Αετός και πέρδικα
Γρηγοριάδης Κώστας |
Βραδιά μαυλιστική. Ενα φεγγάρι δροσερό ζωγράφιζε με μαύρες πινελιές σχήματα φαντασμαγορικά κάτω από τα δέντρα του δάσους.
Δεν κατάλαβε πότε βγήκε στο ξέφωτο. Εδώ, που τέλειωνε το διάσελο κι άρχιζε η πλαγιά, έπρεπε να ήταν ο πρώτος σκοπός. Πιο πέρα ο άλλος. Εδώ θα έπρεπε να 'ναι η Μαρούλα. Και δεν ήταν!.. Περίεργο... Από το Μπέλες, που προσκολλήθηκε στη δύναμή τους μαζί με τους μαθητές της Σχολής, ήταν τύπος κι υπογραμμός.
Την έστελνε το αρχηγείο της στη Σχολή Αξιωματικών γιατί είχε πολύ καλή ιστορία. Σε μια εκκαθαριστική επιχείρηση του Μπέλες ξεκόπηκε από το τμήμα της. Μια ολόκληρη μέρα την είχαν χαμένη. Την άλλη μέρα έφτασε στο λημέρι με δυο φαντάρους δεμένους. Η ιστορία αυτή ήταν από τις σπάνιες του αντάρτικου. Κι όπως τη διηγιόταν ο ένας απ' τους αιχμάλωτους φαντάρος, ο Αλέκος Πιστόλας από την Καλαμαριά, σπαρταρούσε το λημέρι από τα γέλια.
Η άλλη σκοπιά τι γίνεται; Θα πρέπει να είναι εκεί ο Τζίτζικας. Πήγε με χίλιες προφυλάξεις και στην άλλη σκοπιά. Κανείς!
Αναρκούδιασε πίσω από ένα χαμόκλαδο. Εβγαλε το πιστόλι. Εκοψε την ανάσα. Εστησε αυτί και το μάτι γαρίδα. Κάποια στιγμή, πενήντα μέτρα μακριά, ακούστηκε κάτι σαν ψίθυρος ή βογκητό. Θρόισαν θαρρείς φύλλα. Ο Φάνης αναπήδησε. Εσφιξε το πιστόλι. Σύρθηκε από τσαλί σε τσαλί στα είκοσι μέτρα. Στηλαφτιάστηκε. Το γυμνασμένο αυτί του έπιασε δυο φυσομανητά, ένα πνιχτό μουρμουρητό. Κι έπειτα: «Οχ, μη». Ν' άκουσε καλά; Εγινε όλος αυτιά. Πέρασαν μερικά λεπτά δραματικής σιγής. Κι έπειτα πάλι ξεκάθαρα: «Οχ, μη!... Πονάω...». Σε λίγο ανασάλεψαν άταχτα οι φτέρες, καθώς απλώνονταν στη δροσερή σιγαλιά κάτι γουργουρητά περιστεριού. Ολα καθαρά!... Χαμογέλασε ο Φάνης στο φεγγάρι μ' ένα δίβουλο χαμόγελο.
Τι έπρεπε να κάνει; Πρώτη φορά ερχόταν αντιμέτωπος μ' ένα τέτοιο δίλημμα. Κοίτα σε ποιον εμπιστευτήκαμε απόψε την τύχη της ταξιαρχίας! Εγκατάλειψη θέσης σε ώρα τέτοια σημαίνει τουφέκι! Το ξέραν; Βέβαια! Και οι δύο. Και όμως! Η φύση νίκησε το φόβο!
Λοιπόν; Εμπαινε αμείλικτο το ερώτημα. Να πάει ενάντια στη φύση; Να κόψει στη μέση τη χαρά με τον αιφνιδιασμό της συμφοράς; `Η να αφήσει ανεμπόδιστη την ολοκλήρωσή της; Εμεινε αναποφάσιστος μάρτυρας κείνης της ύψιστης ηδονής που συντροφεύει τη διαιώνιση. Θυμήθηκε τον μπαρμπα - Στυλιανό τον αβτζή, που δεν τουφεκούσε τα περιστέρια, όταν πίναν νερό. Κι εδώ τα περιστέρια βρίσκονταν στην πιο ιερή τους στιγμή.
Κάποτε, όταν πρόβαλε πάνω από τις φτέρες μια σιλουέτα, σηκώθηκε κι αυτός κι έβηξε ανοίγοντας βήμα.
- Αλτ! ακούστηκε ταραγμένη η φωνή της Μαρούλας.
- Αλτ, εσύ! είπε ο Φάνης.
- Προχώρα στο παρασύνθημα, έσκουξε πάλι η Μαρούλα. «Αλτ!», έκανε σαστισμένα κι ο Τζίτζικας. Και οι δυο, από την ταραχή τους δεν κατάλαβαν τη φωνή του.
Οταν πήγε κοντά τους, έτρεμαν και οι δυο. Αναμαλλιασμένοι, με τα πουκάμισα απέξω, τα παντελόνια στο χέρι. Χωρίς όπλα.
- Αντε, μαζέψτε τα πράγματά σας και πάμε στη σκοπιά, είπε αυστηρά ο Φάνης, καθώς σκεφτόταν τι να τους κάνει...
Εκείνα παραπατούσαν σα ζαλισμένα κοτόπουλα, που τα ξεπουπούλιασε το γεράκι. Σκόνταφταν και πέφταν κάθε τόσο.
- Σταθείτε εδώ, τους είπε σαν φτάσαν. Ντυθείτε και καθίστε κάτω.
Ντύθηκαν. Κάθισαν. Εκατσε κι αυτός.
- Ηταν σωστό αυτό που κάνατε;... Ακούω!...
Τι ν' ακούσει; Οι γλώσσες τους είχαν δεθεί και κλειδομανταλωθεί. Τρέμαν ολόβολοι, σα φοβισμένα κουνέλια.
- Ελα, Τζίτζικα, λέγε!... Πέτρα εκείνος.
- Δε λες; Να σου πω εγώ. Εγκατέλειψες τη σκοπιά σου. Σ' αιφνιδίασε ο εχθρός... Ναι ή όχι;
Κούνησε ο άλλος το κεφάλι.
- Σηκώνει αυτό ποινή στα έξι μέτρα;
Πάλι το κεφάλι κουνήθηκε καταφατικά.
- Το 'κανες κι άλλη φορά στο λημέρι στην Γκύμπραινα. Το θυμάσαι; Και σου το χαρίσαμε. Τώρα δεν μπορεί να σε σώσει κανείς. Μπορεί;
- Οχι, σύντρουφε, είπε ύστερα από μακρόσυρτη σιωπή. Και να μπουρεί δε θέλου. Τότι οπού μου το χαρίσατι, πήγα μόνοζουμ στη μάχη να σκοτωθώ, μα δεν μπόρησα. Στουν αέρα ρίχναν οι κερατάδις!... Κάλλιο να σκοτωνόμουνα τότι. Τώρα πήρα στου λαιμό μου κι τη Μαρούλα.
- Πώς, δηλαδή, την πήρες στο λαιμό σου.
- Δε φταίει αυτή. Ιμένα να μι σκοτώσιτι. Εκανα, να του βρω. Αντρας είμι. «Περί ιγκαταλείψεους θέσεους, θέλει εκτελέσεους». Ου νόμους του λέει. Πρέπει. Μα τη Μαρούλα... Σι παρακαλώ, να μην το μαρτυρήσεις που μας είδις έτσι.
- Ξέρεις, πως μόνο γι' αυτό που έκανες στη Μαρούλα, πηγαίνετε στα έξι μέτρα: και συ κι αυτή;
- Στα έξι, στα έξι, μα μόνον ιμένα. Αυτή αθώος κατηγορούμενος.
- Καταλαβαίνεις, μωρέ, τι έγκλημα έκανες; Αυτή ακόμα μωρό παιδί, δεν της κόβει. Αν της φουσκώσει αύριο η κοιλιά πού θα πάει; θα πεθάνει στο δρόμο. Κρέμασμα θέλεις. Υψωσε τη φωνή ο Φάνης στο φεγγαρόφωτο.
Η κοπέλα, που ζάρωνε ως τότε με κατεβασμένο κεφάλι, ζήτησε το λόγο.
- Σύντρουφε, θέλου να μιλήσου κι εγώ. Ο Τζίτζης δε φταίει. Ιγώ άκσα να χαρχαλεύει κάτι σεκειγιά κι φοβήθηκα. Είπα «αλτ!» Δε σμπουρίζει κανείς. Επειτα πάλι άρχισι του χαρχάλεμα. Φωνάζου, σταματάει. Σωπαίνου, αρχίζει. Είπα, κάτι τρέχει. Φωνάζου τον Τζίτζη να πάμι να δούμι. «Ελα, Τζίτζη», τ' λέου, «κάτι είνι σεκειγιά ύποπτου». «Δεν είνι τίποτας, μαρή», μι λέει, «σκαντζόχοιρους θα να 'ναι». «Οχι», του λέω, «κάτι πουλύ μιγάλου είνι. Γυαλίζναν τα μάτια τ'. Αρκούδα, τσακάλι, άνθρωπος, εχθρός;» «Πού ν' αφήκου', μ' λέει, τη σκοπιά»! «Ασε τη λιγουλάκι», τ' λέω, «κι έλα να δούμι. Κι ήρθι, κι είδαμι, κι δεν ήταν τίποτας». «Είδις», μι λέει, «φοβητσάρα;» «Ιγώ φοβητσάρα; Ιγώ σαν κι σένα» τ' λέω, «πιάνου δέκα αιχμαλώτους». «Αει, νιάνιαρου», μ' λέει. «Ιγώ νιάνιαρου;» του λέω. «Τουν τραβώ από το χέρι, του βάζω μια τρικλοποδιά, και παρ' τουν κάτω τον Τζίτζη.
- Ετσι, ε; Κι έπειτα;
- Επειτα, να, μι πιάν κι αυτός να με βάλει κάτω. Τουν πιάνου κι ιγώ. Ετσι... Αν δεν τουν φώναζα ιγώ... Ο Τζίτζης δε φταίει... Ιγώ να τιμωρηθώ. Να, αυτά τα έξι μέτρα να τα κάνω ιγώ...
- Ξέρεις, Μαρούλα, τι θα πει έξι μέτρα; Ντουφέκι! Σε στήνουν στον τοίχο και σου τη φυτεύουν.
- Ας μι σκοτώσουν, θα χάσει η Βενετιά βιλόνι.
Ο Φάνης κοίταξε τα δυο παιδιά και ρώτησε σοβαρά, όπως ο παπάς τους μελλόνυμφους.
- Πες μου την αλήθεια, Μαρούλα, τον αγαπάς τον Τζίτζη;
- Να σι πω, σύντρουφε, την αλήθεια, τουν αγαπάου. Δε θέλου να πάθει κακό. Να σκοτώσιτι ιμένα που έφυγα απ' τη θέση μου. Να μην πείτε όμως το άλλο που κάναμι. Ντρέπουμι. Θα σκοτωθώ αν του μάθει ου αδερφόζουμ.
- Μα τι να μάθει ου αδελφός; Ιγώ, σύντρουφε, έτσι κι αλλιώς αύριου δε θα ζω, θα μι σκοτώσιτι. Και μου πρέπει. Αλλά η αλήθεια πρέπει να μαθευτεί για τη Μαρούλα. Δεν κάναμι τίποτα, είπε ο Τζίτζικας.
- Τίποτα - τίποτα;!
- Να, φιλιθήκαμι... Σαν φτάσαμι στου άλλο, η Μαρούλα φοβήθηκι. «Οχ, μη!!» είπι, «Πουνάου!» Κι σταματήσαμι. Κι σηκωθήκαμι. Κι ήρθις κι εσύ.
Ο Φάνης γέλασε μέσα του. Αρκετά κράτησε το μαρτύριο των παιδιών. Επρεπε να δώσει ένα τέλος.
- Κοιτάχτε. Στα προσωπικά σας δεν ανακατεύομαι. Αγαπιέστε; Μακάρι. Δικαίωμά σας να ερωτεύεστε. Οχι όμως την ώρα της υπηρεσίας. Εντάξει;
- Εντάξει, σύντρουφε. Και γι' αυτό του λόγου, να πεις αύριο, πως μι βρήκις να κοιμάμι στη σκουπιά κι όχι μι τη Μαρούλα. Να πεθάνου ιγώ αντρίκεια, δίχως να ακουστεί η Μαρούλα. Δεν έφταιξι σε τίποτα, του καημένου.
- Φταίτε και οι δυο. Κι αυτή το ήθελε.
- Οχι, σι λέου!...
- Αυτόν μην τον ακούς, σύντρουφε, μπήκε στη μέση η Μαρούλα. Ιγώ φταίου.
Ντρέπουμι κι που του λέου, αλλά, άμα ιγώ δεν ήθελα, μωρέ κι εκατό σαν τουν Τζίτζη δεν μπορούσαν να μι βάνουν κάτου.
Φτάνει. Κατάλαβα... Ο ένας θέλει να πάρει απάνω του το φορτίο για να ξαλαφρώσει τον άλλο. Κι αυτό λέει πολλά. Λοιπόν, κοιτάχτε. Το φορτίο αυτό θα το πάρω κι εγώ με τη σειρά μου. Ούτε είδα, ούτε άκουσα. Αλλά το πάθημα, μάθημα. Ετσι;
- Ετσι!...
Τα μάτια της Μαρούλας έλαμψαν.
- Κι αν το θέλετε, απόψε σας αρραβωνιάζω.
Ο Τζίτζικας έσκυψε βουρκωμένος, άρπαξε το χέρι του Φάνη, το φίλησε και ξέσπασε σε πνιχτά κλάματα.
- Σύντρουφε, ευχαριστώ, είπε ύστερα από αρκετή ώρα, που μπόρεσε να μιλήσει. Αδερφό δε γνώρισα, μα έτσι έπρεπε να ήταν. Είσι αδερφός. Σύντροφος-αδερφός.
- Καλά αυτά, μα για το άλλο, για την εγκατάλειψη της θέσης σου θα σε τιμωρήσουμε.
- Να μι τιμωρήσιτι. Θα φωνάξου κι Ζήτω το ΚΚΕ με τη γροθιά ψηλά.
- Λυπάμαι, αλλά δε θα μπορέσεις να φωνάξεις.
- Γιατί;
- Γιατί δε θα σε τουφεκίσουμε.
- Θα μ' αφοπλίσιτι;
- Ούτε! Τώρα χρειαζόμαστε όπλα. Θα σου το σχωρέσω, μωρέ, κι αυτό για άλλη μια φορά. Μα κοίτα, για το χατίρι της Μαρούλας που σ' αγαπάει. Αντε, είσαι τυχερός!...
- Σύντρουφε, είπε με θέρμη η Μαρούλα, ντρέπουμι κι που το λέου, μα θα μ' αφήσεις να σι φιλήσου;
- Αχ, μαϊμού, εσύ! Ορίστε, φίλησέ με, μα αύριο για τιμωρία θα πας να μου πιάσεις μια γλώσσα.
- Θα πάου, σύντρουφε, θα πάου. Δυο θα σι φέρου!
- Αντε, τώρα, πιάστε τις θέσεις σας, είπε ο Φάνης, και μόλις πάω στο λημέρι, θα σας έρθει η αλλαγή φρουράς. Το νου σας όμως! Σύνθημα - παρασύνθημα, όπως ξέρετε, είναι: «αετός - πέρδικα». Και να κοιτάξει ο «αετός» να μην ζυγώσει την «πέρδικα» σε ώρα υπηρεσίας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου