Β.Ι. ΛΕΝΙΝ: ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΥ
ΟΙ ΚΡΙΣΕΙΣ
Το τρίτο λαθεμένο συμπέρασμα του Σισμόντι από την όχι σωστή θεωρία, που αντέγραψε από τον Ανταμ Σμιθ, είναι η θεωρία για τις κρίσεις. Από την αντίληψη του Σισμόντι, ότι η συσσώρευση (η αύξηση της παραγωγής γενικά) καθορίζεται από την κατανάλωση, και από τη λαθεμένη ερμηνεία της πραγματοποίησης όλου του κοινωνικού προϊόντος (του εισοδήματος, που αποτελείται από το μερίδιο των εργατών και το μερίδιο των κεφαλαιοκρατών) βγήκε φυσιολογικά και αναπόφευκτα η θεωρία, ότι οι κρίσεις οφείλονται στην αναντιστοιχία παραγωγής και κατανάλωσης. Ο Σισμόντι επέμενε απόλυτα στη θεωρία αυτή. Τη δανείστηκε και ο Ροντμπέρτους, αλλάζοντας λίγο τη διατύπωσή της: εξηγούσε τις κρίσεις λέγοντας ότι ενώ αυξάνει η παραγωγή ελαττώνεται το μερίδιο του προϊόντος που παίρνουν οι εργάτες, και ταυτόχρονα όλο το κοινωνικό προϊόν το χώριζε εξίσου λαθεμένα, όπως και ο Α. Σμιθ, σε μισθό εργασίας και «πρόσοδο» (σύμφωνα με την ορολογία του η «πρόσοδος» είναι η υπεραξία, δηλ. το κέρδος και η γαιοπρόσοδος μαζί). Η επιστημονική ανάλυση της συσσώρευσης στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία1 και της πραγματοποίησης του προϊόντος υπέσκαψε όλες τις βάσεις της θεωρίας αυτής, δείχνοντας ταυτόχρονα ότι ακριβώς στην εποχή που προηγείται από τις κρίσεις η κατανάλωση των εργατών αυξάνει, ότι η υποκατανάλωση (που εξηγεί τάχα τις κρίσεις) υπήρχε στα πιο διαφορετικά οικονομικά καθεστώτα, ενώ οι κρίσεις αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα μόνον ενός καθεστώτος - του κεφαλαιοκρατικού. Η θεωρία αυτή εξηγεί ότι οι κρίσεις οφείλονται σε μιαν άλλη αντίθεση, και συγκεκριμένα, στην αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής (που έχει κοινωνικοποιηθεί από τον καπιταλισμό) και στον ιδιωτικό, τον ατομικό τρόπο ιδιοποίησης. Η βαθιά διαφορά ανάμεσα σ' αυτές τις θεωρίες φαίνεται, θα έλεγε κανείς, μόνη της, εμείς όμως πρέπει να σταθούμε πιο λεπτομερειακά σ' αυτή, γιατί ακριβώς οι Ρώσοι οπαδοί του Σισμόντι προσπαθούν να σβήσουν τη διαφορά αυτή και να μπερδέψουν τα πράγματα.
Οι δυο θεωρίες, για τις κρίσεις, που εξετάζουμε, δίνουν εντελώς διαφορετική εξήγηση στις κρίσεις. Η πρώτη θεωρία τις εξηγεί με την αντίθεση ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση της εργατικής τάξης, η δεύτερη - με την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης. Η πρώτη, συνεπώς, βλέπει τη ρίζα του φαινομένου έξω από την παραγωγή (σ' αυτό οφείλονται, λ.χ., οι γενικές επιθέσεις του Σισμόντι ενάντια στους κλασικούς, ότι αγνοούν την κατανάλωση και ασχολούνται μόνο με την παραγωγή), η δεύτερη τη βλέπει ακριβώς στους όρους της παραγωγής. Για να είμαστε σύντομοι, η πρώτη εξηγεί τις κρίσεις με την υποκατανάλωση (Unterkonsumption), η δεύτερη - με την αναρχία της παραγωγής. Ετσι, και οι δυο θεωρίες, εξηγώντας τις κρίσεις με την αντίθεση που υπάρχει μέσα στο ίδιο το οικονομικό καθεστώς, διαφωνούν πέρα για πέρα σχετικά με τον καθορισμό της αντίθεσης αυτής. Γεννιέται όμως το ερώτημα: η δεύτερη θεωρία αρνιέται το γεγονός της αντίθεσης ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση το γεγονός της υποκατανάλωσης; Φυσικά, όχι. Αναγνωρίζει απόλυτα το γεγονός αυτό, του παραχωρεί όμως τη δευτερεύουσα θέση που του ταιριάζει, σαν γεγονός αναφερόμενο μόνο στη μια υποδιαίρεση της όλης κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Διδάσκει, ότι το γεγονός αυτό δεν μπορεί να εξηγήσει τις κρίσεις, που οφείλονται σε μιαν άλλη, πιο βαθιά, πιο βασική αντίθεση του σύγχρονου οικονομικού συστήματος και συγκεκριμένα στην αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης. Συνεπώς, τι να πει κανείς για τους ανθρώπους που, ενώ στην ουσία υποστηρίζουν την πρώτη θεωρία, προσπαθούν να καλυφθούν, επικαλούμενοι το γεγονός ότι oι εκπρόσωποι της δεύτερης διαπιστώνουν αντίθεση ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση; Είναι ολοφάνερο, ότι οι άνθρωποι αυτοί δε μελέτησαν καλά τη βάση της διαφοράς των δυο θεωριών και δεν κατάλαβαν όπως πρέπει τη δεύτερη θεωρία. Στους ανθρώπους αυτούς ανήκει λ.χ., ο κ. Ν. -ον (δε μιλάμε πια για τον κ. Β. Β.). Οτι ανήκουν στους οπαδούς του Σισμόντι, αυτό το έχει κιόλας τονίσει στη φιλολογία μας ο κ. Τουγκάν - Μπαρανόβσκι («Οι βιομηχανικές κρίσεις», σελ. 477, με την παράξενη επιφύλαξη όσον άφορα τον κ. Ν. -ον: «προφανώς»). Ο κ. Ν. -ον, όμως, μιλώντας για «περιορισμό της εσωτερικής αγοράς» και για «μείωση της λαϊκής καταναλωτικής ικανότητας» (κεντρικά σημεία των απόψεών του), επικαλείται ωστόσο τους εκπροσώπους της δεύτερης θεωρίας, που διαπιστώνουν το γεγονός της αντίθεσης ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση, το γεγονός της υποκατανάλωσης. Είναι ευνόητο ότι τα επιχειρήματα του είδους αυτού δείχνουν απλώς μιαν ικανότητα που χαρακτηρίζει γενικά το συγγραφέα αυτό, την ικανότητα να παραθέτει αταίριαστες περικοπές και τίποτα περισσότερο. Λογουχάρη, όλοι οι αναγνώστες, που ξέρουν τα «Δοκίμιά» του θα θυμούνται, βέβαια, την «περικοπή» του που λέει ότι «οι εργάτες σαν αγοραστές εμπορεύματος, έχουν μεγάλη σημασία για την αγορά, όταν όμως οι εργάτες παρουσιάζονται σαν πουλητές του εμπορεύματός τους, δηλ. της εργατικής δύναμης, τότε η κεφαλαιοκρατική κοινωνία έχει την τάση να περιορίζει στο κατώτατο όριο την τιμή αυτού του εμπορεύματος» («Δοκίμια». σελ. 178), θα θυμούνται επίσης ότι ο κ. Ν. -ον θέλει να συμπεράνει από δω και τον «περιορισμό της εσωτερικής αγοράς» (ib., σελ. 203 κ. ά.) και τις κρίσεις (σελ. 298 κ.ά.). Παραθέτοντας όμως την περικοπή αυτή (που, όπως εξηγήσαμε, δεν αποδείχνει τίποτα), ο συγγραφέας μας εκτός απ' αυτό παραλείπει το τέλος της υποσημείωσης, απ' όπου πήρε την περικοπή του. Η περικοπή αυτή ήταν μια σημείωση που είχε προστεθεί στο χειρόγραφο του II μέρους του II τόμου του «Κεφαλαίου». Η σημείωση αυτή είχε προστεθεί «για ν' αναπτυχθεί αργότερα πιο διεξοδικά» και ο εκδότης του χειρογράφου τη μετάφερε στην υποσημείωση. Η σημείωση αυτή ύστερα από τα λόγια που αναφέραμε παραπάνω, λέει: «Ωστόσο όλα αυτά αφορούν μόνον το επόμενο μέρος»2, δηλ. το τρίτο μέρος. Και τι είναι αυτό το τρίτο μέρος; Είναι ακριβώς το μέρος που περιλαβαίνει την κριτική της θεωρίας του Α. Σμιθ για τα δυο μέρη του όλου κοινωνικού προϊόντος (μαζί με το σχόλιο για τον Σισμόντι, που αναφέραμε πιο πάνω) και την ανάλυση της «αναπαραγωγής και της κυκλοφορίας όλου του κοινωνικού κεφαλαίου», δηλ. της πραγματοποίησης του προϊόντος. Κι έτσι, ο συγγραφέας μας, για να υποστηρίξει τις απόψεις του, που επαναλαβαίνουν όσα λέει ο Σισμόντι, παραθέτει μια σημείωση, η οποία αφορά «μόνο το μέρος» που αναιρεί τον Σισμόντι: «μόνο το μέρος», που δείχνει ότι οι κεφαλαιοκράτες μπορούν να πραγματοποιήσουν την υπεραξία και ότι είναι ανοησία να συμπεριλαβαίνει κανείς το εξωτερικό εμπόριο στην ανάλυση της πραγματοποίησης...
Στο άρθρο του Εφρούσι γίνεται μια άλλη προσπάθεια να εξαλειφθεί η διαφορά ανάμεσα στις δυο θεωρίες και να υποστηριχτεί η παλιά ρομαντική σαβούρα με παραπομπές στις νεότατες θεωρίες. Ο Εφρούσι αναφέρει τη θεωρία των κρίσεων του Σισμόντι και τονίζει ότι δεν είναι σωστή («Ρούσκογε Μπογκάτστβο» τεύχος 7, σελ. 162). Οι υποδείξεις του είναι εξαιρετικά ασαφείς και αντιφατικές. Από το ένα μέρος, επαναλαβαίνει τα επιχειρήματα της αντίθετης θεωρίας, λέγοντας ότι με τα είδη της άμεσης κατανάλωσης δεν εξαντλείται η εθνική ζήτηση. Από το άλλο μέρος, ισχυρίζεται ότι η εξήγηση, που δίνει ο Σισμόντι στις κρίσεις, «αναφέρεται απλώς σ' ένα από τα πολλά περιστατικά, που δυσκολεύουν τη διανομή της εθνικής παραγωγής ανάλογα με τη ζήτηση του πληθυσμού και την αγοραστική του ικανότητα». Συνεπώς, ο αναγνώστης καλείται να πιστέψει ότι η εξήγηση των κρίσεων, βρίσκεται ακριβώς στη «διανομή» και ότι το λάθος του Σισμόντι περιορίζεται στην ανεπαρκή υπόδειξη των αίτιων, που δυσκολεύουν τη διανομή αυτή! Το κυριότερο όμως δε βρίσκεται αυτού... «Ο Σισμόντι - λέει ο Εφρούσι - δε στάθηκε στην εξήγηση που αναφέρθηκε πιο πάνω. Στην 1η κιόλας έκδοση των "Nouveaux Principes" βρίσκουμε ένα πολύ διδαχτικό κεφάλαιο με τον τίτλο "De la connaissance du marche"3. Στο κεφάλαιο αυτό ο Σισμόντι μας αποκαλύπτει τις βασικές αιτίες της παραβίασης της ισορροπίας ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση (σημειώστε το αυτό!) με μια σαφήνεια, που στη ζήτημα αυτό τη συναντούμε μόνο σε λίγους οικονομολόγους» (ib.). Και, παραθέτοντας περικοπές για το ότι ο εργοστασιάρχης δεν μπορεί να ξέρει την αγορά, ο Εφρούσι λέει: «Σχεδόν το ίδιο λέει και ο Ενγκελς» (σελ. 163) - ακολουθεί μια περικοπή, που δείχνει ότι ο εργοστασιάρχης δεν μπορεί να ξέρει τη ζήτηση. Παραθέτοντας κατόπι και άλλες περικοπές σχετικά με «άλλα εμπόδια για την αποκατάσταση της ισορροπίας ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση» (σελ. 164), ο Εφρούσι βεβαιώνει ότι «στις περικοπές αυτές δίνεται η ίδια εκείνη εξήγηση των κρίσεων, που γίνεται όλο και επικρατέστερη»! Και κάτι παραπάνω: ο Εφρούσι έχει τη γνώμη ότι «στο ζήτημα για τις αιτίες των κρίσεων της εθνικής οικονομίας έχουμε όλο το δικαίωμα να θεωρούμε τον Σισμόντι θεμελιωτή των απόψεων, που αργότερα αναπτύσσονται με μεγαλύτερη συνέπεια και σαφήνεια» (σελ. 168).
Εμείς καταλαβαίνουμε πολύ καλά γιατί οι δικοί μας Ρώσοι ρομαντικοί βάζουν όλα τα δυνατά τους, για να εξαλείψουν τη διαφορά ανάμεσα στις δυο θεωρίες, των κρίσεων, που αναφέραμε. Αυτό γίνεται, επειδή με τις παραπάνω θεωρίες συνδέεται αμεσότατα και στενότατα η διαφορετική από άποψη αρχών στάση απέναντι στον καπιταλισμό. Πράγματι, αν αποδώσουμε τις κρίσεις στην αδυναμία να πραγματοποιηθούν τα προϊόντα, στην αντίθεση ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση, καταλήγουμε έτσι στην άρνηση της πραγματικότητας, παραδεχόμαστε ότι ο δρόμος, που ακολουθεί ο καπιταλισμός, είναι ασύμφορος, διακηρύσσουμε ότι ο δρόμος αυτός είναι «λαθεμένος» και αρχίζουμε ν' αναζητάμε «άλλους δρόμους». Αποδίδοντας τις κρίσεις στην αντίθεση αυτή, πρέπει να παραδεχτούμε ότι όσο περισσότερο αναπτύσσεται η αντίθεση, τόσο πιο δύσκολο είναι να βγούμε από αυτή. Και είδαμε με πόσο μεγάλη αφέλεια διατύπωσε ο Σισμόντι αυτήν ακριβώς τη γνώμη, λέγοντας ότι, αν το κεφάλαιο συσσωρεύεται αργά, το πράγμα είναι επιτέλους υποφερτό, αν όμως συσσωρεύεται γρήγορα, καταντά ανυπόφορο. Απεναντίας, αν αποδώσουμε τις κρίσεις στην αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης, παραδεχόμαστε έτσι την πραγματικότητα και την προοδευτικότητα του κεφαλαιοκρατικού δρόμου και απορρίπτουμε τις αναζητήσεις «άλλων δρόμων» σαν ανόητο ρομαντισμό. Παραδεχόμαστε έτσι πως όσο περισσότερο αναπτύσσεται η αντίθεση αυτή τόσο πιο εύκολα θα βγούμε από αυτήν, και ότι η διέξοδος βρίσκεται ακριβώς στην ανάπτυξη του δοσμένου συστήματος.
Οπως βλέπει ο αναγνώστης, κι εδώ συναντούμε διαφορά «απόψεων»...
Είναι εντελώς φυσικό το ότι οι ρομαντικοί μας ψάχνουν να βρουν θεωρητικές επαληθεύσεις των απόψεών τους. Είναι εντελώς φυσικό το ότι οι αναζητήσεις αυτές τους οδηγούν στην παλιά σαβούρα, που την πέταξε από πολύν καιρό η Δυτική Ευρώπη. Είναι εντελώς φυσικό, το ότι νιώθοντάς το αυτό, προσπαθούν ν' αποκαταστήσουν τη σαβούρα αυτή, πότε εξωραΐζοντας ανοιχτά τους ρομαντικούς της Δυτικής Ευρώπης, πότε προσπαθώντας να μπάσουν λαθραία το ρομαντισμό κάτω από τη σημαία αταίριαστων και διαστρεβλωμένων περικοπών. Γελιούνται όμως οικτρά, αν νομίζουν ότι ένα τέτοιο λαθρεμπόριο θα μείνει αξεσκέπαστο.
Τελειώνοντας μ' αυτό την έκθεση της βασικής θεωρητικής διδασκαλίας του Σισμόντι και των κυριότερων θεωρητικών συμπερασμάτων, που έβγαλε απ' αυτήν, πρέπει να κάνουμε μια μικρή προσθήκη πάλι σχετικά με τον Εφρούσι. Σ' ένα άλλο άρθρο του για τον Σισμόντι (συνέχεια του πρώτου) λέει: «Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον (σε σύγκριση με τη θεωρία για το εισόδημα από το κεφάλαιο) παρουσιάζουν οι απόψεις του Σισμόντι για τα διάφορα είδη εισοδημάτων» («Ρούσκογε Μπογκάτστβο» τεύχος 8, σελ. 42). Ο Σισμόντι, λέει, όπως και ο Ροντμπέρτους, χωρίζει το εθνικό εισόδημα σε δύο μέρη: «το ένα μέρος το παίρνουν οι κάτοχοι της γης και των εργαλείων παραγωγής, το άλλο οι εκπρόσωποι της εργασίας» (ib.). Ακολουθούν περικοπές, όπου ο Σισμόντι μιλάει για έναν τέτοιο χωρισμό όχι μόνο του εθνικού εισοδήματος, αλλά και όλου του προϊόντος: «Η ετήσια παραγωγή, ή το αποτέλεσμα όλων των εργασιών, που εκτελεί το έθνος στη διάρκεια ενός χρόνου, αποτελείται επίσης από δύο μέρη» κ.τ.λ. («Nouveaux Principes», I, 105, η περικοπή υπάρχει στο «Ρούσκογε Μπογκάτστβο», τεύχος 8, σελ. 43). «Τα σημεία που παραθέσαμε - συμπεραίνει ο οικονομολόγος μας - αποδείχνουν καθαρά ότι ο Σισμόντι έχει αφομοιώσει στο ακέραιο (!) την ταξινόμηση εκείνη του εθνικού εισοδήματος, που παίζει τόσο σπουδαίο ρόλο στους νεότατους οικονομολόγους και συγκεκριμένα το χωρισμό του εθνικού εισοδήματος σε εισόδημα, που στηρίζεται στην εργασία και σε εισόδημα που βγαίνει χωρίς εργασία - arbeitsloses Einkommen. Αν και, μιλώντας γενικά, οι απόψεις του Σισμόντι στο ζήτημα του εισοδήματος δεν είναι πάντοτε σαφείς και συγκεκριμένες, πάντως διαφαίνεται σ' αυτές η επίγνωση της διαφοράς, που υπάρχει ανάμεσα στο εισόδημα του ατομικού νοικοκυριού και στο εισόδημα της εθνικής οικονομίας» (σελ. 43).
Η παραπάνω περικοπή - θα πούμε εμείς σχετικά μ' αυτό - αποδείχνει καθαρά ότι ο Εφρούσι έχει αφομοιώσει πέρα για πέρα τη σοφία των γερμανικών εγχειριδίων, παρ' όλα αυτά όμως (και ίσως γι' αυτόν ακριβώς το λόγο), δεν είδε καθόλου τη θεωρητική δυσκολία, που υπάρχει στο ζήτημα του εθνικού εισοδήματος σε διάκριση από το ατομικό. Ο Εφρούσι εκφράζεται πολύ απρόσεχτα. Είδαμε ότι στο πρώτο μέρος του άρθρου του ονόμαζε «νεότατους οικονομολόγους» τους θεωρητικούς ορισμένης σχολής. Ο αναγνώστης του με το δίκιο του θα νομίσει ότι και τούτη τη φορά πρόκειται για τους ίδιους. Στην πραγματικότητα όμως ο συγγραφέας εννοεί εδώ κάτι το εντελώς διαφορετικό. Σαν νεότατοι οικονομολόγοι φιγουράρουν τώρα οι Γερμανοί από καθέδρας σοσιαλιστές. Η υπεράσπιση του Σισμόντι συνίσταται στο ότι ο συγγραφέας πλησιάζει τη θεωρία του Σισμόντι στη θεωρία τους. Ποια είναι η θεωρία αυτών των «νεότατων» αυθεντιών του Εφρούσι;
-- Οτι το εθνικό εισόδημα χωρίζεται σε δύο μέρη.
Η θεωρία όμως αυτή είναι του Ανταμ Σμίθ και σε καμιά περίπτωση των «νεότατων οικονομολόγων»! Χωρίζοντας το εισόδημα σε μισθό εργασίας, σε κέρδος και σε γαιοπρόσοδο (βιβλίο Ι, κεφ. VI «Ο πλούτος των εθνών», βιβλίο II, κεφ. ΙΙ), ο Α. Σμιθ αντιπαράθετε τα δυο τελευταία στο πρώτο, ακριβώς σαν εισόδημα χωρίς αντίστοιχη εργασία, ονόμαζε και τα δυο κρατήσεις από την εργασία (βιβλίο Ι, κεφάλαιο VIII) και αμφισβητούσε τη γνώμη ότι το κέρδος είναι και αυτό μεροκάματο για μια εργασία ειδικής φύσης (βιβλίο, Ι, κεφάλαιο VI). Και ο Σισμόντι, και ο Ροντμπέρτους, και οι «νεότατοι» συγγραφείς των γερμανικών εγχειριδίων επαναλαμβάνουν απλώς τη θεωρία αυτή του Σμιθ. Η διαφορά μεταξύ τους βρίσκεται μόνο στο ότι ο Α. Σμιθ καταλάβαινε ότι δεν καταφέρνει να ξεχωρίσει τελείως το εθνικό εισόδημα από το εθνικό προϊόν καταλάβαινε ότι έπεφτε σε αντίθεση όταν δεν συμπεριλάβαινε στο τελευταίο το σταθερό κεφάλαιο (σύμφωνα με τη σύγχρονη ορολογία), που το συμπεριλάβαινε ωστόσο στο ατομικό προϊόν. Οι «νεότατοι» όμως οικονομολόγοι, επαναλαβαίνοντας το λάθος του Α. Σμιθ, περιβάλανε απλώς τη θεωρία του μ' ένα πιο πομπώδικο σχήμα («ταξινόμηση του εθνικού εισοδήματος») κι έχαναν τη συναίσθηση της αντίθεσης, μπροστά στην οποία σταμάτησε ο Α. Σμιθ. Αυτές οι μέθοδες μπορεί να είναι σοφές, δεν είναι όμως καθόλου επιστημονικές.
1. Σχετικά με τη θεωρία, ότι στην κεφαλαιοκρατική οικονομία όλο το προϊόν αποτελείται από δυο μέρη, συναντούμε στον Α. Σμιθ και στους μεταγενέστερους οικονομολόγους τη λαθεμένη αντίληψη της «συσσώρευσης ατομικού κεφαλαίου». Και, συγκεκριμένα, αυτοί δίδασκαν ότι η συσσωρευμένη μερίδα του κέρδους ξοδεύεται ολοκληρωτικά για μισθό εργασίας, ενώ στην πραγματικότητα ξοδεύεται: 1) για σταθερό κεφάλαιο και 2) για μισθό εργασίας. Ο Σισμάντι επαναλαβαίνει κι αυτό το λάθος των κλασικών.
2. «Das Kapital», ΙΙ Band, S. 304 («Το Κεφάλαιο», τόμ. ΙΙ, σελ. 304. Η Σύντ.) Ρωσική μετάφραση, σελ. 2325α. Η υπογράμμιση δική μας.
3. - «Για τη γνώση της αγοράς». Η Σύντ.
4. Στην «Ανάπτυξη του καπιταλισμού» (σελ. 16 και 19) (βλ. Απαντα 4η ρωσ. έκδ., τόμ. 3ος, κεφάλαιο 1, παρ. VI. Η Σύντ.) Εχω κιόλας σημειώσει τις ανακρίβειες και τα λάθη του κ. Τουγκάν - Μπαρανόβσκι, που τον έκαναν να περάσει αργότερα ολοκληρωτικά στο στρατόπεδο των αστών οικονομολόγων. (Υποσημείωση του συγγραφέα στην έκδοση του 1908. Η Σύντ.).
5. Ct. Sismondi. 1. c, I, 8 (πρβλ. Σισμόντι, στο σημείο απ' όπου πάρθηκε η περικοπή, Ι, 8, Η Σύντ.)
6. Ροντμπέρτους. Με την ευκαιρία αυτή ας σημειώσουμε ότι ο Μπερνστάιν, παλινορθώνοντας γενικά τις προλήψεις της αστικής οικονομίας, έφερε σύγχυση και στο ζήτημα αυτό με τον ισχυρισμό ότι η θεωρία του Μαρξ για τις κρίσεις δε διαφέρει και πολύ από τη θεωρία του Ροντμπέρτους («Die Voraussetzungen elc.» Stuttg. 1899, S. 67 («Οι προϋποθέσεις κ.τ.λ.». Στουτγάρδη, 1899, σελ. 67. Η Σύντ.)) και ότι ο Μαρξ έρχεται σε αντίθεση με τον ίδιο τον εαυτό του, όταν αναγνωρίζει σαν τελευταία αιτία των κρίσεων την περιορισμένη κατανάλωση των μαζών. (Σημείωση του συγγραφέα στην έκδοση του 1908. Η Σύντ.).
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
23/1/2011
-- Στα 87 χρόνια από το θάνατό του
28/11/2010
-- Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη
14/9/2008
-- Ο Μαρξ, η όψιμη ανακάλυψή του και το αναπόφευκτο του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής
17/3/2002
-- Η αντίθεση ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση και η κρίση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου