Ένας από τους βασικούς σκοπούς της
καθαρεύουσας, στον οποίο οφείλει και το όνομά της, δεν είναι η φαιδρή
“αρχαιοπρεπής μίμηση του παρελθόντος κι η αντίθεση στους “μαλλιαρούς”
της δημοτικής, αλλά η “κάθαρση” της γλώσσας από ξένες προσμίξεις. Και
έτσι εξηγείται πώς η συνύπαρξη δυο λαών για τόσους αιώνες -όπως οι
Έλληνες και οι Τούρκοι, που το μεγαλύτερο μέρος τους στέναζε εξίσου υπό
τον ζυγό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας- δεν άφησε παρά ελάχιστα γλωσσικά
ενθύμια αυτής της συμβίωσης, που “εκκαθαρίστηκαν” επιμελώς και πλέον
επιβιώνουν κυρίως στην διατροφική μας διάλεκτο -που είναι κατεξοχήν
πρακτικό πεδίο-, σε κάποια τοπωνύμια και αρκετά επίθετα Ελλήνων -που
μπορεί να καμαρώνουν σαν Ελληναράδες, αγνοώντας και πώς τους λένε, στην
κυριολεξία.
Το γλωσσικό εμπόδιο, όμως, δεν εξηγεί από μόνο του γιατί μας είναι τόσο άγνωστη η ιστορική διαδρομή του τουρκικού εργατικού κινήματος και ειδικότερα του Κομμουνιστικού κινήματος, σε μια χώρα όπου οι συνθήκες είναι πιο άγριες, το αστικό καθεστώς χωρίς περιττά φτιασίδια και τα όρια μεταξύ δημοκρατίας και δικτατορίας εντελώς δυσδιάκριτα, παρόλα αυτά υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες με τη δική μας -“εγώ Χριστό και εσύ Αλλάχ, όμως…”. Κατά μία έννοια, η Τουρκία, από κοινωνική και πολιτική άποψη, είναι εικόνα από το δικό μας παρελθόν και την καχεκτική αστική δημοκρατία της μεταπολεμικής περιόδου. Δεν αποκλείεται όμως να είναι και εικόνα από το προσεχές μέλλον μας.
Έτσι λοιπόν, η μελέτη του Αναστάσιου Φέκα “Ισλάμ & Κομμουνιστικό Κίνημα στην Τουρκία κατά τον 20ό έρχεται να” έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό σε παρθένο ουσιαστικό έδαφος για την ελληνική βιβλιογραφία. Και υπάρχει ακόμα πεδίο δόξης λαμπρό μπροστά του, με πολλές έννοιες και τρόπους. Αφενός γιατί μπορεί να εμβαθύνει, να εξειδικεύσει και να προχωρήσει σε μια σχετική διδακτορική διατριβή. Και αφετέρου γιατί μολονότι ο συγγραφέας κατέχει την τουρκική γλώσσα, όπως σημειώνεται στο βιογραφικό του, μια σημαντική έλλειψη της μελέτης του είναι η απουσία τουρκικής βιβλιογραφίας πάνω στο θέμα, που -αν και παραμένει δυσεύρετη ή δύσκολα προσβάσιμη- θα του ανοίξει σαφώς σπουδαίους ορίζοντες και θα δώσει μεγάλη ώθηση στη δουλειά του και μια πιθανή επόμενη εκδοχή – μετεξέλιξή της.
Προσωπικά θεωρώ αυταπόδεικτα ενδιαφέρον το θέμα του βιβλίου, που δείχνει πώς μπόρεσε να ευδοκιμήσει το σφυροδρέπανο σε μια χώρα που την έχουμε συνδυάσει με την ημισέληνο. Παρόλα αυτά είχε σαφώς πιο κοσμικό παρελθόν και κάθε άλλο παρά αμελητέο κομμουνιστικό-εργατικό κίνημα. Αυτές οι δύο παράμετροι είχαν μια αντιφατική σύνδεση μες στον χρόνο, που μας δίνει την αφορμή για μια επιγραμματική αναφορά σε κάποια σημεία, που απέχουν αρκετά ωστόσο από κάποια περίληψη-παρουσίαση του βιβλίου, που παράλληλα και τη συνολική ιστορική εξέλιξη της Τουρκίας τον περασμένο αιώνα.
Ο Κεμαλισμός συνδέεται με τον στρατό -έναν από τους δύο βασικούς πυλώνες του τουρκικού κράτους- και διάφορα στρατιωτικά κινήματα (χούντες) που παραδόξως είχαν (ή απλώς ευαγγελίζονταν) ενίοτε μεταρρυθμιστικό, σχετικά προοδευτικό χαρακτήρα. Το κεμαλικό καθεστώς έφτασε μάλιστα στο σημείο να εφαρμόζει πεντάχρονα οικονομικά πλάνα (!), που τα έχουμε συνδυάσει με πολύ διαφορετικά ιστορικά συμφραζόμενα, για να δώσει αύξηση στην τουρκική οικονομία και τον εκτεταμένο δημόσιο τομέα της, που σύντομα ιδιωτικοποιήθηκε.
Το ΚΚ Τουρκίας εγκλωβίστηκε για μια μεγάλη περίοδο στην κριτική υποστήριξη του κεμαλικού στρατοπέδου, με στόχο την υλοποίηση-ολοκλήρωση του πρώτου αστικοδημοκρατικού σταδίου της επανάστασης, σε συμμαχία με την “προοδευτική αστική τάξη”. Αυτό που επέτεινε στα άκρα τα στρατηγικά αδιέξοδα αυτής της λογικής ήταν η πλήρως εχθρική στάση του κεμαλικού μπλοκ και η ωμή καταστολή των κομμουνιστών από τις κυβερνήσεις τους, που δεν είχαν καν ριζοσπαστικές διακηρύξεις για δημαγωγικούς λόγους.
Στο πλαίσιο της διαπάλης στις γραμμές του ΚΚ, υπήρξαν κάποιες διασπάσεις, διαφοροποιήσεις, καθώς και μια βραχύχρονη προσπάθεια ίδρυσης ενός άλλου κομματικού φορέα με διαφορετική στρατηγική, στην οποία είχε πάρει μέρος και ο Ναζίμ Χικμέτ! Ενώ τα ασφυκτικά περιθώρια δράσης των κομμουνιστών μετά τη στρατιωτική δικτατορία του 1980, οδήγησαν τους κομμουνιστές στην απόφαση να αφήσουν την οργανωτική αυτοτέλεια του κόμματός τους και να διαχυθούν σε ευρύτερα κομματικά σχήματα, τα οποία ωστόσο δεν κατάφερναν πάντα τον διακηρυγμένο στόχο -δηλαδή να παραμείνουν νόμιμα και να έχουν πλατιά μαζική δράση.
Δυστυχώς λείπουν περισσότερες πληροφορίες ιδίως για αυτή την περίοδο, των τελευταίων 40 ετών, καθώς και μια γενική εικόνα για άλλες διασπάσεις στο κομμουνιστικό κίνημα ή άλλα ρεύματα, όπως το μαοϊκό, οι οποίες είναι πολυπλόκαμες και ενδεχομένως πιο δύσκολο να τις παρακολουθήσει κανείς, ακόμα και σε σύγκριση με τα αντίστοιχα ελληνικά ρεύματα που είναι κατακερματισμένα.
Αυτές τις μέρες το ΤΚΡ είχε το συνέδριό του, γιορτάζοντας τα 100 χρόνια από την ίδρυσή του. Κι ίσως το καλύτερο δώρο που μπορείτε να κάνετε στους Τούρκους συντρόφους αλλά και στον εαυτό σας είναι να μάθουμε την ιστορία τους και να διδαχτούμε από αυτήν. Κι η μελέτη του Α. Φέκα από τις εκδόσεις Εντός είναι πιθανότατα η καλύτερη εισαγωγή στο θέμα, κατά συνέπεια συστήνεται ανεπιφύλακτα στο αναγνωστικό κοινό που ασχολείται με τέτοια ζητήματα.
Δείτε επίσης
Το γλωσσικό εμπόδιο, όμως, δεν εξηγεί από μόνο του γιατί μας είναι τόσο άγνωστη η ιστορική διαδρομή του τουρκικού εργατικού κινήματος και ειδικότερα του Κομμουνιστικού κινήματος, σε μια χώρα όπου οι συνθήκες είναι πιο άγριες, το αστικό καθεστώς χωρίς περιττά φτιασίδια και τα όρια μεταξύ δημοκρατίας και δικτατορίας εντελώς δυσδιάκριτα, παρόλα αυτά υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες με τη δική μας -“εγώ Χριστό και εσύ Αλλάχ, όμως…”. Κατά μία έννοια, η Τουρκία, από κοινωνική και πολιτική άποψη, είναι εικόνα από το δικό μας παρελθόν και την καχεκτική αστική δημοκρατία της μεταπολεμικής περιόδου. Δεν αποκλείεται όμως να είναι και εικόνα από το προσεχές μέλλον μας.
Έτσι λοιπόν, η μελέτη του Αναστάσιου Φέκα “Ισλάμ & Κομμουνιστικό Κίνημα στην Τουρκία κατά τον 20ό έρχεται να” έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό σε παρθένο ουσιαστικό έδαφος για την ελληνική βιβλιογραφία. Και υπάρχει ακόμα πεδίο δόξης λαμπρό μπροστά του, με πολλές έννοιες και τρόπους. Αφενός γιατί μπορεί να εμβαθύνει, να εξειδικεύσει και να προχωρήσει σε μια σχετική διδακτορική διατριβή. Και αφετέρου γιατί μολονότι ο συγγραφέας κατέχει την τουρκική γλώσσα, όπως σημειώνεται στο βιογραφικό του, μια σημαντική έλλειψη της μελέτης του είναι η απουσία τουρκικής βιβλιογραφίας πάνω στο θέμα, που -αν και παραμένει δυσεύρετη ή δύσκολα προσβάσιμη- θα του ανοίξει σαφώς σπουδαίους ορίζοντες και θα δώσει μεγάλη ώθηση στη δουλειά του και μια πιθανή επόμενη εκδοχή – μετεξέλιξή της.
Προσωπικά θεωρώ αυταπόδεικτα ενδιαφέρον το θέμα του βιβλίου, που δείχνει πώς μπόρεσε να ευδοκιμήσει το σφυροδρέπανο σε μια χώρα που την έχουμε συνδυάσει με την ημισέληνο. Παρόλα αυτά είχε σαφώς πιο κοσμικό παρελθόν και κάθε άλλο παρά αμελητέο κομμουνιστικό-εργατικό κίνημα. Αυτές οι δύο παράμετροι είχαν μια αντιφατική σύνδεση μες στον χρόνο, που μας δίνει την αφορμή για μια επιγραμματική αναφορά σε κάποια σημεία, που απέχουν αρκετά ωστόσο από κάποια περίληψη-παρουσίαση του βιβλίου, που παράλληλα και τη συνολική ιστορική εξέλιξη της Τουρκίας τον περασμένο αιώνα.
Ο Κεμαλισμός συνδέεται με τον στρατό -έναν από τους δύο βασικούς πυλώνες του τουρκικού κράτους- και διάφορα στρατιωτικά κινήματα (χούντες) που παραδόξως είχαν (ή απλώς ευαγγελίζονταν) ενίοτε μεταρρυθμιστικό, σχετικά προοδευτικό χαρακτήρα. Το κεμαλικό καθεστώς έφτασε μάλιστα στο σημείο να εφαρμόζει πεντάχρονα οικονομικά πλάνα (!), που τα έχουμε συνδυάσει με πολύ διαφορετικά ιστορικά συμφραζόμενα, για να δώσει αύξηση στην τουρκική οικονομία και τον εκτεταμένο δημόσιο τομέα της, που σύντομα ιδιωτικοποιήθηκε.
Το ΚΚ Τουρκίας εγκλωβίστηκε για μια μεγάλη περίοδο στην κριτική υποστήριξη του κεμαλικού στρατοπέδου, με στόχο την υλοποίηση-ολοκλήρωση του πρώτου αστικοδημοκρατικού σταδίου της επανάστασης, σε συμμαχία με την “προοδευτική αστική τάξη”. Αυτό που επέτεινε στα άκρα τα στρατηγικά αδιέξοδα αυτής της λογικής ήταν η πλήρως εχθρική στάση του κεμαλικού μπλοκ και η ωμή καταστολή των κομμουνιστών από τις κυβερνήσεις τους, που δεν είχαν καν ριζοσπαστικές διακηρύξεις για δημαγωγικούς λόγους.
Στο πλαίσιο της διαπάλης στις γραμμές του ΚΚ, υπήρξαν κάποιες διασπάσεις, διαφοροποιήσεις, καθώς και μια βραχύχρονη προσπάθεια ίδρυσης ενός άλλου κομματικού φορέα με διαφορετική στρατηγική, στην οποία είχε πάρει μέρος και ο Ναζίμ Χικμέτ! Ενώ τα ασφυκτικά περιθώρια δράσης των κομμουνιστών μετά τη στρατιωτική δικτατορία του 1980, οδήγησαν τους κομμουνιστές στην απόφαση να αφήσουν την οργανωτική αυτοτέλεια του κόμματός τους και να διαχυθούν σε ευρύτερα κομματικά σχήματα, τα οποία ωστόσο δεν κατάφερναν πάντα τον διακηρυγμένο στόχο -δηλαδή να παραμείνουν νόμιμα και να έχουν πλατιά μαζική δράση.
Δυστυχώς λείπουν περισσότερες πληροφορίες ιδίως για αυτή την περίοδο, των τελευταίων 40 ετών, καθώς και μια γενική εικόνα για άλλες διασπάσεις στο κομμουνιστικό κίνημα ή άλλα ρεύματα, όπως το μαοϊκό, οι οποίες είναι πολυπλόκαμες και ενδεχομένως πιο δύσκολο να τις παρακολουθήσει κανείς, ακόμα και σε σύγκριση με τα αντίστοιχα ελληνικά ρεύματα που είναι κατακερματισμένα.
Αυτές τις μέρες το ΤΚΡ είχε το συνέδριό του, γιορτάζοντας τα 100 χρόνια από την ίδρυσή του. Κι ίσως το καλύτερο δώρο που μπορείτε να κάνετε στους Τούρκους συντρόφους αλλά και στον εαυτό σας είναι να μάθουμε την ιστορία τους και να διδαχτούμε από αυτήν. Κι η μελέτη του Α. Φέκα από τις εκδόσεις Εντός είναι πιθανότατα η καλύτερη εισαγωγή στο θέμα, κατά συνέπεια συστήνεται ανεπιφύλακτα στο αναγνωστικό κοινό που ασχολείται με τέτοια ζητήματα.
Δείτε επίσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου