ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Η ιστορία της λυκοσυμμαχίας των καπιταλιστών και Βαστίλης των λαών
Η ΕΕ δεν αποτελεί μια μορφή σχέσεων, ανάμεσα σε ορισμένα κράτη πριν, στα περισσότερα σήμερα της Ευρώπης, με στόχο την ανάπτυξη ισότιμης και φιλικής για τους λαούς οικονομικής συνεργασίας και με κριτήριο τη γεωγραφική εγγύτητα των χωρών αυτών.
Πρόκειται για μια διακρατική συμμαχία ανώτερης μορφής, της πιο ανώτερης που έχουμε γνωρίσει έως σήμερα, ανάμεσα σε καπιταλιστικά και μόνο κράτη. Το κοινωνικοοικονομικό σύστημα καθορίζει αν ένα κράτος μπορεί να κάνει πρόταση ή να αποδεχτεί πρόταση για να μπει στο κλαμπ της ΕΕ. Από εκεί και πέρα, βέβαια, παίζουν ρόλο και άλλα κριτήρια, πολιτικά, που και αυτά, σε τελευταία ανάλυση, βοηθούν να στηριχτούν οικονομικά συμφέροντα.
Η Ελλάδα έγινε δεκτή, όχι μόνο γιατί το ζήτησε, ούτε γιατί ήταν χώρα γενικά καπιταλιστική, αλλά γιατί ήταν η μόνη καπιταλιστική χώρα στα σοσιαλιστικά Βαλκάνια, η μόνη χώρα του ΝΑΤΟ σε μια περιοχή που είχε κηρυχτεί ως εχθρική για το δυτικοευρωπαϊκό και αμερικανικό καπιταλισμό.
Είναι, επίσης, πασίγνωστο ότι στη συγκρότηση της ΕΕ υπεισήλθαν δύο παράγοντες, που φαινομενικά ήταν ή μοιάζουν αντιφατικοί. Από τη μια πλευρά, υπήρξαν οι αντιθέσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας και, από την άλλη πλευρά, οι αντιθέσεις αυτών των χωρών με τις ΗΠΑ. Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη.
Οι ΗΠΑ έβλεπαν στη συγκρότηση της ΕΟΚ μια απειλή απέναντί τους, την απειλή του ανερχόμενου ανταγωνιστή. Από την άλλη, όμως, πλευρά, ένιωθαν μεγαλύτερη ανασφάλεια μπροστά σε μια δυτική Ευρώπη διαιρεμένων κρατών, έναντι του ανερχόμενου σοσιαλιστικού συστήματος και πριν από όλα της ΕΣΣΔ.
Τελικά, οι ΗΠΑ ξεπέρασαν τους δισταγμούς και φόβους τους, έδωσαν το «πράσινο φως» για την ίδρυση της ΕΟΚ, ακριβώς γιατί αυτό τους έδινε δυνατότητα να έχουν μια παρέμβαση στη νέα κοινότητα και, από την άλλη, να εξασφαλίσουν τα νώτα του δυτικού κόσμου από τη σοσιαλιστική άμιλλα και τον ανταγωνισμό.
Από τότε μέχρι σήμερα, τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει ουσιαστικά. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ είναι καταδικασμένες να βαδίζουν μαζί και ταυτόχρονα να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τη διανομή των αγορών, των κερδών, των σφαιρών πολιτικής επιρροής. Τόσο η συμμαχία, όσο και ο ανταγωνισμός τους έχουν τραγικές συνέπειες για τους λαούς.
Πολλές από τις αντιθέσεις και αντιφάσεις που γνωρίζουμε σήμερα ανάγονται, τελικά, στην ίδια τη φύση και το χαρακτήρα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτό δε σημαίνει ότι τίθεται σε δεύτερη μοίρα η πολιτική. Η πολιτική όμως, σε τελευταία ανάλυση, όποια διαχειριστική παραλλαγή και αν ακολουθήσει, δεν μπορεί να υπερβεί και να αλλάξει τους νόμους και τις αντικειμενικές τάσεις του καπιταλιστικού συστήματος σε εθνικό ή διεθνικό επίπεδο, από τη στιγμή που η πολιτική δε θέτει ως στόχο το αντιπάλεμα με το ίδιο το σύστημα.
Η ιδέα για τη δημιουργία μιας Ενωσης των καπιταλιστικών χωρών της Δυτικής Ευρώπης ήταν παλιά, ακόμη πριν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Για πρώτη φορά προβλήθηκε επίσημα και ολοκληρωμένα από τη Γαλλία στα 1930 με το «Σχέδιο Μπριάν» η σύσταση μιας «Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας» με σκοπό τη συσπείρωση της καπιταλιστικής Ευρώπης σε μια πολιτική και στρατιωτική κοινότητα. Ομως, η πρόταση εκείνη βρήκε πολλές δυσκολίες και, τελικά, ναυάγησε με την κήρυξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, που ξεκίνησε ο Χίτλερ με το δόγμα του «ζωτικού χώρου». Το θέμα της «οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης» έρχεται πάλι στο προσκήνιο, αναζωπυρώνεται μετά το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Το σοσιαλιστικό σύστημα - τα σύνορα του οποίου με τον καπιταλισμό βρίσκονταν στο έδαφος της Ευρώπης και, μάλιστα, στη Γερμανία (ήταν τα σύνορα μεταξύ Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας Γερμανίας και Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας) - βρίσκεται εκείνη την περίοδο σε άνοδο. Το αμερικάνικο κεφάλαιο έχει διεισδύσει στην Ευρώπη με το Σχέδιο Μάρσαλ, προκειμένου να ισχυροποιήσει τον καπιταλισμό, που ήταν τσακισμένος οικονομικά από τον πόλεμο και να εμποδίσει την εξάπλωση του σοσιαλισμού, αφού το λαϊκό-επαναστατικό κίνημα, λόγω του πολέμου και της αίγλης του σοσιαλισμού, ήταν σε ανοδική πορεία. Οι ισχυρές καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης συνειδητοποιούν την ανάγκη συνένωσης των δυνάμεών τους στις συγκεκριμένες τότε συνθήκες της εποχής του ιμπεριαλισμού. Ως ανάγκη που προκύπτει και από την καπιταλιστική διεθνοποίηση και το διεθνή ανταγωνισμό, για να αναπτυχθούν οι οικονομίες τους, διεκδικώντας όσο γίνεται μεγαλύτερο μερίδιο στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά, τα όρια της οποίας μετά την εξάπλωση του σοσιαλισμού στένευαν, και να αντιμετωπίσουν επίσης την άνοδο του σοσιαλισμού στην Ευρώπη.
Ετσι, με την ενεργό συμμετοχή των ΗΠΑ στις εξελίξεις, στις 18 Απρίλη του 1951 υπογράφεται στο Παρίσι η ιδρυτική Συνθήκη της «Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακος και Χάλυβος» (ΕΚΑΧ) από τα έξι ιδρυτικά της μέλη - τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Ακολούθησε η Συνθήκη της Ρώμης (25 Μάρτη του 1957) για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) απ' αυτά τα έξι κράτη-μέλη και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (EURATOM), των προγόνων της σημερινής Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Ας δούμε πιο αναλυτικά τους σημαντικότερους σταθμούς.
Στις 9 Μάη 1950 ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Ρομπέρ Σουμάν διαβάζει στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση τη Διακήρυξη για τη «γαλλογερμανική συμφιλίωση και την Ευρωπαϊκή Ενωση».
Η άρχουσα τάξη των χωρών που συμμετείχαν στον πόλεμο και υποχρεώθηκαν να αντιταχθούν στο φασιστικό άξονα, από την επόμενη κιόλας μέρα της λήξης του πολέμου, έβαζε μπροστά τη συνεργασία «νικητών» και «ηττημένων» κατά του κοινού εχθρού, που δεν έπαψε να είναι η Σοβιετική Ενωση και το σοσιαλιστικό σύστημα που δημιουργήθηκε μετά τον πόλεμο στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Η διακήρυξη του Ρ. Σουμάν, την επέτειο της οποίας «γιορτάζει» η Ευρωπαϊκή Ενωση ως «Ημέρα της Ευρώπης», αναφέρει λοιπόν: «Η Ευρώπη πρέπει να οργανωθεί σε ομοσπονδιακή βάση. Μια γαλλογερμανική ένωση είναι ουσιώδης (...), η καθιέρωση κοινών βάσεων οικονομικής ανάπτυξης πρέπει να αποτελέσει την πρώτη φάση (...). Η γαλλική κυβέρνηση προτείνει να τεθεί το σύνολο της γαλλογερμανικής παραγωγής άνθρακα και χάλυβα υπό την αιγίδα μιας νέας Υψηλής Αρχής, που θα είναι ανοιχτή στη συμμετοχή των άλλων χωρών της Ευρώπης». Αυτά γράφει το «πιστοποιητικό γέννησης» της ιδέας της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ο πρόσκοπος όμως αυτής της ιδέας Ζαν Μονέ από το 1947 στήριζε τις ελπίδες για την επιτυχία του εγχειρήματος στην αμερικανική κηδεμονία και έγραφε ότι η «εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν σήμαινε ότι οι ΗΠΑ θα εμπόδιζαν την Ευρώπη να γίνει μια ζώνη ύφεσης στο έλεος του κομμουνισμού»!
Η πρώτη και ιδρυτική Σύνοδος Κορυφής, έγινε στο διάστημα από το Μάη του 1950 ως τον Απρίλη του 1951. Συμμετείχαν Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο. Η Σύνοδος κατέληξε στη Συνθήκη του Παρισιού, που έθετε την Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) υπό τον έλεγχο μιας ανώτατης αρχής, η οποία λογοδοτούσε σε μια Συνέλευση.
Η Σύνοδος Κορυφής που οδήγησε στην ίδρυση της ΕΟΚ άρχισε τον Απρίλη του 1955 στη Μεσσίνα της Ιταλίας. Συμμετείχαν οι ίδιες χώρες. Κατέληξε στη Συνθήκη της Ρώμης, που υπογράφτηκε το Μάρτη του 1957, με την οποία εγκαθιδρυόταν η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (EURATOM). Αυτή η διάσκεψη θα μπορούσε να θεωρηθεί καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη της ενοποίησης, αφού μετά την εμπέδωση της συνεργασίας μεταξύ των «έξι» στον οικονομικό τομέα, αποφασίστηκε να προωθηθεί και η πολιτική συνεργασία, ενώ άνοιξαν και οι πόρτες για την ένταξη νέων μελών.
Η Σύνοδος Κορυφής που άνοιξε το δρόμο για τη μετεξέλιξη της ΕΟΚ σε Ευρωπαϊκή Ενωση έγινε το 1985. Προστέθηκαν ακόμη εκτός από τη Μεγάλη Βρετανία, η Δανία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα. Η Σύνοδος αυτή κατέληξε στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, με την οποία τα κράτη - μέλη ανέλαβαν την υποχρέωση να ολοκληρώσουν την εσωτερική αγορά μέχρι το 1992.
Η Ενιαία Πράξη σηματοδοτεί το πέρασμα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος στη δεύτερη, μετά τη Συνθήκη της Ρώμης, περίοδό του.
Πρόκειται, ουσιαστικά, για την καθιέρωση των «τεσσάρων ελευθεριών». Της ελευθερίας στην κίνηση των κεφαλαίων, της ελευθερίας στην κίνηση των εμπορευμάτων, της ελευθερίας στην κίνηση των υπηρεσιών και της ελευθερίας στην κίνηση του εργατικού δυναμικού. Από την άποψη αυτή, η Ενιαία Πράξη είναι η μεγαλύτερη προσφορά στις πολυεθνικές επιχειρήσεις και το μεγάλο κεφάλαιο, αφού καταργεί σειρά «εμποδίων» στην απρόσκοπτη και χωρίς όρια κερδοσκοπία τους και ταυτοχρόνως δημιουργεί το πλαίσιο για την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Η Ενιαία Πράξη άρχισε να εφαρμόζεται το 1992 με την καθιέρωσή της από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (βλέπε ξεχωριστό θέμα στη συνέχεια) για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Δεκέμβρης 1991). Τότε άρχισε να προσδιορίζεται η θέση και η προοπτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης πλέον στα νέα δεδομένα που προέκυψαν από την αντεπανάσταση, τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Η Σύνοδος Κορυφής του 1997, έγινε τον Ιούνιο στο Αμστερνταμ, και είναι η πέμπτη στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η τέταρτη Σύνοδος Κορυφής είχε γίνει το Δεκέμβρη του 1991. Σ' αυτήν πήραν μέρος ακόμη η Ισπανία και η Πορτογαλία. Η Σύνοδος αυτή κατέληξε με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ενωση, που έγινε περισσότερο γνωστή ως Συνθήκη του Μάαστριχτ. Το κυριότερο στοιχείο αυτής της Συνθήκης ήταν η πορεία προς την Οικονομική και Νομισματική Ενωση, ενώ δίνεται και το πρόπλασμα της πολιτικής ενοποίησης.
Η καθιέρωση του κοινού νομίσματος, του ευρώ, η εμπέδωση των «τεσσάρων ελευθεριών», σε συνδυασμό με τη διεύρυνση του 2004 (την ένταξη των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, της Κύπρου και της Μάλτας) οδηγούσαν τους ιθύνοντες κύκλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στο επόμενο βήμα, την «πολιτική ενοποίηση». Στοιχείο αυτής της ενοποίησης ήταν η δημιουργία του λεγόμενου Ευρωσυντάγματος, ενός κειμένου που επιχειρούσε να θέσει τις βάσεις για τη δημιουργία κοινών πολιτικών θεσμών με τελικό σκοπό τη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής Ευρωπαϊκής Ενωσης, σύμφωνα με τα γαλλογερμανικά σχέδια.
Το «Ευρωσύνταγμα», αφού συντάχθηκε από τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, τέθηκε στην έγκριση των κρατών-μελών το 2005. Ομως το ηχηρό ΟΧΙ στα δημοψηφίσματα της Γαλλίας και της Ολλανδίας, το Μάη του 2005, οδήγησε τους ηγέτες της ΕΕ σε αναδίπλωση μπροστά στις λαϊκές αντιδράσεις και τον κίνδυνο να απορριφθεί το «Ευρωσύνταγμα» και σε άλλα προγραμματισμένα δημοψηφίσματα.
Ηταν μια μεγάλη στιγμή στην πάλη των λαών κατά των επιλογών του κεφαλαίου. Οπως προκύπτει από την ανάλυση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των αποτελεσμάτων των δύο δημοψηφισμάτων, δεν ήταν μόνον ένα ΟΧΙ στο συγκεκριμένο κείμενο, ήταν ένα ΟΧΙ στις θεμελιώδεις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Στη συνέχεια το «Ευρωσύνταγμα» βαφτίζεται «Συνθήκη», στη Σύνοδο Κορυφής της Λισαβόνας, που έγινε στις 18 και 19 Οκτώβρη του 2007, προκειμένου να παρακαμφθεί ο σκόπελος των δημοψηφισμάτων και να περάσει το «Ευρωσύνταγμα» ως μια Συνθήκη. Αλλά επειδή το Σύνταγμα της Ιρλανδίας επιβάλλει δημοψηφίσματα, ο ιρλανδικός λαός με το «ΟΧΙ» σ' αυτή την «Ευρωσυνθήκη» εμπόδισε την εφαρμογή της όταν στις άλλες χώρες ψηφίζεται απλά από τα εθνικά Κοινοβούλια. Βεβαίως στη συνέχεια έγινε και δεύτερο δημοψήφισμα στην Ιρλανδία προκειμένου εκβιάζοντας να υφαρπάξουν το «ΝΑΙ» στη Συνθήκη που σήμερα είναι γεγονός.
Συνθήκη Μάαστριχτ: Το θεμέλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ είναι το θεμέλιο της ΕΕ. Είναι η Συνθήκη των Συνθηκών. Απ' αυτήν απορρέουν όλες οι επόμενες, όπως και όλες οι αντεργατικές αντιλαϊκές πολιτικές της ΕΕ, τις οποίες συναποφασίζουν οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών της ΕΕ και τις εφαρμόζουν στα κράτη τους. Γι' αυτό και σήμερα, σε μια σύντομη ιστορικοπολιτική αναδρομή, παρουσιάζουμε τα βασικά ζητήματα αυτής της Συνθήκης.
Το Μάαστριχτ είναι μια μικρή κωμόπολη της Ολλανδίας. Ηταν άγνωστη στο πλατύ κοινό έως το Δεκέμβρη του 1991, τότε που οι υπουργοί Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), που τη συγκροτούσαν 12 ευρωπαϊκά κράτη (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία, Ιρλανδία, Δανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα), συνυπέγραφαν τη Συνθήκη μετεξέλιξής της σε Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), τη γνωστή πλέον Συνθήκη του Μάαστριχτ. Ετσι, το Μάαστριχτ έγινε διάσημο, η ευρωπαϊκή καπιταλιστική ενοποίηση περνούσε σε μια ανώτερη ποιοτικά βαθμίδα και πάνω στους λαούς υψωνόταν νέος, πιο βαρύς ζυγός από το κεφάλαιο, των 12 τότε καπιταλιστικών κρατών της ΕΟΚ, προκειμένου να μπορεί να ικανοποιεί τις ανάγκες αναπαραγωγής και συσσώρευσής του, με ολοένα αυξανόμενη την ένταση της εκμετάλλευσης, και πιο αποτελεσματικά να αντεπεξέρχεται στις ανάγκες του διεθνούς καπιταλιστικού ανταγωνισμού για το μοίρασμα αγορών, σφαιρών επιρροής.
Στην πορεία, η ΕΕ των «12» έγινε ΕΕ των «15», με την προσχώρηση των Αυστρίας, Σουηδίας και Φινλανδίας. Ενώ σήμερα μετά τη διεύρυνσή της έγινε ΕΕ των 27, με την ένταξη των Τσεχίας, Εσθονίας, Ουγγαρίας, Λετονίας, Λιθουανίας, Πολωνίας, Σλοβακίας, Σλοβενίας, Κύπρου, Μάλτας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ (ή Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενωσης) υπογράφτηκε στις 7 Φλεβάρη του 1992 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοέμβρη του 1993. Από την ελληνική Βουλή επικυρώθηκε τον Ιούλη του 1992 με τις ψήφους των βουλευτών της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, της Πολιτικής Ανοιξης (κόμμα που είχε ιδρύσει ο Αντ. Σαμαράς, σημερινός αρχηγός της ΝΔ που είχε αποχωρήσει το 1991 από τη ΝΔ, αλλά επανήλθε) και του Συνασπισμού. Κατά της Συνθήκης ψήφισαν οι βουλευτές του ΚΚΕ.
Η Συνθήκη ψηφίστηκε στη Βουλή χωρίς οι βουλευτές να τη γνωρίζουν, αφού δεν τους δόθηκε το κείμενο, κανένα κρατικό όργανο δεν την έδωσε στη δημοσιότητα. Αποτελεί το θεμέλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, απ' αυτήν απορρέουν και οι κατευθύνσεις της ΕΕ, όπως εξειδικεύονται, συμπληρώνονται και αναπτύσσονται στην πορεία από τις Συνόδους Κορυφής, τα Συμβούλια Υπουργών της Κομισιόν, δηλαδή συνδιαμορφώνονται από τις κυβερνήσεις των κρατών - μελών για κάθε κράτος - μέλος και εφαρμόζονται υποχρεωτικά σε κάθε κράτος - μέλος, από την κυβέρνησή του. Για την ιστορία, η Συνθήκη του Μάαστριχτ έγινε ολόκληρη γνωστή από το ειδικό ένθετο, στο οποίο τη δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» και είναι η μόνη εφημερίδα που το έκανε. Σύμφωνα με το άρθρο 73β της Συνθήκης του Μάαστριχτ, «απαγορεύεται οποιοσδήποτε περιορισμός των κινήσεων κεφαλαίων» και με το άρθρο 102α υιοθετείται η «αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό».
Στους σκοπούς της «Ενωμένης Ευρώπης» περιλαμβάνονται: «Ισόρροπη ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων, μια σταθερή μη πληθωριστική ανάπτυξη, υψηλός βαθμός απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας, άνοδος του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής». Για την επίτευξη αυτών των στόχων, όπως διακηρύσσεται, διαμορφώνονται ενιαίο θεσμικό πλαίσιο, ενιαίο νόμισμα και Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα. Θεσπίζεται η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και προοπτικά προβλέπεται κοινή εξωτερική πολιτική και κοινή άμυνα.
Για λόγους αντικειμενικούς και επειδή εντός της ΕΕ είναι οξύτατος ο ανταγωνισμός σε επίπεδο κρατών ή ομάδων κρατών, στο Μάαστριχτ δόθηκε προτεραιότητα στη δημιουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ) και τα ζητήματα της Πολιτικής Ενωσης παραπέμφθηκαν για αντιμετώπιση στο μέλλον. Ετσι καθιέρωναν σταδιακά σε διάφορους τομείς τις λεγόμενες Κοινές Πολιτικές.
Το περιεχόμενο της ΟΝΕ συνίσταται στη διαμόρφωση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Οικονομίας. Πρόκειται, πιο συγκεκριμένα, για το πέρασμα της ΕΟΚ στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Οικονομία, για ένα νέο ποιοτικό στάδιο της εξέλιξής της. Αυτή η ποιοτική αλλαγή έκανε αναγκαία την αναθεώρηση των συνθηκών της ΕΟΚ και τη δημιουργία νέων θεσμών. Η διαμόρφωση της ΟΝΕ πήρε προγραμματικό χαρακτήρα και χωρίστηκε σε τρία στάδια, με ειδικό περιεχόμενο στο καθένα απ' αυτά και εισάγει για πρώτη φορά θεσμικά μέτρα και κυρώσεις για τα κράτη - μέλη που δεν εφαρμόζουν τους κοινοτικούς προσανατολισμούς.
Βασικό συστατικό στοιχείο της Συνθήκης του Μάαστριχτ είναι το «πρόγραμμα σύγκλισης», σύμφωνα με το οποίο όλα τα κράτη - μέλη οφείλουν, κατά την άσκηση της οικονομικής πολιτικής, να συγκλίνουν προς κάποιους συγκεκριμένους οικονομικούς δείκτες, που ονομάστηκαν «κριτήρια του Μάαστριχτ». Το «πρόγραμμα σύγκλισης» όριζε μέχρι το 1996, όλα τα κράτη:
- Να περιορίσουν το ρυθμό πληθωρισμού στο 4 - 5%.
- Να μειώσουν τα ελλείμματα του Δημοσίου, ως ποσοστό του ΑΕΠ, στο 3%.
- Να περιορίσουν το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 60%.
- Να συμπιέσουν τα επιτόκια των δανείων, ώστε να μην υπερβαίνουν τις 2 ποσοστιαίες μονάδες, σε σχέση με τα χαμηλότερα επιτόκια των χωρών - μελών της ΕΟΚ.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ συμπίπτει με μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από τις αλλαγές και τις ανατροπές σ' όλο τον κόσμο, με τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, τις ανατροπές των σοσιαλιστικών καθεστώτων στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Απ' την άλλη, οι εξελίξεις χαρακτηρίζονται από τη ραγδαία διεθνοποίηση και κοινωνικοποίηση της παραγωγής, κάτω από την επίδραση της πρωτοφανούς ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτή η τάση αντικειμενικά βαθαίνει την αλληλεξάρτηση των εθνικών οικονομιών, γενικότερα της κοινωνικής, πολιτιστικής και πολιτικής ζωής, και απαιτεί νέα πλαίσια στην οργάνωση της παραγωγής και διανομής, στις κοινωνικές σχέσεις γενικότερα.
Οι «αρχιτέκτονες» της Συνθήκης επιχειρούν με την ΟΝΕ να θεσμοθετήσουν τη διεθνοποίηση των μηχανισμών διεύρυνσης και αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Κίνητρό τους δεν είναι φυσικά η ευημερία των λαών, όπως ψευδεπίγραφα διακηρύσσουν στην εισαγωγή της Συνθήκης, αλλά η αντιμετώπιση των δυσκολιών στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου, που προέρχονται από τη ραγδαία ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τον οξύτατο ανταγωνισμό των αμερικανικών και γιαπωνέζικων μονοπωλίων στο χώρο της Ευρώπης και σ' όλο τον κόσμο. Επομένως, το «όραμα» της «Ενωμένης Ευρώπης» με μια ενιαία οικονομική και νομισματική πολιτική, με κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα, είναι το όραμα που ανταποκρίνεται στην ανάγκη των ευρωπαϊκών μονοπωλιακών κύκλων να επιβληθούν ως ένας ισχυρός πόλος στις παγκόσμιες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, με ιδιαίτερη επιδίωξη την κατάκτηση και εκμετάλλευση των αγορών στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες.
Το ΚΚΕ τάχθηκε εξαρχής κατά της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Στην απόφαση της ευρείας Συνόδου της ΚΕ του ΚΚΕ (16 - 17 Μάη 1992) αναφέρεται: «Το Κόμμα μας δεν μπορεί να συμφωνήσει με την αντίληψη του "μονόδρομου" και όταν μάλιστα είναι δεδομένη η 11χρονη αρνητική εμπειρία της χώρας από την ένταξη στην ΕΟΚ. Πρόκειται για αντίληψη, που ταυτίζει τα συμφέροντα των εργαζομένων και της χώρας με τα συμφέροντα και τις επιλογές του μεγάλου ντόπιου και ξένου κεφαλαίου. Αντίληψη που καταδικάζει την Ελλάδα στο περιθώριο των πολιτικών που χαράσσουν οι ισχυροί της ΕΟΚ. Το όραμα της "Ενωμένης Ευρώπης", της Ευρώπης των μονοπωλίων, που συνενώνει και εμπνέει βιομηχάνους, εφοπλιστές, μεγαλέμπορους, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, "ΣΥΝ" και ο συγκεκριμένος στόχος "να μπούμε στο σκληρό πυρήνα της ΕΟΚ" δεν έχει καμιά σχέση με τα οράματα και τις ανάγκες της εργατικής τάξης, των εργαζομένων».
Σχετικά με την ΟΝΕ, στην ίδια απόφαση αναφέρεται: «Η ΟΝΕ όχι μόνο δεν πρόκειται να απαλλάξει τους εργαζόμενους από τα δεινά του καπιταλισμού (εκμετάλλευση, κρίσεις, φτώχεια, καταπίεση εθνών και λαών, πόλεμοι κ.λπ.), αλλά, αντίθετα, ενισχύει τον κύριο της καπιταλιστικής παραγωγής, το μονοπωλιακό υπερκέρδος, με τις πολλαπλές πηγές άντλησής του, στη σφαίρα παραγωγής και κυκλοφορίας, στην εσωτερική και την εξωτερική αγορά, αναπτύσσοντας το μονοπωλιακό ανταγωνισμό ως τα έσχατα όρια».
Αξίζει ακόμη να σημειώσουμε τη σαφέστατη εκτίμηση του ΚΚΕ για το ανέφικτο της «σύγκλισης» των οικονομιών. Στην απόφαση τονίζεται: «Οι διαφορές που υπάρχουν είναι τέτοιες που είναι αδύνατο να υπάρξει σύγκλιση, υπό την κυριαρχία των μονοπωλίων, υπολογίζοντας και τη δράση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού». Μήπως δεν επιβεβαιώθηκαν οι εκτιμήσεις του από την όλη πορεία της ΕΕ ως τα σήμερα και τις ίδιες τις εξελίξεις;
Το ΚΚΕ πάντα υποστήριζε και επιβεβαιώθηκε ότι οι ανταγωνισμοί και οι αντιθέσεις στους κόλπους της ΕΕ ανάμεσα στα κράτη - μέλη είναι τόσο ισχυροί που δημιουργούν, αφ' ενός, επιμέρους συμμαχίες γύρω από τα πιο ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, αφ' ετέρου, φυγόκεντρες δυνάμεις. Ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες κρίσης, το ζήτημα της διαχείρισής της έχει οξύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα σε Γερμανία και Γαλλία παρά τους μεταξύ τους συμβιβασμούς. Οπως επίσης και ανάμεσα σ' αυτά τα δύο κράτη και την Αγγλία, ανάμεσα σε Αγγλία Γερμανία. Αυτό εκφράζεται έντονα γύρο από την υπόθεση «κρατικό χρέος υπερχρεωμένων κρατών». Ετσι τα ευρωομόλογα που πρότεινε η Γαλλία δεν έγιναν δεκτά από τη Γερμανία, ενώ γύρω από το «Δημοσιονομικό Σύμφωνο Σταθερότητας» εκφράστηκαν οξύτατοι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία και άλλα κράτη, που έληξαν με συμβιβασμό ανάμεσα σε Γερμανία-Γαλλία. Αλλο παράδειγμα είναι ο πόλεμος στη Λιβύη. Η Γερμανία δε συμμετείχε. Την ίδια ώρα τα ισχυρά κράτη, συνάπτουν στρατηγικές συμφωνίες με άλλα ισχυρά εκτός ΕΕ κράτη, όπως π.χ. η Γερμανία με τη Ρωσία, στην Ενέργεια. Που επιδρούν και στο εσωτερικό της ΕΕ. Με δεδομένους τους οξύτατους ανταγωνισμούς, κανείς δε μπορεί να αποκλείσει ότι η ΕΕ μπορεί να διασπαστεί, να αλλάξει σύνθεση, να αλλάξουν τα ισχυρά κράτη συμμάχους με εκτός ΕΕ άλλα καπιταλιστικά κράτη ή και να διαλυθεί. Για παράδειγμα, η αποπομπή υπερχρεωμένων κρατών όπως η Ελλάδα από την ευρωζώνη είναι πιθανό σενάριο. 'Η ποιος μπορεί να πει ότι η ΕΕ θα παραμείνει ως έχει με δεδομένους τους οξύτατους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της και τη Γερμανία να τραβά σε κύρια ζητήματα το δικό της δρόμο με δεδομένο ότι συγκροτεί συνεργασίες, συμμαχίες στρατηγικές, με άλλα ισχυρά εκτός ΕΕ καπιταλιστικά κράτη;
Η διαδικασία διαμόρφωσης της ΟΝΕ χωρίστηκε σε τρία στάδια, προκειμένου να εφαρμοστεί. Το πρώτο στάδιο έπρεπε να ολοκληρωθεί στο τέλος του 1993. Στο χρονικό αυτό διάστημα, αίρονταν οι περιορισμοί στην κίνηση των κεφαλαίων ανάμεσα στα κράτη - μέλη και εντασσόταν το νόμισμα κάθε κράτους - μέλους στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ). Στο ΕΝΣ μετείχαν τότε οι 11 χώρες της ΕΟΚ, εκτός της Ελλάδας. Η δραχμή έπρεπε να ενταχθεί στο ΕΝΣ μέχρι 31 Δεκέμβρη 1994. Πράγματι, η δραχμή εντάχθηκε στο ΕΝΣ το 1994.
Επίσης, στη διάρκεια του πρώτου σταδίου, προβλεπόταν η εφαρμογή πολιτικής σε κάθε κράτος - μέλος, που θα οδηγούσε στη «σύγκλιση των οικονομιών» και τέθηκαν ενιαία κριτήρια ως προς αυτό για όλα τα κράτη - μέλη, σχετικά με τον πληθωρισμό, τα δημόσια ελλείμματα, το δημόσιο χρέος, τα επιτόκια. Καθόρισαν, δε, διαδικασία ελέγχου αυτής της πορείας από τα Συμβούλια Κορυφής και το ΕΚΟΦΙΝ.
Το δεύτερο στάδιο της ΟΝΕ θα άρχιζε από την 1η Γενάρη 1994. Στο στάδιο αυτό θα δημιουργούνταν το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ινστιτούτο (ΕΝΙ), με σκοπό το συντονισμό της νομισματικής πολιτικής και την προώθηση των προϋποθέσεων για το κοινό νόμισμα. Μέχρι το τέλος του 1996, που θα διαρκούσε το δεύτερο στάδιο της ΟΝΕ, θα έπρεπε να είχαν επεξεργαστεί το πλαίσιο ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Σ' αυτό το στάδιο, άρχιζαν να εφαρμόζονται οι διατάξεις για την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων, η απαγόρευση του δανεισμού του Δημοσίου και άρχιζε η ανεξαρτητοποίηση των κεντρικών τραπεζών από τις εθνικές νομοθεσίες.
Μέχρι 31 Δεκέμβρη 1996, το Συμβούλιο των αρχηγών κρατών θα αποφάσιζε κατά πόσον η Κοινότητα είναι έτοιμη να μπει στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ, που θα άρχιζε στο τέλος του 1997, όπως όριζε η Συνθήκη ή, αν δεν ήταν έτοιμη, το τρίτο στάδιο, θα άρχιζε την 1η Γενάρη 1999.
Στο τρίτο στάδιο, οι οικονομίες των κρατών - μελών θα ελέγχονταν από τα όργανα της Κοινότητας ως προς το βαθμό «σύγκλισης» των οικονομιών, δηλαδή την εκπλήρωση των τεσσάρων κριτηρίων, το ΕΝΙ θα μετατρεπόταν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Η ΕΚΤ, όταν ιδρυόταν, μαζί με όλες τις κεντρικές τράπεζες των κρατών - μελών θα αποτελούσαν το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ). Η ΕΚΤ θα εκδίδει αποφάσεις και κανονισμούς, που θα έχουν υποχρεωτική ισχύ για κάθε κράτος - μέλος. Σ' αυτό το στάδιο τα εθνικά νομίσματα θα καταργούνταν και θα υιοθετούνταν το κοινό ευρωνόμισμα. Εως τότε υπήρχε βεβαίως το ECU, που ήταν η Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα, με την οποία συγκρίνονταν τα εθνικά νομίσματα, αλλά και με βάση την οποία γίνονταν οι οικονομικές μετρήσεις σε επίπεδο ΕΕ (προϋπολογισμός, επιδοτήσεις κ.λπ.).
Από την 1η Γενάρη 1999, η ΟΝΕ ξεκινά και σ' αυτήν συμμετέχουν όσα κράτη - μέλη της Κοινότητας πληρούν τα τέσσερα κριτήρια. Στην ΟΝΕ μπήκαν το 1999 οι Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Φινλανδία και Αυστρία. Η Ελλάδα μπήκε το 2001. Δε συμμετέχουν οι Βρετανία, Δανία και Σουηδία, οι δύο τελευταίες μετά από δημοψήφισμα.
Με τη Συνθήκη του Αμστερνταμ, που υπογράφτηκε στις 2 Οκτώβρη του 1997 και τέθηκε σε εφαρμογή την 1η Μάη του 1999, τροποποιείται η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Επικυρώθηκε από την ελληνική Βουλή στις 18 Φλεβάρη του 1999 με τις ψήφους των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Κατά της Συνθήκης ψήφισαν οι βουλευτές του ΚΚΕ και του ΔΗΚΚΙ, ενώ οι βουλευτές του Συνασπισμού ψήφισαν «λευκό».
Τα πιο σημαντικά νέα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη Συνθήκη του Αμστερνταμ είναι:
- Το Σύμφωνο Σταθερότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας.
- Η ενσωμάτωση της Συμφωνίας Σένγκεν στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
- Η καθιέρωση της «ενισχυμένης συνεργασίας».
- Η κατάργηση του βέτο για σειρά θεμάτων και η καθιέρωση της ειδικής πλειοψηφίας για τη λήψη των αποφάσεων.
Αν μπορούμε να συνοψίσουμε τα χαρακτηριστικά αυτής της Συνθήκης, διακρίνουμε τους αλληλοδιαπλεκόμενους στόχους για:
- Την ενδυνάμωση του ευρωενωσιακού μονοπωλιακού κεφαλαίου.
- Την ενίσχυση των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών (πρώτα απ' όλα Γερμανίας, Γαλλίας) στον παγκόσμιο ανταγωνισμό με ΗΠΑ - Ιαπωνία.
Με το Σύμφωνο Σταθερότητας της οικονομίας ορίζονται οι δείκτες, τους οποίους πρέπει να τηρούν τα κράτη - μέλη της «Ζώνης του Ευρώ». Με αυτούς τους δείκτες (πληθωρισμός, ύψος δημόσιου ελλείμματος, χρέος) θα αξιολογούνται οι οικονομικές επιδόσεις εκείνων των κρατών που συμμετέχουν στη «Ζώνη» του κοινού νομίσματος. Δηλαδή για όλα, πλην της Σουηδίας και της Δανίας, όπου η συμμετοχή απορρίφθηκε με δημοψηφίσματα, και της Βρετανίας, όπου εκκρεμεί ακόμη η διεξαγωγή δημοψηφίσματος.
Θεωρητικά, με το Σύμφωνο Σταθερότητας οι αρχιτέκτονες της ΕΕ επιδιώκουν τη σύγκλιση (ονομαστική και πραγματική) των οικονομιών. Αλλά, έντεκα χρόνια μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και πέντε χρόνια μετά τη Συνθήκη του Αμστερνταμ η «σύγκλιση» παραμένει ανέφικτη, αποδεικνύοντας την ορθότητα της θέσης του ΚΚΕ ότι «ο δρόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης δεν καταργείται με ευχές στα πλαίσια της καπιταλιστικής ενοποίησης και ότι ο στόχος της σύγκλισης, ονομαστικός ή και μη ονομαστικός, αριθμητικός ή και όχι αριθμητικός, δεν πρόκειται να πιαστεί ούτε τώρα, ούτε αύριο».
Από την άλλη, το Σύμφωνο Σταθερότητας δίνει τη δυνατότητα στους εργοδότες και τις κυβερνήσεις να προωθήσουν μια δέσμη σκληρών αντεργατικών μέτρων για τη μείωση του κόστους εργασίας και την «ανταγωνιστικότητα» της οικονομίας της ΕΕ, δηλαδή τη διαρκή διεύρυνση των περιθωρίων κέρδους για το μεγάλο κεφάλαιο. Μεταξύ αυτών των μέτρων είναι η κατεδάφιση του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης, η καθιέρωση της μερικής απασχόλησης σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, η κατάργηση θεμελιωδών εργατικών δικαιωμάτων, η ιδιωτικοποίηση σειράς τομέων, όπως της Ενέργειας, των Τηλεπικοινωνιών, της Παιδείας, της Υγείας, της Ερευνας.
Ενα χαρακτηριστικό του Συμφώνου Σταθερότητας είναι η επιβολή ποινών στα κράτη - μέλη τα οποία υπερβαίνουν τους σχετικούς δείκτες. Οι ποινές, που ξεκινούν από την προειδοποίηση του κράτους - μέλους, φθάνουν ως το εξοντωτικό πρόστιμο που αντιστοιχεί στο 0,5% του ΑΕΠ του κράτους «παραβάτη». Παρ' όλα αυτά, με αφορμή την υπέρβαση του ελλείμματος από τη Γερμανία και τη Γαλλία αποδείχτηκε ότι το Σύμφωνο εφαρμόζεται «κατά το δοκούν», αφού τα αρμόδια όργανα δεν επέβαλαν καμιά ποινή.
Με την ενσωμάτωση της Συμφωνίας Σένγκεν στη Συνθήκη του Αμστερνταμ, η Ευρωπαϊκή Ενωση κάνει ένα ακόμη βήμα για την ολοκλήρωση του μηχανισμού παρακολούθησης και καταστολής, δηλαδή του απαραίτητου βραχίονα για την προώθηση των αντεργατικών, αντιλαϊκών επιλογών της. Η Συμφωνία Σένγκεν δίνει τη δυνατότητα δημιουργίας μιας τεράστιας κοινής βάσης δεδομένων στην οποία θα συγκεντρώνονται όλες οι πληροφορίες από τις αρχές ασφαλείας των κρατών - μελών της ΕΕ, περιλαμβανομένων και των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων των πολιτών, υπό το πρόσχημα της καλύτερης αντιμετώπισης του εγκλήματος. Τις πληροφορίες αυτές θα μπορούν να τις αξιοποιούν οι υπηρεσίες ασφαλείας όλων των κρατών - μελών για δικούς τους λόγους.
Η Συμφωνία Σένγκεν μεταξύ των άλλων ανατρέπει το θεμελιώδες νομικό αξίωμα ότι ο κάθε άνθρωπος είναι αθώος μέχρι την απόδειξη του αντιθέτου και καθιερώνει την αρχή ότι καθένας μπορεί να είναι ένοχος μέχρι να αποδείξει την αθωότητά του.
Σύμφωνα με τον επίσημο ορισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η «ενισχυμένη συνεργασία» έχει ως στόχο «να δοθεί η δυνατότητα σε έναν περιορισμένο αριθμό κρατών - μελών, τα οποία μπορούν και επιθυμούν να προχωρήσουν περαιτέρω, να συνεχίσουν την εμβάθυνση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, σεβόμενα το ενιαίο θεσμικό πλαίσιο της Ενωσης».
Ουσιαστικά, με την αρχή της «ενισχυμένης συνεργασίας», η οποία περιλαμβάνεται στη Συνθήκη του Αμστερνταμ, δίνεται δυνατότητα στις ισχυρές καπιταλιστικές χώρες - μέλη της ΕΕ να διαμορφώνουν κοινές πολιτικές και να τις θέτουν σε εφαρμογή για θέματα μείζονος σημασίας, όπως η άμυνα και η ασφάλεια.
Στη Συνθήκη του Αμστερνταμ περιλαμβάνονται ακόμη ρυθμίσεις για τον τρόπο λήψης των αποφάσεων στα όργανα της ΕΕ, με κύριο χαρακτηριστικό την κατάργηση του βέτο για σειρά θεμάτων και την επέκταση της αρχής της ειδικής πλειοψηφίας στο συμβούλιο υπουργών.
Βεβαίως, από τότε μέχρι σήμερα, σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης, το «Σύμφωνο Σταθερότητας» εμπλουτίζεται με αντιλαϊκές πολιτικές μέχρι το πρόσφατο «Δημοσιονομικό Σύμφωνο Σταθερότητας», το οποίο προβλέπει:
1. Επίτευξη ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και μηδενικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων (ή το ανώτερο μέχρι 1% του ΑΕΠ) για τα κράτη - μέλη, με τις κυβερνήσεις να δεσμεύονται ότι θα επιβάλλουν επιπλέον μέτρα όταν υπάρχουν «αποκλίσεις» από τους στόχους.
2. Τα κράτη - μέλη με δημόσιο χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ θα πρέπει να λαμβάνουν μέτρα για τη μείωση του χρέους κατά 1/20 ανά έτος (μέσος όρος).
3. Τα κράτη - μέλη που υπόκεινται σε «διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος» θα πρέπει να καταρτίζουν αυτόματα «δημοσιονομικά και οικονομικά προγράμματα» (δηλαδή μνημόνια) για τη διόρθωσή τους από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
4. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να ζητά αναθεώρηση του προϋπολογισμού σε περίπτωση που ένα κράτος - μέλος παρουσιάζει απόκλιση από τους «δημοσιονομικούς στόχους».
Τα υπερχρεωμένα κράτη - μέλη που εφαρμόζουν προγράμματα διάσωσης (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία) δεσμεύονται για την επίτευξη των συμφωνημένων στόχων, ενώ όσα έχουν μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο για δράση πρέπει να ενεργοποιήσουν αυτόματους σταθεροποιητές της οικονομίας. Σ' αυτή την κατεύθυνση τα κράτη - μέλη «επανεξετάζουν τη φορολογική τους πολιτική και αν κριθεί απαραίτητο, διευρύνουν τη φορολογική βάση, καταργούν αδικαιολόγητες φοροαπαλλαγές και εξαιρέσεις, περιορίζουν τους φόρους στην εργασία».Δηλαδή, επιβάλλουν νέα χαράτσια στις πλάτες των λαών. Αυτή η φοροληστεία του λαού εξελίσσεται τώρα στην Ελλάδα.
Το Μάρτη του 2000 αποφασίζεται από τις κυβερνήσεις των κρατών - μελών της ΕΕ η στρατηγική της Λισαβόνας, στη Σύνοδο Κορυφής το 2000 στην ισπανική αυτή πόλη, με επίκεντρό της την εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας του ευρωενωσιακού κεφαλαίου, ως στρατηγικό στόχο, για την υλοποίηση του οποίου κατέληξαν σε μια σειρά μέτρα τα οποία προωθούν με τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Μέτρα, όπως η κατάργηση του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου και οι ελαστικές μορφές εργασίας, η παράδοση των συστημάτων Κοινωνικής Ασφάλισης στο κεφάλαιο, η εμπορευματοποίηση των τομέων Υγείας, Παιδείας, Πρόνοιας, οι αντιδραστικές αλλαγές που προώθησε η κυβέρνηση της ΝΔ με τη συναίνεση του ΠΑΣΟΚ ιδιαίτερα στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, για παραγωγή φτηνού καταρτίσιμου εργατικού δυναμικού για τις επιχειρήσεις, η ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων κρατικής ιδιοκτησίας, ιδιαίτερα αυτών που έχουν στρατηγική σημασία, όπως π.χ. τηλεπικοινωνίες, ενέργεια κ.λπ. Ταυτόχρονα, η εφαρμογή αυτών των πολιτικών σε κάθε κράτος - μέλος, η οποία ελέγχεται σε τακτά χρονικά διαστήματα από τις Εαρινές Συνόδους Κορυφής, ωθεί στην ακόμη μεγαλύτερη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, δηλαδή στην ενίσχυση των μονοπωλιακών ομίλων και σε διακρατικό επίπεδο. Και την ίδια ώρα αυξάνει το βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζομένων, μειώνει το λαϊκό εισόδημα και τις συντάξεις, αυξάνει τον εργάσιμο βίο ως το ...θάνατο.
Συνέχεια αυτής της στρατηγικής είναι η στρατηγική «Ευρώπη 2020» για την απασχόληση και την ανάπτυξη, που δίνει τις νέες κατευθυντήριες γραμμές των αντεργατικών - αντιλαϊκών ανατροπών για την επόμενη δεκαετία.
Στόχος της είναι να καταστήσει τα μονοπώλια της ΕΕ υπερκερδοφόρα, να τραβήξει την καπιταλιστική οικονομία της ευρωένωσης από το τέλμα της κρίσης και να την επαναφέρει σε τροχιά τέτοια που θα της επιτρέπει με αξιώσεις να διεκδικήσει την πρωτοκαθεδρία στον παγκόσμιο καπιταλιστικό ανταγωνισμό.
Οι στόχοι βασίζονται σε δύο κεντρικούς άξονες:
α) «Η αποκατάσταση της μακροοικονομικής σταθερότητας και η επανάκαμψη των δημοσίων οικονομικών». Να εξασφαλισθούν, δηλαδή, μέσα από τις δραστικές περικοπές στους προϋπολογισμούς, χρήματα, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ενίσχυσης και χρηματοδότησης του μεγάλου κεφαλαίου. β) «Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι ουσιαστικές για μια ισχυρή και βιώσιμη ανάπτυξη». Να ανατραπούν, δηλαδή, στο σύνολό τους τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα καθιστώντας ακόμα φθηνότερη την τιμή της εργατικής δύναμης.
Ετσι, με το «Σύμφωνο για το Ευρώ+» προβλέπονται:
1. Μειώσεις μισθών σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα.
2. Κατάργηση των Kλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας.
3. Κατεδάφιση των εργασιακών δικαιωμάτων που έχουν απομείνει.
4. Κατεδάφιση των Δημόσιων Συστημάτων Κοινωνικής Ασφάλισης - Μεγάλη αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, ώστε να ευθυγραμμιστούν με το προσδόκιμο ζωής.
5. Επίθεση στα λαϊκά στρώματα, για να ανοίξουν νέοι τομείς στη συγκέντρωση και την κερδοφορία του κεφαλαίου.
6. Ενίσχυση της «ευελφάλειας». Να μειωθεί η «υπερπροστασία εργαζομένων με μόνιμες συμβάσεις», δηλαδή κατάργηση της μόνιμης και σταθερής δουλειάς. Συμβάσεις αορίστου χρόνου μόνο για νεοπροσλαμβανόμενους που έχουν περιορισμένα δικαιώματα και απολύσεις των εργατών με συγκροτημένα δικαιώματα.
Μείωση της πρόωρης αποχώρησης από το σχολείο, ώστε να ολοκληρώνεται η απόκτηση δεξιοτήτων διαμόρφωσης του νέου «απασχολήσιμου» εργαζόμενου.
Τα κράτη - μέλη να ΠΕΡΙΚΟΨΟΥΝ ΤΑ ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΑΝΕΡΓΙΑΣ, μειώνοντας το χρόνο και το ύψος τους και επιβάλλοντας αυστηρές προϋποθέσεις.
7. Κατεδάφιση συνταξιοδοτικών συστημάτων: «Τα κράτη - μέλη που δεν το έχουν ήδη πράξει θα πρέπει να αυξήσουν το όριο συνταξιοδότησης και να το συνδέσουν με το προσδόκιμο ζωής».
Να περιορίσουν κατά προτεραιότητα τα καθεστώτα πρόωρης συνταξιοδότησης.
Κίνητρα για την απασχόληση εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας.
Προώθηση της διά βίου μάθησης.
Να ενισχύσουν την ανάπτυξη «συμπληρωματικής ιδιωτικής αποταμίευσης», δηλαδή προσφυγή στην ιδιωτική ασφάλιση.
Το 1999 αποφασίζουν την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας και Αμυνας (ΚΕΠΠΑΑ), τη συγκρότηση Ευρωστρατού από 50.000 - 60.000 ενόπλους, για διαχείριση «διεθνών κρίσεων» και «ειρηνευτικών» αποστολών, δηλαδή για ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, ενώ το 2003 αποφασίζουν το δόγμα του προληπτικού χτυπήματος, δηλαδή της ένοπλης επέμβασης σε χώρες από τις οποίες υποτίθεται ότι κινδυνεύει η ΕΕ. Σήμερα, η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Αμυνας - ΚΠΑΑ (όπως μετονομάστηκε η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Αμυνας - ΕΠΑΑ - με τη Συνθήκη της Λισαβόνας) αποτελεί τον επιχειρησιακό βραχίονα της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) της ΕΕ. Εκφραση της αυξανόμενης επιθετικότητας του μονοπωλιακού κεφαλαίου στην ΕΕ και της ενίσχυσης του αντιδραστικού χαρακτήρα της. Ενίσχυση της ετοιμότητας της διακρατικής αυτής ένωσης του κεφαλαίου για ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές και μη επεμβάσεις σε κάθε γωνιά της Γης, σε συνθήκες όξυνσης της καπιταλιστικής κρίσης και έντασης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων στο εσωτερικό της ΕΕ, καθώς και με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα και τις δυναμικά αναπτυσσόμενες χώρες, με στόχο την ενίσχυση και κατάκτηση νέων θέσεων των ευρωενωσιακών μονοπωλιακών ομίλων.
Τόσο η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) όσο και η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Αμυνας (ΚΠΑΑ) της ΕΕ συνδέονται άρρηκτα με τη Συνθήκη ίδρυσης της ΕΕ, τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και την ΟΝΕ. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ θεμελίωσε ολοκληρωμένα τη στρατηγική του κεφαλαίου, προβλέποντας όλα τα πολιτικά και οικονομικά μέσα για την προώθησή της. Με αυτήν απέκτησαν θεσμικό χαρακτήρα η ΚΕΠΠΑ και η ΚΠΑΑ και τις καθιέρωσε σαν ξεχωριστό «πυλώνα» της πολιτικής της ΕΕ. Οι μακροπρόθεσμοι στόχοι της στον τομέα της ΚΕΠΠΑ καταγράφηκαν στην Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφάλειας (ΕΣΑ), που συντάχθηκε κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Προεδρίας της ΕΕ το 2003 και αποτελεί έκτοτε το πλαίσιο αναφοράς για την ΚΠΑΑ.
Η ΚΕΠΠΑ και η ΚΠΑΑ αποτελούν πεδίο οξύτατων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, συγκρότησης αξόνων και αντιαξόνων στο εσωτερικό της ΕΕ, αλλά και ανάμεσα στην ΕΕ και άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα και δυνάμεις.
Βεβαίως, ενισχύει και τους ευρωενωσιακούς κατασταλτικούς μηχανισμούς (Europol - Eurojust - FRONTEX) και τη διασύνδεση και συνεργασία τους, για το χτύπημα των αγώνων του εργατικού κινήματος. Εχει κάνει επίσης επίσημη κρατική πολιτική τον αντικομμουνισμό, εξισώνοντας το φασισμό με τον κομμουνισμό.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτά. Οι κατά καιρούς Κοινές Αγροτικές Πολιτικές (ΚΑΠ) μειώνουν το εισόδημα των φτωχών αγροτών, τους διώχνουν από τη γη τους, η οποία συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια καπιταλιστών, καταδικάζοντάς τους στην ανεργία και ενισχύουν τα μονοπώλια στη διατροφική αλυσίδα, προωθώντας μεταλλαγμένα τρόφιμα σε βάρος της υγείας των λαών.
Σήμερα, στα πλαίσια του σφαγιασμού των όποιων «κοινωνικών δαπανών» στα κράτη - μέλη και την ΕΕ προβλέπεται μείωση των δαπανών για τη γεωργία από το 41,7% του συνολικού προϋπολογισμού της ΕΕ στο 37,7%. Σε επίπεδο αριθμών για την ΚΑΠ αυτό συνεπάγεται μείωση δαπανών κατά 11,2% στην επταετία 2014 - 2020. Σε σταθερές τιμές, οι δαπάνες παραμένουν στα επίπεδα του 2013. Τα δικαιώματα ενιαίας ενίσχυσης που έχουν οι αγροτοκτηνοτρόφοι μετά την αναθεώρηση της ΚΑΠ το 2003 και τα οποία προέκυψαν με βάση το μέσο όρο των επιδοτήσεων που έπαιρναν το διάστημα 2000 - 2002, δε θα ισχύουν από το 2014. Για την Ελλάδα, προτείνεται δραστική μείωση των άμεσων επιδοτήσεων, ώστε να καλυφθεί κατά το 1/3 η διαφορά των ενισχύσεων που παίρνει σήμερα σε σχέση με το 90% του μέσου όρου των ενισχύσεων της ΕΕ-27. Ετσι, το συνολικό ποσό των άμεσων ενισχύσεων στους αγρότες της ΕΕ θα μειωθεί από 2,217 δισ. το 2013 στα 2,015 δισ. για τα έτη 2017 - 2020, μείωση κατά 9,1% σε σταθερές τιμές και υπερδιπλάσια σε πραγματικές.
Καθιερώνεται υποχρεωτικά η λεγόμενη «πράσινη ενίσχυση», για τους γεωργούς που εφαρμόζουν γεωργικές πρακτικές «φιλικές» προς το περιβάλλον και ανέρχεται στο 30% των συνολικών άμεσων ενισχύσεων, ένα νέο μποναμά στο μεγάλο κεφάλαιο. Δικαιούχοι θα είναι όσοι ασκούν βιολογική γεωργία, εφαρμόζουν αμειψισπορά, διατηρούν μόνιμους βοσκότοπους, ή εκτάσεις για «οικολογικούς στόχους» (όπως αγρανάπαυση, αναδασώσεις, διατήρηση τοπίου κ.λπ.). Μόνο αγρότες με πολλά στρέμματα γης έχουν τη δυνατότητα να αφήνουν ακαλλιέργητα στρέμματα για αγρανάπαυση, διατήρηση τοπίου κ.λπ. ή να καλλιεργούν ταυτόχρονα τουλάχιστον τρία είδη κ.ά., άρα οι μόνοι ωφελημένοι πρόκειται να είναι οι μεγαλοαγρότες.
Εισάγεται η έννοια του «ενεργού αγρότη», που θα στερήσει τις επιδοτήσεις από αυτούς τους μικροαγρότες που δεν μπορούν να ζήσουν από το μικρό κλήρο τους και αναγκαστικά, για να επιβιώσουν, κάνουν και άλλη δουλειά.
Η νέα μεταρρύθμιση της ΚΑΠ, από το 2013, θα φέρει σε ακόμα πιο τραγική θέση το φτωχό αγρότη της οικογενειακής εκμετάλλευσης και του μικρού κλήρου. Η απελευθέρωση των αγορών θα ωφελήσει μόνο τις καπιταλιστικές αγροτικές επιχειρήσεις - τους μονοπωλιακούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στο χώρο της αγροτικής παραγωγής και των αγροτικών εφοδίων, στην παραγωγή και διακίνηση των τροφίμων. Θα ενισχύσει τη διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης, την επιθετικότητα και τα κέρδη των μονοπωλίων.
Η μείωση των κοινοτικών κονδυλίων για αγροτικές δαπάνες θα επιταχύνει τις διαδικασίες απομάκρυνσης των μικρών και φτωχών καλλιεργητών από την παραγωγή, τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στο χώρο της αγροτικής οικονομίας. Θα επιδεινώσει το βιοτικό επίπεδο της φτωχής αγροτιάς στην ύπαιθρο και γενικότερα του εργαζόμενου λαού. Οι απελευθερώσεις των αγορών θα δημιουργήσουν νέους κινδύνους για μεγάλες διακυμάνσεις τιμών παραγωγού που θα επιδεινώσουν τη θέση των μικρών παραγωγών, αλλά και των εργαζομένων - καταναλωτών, που αντιμετωπίζουν την αυξανόμενη ακρίβεια, εξασφαλίζοντας υπερκέρδη στα μονοπώλια.
Η κυριαρχία των μονοπωλίων και η απελευθέρωση θα έχουν συνέπεια και τη χρήση όλο και πιο βλαβερών ουσιών στην παραγωγή τροφίμων, την επιβολή των μεταλλαγμένων, τη γενικότερη υποβάθμιση και την αύξηση της επικινδυνότητας των τροφίμων που καταναλώνουν οι εργαζόμενοι και τη δημιουργία μίας άλλης κατηγορίας τροφίμων για την πλουτοκρατία.
Ολα αυτά βέβαια δεν είναι καθόλου τυχαία. Οταν από τη συνθήκη «Ανθρακα - Χάλυβα» το 1952 έμπαιναν τα θεμέλια της «Συνθήκης της Ρώμης» το 1957, το κεφάλαιο συνένωνε τις δυνάμεις του για να αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό στην Ευρώπη, πρωτίστως, με το αντίπαλο σύστημα, το σοσιαλισμό, με το ανερχόμενο εργατικό κίνημα στις χώρες της Ευρώπης, αλλά και στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Η σύγχρονη φάση ανάπτυξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες βαθιάς και συγχρονισμένης οικονομικής κρίσης, επιτάσσει τη στρατηγική του Μάαστριχτ και όλα όσα στη συνέχεια απορρέουν απ' αυτήν και συναποφασίζονται και εφαρμόζονται στα κράτη - μέλη της ΕΕ για την απρόσκοπτη εντεινόμενη εκμεταλλευτική δράση του κεφαλαίου, την ενίσχυση της εξουσίας του και το τσάκισμα αν είναι δυνατόν του εργατικού κινήματος, προκειμένου να αποφύγει την αμφισβήτηση και την ανατροπή του, λόγω της οξύτητας των αντιθέσεων, της αθεράπευτης κρίσης του. Μαζί βεβαίως με τη συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους, όπως στη Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν, στη Λιβύη κ.λπ.
Ολη η πορεία και εξέλιξη της ΕΟΚ αρχικά και μετέπειτα της ΕΕ επιβεβαίωσε πολύ πιο ωμά, βάρβαρα, εκείνο που το ΚΚΕ υποστηρίζει από το 1960: Οτι είναι μια συμμαχία καπιταλιστική (ιμπεριαλιστική), που έχει στόχο να δυναμώσει περισσότερο το κεφάλαιο, τα μονοπώλια της Ευρώπης, να υπηρετήσει τα συνολικά συμφέροντά τους στον παγκόσμιο καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Η ενδυνάμωση της ΕΕ, λοιπόν, μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο με έναν τρόπο: Με την ακόμη μεγαλύτερη ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης των κρατών - μελών της, με την καταπίεση και εξολόθρευση των αυτοαπασχολούμενων, των φτωχών αγροτών. Μπορούσε να πραγματοποιηθεί με τη συμμετοχή σε άδικους πολέμους, με την επιβολή της ιμπεριαλιστικής «ειρήνης», με την πορεία στρατιωτικοποίησής της. Με άλλα λόγια, μέσα από τη θωράκιση της δικτατορίας του κεφαλαίου.
Οσα κόμματα υποστηρίζουν το αντίθετο, είναι γιατί έχουν επιλογή τους τη στήριξη και υπηρέτηση του καπιταλισμού. Η στάση κάθε πολιτικού κόμματος απέναντι στην ΕΕ καθορίζεται από τη στάση που αυτό έχει απέναντι στον καπιταλισμό της χώρας του. Αν, δηλαδή, παλεύει για την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, ή αν παλεύει για την ενίσχυση της κυριαρχίας του.
Το ΚΚΕ, αντίθετα, επειδή αγωνίζεται για φιλολαϊκές εξελίξεις, για «τη λαϊκή συμμαχία και την εργατική εξουσία» στην Ελλάδα, τάσσεται υπέρ της αποδέσμευσης από την ΕΕ. Πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η πάλη για φιλολαϊκή πολιτική διεξάγεται πρώτα και κύρια στο εθνικό πεδίο, συνδυασμένη βεβαίως με την ανάπτυξή της στο διεθνές. Πρόκειται για αλληλοτροφοδοτούμενα πράγματα. Η ΕΕ δε γίνεται να μεταρρυθμιστεί και να αλλάξει χαρακτήρα. Δε γίνεται να μεταμορφωθεί σε φιλολαϊκή. Η ΕΕ στηρίζει τη λειτουργία της στην καπιταλιστική ιδιοκτησία, στο καπιταλιστικό κέρδος, στις σχέσεις ανισοτιμίας μεταξύ των χωρών. Ετσι γινόταν πάντα.
Οι σύγχρονες λαϊκές ανάγκες, που, μάλιστα, αυξάνονται διαρκώς, δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθούν, όσο τον παραγόμενο πλούτο θα τον ιδιοποιείται μια μικρή μειοψηφία του πληθυσμού σε βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας που τον παράγει. Δεν πρόκειται να ικανοποιηθούν όσο θα υπάρχει η σημερινή εξουσία, όσο η ιδιοκτησία είναι καπιταλιστική. Από εδώ προκύπτει η αντικειμενική ανάγκη να γίνει λαϊκή περιουσία, να κοινωνικοποιηθεί η καπιταλιστική ιδιοκτησία, που με κεντρικό σχεδιασμό και εργατικό έλεγχο θα αναπτύσσεται η οικονομία σε όφελος της εργατικής τάξης, του λαού. Το μέλλον της εργατικής τάξης, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων είναι η πραγματικά ανθρώπινη κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, ο σοσιαλισμός - κομμουνισμός.
Από τη σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ έως την πλήρη ένταξη
Η Ελλάδα συμμετέχει ως πλήρες μέλος στην ΕΟΚ τότε, στην ΕΕ σήμερα, από το 1981. Ηταν η κυβέρνηση της ΝΔ, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, θείο του σημερινού πρωθυπουργού, που τα προηγούμενα χρόνια διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις για την είσοδο της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, η οποία με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ μετεξελίχτηκε στη σημερινή ΕΕ. Η ΝΔ το 'χει καύχημα πως δική της κυβέρνηση ήταν αυτή που ενέταξε την Ελλάδα στην ΕΕ και έβαλε το λαό στη στρούγκα των συνασπισμένων καπιταλιστικών κρατών, με όλα τα δεινά που του 'χει φέρει αυτός ο ζυγός. Αλλά η ιστορία της σχέσης της ελληνικής ολιγαρχίας με τη διακρατική αυτή ιμπεριαλιστική συμμαχία ξεκινά από πολύ πιο μακριά, αρχές της 10ετίας του '60.
Ηταν το 1961, στις 9 του Ιούλη, όταν η τότε κυβέρνηση του κόμματος της ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση), με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή (ήταν το κατεξοχήν κόμμα του μεγάλου κεφαλαίου και απ' αυτό προήλθε μετά τη δικτατορία η ΝΔ, την οποία συγκρότησε ο βασικός πυρήνας των στελεχών της ΕΡΕ) υπέγραψε τη Συνθήκη Σύνδεσης της Ελλάδας με την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) - ή, διαφορετικά, «Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά».
Η συγκεκριμένη Συνθήκη υπογράφτηκε στην Αθήνα, στην αίθουσα της Βουλής, και προπαγανδίστηκε ως τεράστια εθνική επιτυχία, όπως άλλωστε προπαγανδίστηκαν όλοι οι λεγόμενοι μεγάλοι «εθνικοί στόχοι», δηλαδή η ένταξη στην ΕΟΚ και μετέπειτα η ένταξη στην ΟΝΕ και το ευρώ, από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, υπό τον Κ. Σημίτη πρωθυπουργό.
Εδώ χρειάζεται να ανοίξουμε μια παρένθεση. Γιατί η ΕΟΚ δέχτηκε την Ελλάδα στους κόλπους της, αρχικά με τη Συνθήκη Σύνδεσης και μετά ως πλήρες μέλος;
Η άρχουσα τάξη της Ελλάδας, με τα κόμματά της, επέλεξε και συμμετέχει στην ΕΟΚ, ενισχύοντας και προωθώντας τα οικονομικά συμφέροντά της και έχοντας ένα διεθνές στήριγμα της εξουσίας της. Ας μην ξεχνάμε πως παρά την ήττα του λαϊκού κινήματος στα 1949, και με το ΚΚΕ να δρα παράνομα, τα μετεμφυλιοπολεμικά καθεστώτα επιδίωκαν, μάταια, να ξεκόψουν τις ρίζες του λαϊκού κινήματος από την ιστορία του, να το τσακίσουν. Δεν μπορούσαν να τα καταφέρουν. Ετσι κι αλλιώς και τα κοινά σύνορα με τα σοσιαλιστικά Βαλκάνια επιδρούσαν θετικά στην ανάπτυξή του, αλλά και οι ρίζες του ήταν βαθιές. Επρεπε λοιπόν και το κεφάλαιο να δυναμώσει και η εξουσία του να ενισχύεται έχοντας διεθνή στηρίγματα. Ηδη είχε προηγηθεί η ένταξη στο ΝΑΤΟ από το 1953.
Να πώς το παρουσιάζει προπαγανδιστικά ο Κ. Τσάτσος στα 1961: «Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι... η σύνδεσις της Ελλάδος με τας δημοκρατικάς χώρας της Δύσεως αποτελεί τον μόνον ασφαλή τρόπον διά την επιβίωσιν. Δεν είναι σοβαρόν να επιδιώκη τις την εθνικήν επιβίωσιν με λύσεις αι οποίαι ιστορικώς είναι αδύνατοι. Θα εκλέξομεν... την καλυτέραν και ασφαλώς η καλυτέρα είναι εκείνη, την οποίαν ήδη επέλεξεν η Ελλάς».
Η Ελλάδα, επομένως, έγινε δεκτή στην τότε ΕΟΚ, αφ' ενός, γιατί το ζήτησε η πλουτοκρατία της για τους παραπάνω λόγους, αφ' ετέρου, γιατί ήταν η μόνη καπιταλιστική χώρα στα σοσιαλιστικά Βαλκάνια, η μόνη χώρα του ΝΑΤΟ σε μια περιοχή που είχε κηρυχτεί ως εχθρική για το δυτικοευρωπαϊκό και αμερικανικό καπιταλισμό. Μια χώρα - γέφυρα του διεθνούς καπιταλισμού ενάντια στο σοσιαλισμό, αλλά και γέφυρά του στη Μέση και Εγγύς Ανατολή, περιοχή με πηγές ενέργειας, τις οποίες επιδίωκαν να εξασφαλίσουν τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, αλλά και γενικότερης γεωστρατηγικής σημασίας.
Τη Συνθήκη Σύνδεσης από την ελληνική κυβέρνηση της ΕΡΕ υπέγραψαν ο αντιπρόεδρός της, Παν. Κανελλόπουλος, ο υπουργός Συντονισμού, Αριστ. Πρωτοπαπαδάκης, ο υπουργός Εξωτερικών, Ευ. Αβέρωφ - Τοσίτσας. Από την πλευρά της ΕΟΚ, υπογράφτηκε και από κάθε κράτος - μέλος της και από την ΕΟΚ. Από τα κράτη - μέλη της την υπέγραψαν: Ο Πολ Χένρι Σπάακ, αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών του Βελγίου, ο Γκέμπχαρτ Ζέελος, πρεσβευτής της Γερμανίας στην Αθήνα, ο Μορίς Κουβ ντε Μιρβίλ, υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, ο Εμίλιο Κολόμπο, υπουργός Βιομηχανίας και Εμπορίου της Ιταλίας, ο Ευγένιος Σάους, αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών του Λουξεμβούργου, ο Ι.Ρ. βαν Χιούτεν, υφυπουργός Εξωτερικών της Ολλανδίας.
Από την ΕΟΚ υπέγραψε: Ο Λούντβιγκ Ερχαρτ, αντικαγκελάριος, υπουργός Οικονομικών, επικεφαλής του συμβουλίου των υπουργών Οικονομικών της Κοινότητας, ο Βάλτερ Χαλστάιν από την Κομισιόν, ο Ζαν Ρέι, μέλος της Κομισιόν και διαπραγματευτής της Συνθήκης Σύνδεσης.
Η Ελλάδα ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που συνδέθηκε με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα με βάση το άρθρο 238 της Συνθήκης της Ρώμης, που όριζε ότι η Κοινότητα μπορεί να συνάψει συμφωνίες με μια τρίτη χώρα, «μια σχέση σύνδεσης που χαρακτηρίζεται από αμοιβαίες υποχρεώσεις και δικαιώματα, κοινές ενέργειες και ειδικές διαδικασίες».
Η Συνθήκη προέβλεπε: 1) Την εγκαθίδρυση δασμολογικής ένωσης. 2) Την ανάληψη κοινών ενεργειών και την εναρμόνιση της πολιτικής της Κοινότητας και της Ελλάδας σε διάφορους τομείς, όπως η αγροτική πολιτική, το δικαίωμα εγκατάστασης και ελεύθερης κυκλοφορίας των εργατών, οι μεταφορές, η φορολογία, οι κανόνες ανταγωνισμού. 3) Τη διάθεση στην Ελλάδα πόρων για την επιτάχυνση ανάπτυξης της οικονομίας της.
Η δασμολογική ένωση (ελάττωση έως κατάργηση δασμών) άνοιγε το δρόμο των ελεύθερων εισαγωγών εμπορευμάτων, που σε συνδυασμό με τη διάθεση πόρων για την ανάπτυξη της οικονομίας, δηλαδή των μεγαλοεπιχειρηματιών, οδηγούσε στη γοργότερη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και στην ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Το ΚΚΕ σε ανακοίνωση της ΚΕ στις 4/4/1961, λίγο μετά τη μονογραφή της Συνθήκης, εκτιμά: «Για την εργατική τάξη της χώρας μας, η σύνδεση της Ελλάδας με την Κοινή Αγορά θα σημαίνει πιο άγρια εκμετάλλευση, μεγαλύτερη ανεργία, αύξηση της μετανάστευσης... Για την αγροτιά μας η σύνδεση θα σημαίνει καινούριες δυσκολίες στην τοποθέτηση των εξαγώγιμών της προϊόντων γιατί... θα εμποδίσουν ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη των συναλλαγών μας με την απέραντη αγορά των σοσιαλιστικών χωρών. Αλλά και τα μη εξαγώγιμα αγροτικά προϊόντα (σιτάρι, κτηνοτροφικά προϊόντα) θα αντιμετωπίσουν, με την άρση των δασμών, τον αθέμιτο ανταγωνισμό των φτηνότερων δυτικοευρωπαϊκών... Το ξεκλήρισμα των φτωχών και μεσαίων αγροτών θα ενταθεί». «Το ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα», τ. 8ος 1956-1961, σελ 612-614.
Πράγματι, αυτή η πορεία κυρίως για τους εργάτες και τους αγρότες εντάθηκε και αν δεν εμφανίστηκε ως οξύ πρόβλημα οφείλεται στο μεγάλο κύμα μετανάστευσης της 10ετίας του '60, κυρίως στη Γερμανία.
Η Συνθήκη Σύνδεσης, που άρχισε να ισχύει από την 1η Νοέμβρη του 1962, ήταν η πρώτη προσπάθεια, το προοίμιο της προσαρμογής της καπιταλιστικής Ελλάδας στον ΕΟΚικό ιμπεριαλισμό και της πορείας ως την πλήρη ένταξη.
«Η συμφωνία σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ1υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9.7.1961. Κυρώθηκε με το Νόμο 4226 (14.3.1962) και τέθηκε σε ισχύ την 1.1.1962.
Το περιεχόμενο της συμφωνίας καθόριζε τη διαδικασία (υποχρεώσεις και δικαιώματα χρονικά προσδιορισμένα) της τελωνειακής ένωσης της Ελλάδας με τα τότε 6 κράτη - μέλη της ΕΟΚ. Στόχευε στη σταδιακή κατάργηση όλων των δασμών και περιορισμών του εμπορίου μέσα από μεταβατική περίοδο 22 χρόνων από την έναρξη της συμφωνίας. Η μεταβατική περίοδος περιλάμβανε δύο φάσεις δασμολογικού αφοπλισμού: Την πρώτη, δώδεκα χρόνων, βραδύτερου ρυθμού, και τη δεύτερη, δέκα χρόνων, με ταχύτερο ρυθμό. Προέβλεπε διάκριση στη διαδικασία δασμολογικού αφοπλισμού των βιομηχανικών προϊόντων, κατατάσσοντάς τα σε δύο κατηγορίες: Σε αυτά που όμοιά τους παράγονταν στην ελληνική αγορά και σε εκείνα που δεν παράγονταν. Ο δασμολογικός αφοπλισμός των πρώτων προβλεπόταν ταχύτερος από εκείνον των δευτέρων.
Οι κοινοτικές δασμολογικές ρυθμίσεις αφορούσαν και τις εμπορικές συναλλαγές με τρίτες χώρες. Η Ελλάδα αναλάμβανε την υποχρέωση να προσαρμόζει σταδιακά το δασμολογικό της καθεστώς έναντι τρίτων χωρών προς το κοινό εξωτερικό δασμολόγιο της ΕΟΚ. Ακόμα, προσδιοριζόταν η σταδιακή εναρμόνιση της αγροτικής πολιτικής της Ελλάδας προς την Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΟΚ. Με πρωτόκολλο ρυθμιζόταν η χορήγηση δανείων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Η Συμφωνία Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ πραγματοποιήθηκε από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος έγκαιρα και σταθερά τάχθηκε υπέρ της ένταξης. Τη συμφωνία χαιρέτισε ο ΣΕΒ. Την πολιτική σημασία της σύνδεσης με την ΕΟΚ υπογράμμισε και ο βασιλιάς Παύλος σε μήνυμά του την 1.11.1962:
"Ο προσανατολισμός μας προς την κατεύθυνσιν ταύτην στερεώνει έτι μάλλον τους ελευθέρους μας θεσμούς και συντείνει εις την περαιτέρω σταθεροποίησιν του επικρατούντος κλίματος τάξεως και ασφαλείας".2
Στη Συμφωνία Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ, καθώς και στις διαπραγματεύσεις γι' αυτήν, αντέδρασαν το ΚΚΕ και η ΕΔΑ, που τις κατήγγειλαν.
Το ΚΚΕ με ανακοίνωση της ΚΕ, στις 4.4.1961, χαρακτήρισε τη Συμφωνία Σύνδεσης ως αντεθνική ενέργεια:
"...Η μονογράφηση της συμφωνίας με την Κοινή Αγορά αποτελεί μεγάλης ολκής αντεθνική ενέργεια. (...) Σημαίνει ξεπούλημα της χώρας στα ευρωπαϊκά τραστ, πίσω από τα οποία κρύβονται το αμερικάνικο και το δυτικογερμανικό μονοπωλιακό κεφάλαιο".3
Η ΕΔΑ κάλεσε το λαό σε αγώνα για την ακύρωση της συμφωνίας. Με ανακοίνωση της Διοικούσας Επιτροπής χαρακτήρισε την ΕΟΚ "λάκκο των λεόντων".
Από την πλευρά τμήματος των αστικών δυνάμεων εκφράστηκαν αντιρρήσεις και επιφυλάξεις, που εστιάζονταν κυρίως στο ότι η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη, από την άποψη της οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης, ώστε να πετύχει "ισότιμη" συμμετοχή (από την άποψη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων) και ότι θα μετατρεπόταν σε "απλή αποικία".4
Ενα τμήμα των καπιταλιστικών συμφερόντων και της αστικής πολιτικής αναδείκνυε τον αγροτικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας, ο οποίος δεν μπορούσε να ωφεληθεί από τα πλεονεκτήματα της Κοινής Αγοράς, ενώ αντίθετα θα δεχόταν πλήγματα η ασθενής και μη ανταγωνιστική εγχώρια βιομηχανική παραγωγή. Θεωρούσε ότι η σύνδεση με την ΕΟΚ θα ανέκοπτε τη διαδικασία εκβιομηχάνισης της ελληνικής οικονομίας, που στηριζόταν στην έντονη προστασία της εγχώριας παραγωγής και στη χρήση (κατ' άλλους υπερβολική) αναπτυξιακών κινήτρων, όπως η επιδότηση των εξαγωγών. Υπήρχε και η εμπειρία του 1958, όταν μια ορισμένη άρση των περιορισμών στις εισαγωγές οδήγησε στην όξυνση των συνθηκών ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά σε βάρος εγχώριων εμπορευμάτων.5
Οπωσδήποτε η σύνδεση συνεπαγόταν σταδιακή άρση της προστασίας της εγχώριας παραγωγής με τις ανάλογες αρνητικές επιπτώσεις γι' αυτήν, λόγω χαμηλότερης συγκεντροποίησης της παραγωγής και επομένως παραγωγικότητας με λιγότερο ανταγωνιστικές τιμές.
Το 1961 η μέση επιβράδυνση των εισαγωγών από την ΕΟΚ ανερχόταν στο 20% της δασμολογητέας αξίας και στο 12,5% της συνολικής τους αξίας. Με τη σύνδεση, η επιβράδυνση μειώθηκε σταδιακά και έφτασε το 1981 στο 5% της δασμολογητέας και στο 3,3% της συνολικής αξίας των εισαγομένων, ενώ το 1986 εξαλείφθηκε εντελώς.6
Αναδείχτηκαν τα εμπόδια που θα προέκυπταν από το κοινοτικό δασμολογικό καθεστώς στο εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας με τα βαλκανικά και άλλα κράτη του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη, εμπόριο που βρισκόταν σε διαδικασία ανάπτυξης. Αλλωστε, οι εμπορικές σχέσεις της Ελλάδας με τα σοσιαλιστικά κράτη υπήρξαν αντικείμενο μακροχρόνιων διαπραγματεύσεων και αντιθέσεων μεταξύ Ελλάδας και ΕΟΚ. Μια από τις εκδηλώσεις αυτών των αντιθέσεων ήταν η αντίδραση της ΕΟΚ στην πρόθεση της κυβέρνησης Καραμανλή να ενθαρρύνει την επέκταση της καπνοκαλλιέργειας με στόχο τις εξαγωγές προς τα σοσιαλιστικά κράτη.7
Από το ΚΕΠΕ (Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών), επίσημο συμβουλευτικό όργανο της κυβέρνησης, εκδόθηκε το 1961 μελέτη η οποία, αφού εξέταζε τα υπέρ και τα κατά της ένταξης, κατέληγε ως εξής:
"Η παρούσα σύνδεση και προσδοκώμενη πλήρης προσχώρηση της Ελλάδας στην ΕΟΚ δε θα βοηθούσε στην προαγωγή της οικονομικής ανάπτυξης - αντιθέτως, είναι πιθανόν να προκαλέσει σημαντικές ταλαιπωρίες, να βλάψει ζωτικά ελληνικά συμφέροντα και, εν συντομία, να θέσει σε κίνδυνο τη χώρα, όσον αφορά το ισοζύγιο πληρωμών και την οικονομική πρόοδο".8
Ωστόσο, οι διαφωνίες για τη σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ δεν είχαν την ίδια ταξική αφετηρία με τη διαφωνία του ΚΚΕ. Δεν αναδείκνυαν γενικώς τον καπιταλιστικό αντεργατικό χαρακτήρα της διακρατικής ένωσης, αλλά το πρόωρο της σύνδεσης με αυτή μιας λιγότερο αναπτυγμένης οικονομίας και τον κίνδυνο "απώλειας της εθνικής και οικονομικής ανεξαρτησίας".9
Αστοί οικονομολόγοι και πολιτικοί, που τάσσονταν γενικώς υπέρ της καπιταλιστικής οικονομίας (της αγοράς), επισήμαιναν τη δυσχέρεια εξισορρόπησης πλεονεκτημάτων - μειονεκτημάτων από τη σύνδεση. Επίσης, αναδείκνυαν ότι η ελληνική κυβέρνηση, ακριβώς εξαιτίας αυτής της δυσχέρειας, τοποθετούσε το ζήτημα της σύνδεσης με την ΕΟΚ κυρίως σε πολιτικό επίπεδο.10
Στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή (Γενάρης 1962) για την επικύρωση της Συμφωνίας, ο υπουργός Συντονισμού Παναγής Παπαληγούρας τόνισε χαρακτηριστικά:
"Ο εκσυγχρονισμός της οικονομίας μας (...) είναι απλούστατα, εντός της στενής περιοχής της ελληνικής αγοράς, ανέφικτος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον επεδιώξαμεν την ταχυτέραν δυνατήν σύνδεσιν της χώρας με την Κοινότητα".11
Χρησιμοποίησε μάλιστα γλώσσα ιδιαίτερα αιχμηρή, προκειμένου να κατακρίνει τις αντιρρήσεις για τη Συμφωνία Σύνδεσης, οι οποίες προέρχονταν από επιχειρηματίες (τους χαρακτήρισε «καλοκαθισμένους, στρογγυλοκαθισμένους», επιχειρηματίες που κατά περίεργο τρόπο συμμαχούσαν με την άκρα Αριστερά, γιατί δεν ήθελαν να γίνουν ανταγωνιστικές οι επιχειρήσεις τους).12
Δηλαδή, λίγο - πολύ ορισμένες άμεσες οικονομικές συνέπειες για τμήμα του κεφαλαίου στην Ελλάδα αναγνωρίζονταν ευρύτερα. Ωστόσο, το τμήμα της αστικής πολιτικής που τάχθηκε ανεπιφύλακτα υπέρ της άμεσης σύνδεσης και ηγήθηκε αυτής, επέδειξε μια πιο μακροπρόθεσμη ταξική επιλογή υπέρ του κεφαλαίου. Η σύνδεση ενίσχυσε την πορεία του καπιταλιστικού συστήματος στην Ελλάδα, την ενσωμάτωση στους νέους διακρατικούς ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, αν και μεσοπρόθεσμα έφερε απώλειες σε σημαντικά μέχρι τότε τμήματα του κεφαλαίου στην Ελλάδα, που είχαν αναπτυχθεί κυρίως υπό καθεστώς προστασίας.
Με την εξέλιξη της διαδικασίας της σύνδεσης και αργότερα της ένταξης περιοριζόταν το ρεύμα εναντίωσης μέσα στις αστικές πολιτικές δυνάμεις, ενώ τάχθηκαν υπέρ της παραμονής στην ΕΟΚ και δυνάμεις όπως η ΕΔΑ13, που προδικτατορικά είχε ταχθεί εναντίον της σύνδεσης με την ΕΟΚ. Μαζί της συμπαρατάχθηκε και το λεγόμενο "ΚΚΕ εσωτερικού".
Ενα περίπου χρόνο μετά από την υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ και με αφορμή την επικύρωσή της από τη Βουλή, το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ δημοσιοποίησε απόφαση στην οποία χαρακτήριζε την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ως "διακρατική ένωση των μεγαλύτερων μονοπωλίων της Δυτικής Ευρώπης για την ανακατανομή της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς, των πηγών πρώτων υλών και των σφαιρών εξαγωγής κεφαλαίου, για τη μεγαλύτερη διείσδυσή τους στην οικονομία των πιο αδύνατων συνεταίρων τους και την αρπαγή του εθνικού τους πλούτου, για την εντατικότερη εκμετάλλευση των εργαζομένων".14
Η απόφαση επισήμαινε τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της Κοινότητας, τονίζοντας ότι η συγκρότησή της στρεφόταν κατά της Σοβιετικής Ενωσης, των άλλων σοσιαλιστικών κρατών, των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, αλλά και του ίδιου του εργατικού και προοδευτικού κινήματος στο εσωτερικό των καπιταλιστικών χωρών.
Ακόμα, η απόφαση επισήμαινε ότι η σύνδεση με την ΕΟΚ συνεπαγόταν την επιδείνωση των εμπορικών σχέσεων της Ελλάδας με τις σοσιαλιστικές χώρες, βασικό προορισμό για πολλά από τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα. Ολοι αυτοί οι παράγοντες θα οδηγούσαν σε ραγδαία επιδείνωση της ζωής των αγροτών και "στην καταστροφή δεκάδων χιλιάδων φτωχών και μεσαίων αγροτικών νοικοκυριών".15 Η εκτίμηση επιβεβαιώθηκε από τη ζωή.
Επίσης το ΚΚΕ εκτιμούσε:
"Η χώρα μας, θα παραμείνει αγορά τοποθέτησης ξένων βιομηχανικών προϊόντων, αγροτικό εξάρτημα - προμηθευτής πρώτων υλών και φτηνής εργατικής δύναμης των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών".16
Στην κοινή δήλωση των Κομμουνιστικών Κομμάτων Μ. Βρετανίας και Ελλάδας έγινε η εξής αναφορά:
"Τα δύο Κόμματα διαπιστώνουν ότι οι λαοί της Βρετανίας και της Ελλάδας δεν έχουν τίποτε να κερδίσουν, αντίθετα έχουν πάρα πολλά να χάσουν, με την είσοδο των χωρών τους στην Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά".17
Κάτω από το πρίσμα των μετέπειτα εξελίξεων, η εκτίμηση του ΚΚΕ επιβεβαιώνεται ως προς το χαρακτήρα της ΕΟΚ, τις συνέπειες για τα φτωχά αγροτικά και βιοτεχνικά τμήματα και τη γενικότερη αντεργατική επιθετική πολιτική. Ωστόσο, δεν κατόρθωσε να αναλύσει όλες τις πλευρές του νέου φαινομένου, κυρίως να προβλέψει τη δυνατότητα προσαρμογής και επιτάχυνσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης της Ελλάδας18 μέσα στην ΕΟΚ.
Η ίδια γραμμή προσέγγισης συσχέτιζε τις επιπτώσεις της σύνδεσης με το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας.
Η ΕΔΑ αντιτάχθηκε στη συμφωνία χαρακτηρίζοντάς την "ολέθριον γεγονός" και "πελώριον κίνδυνον" για τη χώρα, ενώ ζήτησε να ξεκινήσει σταυροφορία για να αποφευχθεί η ένταξη της χώρας. Την ίδια περίπου περίοδο (1962) δημοσιεύτηκαν σε συλλογικό τόμο, με την επιμέλεια του Νίκου Κιτσίκη, και υπό τον τίτλο Η θύελλα της Κοινής Αγοράς19, κείμενα που υποστήριζαν ότι η ένταξη της χώρας στην EΟΚ θα είχε ολέθριες συνέπειες για την ελληνική οικονομία.
Οταν μονογράφηκε η σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ, όπως και όταν ενεργοποιήθηκε, στην Ελλάδα λειτουργούσαν ακόμα στρατοδικεία, υπήρχαν πολλοί φυλακισμένοι και εξόριστοι και γενικώς ίσχυε το καθεστώς των "έκτακτων μέτρων". Ωστόσο, από την πλευρά της ΕΟΚ δε φαίνεται να έγινε κάποια δημόσια ουσιαστική κριτική για την υφιστάμενη κατάσταση. Πολύ περισσότερο δεν τέθηκε ως όρος για τη σύνδεση η "δημοκρατικοποίηση" της χώρας, αν και η κυβερνητική και κρατική πολιτική που ασκούνταν ερχόταν σε αντίθεση με τις τοπικές αναφορές στην ιδρυτική Συνθήκη της ΕΟΚ.
Ωστόσο, η Συμφωνία Σύνδεσης "πάγωσε" με την εγκαθίδρυση στην Ελλάδα της δικτατορίας της 21.4.1967, αφού οι τυπικές αναφορές της ιδρυτικής Συνθήκης της ΕΟΚ αφορούσαν τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής αστικής δημοκρατίας».(Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ Β' τόμος 1949-1968)
Οι διαδικασίες ξανάρχισαν το 1974 μετά το συμβιβασμό του αστικού πολιτικού κόσμου και των Αμερικανών με τη χούντα για την αποκατάσταση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και υπογράφτηκε, από την τότε κυβέρνηση της ΝΔ, ένα δεύτερο χρηματοδοτικό πρωτόκολλο, στις 28 του Φλεβάρη 1977. Ηδη από το 1974, μετά τις πρώτες εκλογές για την ανάδειξη αστικοκοινοβουλευτικής κυβέρνησης, δρομολογήθηκε η διαδικασία για την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ.
Ετσι, στις 26 του Νοέμβρη 1974 η κυβέρνηση της ΝΔ επέδωσε υπόμνημα, στο οποίο εξέθετε την πρόθεσή της «να δει την Ελλάδα μέλος της Κοινότητας, όσο το δυνατό συντομότερα».
Η αίτηση της ένταξης υποβλήθηκε στις 12 του Ιούνη 1975 και οι σχετικές διαπραγματεύσεις κράτησαν τρία χρόνια και κατέληξαν στα 1978 ότι από την 1/1/1981 η Ελλάδα εντάσσεται στην ΕΟΚ ως πλήρες μέλος.
Τον Οκτώβρη του 1981, στις εκλογές για το εθνικό Κοινοβούλιο, κυβέρνηση αναδεικνύεται το ΠΑΣΟΚ, με σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και «Εξω από την ΕΟΚ των μονοπωλίων». Αλλά αυτό το κόμμα ήταν που διαχειρίστηκε με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου μέσα στην ΕΟΚ και μετά στην ΕΕ, στο όνομα πάντα του εφικτού, των δυσκολιών από την αποδέσμευση, των κινδύνων της απομόνωσης, κλπ. Ετσι, επέβαλε στο λαό τη χωρίς όρια αντιλαϊκή πολιτική, διαχειρίστηκε το σύστημα με τον καλύτερο τρόπο, ενσωματώνοντας λαϊκές δυνάμεις στο σύστημα. Αλλωστε, αυτός ήταν και είναι ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας στο αστικό πολιτικό σύστημα. Να εκτονώνει τη λαϊκή δυσαρέσκεια στο «μη χείρον βέλτιστον», που οδηγεί στη συνεχή επιδείνωση των όρων ζωής των λαϊκών στρωμάτων.
1. Η Ελλάδα υπέβαλε αίτηση πλήρους ένταξης στην ΕΟΚ στις 12.6.1975. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν τελικά στην Πράξη Προσχώρησης που υπογράφτηκε στις 28.5.1979 και η Ελλάδα έγινε επίσημα το δέκατο μέλος της ΕΟΚ, την 1.1.1981.
2. Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αρχείο, Γεγονότα και Κείμενα, τόμ. 5Β', σελ. 497, έκδ. Η Καθημερινή, Αθήνα, 2005.
3. Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, τόμ. 8, σελ. 612, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1997.
4. Βλ. Εστία, 10.7.1961 και Νέα Οικονομία, τόμ. έτους 1961, σελ. 544.
5. Ξ. Ζολώτας, Νομισματική ισορροπία και οικονομική ανάπτυξις, σελ. 171, Αθήνα, 1964.
6. Θ. Γεωργακόπουλος, «Μακροοικονομικές ανισορροπίες της οικονομίας», στο συλλογικό 2004: Η ελληνική οικονομία στο κατώφλι του 21ου αιώνα, σελ. 98, εκδ. Ιονική Τράπεζα, 1995.
7. Κώστα Χατζηαργύρη, «Αι διαπραγματεύσεις διά την σύνδεσιν με την Κοινήν Αγοράν», περιοδικό Νέα Οικονομία, τόμ. 1961, σελ. 23.
8. Σ. Τριάντη, Κοινή Αγορά και Οικονομική Ανάπτυξη, σελ. 227-228, Αθήνα, 1961.
9. Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του Αγγ. Αγγελόπουλου: «Η Ελλάς δεν έπρεπε να ζητήση ακόμη την προσχώρησίν της εις την Κοινήν Αγοράν, πριν απόκτηση και αυτή μίαν σχετικώς σταθεράν παραγωγικήν διάρθρωσιν και διαδικασίαν» (Βλ. Αγγ. Αγγελόπουλος, «Διατί δεν συμφέρει προς το παρόν η σύνδεσις με την Κοινήν Αγοράν», Νέα Οικονομία, τόμ. έτους 1959, σελ. 722-723).
10. Βλ. Βασ. Δαμάλα, «Η σύνδεσις της Ελλάδος με την ΕΟΚ», Νέα Οικονομία, τόμ. έτους 1959, σελ. 737-741.
11. Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τόμ. ΙΣΤ', Εκδοτική Αθηνών, σελ. 234. Το απόσπασμα ανθολογείται από το βιβλίο του Μ. Ψαλιδόπουλου, Παναγή Παπαληγούρα: Ομιλίες - Αρθρα, σελ. 246, Αθήνα, 1966.
12. Ομιλία Π. Παπαληγούρα στη Βουλή, Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, Συνεδρίαση 25.1.1962. Αναφέρεται στο Πάνος Καζάκος, Ανάμεσα σε Κράτος και Αγορά, σελ. 238, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2003.
13. Πρόκειται για τη μεταδικτατορική ΕΔΑ που είχαν συγκροτήσει οι Ηλίας Ηλιού, Μανόλης Γλέζος κ.ά.
14. Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, τόμ. 9, σελ. 145, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2002.
15. Ο.π., σελ. 14.
16. Ο.π., σελ. 146.
17. Ο.π., σελ. 195.
18. Σημειώνεται, όμως, ότι στη δεκαετία 1980, σε συνθήκες ένταξης, η εγχώρια βιομηχανία υφίσταται ισχυρότερες συνέπειες εξαιτίας του ανταγωνισμού απ' ό,τι στις συνθήκες σύνδεσης. Νέο κύμα όξυνσης του ανταγωνισμού επήλθε με την υιοθέτηση ως νομίσματος του ευρώ.
19. Στο Βουκουρέστι εκδόθηκαν από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις και στην Αθήνα από τις εκδόσεις Οικονομία - Πολιτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου