα με τον Ραφτόπουλο, «εστάθηκε υψηλός καλλιτέχνης, πολύ νωρίς αρνήθηκε τις Ανθούλες και Ξανθούλες κι αγκάλιασε την πραγματικότητα, την Ελληνική ψυχή, που διψώντας για λευτεριά θυσιάζονταν θεληματικά - ελεύθερη βούληση - για την απόκτησή της. Κι ανυψώνοντας τον αγώνα του εικοσιένα ο Σολωμός επήγαινε να δώσει έργο με πανανθρώπινη σημασία. Αλλοι καιροί τότε, άλλα ήθη (...) Το αίσχος του πολέμου έχει διαπλάσει μια πραγματικότητα ολότελα αντίθετη με την προπολεμική, άλλοι είναι οι παλμοί της πραγματικότητας αυτής, άλλες οι ιδέες της, οι σκέψεις της, οι ελπίδες, οι ορμές, άλλη είναι η δίψα της». Οι νέοι ποιητές οφείλουν ν' αφουγκραστούν τη νέα πραγματικότητα «κάμνοντάς την σάρκα τους και αίμα τους, είτε ως λαϊκοί ποιητές με το απλό αίσθημα του λαού, είτε με λυρικά ξεσπάσματα, ας προπορευτούν προς την πρόοδο σημαιοφόροι κι οδηγητές. Κι αγκαλιάζοντας την πραγματικότητα αυτή θέλουν φρίξει μπροστά στη νοσηρή εγκεφαλική εξασθένιση, την ανικανότητα προς βαθυστοχασμούς, την υπεκφυγή μπροστά σε ό,τι είναι σοβαρό και τρομερό, και θέλουν αηδιάσει μπροστά στη νερουλή αισθηματολογία, την τυμπανοκρουσία, στα τρυφηλά ερωτικά παιχνιδίσματα, τις ανούσιες ερωτοκουβέντες, την προικοθηρία, μπροστά σ' όλη τη σωρεία των κορτάκηδων ποιητών που μόνος ιδεώδης σκοπός είναι η κατάκτηση καχεκτικών δεσποινίδων, η κατάκτηση γυναικείων καρδιών. (...) [Ξέρω] θα μας κατηγορήσουν πως θέλουμε να κάνουμε την τέχνη υπηρέτρια του Μπολσεβικισμού. Καθόλου μάλιστα. Χρέος μας είναι να υποδείξουμε ότι πρέπει να βγει πλέον η τέχνη από τα στενά όρια του εαυτούλη μας και πηγάζοντας από την πλατιά πανανθρώπινη ψυχή να γίνει κτήμα της ψυχής αυτής. Μα κι υπηρέτρια του Μπολσεβικισμού να τη θέλαμε, που μόνο ένας άβαθος κριτής θα το υποστηρίξει, τι ευγενέστερο λέγω και τι υψηλότερο, από το να γίνουν οι νέοι διαλαλητές ενός καθεστώτος που με νόμους θα χαρίσει εξίσου σ' όλους τους ανθρώπους τη ζωή, την υγεία και τη χαρά!2».
Παραπομπές:
1 . Χ. Λ. Καράογλου, «Το περιοδικό Μούσα (1920-1923). Ζητήματα ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας», «Νεφέλη», Αθήνα 1991,σελ. 207.
2 . Μιχ. Μπακογιάννης, «Ιωσήφ Ραφτόπουλος, Ποιήματα, Απαντα τα ευρεθέντα», Θεσσαλονίκη 2012, «University Press», σελ. 217-218.
Νατάσσα ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ
Μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ενωσης Φιλολόγων
Μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ενωσης Φιλολόγων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου