ΠΩΣ ΦΤΑΣΑΜΕ ΣΤΟ Β' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
Ο θλιβερός ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στο φασισμό
6ο ΜΕΡΟΣ
1ο. Την κοινωνική δυσαρέσκεια των μεσαίων τάξεων που προκαλεί η προλεταριοποίησή τους και που στρέφεται εξίσου και κατά της σοσιαλιστικής εργατικής τάξης και κατά του καπιταλισμού.
2ο. Τον εθνικισμό που αναπτύσσει ολοένα και περισσότερο ο οικονομικός πόλεμος μεταξύ των εθνών.
3ο. Την προοδευτική αδυναμία των κοινοβουλευτικών θεσμών απέναντι στις δυνάμεις του χρήματος.
4ο. Το προοδευτικό στένεμα της καθημερινής δράσης του σοσιαλιστικού κινήματος προς αντικειμενικούς σκοπούς περιορισμένης σημασίας, αφιερωμένους στο στενό συμφέρον της βιομηχανικής εργατικής τάξης που τείνουν μάλλον να υπερασπίσουν θεσμούς που υπάρχουν παρά να πραγματοποιήσουν μια καινούρια κατάσταση»1.
Πέραν των κλασικών σοσιαλδημοκρατικών αυταπατών για τη φύση του φασισμού που επαναλαμβάνει ο H. De Man, ειδικά στο σημείο 4 διατυπώνει μια ουσιαστική κριτική στη ρεφορμιστική πρακτική των σοσιαλδημοκρατών απέναντι στο φασισμό, που όμως θα την εξετάσουμε αναλυτικότερα παρακάτω.
Η άποψη του κομμουνιστικού κινήματος για το φασισμό
Αντίθετα, πάντως, από τους σοσιαλδημοκράτες, εκείνοι που δεν είχαν ψευδαισθήσεις για τον ταξικό χαρακτήρα του φασισμού ήταν οι κομμουνιστές. Το κομμουνιστικό κίνημα είχε απασχοληθεί από πολύ νωρίς με το φαινόμενο του φασισμού, είχε αποκαλύψει τον αστικό του χαρακτήρα αλλά και την επικινδυνότητά του λόγω των δεσμών που ανέπτυσσε με λαϊκά στρώματα. Στην περίφημη εισήγηση στην Ολομέλεια της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στα 1923, η Κλάρα Τσέτκιν σημείωνε πως ο φασισμός πρέπει να θεωρηθεί «εξαιρετικά επικίνδυνος και τρομερός εχθρός» κι ότι «ο αγώνας κατά του φασισμού είναι υπόθεση ολόκληρου του προλεταριάτου». Παρατηρούσε δε ότι ο φασισμός διαφέρει από τις άλλες μορφές της αντιδραστικής αστικής δικτατορίας με το στήριγμα που 'χει ανάμεσα σε σημαντικό τμήμα του πληθυσμού - τους μικροαστούς, τα ξεπεσμένα ταξικά στοιχεία και ακόμα στα καθυστερημένα στρώματα του προλεταριάτου. «Ανάλογα με τις συγκεκριμένες συνθήκες της μίας ή της άλλης χώρας, ο φασισμός έχει διάφορα γνωρίσματα», είπε η Τσέτκιν. Και πρόσθεσε: «Δύο τον χαρακτηρίζουν παντού: Πρώτο, το δήθεν επαναστατικό του πρόγραμμα που προσαρμόζεται εξαιρετικά επιδέξια στις διαθέσεις, τα συμφέροντα και τις απαιτήσεις πλατιών κοινωνικών μαζών και, δεύτερο, η εφαρμογή της πιο άγριας και σκληρής τρομοκρατίας... Για την πάλη ενάντια στο φασισμό πρέπει να εφαρμόσουμε ευλύγιστη πολιτική, που θα επιτρέψει να απομονώσουμε το φασισμό και να συσπειρώσουμε ενάντιά του τα πιο πλατιά στρώματα του πληθυσμού, να κερδίσουμε τα μεσαία στρώματα, την αγροτιά, τη διανόηση όλα εκείνα τα στρώματα που η κοινωνική τους θέση τα διαθέτει εχθρικά προς το μεγάλο κεφάλαιο»2.
Μια ακόμη πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση της ταξικής φύσης του φασισμού έδωσε η 13η Ολομέλεια της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς τον Δεκέμβρη του 1933. Στις θέσεις που ψήφισε η Ολομέλεια αναφέρεται3: «Ο φασισμός είναι η πιο ανοιχτή τρομοκρατική διχτατορία των πιο αντιδραστικών, σοβινιστικών και ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου. Ο φασισμός προσπαθεί να εξασφαλίσει στο μονοπωλιακό κεφάλαιο τη μαζική βάση μέσα στους μικροαστούς και στρέφεται για το σκοπό αυτό προς τους αγρότες, χειροτέχνες, ιδιωτικούς και δημόσιους υπαλλήλους, που πετάχτηκαν από την κανονική τους τροχιά και ιδιαίτερα προς τα ταξικά ξεπεσμένα στοιχεία στις μεγάλες πόλεις. Καταβάλλει προσπάθειες να εισχωρήσει και στην εργατική τάξη. Η ανάπτυξη του φασισμού και η κατάληψη της εξουσίας απ' αυτόν στη Γερμανία και σε μια σειρά άλλες κεφαλαιοκρατικές χώρες σημαίνει πως: α) Μεγαλώνει η επαναστατική κρίση και η εξέγερση των πλατιών μαζών ενάντια στην κυριαρχία του κεφαλαίου. β) Οι κεφαλαιοκράτες δεν είναι πια σε θέση να κρατήσουν τη διχτατορία τους και τις παλιές μεθόδους του κοινοβουλευτισμού και της αστικής δημοκρατίας γενικά. γ) Κι ακόμα ότι οι μέθοδοι του κοινοβουλευτισμού και η αστική δημοκρατία γενικά γίνονται εμπόδιο για τον κεφαλαιοκράτη τόσο στην εσωτερική πολιτική (πάλη ενάντια στο προλεταριάτο), όσο και στην εξωτερική πολιτική (ο πόλεμος για το ιμπεριαλιστικό ξαναμοίρασμα του κόσμου). δ) Συνεπώς το κεφάλαιο είναι αναγκασμένο να περάσει στην ανοιχτή τρομοκρατική διχτατορία στο εσωτερικό της χώρας και στον απεριόριστο σοβινισμό στην εξωτερική πολιτική, που 'ναι μια άμεση προετοιμασία για ιμπεριαλιστικούς πολέμους.
Στο φασισμό που αναπτύσσεται μέσα από το σώμα της αστικής δημοκρατίας, βλέπουν οι κεφαλαιοκράτες ένα μέσο για τη σωτηρία του καπιταλισμού από την κατάρρευση. Μόνο και μόνο για να εξαπατήσει και ν' αφοπλίσει τους εργάτες, αρνείται η Σοσιαλδημοκρατία τη φασιστικοποίηση της αστικής δημοκρατίας και αντιπαρατάσσει κατ' αρχήν τις χώρες της δημοκρατίας στις χώρες της φασιστικής διχτατορίας. Από την άλλη μεριά, η φασιστική διχτατορία δεν αποτελεί αναπόφευκτο σταθμό της διχτατορίας της κεφαλαιοκρατίας σ' όλες τις χώρες. Η δυνατότητα της αποτροπής της εξαρτάται από τις δυνάμεις του αγωνιζόμενου προλεταριάτου που κυρίως τις παραλύει η αποσυνθετική επιρροή της Σοσιαλδημοκρατίας».
Η κομμουνιστική κριτική στη σοσιαλδημοκρατία
Οι απόψεις που διατύπωναν οι κομμουνιστές απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία εκείνη την περίοδο έχουν γίνει εκ των υστέρων αντικείμενο οξύτατης κριτικής. Η αλήθεια, βέβαια, είναι πάντοτε ιστορική και συγκεκριμένη. Κι όσο λάθος μπορεί να ήταν τότε κάποιες γενικεύσεις στο πλαίσιο μιας σκληρής αδυσώπητης ταξικής πάλης, χίλιες φορές περισσότερο λάθος είναι η εξωιστορική προσέγγιση μιας πολύ συγκεκριμένης ιστορικής πραγματικότητας. Η σοσιαλδημοκρατία έπαιξε θλιβερό ρόλο στην πάλη κατά του φασισμού. Με το θεωρητικό λόγο της, ένα λόγο που περισσότερο συσκότιζε παρά αποσαφήνιζε την ουσία του φασισμού, αλλά και με την πρακτική της παρεμπόδιζε και καθόλου δε διευκόλυνε την ενωμένη αντιφασιστική δράση του προλεταριάτου και των υπόλοιπων λαϊκών στρωμάτων. Την αλήθεια αυτή την αναγνώριζαν επιφανείς σοσιαλδημοκράτες ηγέτες, όταν πλέον ο φασισμός είχε κυριαρχήσει στη Γερμανία και απειλούσε να καταπιεί, τουλάχιστον, την Ευρώπη. Γράφει ο H. De Man4: «Η σοσιαλδημοκρατία αντέταξε στη φασιστική κριτική του συστήματος αυτού την υπεράσπιση του υπάρχοντος δημοκρατικού συντάγματος. Ετσι, το μόνο που πέτυχε ήταν να εμποδίσει κάθε δράση, για να μεταβληθεί η ψεύτικη αυτή καπιταλιστική δημοκρατία σε αληθινή σοσιαλιστική δημοκρατία και να κάνει πιο καταστρεπτική τη διάσπαση ανάμεσα στις εργατικές δυνάμεις, που ακολουθούσαν την κόκκινη σημαία και τις εργατικές δυνάμεις που ακολουθούσαν τη σημαία της δημοκρατίας». Περισσότερα σχόλια περιττεύουν.
(Συνεχίζεται)
Σημειώσεις:
1. H. De Man: «Τα προβλήματα του αντιφασισμού», Παράρτημα της «Σοσιαλιστικής Επιθεώρησης», Αθήνα 1934, σελ. 13 - 14
2. Ινστιτούτο Μαρξισμού - Λενινισμού της ΚΕ του ΚΚΣΕ: «Κομμουνιστική Διεθνής - Σύντομη ιστορική μελέτη», εκδόσεις «Ελεύθερη Ελλάδα» 1973, σελ. 198
3. «Ο Φασισμός, ο κίνδυνος του πολέμου και τα καθήκοντα των Κομμουνιστικών Κομμάτων - Θέσεις που ψηφίστηκαν από την 13η Ολομέλεια της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς πάνω στην Εισήγηση του σ. Κούσινεν - Δεκέμβρης 1933», Παράρτημα «Κομμουνιστικής Επιθεώρησης», Αθήνα, Γενάρης 1934, σελ. 3 - 4
4. H. De Man, στο ίδιο, σελ. 5
Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
1/1/2005
-- Το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ
27/6/2004
-- Ταυτισμένη με την επανάσταση
18/6/2000
-- Η μεγάλη επαναστάτρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου