Έχουμε ξαναγράψει από εδώ ότι είναι δύσκολο να ψάξει κανείς για το
Λαβρέντι Μπέρια χωρίς να πέσει πάνω σε ιστορίες για βιασμούς παρθένων
και θυσίες βρεφών κάτω από την πανσέληνο. Σύμφωνα με συντάκτη του
gazzetta.gr,
που με τη σειρά του επιμελήθηκε κείμενο βασισμένο σε ξένες ιστοσελίδες,
χωρίς να μπει στον κόπο να δώσει ενεργό λινκ σε αυτές, ο ηγέτης της
NKVD, όταν δεν έσφαζε τον κοσμάκη, ο Λαβρέντι έκανε τα πάντα για την
ομάδα του, Ντιναμό Μόσχας (την οποία στο κείμενο ο συντάκτης μπερδεύει
με την Ντιναμό Τιφλίδας, στην οποία κάποτε είχε αγωνιστεί ο Μπέρια),
εκδικούμενος όποιον τολμούσε να της πάρει την πρωτοκαθεδρία, ιδίως τον
ιδρυτή της μεγάλης αντιπάλου της, Σπαρτάκ Μόσχας, τον Νικολάι Σταρόστιν
και τα αδέρφια του.
Ένα στοιχείο θα ήταν αρκετό για να καταλάβει κανείς την εγκυρότητα
και τη σοβαρότητα του άρθρου, καθώς ούτε λίγο ούτε πολύ, το κείμενο, για
να μας αποδείξει το “σταλινικό κλίμα τρόμου” της εποχής, αναφέρει ως
ιστορικό γεγονός ένα πασίγνωστο ανέκδοτο,
αυτό για την πίπα του Στάλιν. Θαυμάστε ιστορική έρευνα και επιστημονική βιβλιογραφία:
Κάποτε ο Στάλιν δέχτηκε στο γραφείο του μια αντιπροσωπεία
βιομηχανικών εργατών από τα Ουράλια. Μόλις έφυγαν έψαχνε την πίπα του
για να καπνίσει, την οποία όμως δεν έβρισκε πουθενά. Φωνάζει τον Μπέρια
και του λέει: «Λαβρέντι, ήταν εδώ οι εργάτες από τα Ουράλια, μόλις έφυγαν και δεν μπορώ να βρω την πίπα μου».
Ο Μπέρια αμέσως τρέχει πίσω από την αντιπροσωπεία. Ο Στάλιν ψαχουλεύει
λίγο ακόμα στο γραφείο του, ανοίγει ένα συρτάρι, σηκώνει κάτι χαρτιά και
βρίσκει από κάτω την πίπα. Παίρνει τηλέφωνο. «Λαβρέντι, άκυρο, τη βρήκα τελικά την πίπα. Στο συρτάρι ήταν», με τον Μπέρια να απαντάει: «Α ναι; Γιατί εδώ έχουν ήδη όλοι ομολογήσει».
Κάπου εδώ θα αρκούσε να σταματήσουμε την προσπάθεια “αποδόμησης”,
αλλά η διασκέδαση μόλις ξεκινάει. Ας πάρουμε το αριστούργημα από την
αρχή:
Ο διαιτητής μόλις είχε σφυρίξει την λήξη. Οι
ποδοσφαιριστές της Σπαρτάκ Μόσχας πανηγύριζαν σαν μικρά παιδιά. Κόντρα
σε όλες τις πιθανότητες είχαν επικρατήσει της Ντιναμό Τιφλίδος με 3-2
στον ημιτελικό του ρωσικού Κυπέλλου. Δεν είναι μικρό πράγμα να κερδίζεις
παρότι ουσιαστικά ήσουν χαμένος πριν την έναρξη του αγώνα. Στις εξέδρες
του γηπέδου ο Νικολάι Σταρόστιν, ένα από τα ιδρυτικά στελέχη της
Σπαρτάκ, δέχεται τα συγχαρητήρια των γύρω του.
Δεν χαίρονται όλοι όμως, αφού λίγο πιο κάτω ένας κοντός κύριος με
γυαλιά, τον κοίταζε με ένα βλέμμα που θα έκανε ακόμα και τον Ηλιο να
παγώσει. Ξαφνικά η καρδιά του Σταρόστιν άρχισε να χτυπά τρελά κι ένας
κόμπος να δένει το στομάχι του. Ο άνθρωπος με το δολοφονικό βλέμμα ήταν ο
Λαβρέντι Πάβλοβιτς Μπέρια, ο αρχηγός της διαβόητης μυστικής υπηρεσίας
NKVD (μετέπειτα KGB), ο δήμιος του Στάλιν, και ο Σταρόστιν μόλις είχε
συνειδητοποιήσει πως θα έπρεπε να ετοιμαστεί για ένα ταξίδι με έναν όχι
και τόσο ειδυλλιακό προορισμό, από τον οποίο συνήθως δεν επέστρεφες
ποτέ.
Αν η Χρυσηίδα Δημουλίδου αποφάσιζε να γράψει πολιτικό μυθιστόρημα, δε
θα το ξεκινούσε καλύτερα. Ποια ήταν λοιπόν η υπόθεση; Προσπερνάμε ότι
σε όλο το κείμενο, όπου λέει για ματς Ντιναμό – Σπαρτάκ εννοεί Ντιναμό
Μόσχας, κι όχι Τιφλίδας όπως είπαμε. Η Τιφλίδα μάλλον του κόλλησε από
τον ισχυρισμό του Νικολάι Σταρόστιν, πως είχε έρθει προσωπικά στα νιάτα
του αντιμέτωπος με το Γεωργιανό Μπέρια ως μέσο στην ομάδα της
πρωτεύουσας της καυκασιανής αυτής σοβιετικής δημοκρατίας. Κατά το
Σταρόστιν από τότε είχαν τεθεί τα θεμέλια της αντιζηλίας του με τον
μετέπειτα αρχηγό των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών. Σύμφωνα πάντα με την
αφήγηση του Σταρόστιν, ο Μπέρια δεν μπορούσε με τίποτε να χωνέψει τη
νίκη της Σπαρτάκ επί της Ντιναμό στον ημιτελικό του ρωσικού κυπέλλου
(που λογικά δε θα λεγόταν έτσι, αλλά αυτό έχει ελάχιστη σημασία),
διατάσσοντας να επαναληφθεί το παιχνίδι, κι ενώ ήδη είχε γίνει ο τελικός
με νικήτρια τη Σπαρτάκ. Νωρίτερα είχε απορριφθεί προσφυγεί της Ντιναμό
κατά του γκολ του Προτάσοφ, είναι λοιπόν λογικό να υποθέσει κανείς πως η
ομάδα εξάντλησε ό,τι μέσα της έδιναν οι σοβιετικοί κανονισμοί
ποδοσφαίρου μήπως καταφέρει να αλλάξει το αποτέλεσμα. Σύμφωνα με το
κείμενο όμως, αφού ο Μπέρια ούτε και τότε πέτυχε το στόχο του (γιατί
μπορεί να ήταν αιμοσταγής τύρρανος, αλλά αντί να απειλήσει με γκούλαγκ
τους παίχτες της Σπαρτάκ ή να τους δωροδοκήσει, περίμενε απλά να χάσουν
από μόνοι τους), τουλάχιστον φρόντισε να κάνει το Σταρόστιν να πληρώσει
ακριβά την αναίδεια της ομάδας του:
Είναι το τελειωτικό χτύπημα για τον Μπέρια ο οποίος
αποχωρεί από το γήπεδο γεμάτος οργή. Ετσι, αποφασίζει να εκδώσει ένταλμα
σύλληψης για τον Νικολάι. Μάλιστα, αναλαμβάνει ο ίδιος την ανάκριση,
αφού του άρεσε να «σπάει» τον άνθρωπο που είχε απέναντι του. Οι
ανακρίσεις αυτές έχουν μείνει στην ιστορία ως: «πίνοντας καφέ με τον
Μπέρια» για τον τρόπο με τον οποίο πάντα κατάφερνε να αποσπάσει
ομολογία.
Μπορεί αν έχετε ήδη ανατριχιάσει σύγκορμοι, το μόνο προβληματάκι στην
υπόθεση είναι πως ο ημιτελικός έγινε το 1939, ενώ τα αδέρφια Σταρόστιν
συνελήφθησαν μεσούντος του πολέμου, το 1942. Ας πούμε όμως ότι ο Μπέρια
ήταν απλά μνησίκακος και αποφάσισε πως η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που
τρώγεται κρύο. Υποτίθεται βέβαια, πάντα σύμφωνα με το κείμενο, πως ο
Μπέρια ήδη πριν από το ’39 έψαχνε ενοχοποιητικά στοιχεία για το
Σταρόστιν και μάλιστα τα είχε ήδη βρει:
Ο Μπέρια έδωσε εντολή για την εύρεση και συλλογή
στοιχείων που θα του έδιναν την δικαιολογία για την σύλληψή τους. Εκείνο
το διάστημα υπήρχαν έντονες φήμες περί παρέκκλισης από τα κομμουνιστικά
ήθη του κόμματος και της Σοβιετικής Ένωσης της αποστολής της Σπαρτάκ
όταν είχε λάβει μέρος σε αγώνες στο Παρίσι το 1937, ενώ και ο δυτικός
και ιμπεριαλιστικός τρόπος ζωής του Νικολάι Σταρόστιν με το έντονο
lifestyle και την διείσδυσή του στα σαλόνια της υψηλής κοινωνίας της
Μόσχας δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο από τη NKVD. Η εύρεση
ενοχοποιητικών στοιχείων είχε αγγίξει και το αγωνιστικό τμήματα της
ομάδας, και το γεγονός πως η Σπαρτάκ είχε υιοθετήσει και αγωνιζόταν με
το διάσημο τακτικό σύστημα WM του Χέρμπερτ Τσάπμαν της Άρσεναλ, ένα
σύστημα δυτικό και ξένο για την Σοβιετική Ένωση ήταν κάποια από τα
στοιχεία που είχαν εμπλουτίσει τον φάκελο του προέδρου της Σπαρτάκ. Το
θέμα πλέον είχε γίνει προσωπικό για τον ηγέτη της NKVD ο οποίος δεν
άντεχε να βλέπει την δημοφιλία που απολάμβανε ο Νικολάι Σταρόστιν από
τους Μοσχοβίτες.
Εδώ ο συντάκτης έχει βάλει προφανώς τις δικές του πινελιές στις
αφηγήσεις του ίδιου του Σταρόστιν, που υποτίθεται πως αρχικά συνελήφθη
για συνωμοσία κατά της ζωής του Στάλιν, ενώ αργότερα καταδικάστηκε σε 10
χρόνια στη Σιβηρία για “επαίνους στον αστικό αθλητισμό και απόπειρα
εισαγωγής αστικών ηθών στο σοβιετικό αθλητισμό. Η μικρή λεπτομέρεια που
ποτέ δεν αφήνουμε να χαλάσει μια όμορφη αντισοβιετική ιστορία, είναι πως
το 2003 δημοσιεύτηκαν τα πρακτικά της δίκης ( ο Νικολάι Σταρόστιν είχε
πεθάνει το 1996). Εκεί αποδεικνύεται ότι η καταδίκη δεν αφορούσε
πολιτικά αδικήματα, αλλά εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου.
Συγκεκριμένα, ο Σταρόστιν και τα αδέρφια του καταδικάστηκαν για κλοπές
από καταστήματα αθλητικών ειδών, τα οποία είχαν οριστεί να επιβλέπουν
και στη συνέχεια τα μεταπωλούσαν στη μαύρη αγορά. Ο Νικολάι Σταρόστιν
επίσης καταδικάστηκε για δωροδοκία ενός στρατιωτικού επιτρόπου στη
Μόσχα, ώστε να μη στρατολογηθούν στην πρώτη γραμμή υπάλληλοι υπεύθυνοι
για τη διανομή τροφίμων, με αντάλλαγμα ο ίδιος να λάβει δεκάδες κιλά
βούτυρο και κρέας από τους ίδιους. Κάπου εκεί τελειώνει η ιστορία του
ηρωικού αντισταλινικού αντιφρονούντα, ο οποίος εξάλλου πέρασε με αρκετά
χαλαρούς όρους την ποινή του, προπονώντας ομάδες στα στρατόπεδα κράτησης
(γιατί τόσο απάνθρωπα ήταν τα πράγματα, που έβαζαν τους τρόφιμους να
παίζουν και αθλήματα) και διατηρώντας καλές σχέσεις με το γιο του
Στάλιν, Βασίλι, που τον βοήθησε σε διάφορες περιστάσεις.
Το πόνημα κλείνει ευφάνταστα όπως άρχισε, μιλώντας για υπονόμευση της
ΤΣΣΚΑ από τον Μπέρια, γιατί ζήλευε που δεν είχε πάρει παράσημα για τη
δράση του στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, ενώ στο τέλος, μετά το θάνατο του
Στάλιν, ο μοχθηρός συμπατριώτης του συνελήφθη από κάποιον “στρατάρχη
Ζούρκοφ”, το οποίο ελπίζουμε να είναι απλά ένα από τα πολλά για
επαγγελματική σελίδα τυπογραφικά και ορθογραφικά λάθη, αν και μετά από
αυτά που είδαν τα ματάκια μας δεν είμαστε και τόσο σίγουροι.