Οταν οι αντιπροσωπείες των βαλκανικών κρατών έφτασαν στο Βουκουρέστι ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος συνεχιζόταν ακόμη και υπήρχαν ενδείξεις πως δύσκολα θα σταματούσε, με ευθύνη κυρίως της ελληνικής πλευράς, ειδικότερα δε του αρχιστρατήγου των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων Βασιλιά Κωνσταντίνου ο οποίος «υπεστήριζεν ότι το στρατιωτικόν συμφέρον απήτει να τελειώση ο πόλεμος με πλήρη ήτταν της Βουλγαρίας»2. Μάλιστα ο Βενιζέλος, όταν έφτασε στο Βουκουρέστι, βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση διότι από ρουμανικής πλευράς επαναλήφθηκε η πρόταση του βασιλιά Καρόλου για παύση των εχθροπραξιών, την οποία ο Ελληνας πρωθυπουργός υποχρεώθηκε να απορρίψει προφασιζόμενος τεχνικούς λόγους3. Λίγο αργότερα, όμως, έλαβε από τον βασιλιά Κωνσταντίνο ένα τηλεγράφημα με ημερομηνία 15/18 Ιουλίου 1913, στο οποίο αναφερόταν4: «Ενεκεν ανεξηγήτου αδρανείας του σερβικού στρατού επεσύραμεν διά της ταχείας μας προχωρήσεως το μεγαλύτερον μέρος του βουλγαρικού στρατού εναντίον μας. Εις το κέντρον μας και την δεξιάν πτέρυγαν ενικήσαμεν λαμπρώς χθες παρά τας σοβαράς ενισχύσεις του. Υπεχώρησε πέραν της Τζουμαγιάς. Αλλ' η νίκη εστοίχισε πολύ ακριβά. Σοβαραί δυνάμεις βουλγαρικαί προσέβαλλον σήμερον την στρατιάν Δαμιανού εις την αριστεράν μας πτέρυγαν. III και X Μεραρχίαι ηναγκάσθησαν να υποχωρήσουν προς Τζαμί Τεπέ. Η III, πιθανώς πλησίον αυτού αγνοώ ακόμη πού και εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκεται. Η IV εν κρισίμω καταστάσει. Κατόπιν 4 τηλεγραφημάτων πιεστικών το σερβικόν στρατηγείον εξέδωκεν επί τέλους διαταγήν προς την III στρατιάν να επιτεθή αύριον. Αι εναντίον μας δυνάμεις προέρχονται εκ Τσαριμπρότ Κιουστεντίλ. Ο στρατός μου ήχθη εις τα φυσικά και ηθικά όρια. Κατόπιν των συνθηκών τούτων δεν δύναμαι πλέον να αρνούμαι την ανακωχήν ή την αναστολήν των εχθροπραξιών. Προσπαθήσατε να ευρήτε τρόπον να επιτύχητε αναστολήν εχθροπραξιών ει δυνατόν από αύριον».
Την επομένη, με την έναρξη των εργασιών της Διάσκεψης, τα πάντα είχαν ρυθμιστεί. Στα πρακτικά που έδωσε τότε στη δημοσιότητα το ρουμανικό υπουργείο Εξωτερικών αναφέρεται συγκεκριμένα6: «Εν τη πρώτη Συνεδρία (17/30 Ιουλίου) ο κ. Μαγιορέσκο, Πρωθυπουργός και επί των Εξωτερικών Υπουργός της Ρουμανίας, εξελέγη κατά τα ειωθότα πρόεδρος, τη προτάσει δι' αυτού απεφασίσθη πενθήμερος εκεχειρία».
Πριν όμως προχωρήσουμε αναλυτικά στη Διάσκεψη του Βουκουρεστίου - και για να κατανοήσουμε τη σημασία της - θα κάνουμε μια αναδρομή στα σημαντικότερα των γεγονότων που προηγήθηκαν αυτής, ιδιαίτερα δε στους δύο Βαλκανικούς πολέμους.
Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος
Στην ελληνική ιστοριογραφία κυριαρχεί η άποψη ότι το Κίνημα του 1909 στο Γουδί έφερε την ελληνική αστική τάξη στην εξουσία. «Το κίνημα στο Γουδί - γράφει ο Γ. Βεντήρης7 -... μεταβάλλει τους αστούς εις ηγέτιδαν τάξιν και τους εγκαθιστά εις την πολιτικήν εξουσίαν». Παρόμοια είναι και η άποψη του Γ. Κορδάτου ο οποίος αναφερόμενος στο Γουδί γράφει8: «Η ελληνική κεφαλαιοκρατία δίνει μια οριστική μάχη με τα τζάκια και αυτή τη φορά τα βγάζει πέρα. Απ' εδώ κι εμπρός παίρνει αυτή την κυβερνητική μηχανή στα χέρια της». Στο ίδιο πνεύμα, ο Ν. Σβορώνος σημειώνει αναφορικά με το κίνημα στο Γουδί9: «Υστερ' από τόσες επισφαλείς προσπάθειες, η ελληνική αστική τάξη, έχοντας συνείδηση της νίκης της που φαινόταν αυτή τη φορά αποφασιστική, αναλαβαίνει τη διοργάνωση ενός σύγχρονου κράτους κατά τα πρότυπα της Δύσης».
Ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος προκλήθηκε στο πλαίσιο μιας διεθνούς συγκυρίας που ευνοούσε την ανατροπή του στάτους κβο και την απομάκρυνση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τα ευρωπαϊκά της εδάφη. Οι μεγάλες αποικιοκρατικές ευρωπαϊκές δυνάμεις προετοιμάζονταν για πόλεμο μεταξύ τους κι ο χώρος των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής αποκτούσε ζωτική σημασία για τα συμφέροντά τους. Ετσι, η Γερμανία σημείωνε μεγάλη διείσδυση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και το κίνημα των Νεότουρκων στρεφόταν προς τις κεντρικές δυνάμεις, δηλαδή τους Γερμανούς και την Αυστροουγγαρία. Η πραγματικότητα αυτή κινητοποιούσε τις αντίπαλες δυνάμεις. Η Αγγλία έπαψε πλέον να αντιδρά σε ενδεχόμενες αλλαγές του στάτους κβο στα Βαλκάνια, η Γαλλία τις ευνοούσε ανοιχτά και η Ρωσία μη μπορώντας να πράξει αλλιώς, αφού απέτυχε να δημιουργήσει μια συμμαχία των οθωμανικών και των βαλκανικών κρατών ενάντια στην Αυστροουγγαρία αρκέστηκε σε μια συμμαχία των βαλκανικών χωρών με εχθρικό προς τις κεντρικές δυνάμεις προσανατολισμό. Τέλος, η Ιταλία που ήθελε να κυριαρχήσει στη Μεσόγειο, στα 1911 κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και έβαλε στο χέρι τη Λιβύη και τα Δωδεκάνησα.
Ο πόλεμος ξέσπασε στις 25 Σεπτέμβρη 1912 όταν το Μαυροβούνιο κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Λίγες ημέρες πριν, στις 17/9, πραγματοποιήθηκε η σερβική και η βουλγαρική επιστράτευση και την επομένη 18/9 η ελληνική και του Μαυροβουνίου. Η Ελλάδα, η Σερβία και η Βουλγαρία κήρυξαν επίσημα τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις 4 Οκτώβρη 1912 και την επομένη κήρυξε εκείνη τον πόλεμο εναντίον του Μαυροβουνίου, της Βουλγαρίας και της Σερβίας, αλλά όχι και εναντίον της Ελλάδας την οποία πίστευε πως θα αποσπάσει από τη βαλκανική συμμαχία, έστω και την τελευταία στιγμή.
Μετά την ανακωχή, στις 3 Δεκέμβρη του 1912, στο ανάκτορο του Αγίου Ιωάννη στο Λονδίνο, ξεκίνησε η Διάσκεψη για την υπογραφή Συνθήκης Ειρήνης. Στη Διάσκεψη συμμετείχαν οι εκπρόσωποι των εμπόλεμων μερών (και η Ελλάδα παρ' όλο που συνέχιζε τον πόλεμο), αλλά η όλη οργάνωση ήταν υπό την αιγίδα των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Μάλιστα στη Διάσκεψη του Λονδίνου επίτιμος πρόεδρος ορίστηκε ο Αγγλος υπουργός Εξωτερικών Εντ. Γκρέι. Η Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου υπογράφηκε στις 17 Μάη του 1913, μετά από πολλές δυσκολίες και αφού στο ενδιάμεσο υπήρξε επανάληψη των εχθροπραξιών με νίκες της βαλκανικής συμμαχίας σε Αδριανούπολη, Ιωάννινα, Σκούταρι, Τεπελένι, Αργυρόκαστρο.
Η Συνθήκη περιλάμβανε επτά άρθρα, και τα σπουδαιότερα σημεία της είναι τα εξής13: Η Τουρκία παραχωρούσε στη Βαλκανική Συμμαχία (Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο), όλα τα εδάφη δυτικά της γραμμής Αίνου - Μήδειας, εκτός από τα εδάφη της Αλβανίας. Η Τουρκία και οι τέσσερις βαλκανικές χώρες ανέθεταν στις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Ρωσία και Αυστροουγγαρία) το διακανονισμό των συνόρων της Αλβανίας και όλων των ζητημάτων των σχετικών με την ανακήρυξή της σε ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος. Αναφορικά με την Κρήτη, η Τουρκία εκχωρούσε στις τέσσερις βαλκανικές χώρες τα δικαιώματά της στο νησί. Επίσης η τύχη των νησιών του Αιγαίου και η ρύθμιση του καθεστώτος του Αγίου Ορους ανατιθόταν στις έξι προαναφερόμενες μεγάλες δυνάμεις.
Η Συνθήκη ήταν απολύτως ασαφής και τα πάντα βρίσκονταν κάτω από την απόλυτη εξουσία των μεγάλων δυνάμεων, κάτι που συνιστούσε τεράστιο κίνδυνο για τα συμφέροντα των βαλκανικών λαών. Τον κίνδυνο αυτό ο Λένιν τον είχε επισημάνει σε άρθρο του, από την αρχή του πολέμου, όταν έγραφε14: «Οι βαλκανικοί λαοί θα μπορούσαν να πουν ό,τι έλεγαν τον παλιό καιρό οι δικοί μας δουλοπάροικοι: "Να μας φυλάει ο θεός, περισσότερο απ' όλα τα κακά, και από την οργή του αφέντη και από την αγάπη του αφέντη". Και η εχθρική και η δήθεν φιλική επέμβαση των "δυνάμεων" της Ευρώπης σημαίνει για τους αγρότες και τους εργάτες των Βαλκανίων κάθε είδους επιπρόσθετα δεσμά και εμπόδια στην ελεύθερη ανάπτυξη προς τους γενικούς όρους της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης... Η "Ευρώπη" ίσα - ίσα εμποδίζει την εγκαθίδρυση ομοσπονδιακής βαλκανικής δημοκρατίας».
Το πόσο δίκιο είχε ο Λένιν φάνηκε πολύ γρήγορα. Ενα μήνα μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης του Λονδίνου, η Βουλγαρία ξεκίνησε στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των πρώην συμμάχων της, της Ελλάδας και της Σερβίας. Ετσι άρχισε ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος.
Ο Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος
Το τέλος του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου βρήκε την Τουρκία να έχει περιοριστεί μόνο στη Χερσόνησο της Καλλίπολης, ενώ οι βαλκανικοί σύμμαχοι Βούλγαροι, Ελληνες, Σέρβοι και Μαυροβούνιοι κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής Τουρκίας15. Ομως, όπως σημειώνει ο Ν. Σβορώνος, «το πρόβλημα διανομής της Μακεδονίας και της Θράκης οδηγεί σε νέο πόλεμο. Η Βουλγαρία, κατά τη συμβουλή των Κεντρικών Δυνάμεων, χτύπα πρώτα τους Σέρβους και μετά τους Ελληνες, που ανταπαντούν με επιτυχία. Στο μεταξύ η Ρουμανία και η ίδια η Τουρκία μπαίνουν στον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας»16. Ο πόλεμος ξεκίνησε στις 17/30 Ιούνη 1913 με την αιφνιδιαστική επίθεση της Βουλγαρίας εναντίον της Ελλάδας και της Σερβίας, με το πρόσχημα ότι οι δύο αυτές χώρες είχαν έρθει σε συνεννοήσεις εναντίον της. Ο ισχυρισμός δεν ήταν εκτός πραγματικότητας. Στις 19 Μάη (1 Ιούνη) του 1913 η Ελλάδα και η Σερβία υπέγραψαν στη Θεσσαλονίκη Συνθήκη Ειρήνης, Φιλίας και Αμοιβαίας Συνεργασίας. «Το τελικό κείμενο - γράφει ο Κ. Σβολόπουλος17- προέβλεπε, σύμφωνα και με τους όρους του προκαταρκτικού πρωτοκόλλου, την αμοιβαία εγγύηση των εδαφικών κτήσεων και των δύο χωρών και την αμοιβαία παροχή στρατιωτικής βοήθειας σε περίπτωση απρόκλητης επιθέσεως εναντίον του ενός, τον καθορισμό της διανομής των εδαφών που θα εκχωρούνταν από την Τουρκία μετά τον τερματισμό του Πολέμου και, ακόμη, την ελληνική υποχρέωση για παροχή κάθε αναγκαίας ευκολίας στο σερβικό εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο μέσω Θεσσαλονίκης».
Στην αρχή των εχθροπραξιών ο βουλγαρικός στρατός σημείωσε επιτυχίες, αλλά πολύ γρήγορα τα πράγματα αντιστράφηκαν, τα ελληνικά και τα σερβικά στρατεύματα πήραν την πρωτοβουλία των κινήσεων και απώθησαν τους Βούλγαρους πέρα από τα παλιά τους σύνορα. Στον πόλεμο μπήκε και η Ρουμανία, η οποία επιτέθηκε στη Βουλγαρία στις 27 Ιούνη (10 Ιούλη) του 1913, κατέλαβε τη Νότια Δοβρουτσά, έφτασε στη Βάρνα και πλησίασε τη Σόφια σε απόσταση περίπου 40 χιλιομέτρων. Στο ίδιο διάστημα η Τουρκία επιχείρησε να επωφεληθεί της κατάστασης και με στρατιωτικές δυνάμεις προέλασε πέραν της γραμμής Αίνου - Μηδείας, σε όλο το χώρο των Σαράντα Εκκλησιών και της Ανδριανούπολης, την οποία ανακατέλαβε (9/22 Ιούλη του 1913)18. Ετσι, μπρος στον κίνδυνο της ολικής καταστροφής, η βουλγαρική πολιτική ηγεσία στράφηκε προς τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, ζητώντας την παρέμβασή τους, ώστε να υπάρξει κατάπαυση των εχθροπραξιών. Ο δρόμος προς τη Διάσκεψη του Βουκουρεστίου είχε ανοίξει, με τελευταία την Ελλάδα να αποδέχεται την ανακωχή αφού, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, και ο ελληνικός στρατός είχε φτάσει στα όριά του.
Η Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου
Η Διάσκεψη του Βουκουρεστίου κάλυψε τη χρονική περίοδο από τις 17/30 Ιουλίου έως τις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου του 1913 οπότε και υπογράφηκε η Συνθήκη, με την οποία ρυθμίζονταν τα ζητήματα, που αφορούσαν τις αντιμαχόμενες βαλκανικές χώρες.
Η Συνθήκη αποτελούνταν από 10 άρθρα, τα οποία εν συντομία προέβλεπαν19: Η Σερβία έπαιρνε τη Βόρεια Μακεδονία έως τη Ραντόβιτσα και τη Στρώμνιτσα, με το Μοναστήρι και το μεγαλύτερο μέρος της κοιλάδας του Βαρδάρη. Η Ελλάδα έπαιρνε τη Θεσσαλονίκη, τη Χαλκιδική, το Λιμάνι της Καβάλας, μ' ολόκληρη σχεδόν την ενδοχώρα, τη νότια Ηπειρο με τα Ιωάννινα, τα νησιά του Αιγαίου (εκτός από τα Δωδεκάνησα που έμεναν στους Ιταλούς, την Ιμβρο και την Τένεδο που έμεναν στην τουρκική κατοχή). Στη Βουλγαρία δινόταν έξοδος στο Αιγαίο ανάμεσα στο Πόρτο - Λάγο και το Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη). Η Ρουμανία πήρε τη Νότιο Δοβρουτσά και η Τουρκία κράτησε την Ανατολική Θράκη με την Ανδριανούπολη.
Αναφορικά με το ζήτημα της Κρήτης, η συνολική διευθέτηση έχει ως εξής: Με τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1913 η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε παραιτηθεί από τα κυριαρχικά της δικαιώματα στο νησί υπέρ των βαλκανικών κρατών (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο). Στη συνέχεια, η Σερβία παραιτήθηκε από τα δικαιώματά της αυτά υπέρ της Ελλάδας με το Πρακτικό Πάσιτς - Βενιζέλου της 3ης Αυγούστου 1913 και η Βουλγαρία παραιτήθηκε και αυτή των δικαιωμάτων της υπέρ της Ελλάδος με την τελευταία παράγραφο του άρθρου 5 της Συνθήκης του Βουκουρεστίου όπου αναφέρεται: «Συνομολογείται ρητώς ότι η Βουλγαρία παραιτείται πάσης επί της νήσου Κρήτης αξιώσεως».
Ενα ακόμη ενδιαφέρον σημείο των διπλωματικών διεργασιών στη Διάσκεψη του Βουκουρεστίου είναι και τούτο: Ο Βενιζέλος κατάφερε να προσεταιριστεί τους Ρουμάνους και να κερδίσει την υποστήριξή τους γύρω από τις ελληνικές διεκδικήσεις, αφού προηγουμένως αποδέχτηκε τις παλιές ρουμανικές αξιώσεις να παραχωρηθεί σχολική και εκκλησιαστική αυτονομία στους Κουτσοβλάχους που ήταν εγκατεστημένοι στη Δυτική Μακεδονία και την Ηπειρο20. Πάντως, από τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, η Ελλάδα βγήκε σχεδόν διπλάσια. Η εδαφική της έκταση, από τα 63.211 τ.χλμ., έφθασε με τη συνθήκη στα 120.308 τ.χλμ. και ο πληθυσμό της, από 2.631.912 έφτασε τα 4.718.221 κατοίκους.
«Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου της 10ης Αυγούστου 1913 - γράφει ο Αλαν Πάλμερ21- είναι αξιοσημείωτα σύντομο κείμενο. Η Σερβία κέρδιζε όλο τον κεντρικό τομέα της κοιλάδας του Αξιού. Η Ελλάς επεξέτεινε τα σύνορά της 30 μίλια ανατολικώς της Καβάλας, γεγονός που της έδινε ένα πολύτιμο λιμάνι και πλούσιες καπνοπαραγωγικές περιοχές. Η Ρουμανία προώθησε τα σύνορά της στον Εύξεινο Πόντο προς το νότο έως τα περίχωρα της Βάρνας. Εξασφάλισε τη Σιλιστρία και τις δύο μικρότερες πόλεις Τουτρακάν και Μπαλτσίκ στην περιοχή που είναι γνωστή ως νότιος Δοβρουτσά. Μια επακόλουθη συμφωνία μεταξύ της Βουλγαρίας και της Τουρκίας (Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως της 30ής Σεπτεμβρίου 1913) απέδωσε στην Τουρκία την Ανδριανούπολη και τμήμα των παραλίων του Εύξεινου Πόντου 25 μίλια προς βορράν της Μηδείας. Το μόνο που επετράπη να κρατήσουν οι Βούλγαροι για τη στρατιωτική τους προσπάθεια ήταν ένα τμήμα των Παραλίων του Αιγαίου μήκους 80 μιλίων με το δευτέρας τάξεως της Αλεξανδρουπόλεως, την περιοχή της οροσειράς της Ροδόπης ανατολικά από το Πετρίτσι και ένα μικρό τρίγωνο εδάφους στον Εύξεινο Πόντο. Τα αμελητέα αυτά κέρδη πληρώθηκαν με βαρύτατο τίμημα σε ανθρώπους και υλικό. Κατά την επιστράτευση του 1912 ο βουλγαρικός στρατός αριθμούσε 250.000 μαχίμους και το σύνολο των βουλγαρικών απωλειών στους δύο πολέμους ήταν 55.000 νεκροί και 105.000 τραυματίες. Οι Βούλγαροι κατά βάθος ποτέ δεν μπορούσαν να δεχτούν τις μισητές συνθήκες ως οριστικές. Αρχισαν να αναζητούν ισχυρούς συμμάχους που θα τους βοηθούσαν ν' αναθεωρήσουν το διακανονισμό. Μιας και η Αυστροουγγαρία είχε κακές σχέσεις με τη Σερβία, φυσικό ήταν να γίνει δεχτή με συμπάθεια στη Βιέννη. Η κατάσταση άρχισε να οδεύει προς τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο».
Χωρίς αμφιβολία, ο τρόπος με τον οποίο λύθηκε το Ανατολικό ζήτημα, αναφορικά με τα πρώην ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν ανταποκρινόταν παρά εν μέρει στα εθνικά δίκαια των βαλκανικών λαών. Κυρίαρχο στοιχείο της όλης διαδικασίας τόσο στους βαλκανικούς πολέμους όσο και στις Διασκέψεις ειρήνης που ακολούθησαν ήταν ο αστικός εθνικισμός και σοβινισμός σε συνδυασμό με τα συμφέροντα των ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών της εποχής. Η αιτία που συνέβηκε αυτό είχε προσδιοριστεί με απόλυτη ακρίβεια από τον Λένιν, ο οποίος έγραφε22: «Ποια είναι η ιστορική αιτία που τα φλέγοντα ζητήματα των Βαλκανίων λύνονται με πόλεμο, που καθοδηγούνται από τα αστικά και δυναστικά συμφέροντα; Η κύρια αιτία είναι η αδυναμία του προλεταριάτου στα Βαλκάνια και σε συνέχεια οι αντιδραστικές επιδράσεις και πιέσεις της ισχυρής ευρωπαϊκής αστικής τάξης. Η τάξη αυτή φοβάται την πραγματική ελευθερία και στον τόπο της και στα Βαλκάνια, επιδιώκει μόνο να θησαυρίζει σε βάρος των άλλων, υποδαυλίζει το σοβινισμό και την εθνική έχθρα, για να μπορεί πιο εύκολα να εφαρμόζει την πολιτική της ληστείας, για να δυσκολέψει την ελεύθερη ανάπτυξη των καταπιεζόμενων τάξεων στα Βαλκάνια».
1. Τα μέλη των αντιπροσωπειών κάθε χώρας που αναφέρονται εδώ είναι αυτά που υπέγραψαν στο τέλος της Διάσκεψης τα κείμενα των συμφωνιών. Οι αποστολές όμως ήταν πολύ ευρύτερες. Στην ελληνική αποστολή, για παράδειγμα, πέραν των όσων έχουμε αναφέρει τα ονόματα τους, συμμετείχαν και οι: Ανδρέας Παπαδιαμαντόπουλος, Θεόδωρος Πετρακόπουλος, Σ. Γεωργόπουλος, Κ. Μαρκαντωνάκης, Σ. Κωνσταντινίδης και Μ. Τσαμαδός («Παρνέλ: Ιστορία του 20ού αιώνα», εκδόσεις «Χρυσός Τύπος», τόμος 1ος, σελ. 421).
2. Γεωργίου Βεντήρη: «Η Ελλάς του 1910 - 1920», εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, τόμος Α', σελ. 175.
3. Στο ίδιο, σελ. 176
4. Σπ. Β. Μαρκεζίνη: «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ, τόμος 3ος, σελ. 219 - 220.
5. Αντιστρατήγου Δημ. Βάκα: «Η Μεγάλη Ελλάς - Ο Ελευθέριος Βενιζέλος πολεμικός ηγέτης», εκδόσεις «Σπ. Δαρεμά», Αθήναι, 1965, σελ. 50.
6. Σταματίου Αντωνοπούλου: «Αι συνθήκαι Λονδίνου, Βουκουρεστίου και Αθηνών», Εν Αθήναις, Τύποις «Αυγής Αθηνών», Θ. Ν. Αποστολοπούλου, 1917, σελ. 135.
7. Γεωργίου Βεντήρη: «Η Ελλάς του 1910 - 1920», εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, τόμος Α', σελ. 27.
8. Γιάννη Κορδάτου: «Εισαγωγή εις την Ιστορίαν της Ελληνικής Κεφαλαιοκρατίας», εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, σελ. 63.
9. Νίκος Γ. Σβορώνος: «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας», εκδόσεις «Θεμέλιο», σελ. 115.
10. Νίκου Ψυρούκη: «Νεοελληνική Εξωτερική Πολιτική - Ιστορική επισκόπηση», εκδόσεις «Επικαιρότητα», σελ. 163 - 164.
11. Βλάσης Μ. Βλαγκόπουλος: «Συνθήκες Σταθμοί της Ιστορίας - Οδοιπορικό 146 χρόνων 1821 - 1967», Εκδόσεις «Σάκκουλα», σελ. 103 - 108.
12. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 22, σελ. 160 - 161.
13. Σταματίου Αντωνοπούλου, στο ίδιο, σελ. 1- 4.
14. Β. Ι. Λένιν: «Οι Βαλκανικοί Λαοί και η Ευρωπαϊκή Διπλωματία», Απαντα, εκδόσεις ΣΕ, τόμος 22, σελ. 147 - 148.
15. Καλλιόπη Παπαθανάση - Μουσιοπούλου: «Ο αντίκτυπος της Συνθήκης του Βουκουρεστίου στη Θράκη» στη συλλογική εργασία «Η Συνθήκη Βουκουρεστίου και η Ελλάδα - Συμπόσιο, Θεσσαλονίκη 16 - 18 Νοεμβρίου 1988», εκδόσεις ΙΜΧΑ, σελ. 113.
16. Νίκος Γ. Σβορώνος: «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας», εκδόσεις «Θεμέλιο», σελ. 117.
17. Κωνσταντίνου Σβολόπουλου: «Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900 - 1945», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 91.
18. Γιάννη Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις 2ος Αιώνας, τόμος XIII, σελ. 330, Σπ. Β. Μαρκεζίνη: «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ, τόμος 3ος, σελ. 217 - 218 κ.α.
19. Ολο το κείμενο της Συνθήκης μαζί με τα πρωτόκολλα, στο: Σταματίου Αντωνοπούλου, στο ίδιο, σελ. 83 - 100.
20. Ευάγγελου Αβέρωφ: «Η Πολιτική Πλευρά του Κουτσοβλαχικού ζητήματος», Αθήνα 1948, σελ. 65 - 66 και Σταματίου Αντωνοπούλου, στο ίδιο, σελ. 101 - 102.
21. «Παρνέλ: Ιστορία του 20ου αιώνα», εκδόσεις «Χρυσός Τύπος», τόμος 1ος, σελ. 420 - 421.
22. Β. Ι. Λένιν: «Ο Βαλκανικός Πόλεμος και ο Αστικός Σωβινισμός», «Απαντα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 23, σελ. 39 - 40.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου