29 Ιουν 2012

H «υπεραξία» του Μήτρου


H «υπεραξία» του Μήτρου

Γρηγοριάδης Κώστας
- Συναγουνιστή ιπίτρουπι, αυτά απού μας λιες για ιμένα είνι ανώτιρις ιπιστίμις.
- Μήτρο, θα τα πούμε πολλές φορές και θα δείτε ότι δεν είναι δύσκολα.
- Συναγουνιστή, ιγώ είμι αγράμματους, ξύλου απηλέκητου.
- Θα δεις και συ και οι άλλοι ότι θα καταλάβετε πολλά πράγματα.
- Μόνου σ' αυτά κουλάου κ' ιγώ κι οι άλλ'. Τι καταλαβαίνου ιγώ απού «πειραξία» κι τα άλλα που μας λιες. ά; Τίποτα δεν καταλαβαίνου, τι θέλ'ς να συ πω ψέμματα;
- Οχι βέβαια, αλλά ο ΔΣΕ θέλει οι μαχητές και οι μαχήτριες να ξέρουν γιατί πολεμούν, αλλά και με απλά λόγια να μπορούν να τα εξηγούν.
Είμαστε στις αρχές Μάρτη 1949, στα Εμπεδα της 123ης Ταξιαρχίας του ΔΣΕ, στην τοποθεσία Πατωμένη, κοντά στο χωριό Νεζερό του Νοτίου Ολύμπου.
Λίγες μέρες πριν, στα στρατιωτικά μαθήματα είχαν προστεθεί και «μαθήματα» με στοιχεία της Ιστορίας του Ελληνικού και Παγκόσμιου Εργατικού Κινήματος, Πολιτικής Οικονομίας και άλλα, καθώς και αντιμετώπισης του αναλφαβητισμού.
Στην ομάδα μας ήταν ο Κωστάκης Μασούρας από το Νεζερό, το Κατερινάκι από τη Μακρυνίτσα, ο Ντριγκόγιας από το Νεζερό, ο Πόλυς από κάποιο χωριό της Κατερίνης, δυο αδελφές δίδυμες από το Αιγίνιο, ο Μήτρος, που ανέφερα, από κάποιο χωριό της «Ποταμιάς» Ελασσόνας και άλλοι δυο τρεις που δε θυμάμαι τα ονόματά τους.
Η συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευομένων, αγόρια και κορίτσια, ήταν από χωριά, τελείως αγράμματοι, λίγοι ήταν αυτοί που θα μπορούσαν να γράψουν δυο αράδες, ιδιαίτερα ανάμεσα στα κορίτσια.
Μεταξύ των συζητούσαν για τα χωριά τους, για τη ζωή τους, για τις δουλειές που έκαναν. Ο Μήτρος μιλούσε με άλλους για τα καπνά, για το «φαρμάκι», όπως το έλεγαν. Για τις διάφορες φάσεις της καλλιέργειάς του, για την αγωνία τους αν θα τους ευνοήσει ο καιρός. «... του φαρμάκ' είνι ντιλικάτου, θέλ' πιριποίησ' κι προυσουχί...». Μιλούσαν για την αγωνία τους όσο να το μαζέψουν και αν θα το πουλήσουν, για να ξεχρεώσουν τον μπακάλη, από τον οποίο ψώνιζαν όλο σχεδόν το χρόνο βερεσέ.
Οπως διηγιόταν ο Μήτρος, μια μέρα πέρασε η συμμορία του Μπίσδα από το χωράφι τους και άρχισαν να τους δέρνουν με τον πατέρα του, γιατί ήταν τάχα «πληροφοριοδότες» των ανταρτών. Γλίτωσαν τα χειρότερα, γιατί βρέθηκε εκεί κοντά ένας μπάρμπας του που γνώριζε τον Μπίσδα.
Από τότε ο Μήτρος ορκίστηκε να πάει αντάρτης και μια μέρα που πέρασε μια ομάδα ανταρτών τους ακολούθησε, παρά τα κλάματα του πατέρα του.
- Εκλιγι ι δόλιους, αλλά μ' ιφχήθκι κι φύγαμι. Ετσ' ήρθα ιθιλουντής. Ιγώ θέλου να μάθου να πουλιμάου τις φασίστις κ' ισείς θέλτι να μη κάντι προυφισόρου, ποιον, ιμένα του ξύλου του απηλέκητου. Αμ γίνιτι; Δε γίνιτι. Τι μι λέτι τώρα ιμένα, «κοινουνικά αναγκαίους χρόνους», «ιμπουριβματική αξία». «συσσώριφσ' κιφαλαίου» κ' ούλα τ' άλλα. Τι μι λέτι ιμένα «πειραξία» κι φπραξία κ' άκσα γω. Δεν τα καταλαβαίνου συναγουνιστί ιπίτρουπι, κι συ κουράζισι άδικα τουν αδίκουν κ' εγώ στιναχουριέμι.
Ομως κι ο Επίτροπος επέμενε. Ηξερε από πείρα ότι υπήρχε «γόνιμο» έδαφος, αρκεί να αντιμετωπιζόταν η δυσπιστία και φόβος του αγράμματου. Εδινε απλά παραδείγματα και το 'βλεπε κανένας, όσο περνούσαν οι μέρες ενδιαφέρονταν όλο και περισσότερο.
Εκεί που βέβαια δυσκολεύονταν όλοι τους ήταν τα μαθήματα Στοιχείων Πολιτικής Οικονομίας, όπου έπρεπε να αντιμετωπιστεί πρώτα ο φόβος τους ότι δε θα καταλάβαιναν και ότι θα γίνονταν αντικείμενο κοροϊδίας από τους άλλους που καταλάβαιναν ή έκαναν πως καταλάβαιναν. Ομως σιγά - σιγά προχωρούσαν.
Ο Μήτρος ήταν ένα γεροδεμένο χωριατόπουλο, ευχάριστος τύπος, καλαμπουρτζής, πειραχτήρι. Επεφτε γέλιο πολύ όταν πειράζονταν με την Ελένη, τη μια από τις δίδυμες, που ήθελε να γίνει σταθμάρχης στο τρένο, «... όταν θα νικήσουμε και οι γυναίκες θα έχουν ίσα δικαιώματα...».
- Ισύ να γίν'ς σταθμαρχέσα στου τρένου; Θα του ριξ'ς στου πουτάμ' όπους τα αυτουκίνητα. Εδώ ο Μήτρος μπερδευόταν γιατί δεν είχε δει ποτέ τρένο και θάλασσα.
Είχε μερικές μέρες ο Μήτρος που είχε χάσει το κέφι του, κάτι τον απασχολούσε, κάπου - κάπου είχε μια λυπημένη έκφραση στο πρόσωπο.
Φυσικά, το γεγονός δεν πέρασε απαρατήρητο και ο ομαδάρχης - εκπαιδευτής του είπε να βγει στην αναφορά να εξεταστεί από το γιατρό της Ταξιαρχίας. Ο Μήτρος όταν το άκουσε πετάχτηκε πάνω αγριεμένος.
- Συ ζήτ'σα εγώ ά 'ρα ουμαδάρχ' να πάου στουν γιατρό, τι μι πέρασις για σαπάκ;
Τελικά το πράγμα έμεινε έτσι. Αλλος νόμισε ότι ο Μήτρος νοστάλγησε το χωριό του, άλλος ότι ήταν μάλλον ερωτευμένος, άλλος ότι είχε μετανοιώσει που κατατάχθηκε στο ΔΣΕ.
Τίποτα από αυτά δεν ήταν. Η αιτία ήταν η «υπεραξία» ή «φπραξία» όπως έλεγε ο Μήτρος.
Μια μέρα μας ανακοινώθηκε ότι θα κάνουμε νυχτερινή άσκηση «κατάληψης» του Νεζερού που κατοικούνταν μόνο από λίγες ανταρτοοικογένειες και από ένα συνεργείο φουρνάρηδων του ΔΣΕ. Ολοι αυτοί είχαν ειδοποιηθεί, όπως και τα φυλάκια στα γύρω υψώματα, να μην ανησυχήσουν από τους πολυβολισμούς και τις φωτοβολίδες.
Ο καιρός ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να γίνει, χιόνι, κρύο, χιονόνερο, λάσπη και το σκοτάδι μαύρο πήχτρα.
Κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν στη συγκέντρωση που έγινε για να αναλυθεί η άσκηση, «... χάθηκε η μέρα να κάνουμε την άσκηση...». Η απάντηση ήταν ότι όσο πιο κακός είναι ο καιρός, τόσο περισσότερο ευνοϊκός και σύμμαχός μας είναι και δε θά 'χουμε πρόβλημα με την αεροπορία. Είχαν περάσει κάπου δυο ώρες που είχε αρχίσει η άσκηση, είχε «καταληφτεί» το ύψωμα του Αη Θανάση και περιμέναμε να δούμε τη φωτοβολίδα που θα σήμαινε ότι τα τμήματα είχαν προσεγγίσει τα πρώτα σπίτια του χωριού, όταν στα δεξιά μας ακούστηκαν γέλια, φωνές, πειράγματα.
Κάποιος ρωτούσε τι συμβαίνει και μια φωνή πνιγμένη στα γέλια έλεγε ότι «ο Μήτρος ανακάλυψε την Ευπραξία...».
Εριξαν μια κόκκινη φωτοβολίδα από το Σταθμό Διοίκησης και η άσκηση σταμάτησε για διάλειμμα για να δουν τι συμβαίνει.
Σε λίγο η άσκηση ξανάρχισε, θα ήταν ίσως και δυο μετά τα μεσάνυχτα και όταν τελείωσε, εκεί στο «παζάρι» του χωριού, ενώ ήμασταν μούσκεμα και λασπωμένοι, μας μοίρασαν μέσα στα μαύρα σκοτάδια και το χιονόνερο, ζεστή μπομπότα, φέτες καβουρμά και ελιές.
Την άλλη μέρα το μεσημέρι έγινε η κριτική της άσκησης, από τον διοικητή των Εμπέδων, τον Ζαραγκότα, είχε έρθει και ο Επίτροπος της Ταξιαρχίας ο Πρατοστέργιος.
Κάποιος αναφέρθηκε και στις φωνές που έγιναν αιτία να σταματήσει η άσκηση. Σηκώθηκε ο Μήτρος και παραδέχθηκε ότι αυτός φώναζε.
- Τι αλογόμυγα σε τσίμπησε και φώναζες έτσι;
- Ινθουσιάσκα μι τη μάχ', όπους προυχουρούσαμε μι άλματα, ήθελα να είνι σν' αλήθεια.
Πετάχτηκε το πειραχτήρι, η κοπέλα, η Ελένη.
- Τι μας λες τώρα, εσύ φώναζες για την «Ευπραξία».
- Νομ'σα κατ', αλλά έκανα λάθους.
Ομως ο Μήτρος δεν είχε πια στο πρόσωπο το στεναχωρεμένο και λυπημένο ύφος που είχε μέχρι την προηγούμενη, αυτό το βλέπαμε όλοι και μάλιστα είχε το βλέμμα του τη γνωστή ειρωνική και πονηρή σπίθα.
Το απόγευμα είχαμε θεωρητικά μαθήματα. Οταν ο Επίτροπος άρχισε πάλι για την Πολιτική Οικονομία, στην πραγματικότητα έκανε συνέχεια επανάληψη των ίδιων θεμάτων, πετάχτηκε πάνω το Μήτρος και άρχισε να φωνάσει και να χειρονομεί.
- Α, 'ρα τσ' απατιώνις, α,'ρα τσ' λουπουδύτις, τσ' ικμιταλιφτές που τσ' κρατάμι κι δεν τσ' θάβουμι, πως μας κουρουιδέβν...
Συνέχισε να λέει και άλλα και να βρίζει. Η κατάσταση γινόταν ιλαρή, είχαν αρχίσει και τα πρώτα γέλια και τα πειράγματα. Κάποιος ή κάποια είπε:
- Τα ίδια έκανε και χτες το βράδυ στην άσκηση.
Ο Μήτρος αντέδρασε.
- Ισύ τι γιλάς συναγουνίστρια, νουμίζ'ς ότ' μι τα γέλια θα γίν'ς σταθμαρχέσα; Αμ δε γίνιτι, άμα δε βαλ'ς του μυαλό σ' να δλεψ'.
- Δηλαδή εσύ έβαλες το μυαλό σου και δούλεψε;
- Νιε, κι θα του δεις.
Μπήκε στη μέση ο Επίτροπος λέγοντας στο Μήτρο να συνεχίσει.
- Να συ πω ιγώ συναγουνιστή ιπίτρουπι τη θ'κια μ' την «πειραξία» κι εσύ θα μι πεις μιτά. Ισύ μας λιες του παράδειγμα τ' καρικλά απού φτιαν' καρέκλις κι για τουν κοινουνικά αναγκαίου χρόνου. Θελ'ς γιατί ιγώ είμι αγράμματους, θέλ'ς γιατί είμι τα ζα μ' αργά, διεν του καταλάβινα. Ιμείς δεν είμαστι καρικλάδις, ιμείς καταλαβαίνουμε απού καπνά, καλαμπόκια κι φουκάλια, απού πράματα, πρόβατα κι γίδια, γάλατα κι τυριά.
Είχαν σταματήσει τα πειράγματα, τα γελάκια, όλοι περιμέναμε τη συνέχεια. Φαινόταν ότι ο Μήτρος είχε περάσει σε άλλο πνευματικό επίπεδο.
- Του καπνό, του φαρμάκ', του πλάμι στουν έμπουρα ουχτό μι δικατέσσερις δραχμές την ουκά.
Εδώ ο Μήτρος μας κύτταξε όλους πονηρά. Σίγουρα όλες αυτές τις μέρες το δούλευε στο μυαλό του, είχε κάνει τους υπολογισμούς του. Συνέχισε να κάνει τους υπολογισμούς του. Συνέχισε σαν να έκανε μάθημα.
- Σύμφουν' μέχρ' ιδώ; Μια ουκά καπνό, ανάλουγα του καπνό, μας διν' χίλια μι χίλια διακόσα τσιγάρα, άντι να συ πω ιγώ, του λιγότιρου πινήντα πακέτα. Χίλια τσιγάρα. Ενα πακέτου του αγουράζ'ς απού ουχτό μέχρ' δικαουχτό δραχμές, τα πουλυτιλείας. Αντί να συ πω ιγώ μι δέκα δραχμές. Πόσου μας καν', α; δε μας καν' πιντακόσις δραχμές; Αμα όμους αγουράσου ιγώ απ' τουν μπακάλ' αυτά τα πινήντα πακέτα θα πληρώσου πιντακόσις, ινώ ιμένα αυτοί μι έδουσαν μόνου ιφτά, ουχτό, άντι δικατέσσερις δραχμές. Που πααίν' οι τετρακόσις ινηνήντα; Ιδώ συ θέλου. Είνι ή διεν είνι αυτού μέσα η «πειραξία» που μας κλέφτν, α;
Το μυαλό του Μήτρου είχε «ξεκλειδώσει».
Λίγες μέρες μετά ήρθαν οι αποσπάσεις για τις διάφορες μονάδες της Ταξιαρχίας. Μετατέθηκα στο Λόχο Μεταφορών. Τον Μήτρο δεν τον ξαναείδα. Οσο να χωρίσουμε όμως τον λέγαμε «προφέσορα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ