Είμι λαδαπός
Γρηγοριάδης Κώστας |
Ενα Σαββατοκύριακο πιάσκαν στου κρασουμάγαζου, έπιναν κρασί μέχρι τα ξημερώματα τραγουδώντας το αγαπημένο τους τραγουδάκι.
Ηταν πέντεξι νταήδες, κάθονταν στα βαρέλια
κάθονταν κι έπιναν και ετραγουδούσαν
ψήσου γίδα ψήσου και ροδοκοκκινήσου
μέχρι ν' έρθει ο κράσος να σε ξεκοκαλίσω.
Σαν τέλειωσαν το τραγούδι ο Γιαννούδης είπε στον Κώτσιο για να παέν στου σπιτ' γιατί ξημέρουσι κι θα έχουμι ντράβαλα με τσ' γυναίκις μας.
Ου Κώτσιους είπχι το τελευταίο πουτίρι και διαμαρτιρήθκι. - Είνι νουρίς, αφού ακόμα δε νυστάζου. Αλλά ας παένουμι. Οταν βγήκαν από το κρασάδικο ου Κώτσιους περίεργος λέει του Γιαννούδ'. Τι μούλες ότι αργήσαμι. Να, δε βλέψ'ς τώρα άρχισε να βγέν' του φιγγάρ. - Για ποιο φιγγάρ' χουρατεύσς Κώτσου μ' δε βλέψς' νήλιους είνι κι συ για φιγγάρ μη χουρατεύς (μιλάς) τοσονία σι θόλουσι τα μάτια του κρασί;
Κείνη την ώρα πιρνούσι από το κρασομάγαζου ένας νιος και ου Κωτσαρής τουν ρώτισε. Βρε πατριώτη, να συ ρουτήουμι κάτ; Ιδώ μι τουν αρατλίκη μ' (αδερφικός φίλος) τζιγκλιστήζουμι (λογοφέρνουμε). Αυτό τώρα που βγέν' σ' απάν σαν κόκκινο ταψί, τι είνι: Νίλιους για φιγγάρ'.
- Ιγκό ντεν ξέρ'. Ιγκό λαδαπός στου Ιλάδα ντεν ξέρ' αυτό του κόκκινο τάψα αν είνι νήλιος ή φιγγάρ': Αν ήμουν στου πατρίντα μ' θα ήλαγα τι είνι.
Τέλος, οι δύο φίλοι αγκαλιασμένοι πήραν το χαβά του:
Φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου να περπατώ
για να πίνω λιγοστό
για να μην παραπατώ.
Μόλις τέλειωσε το τραγουδάκι νάσου έφτασαν φουρτουνιασμένες η Κώτσαινα με τον κλώστη και η Γιάνναινα με το στούμπου και τους άρχισαν «πού σε τρώει και πού σι πουνάι».
Ντα έφτασαν στο σπίτ' η Κώτσαινα του είπε ορθά κορφτά «άμα συνεχίσ' να μπικρουλιάζ' θα τσακίσουν του ζγο, θα πάρου τα κουρστούδια μ' και θα πάου στ' μάνα μ' θα σ' αφήκου μοναχό». Κι τα κουρτσούδια τ' τον παρακαλούσαν. Μας γιαλούν οι συμμαθητές μας ντα σι γλέπν' να φκιάνς ουχτάρια.
Ου Κώτσιους τα χρειάστκι κι υπουσχέθεκι «θα του κόψου του έρμου του πχιοτό». Αρκετόν καιρό κράτσ'ι την υπόσχεση και πήγαινε στο σπίτι αικσ' (αμέθυστος). Να όμως μια μέρα ο Κώτσιος του μισμέρ' πήγι στου σπίτι τύφλα μεθυσμένος. Αρχισε να τον ντραβελιάζ' η γναίκα τ'.
- Αϊ γναίκα μη με μαλών'ς. Δε φταίω γω... Α! ούλα κι ούλα. Του φταίξμ' έχν οι βουλευτάδες. Ερχτι ένας και μας κέρασι και μας ζήτισι ένα σταυρό. Να μιν τούπινα; Να τον πρόσβαλα και να μι κατηγουρήσ' ότι δεν ήπχια του κέρασμά τ' γιατί δε θα τουν δώσου έναν σταυρό; Μετά ήρθι κι άλλος βουλευτής μας κέρασι κι αυτός για να τον σταυρώσουμι. Αυτό ήταν ούλου.
- Αϊντι αν είναι για το σταύρωμα, αϊ στου κόρακα.
Ου Κώτσιους δεν έλεγι να κοψ' του πχιοτό και πήραν μαζί με την Κώτσαινα καινούργια απόφαση. Θα παέν' ου Κώτσιους κάθε μέρα θα πείν' απού ένα πουτίρ ρακί κι στου σπίτ'. Πραγματικά ου Κώτσιους ήπνι από ένα πουτίρ. Αμα έπαιρνε σβάρνα ούλα τα καφινεία... Καινούργια απόφαση, θα παέν μαζί στον καφενέ θα πείν' απού ένα πουτίρ κι στου σπίτ'. Ετσι μια μέρα πήγαν μαζί στον καφενέ. Οι νταήδες θαμάθκαν. Γιατί πρώτη βουλά έβλεπαν γνυκήσια πόδια στουν καφενέ. Σκώθκαν ουρισμέν' να προσφέρουν κάθισμα.
Ενα δάχλου ρακί θα πχει ου προυκουμένους μου κι θα παένουμι, κι παρίγγλε το ρακί. Σαν του ίδγι ου Κώτσιους διαμαρτυρήθηκε.
- Α γναίκα, έπαμε ένα δάχλου ρακί όχι όμους ξαπλουμένου αλλά όρθιου και έβαλε του μακρύ τ' του δάχτυλο στο πουτίρ μέχρι που ο καφετζής του γιόμισε. Αφού άγλειψε του δάχλου τ' είπχι μια γουλιά κι λέει.
- Γω λέου κυρ - Παναγή ου θιός τα έκαμι ούλα μι την αράδα. Εκαμι, όμως, κι ένα τρανό λάθους για τα πχιοτά. Τον παραμάζιψι η Κώτσαινα. - Ου πνα καταπχείς τη γλώσσα σ' που θα κρίνι του θιό, δεν αντρέπεσε. Ου Κώτσιος είπχι μια γουλιά, στέργιουσι τα πουδάργια τ' κι πήρι το λόου.
- Γιατί μουρή γυναίκα να μην κρίνου του θιό. Την κρίσ' δε μας την έδουσι ου θιός; Για μαύρα μάτια μας την έδουσι;
- Γιατί Κώτσιου, του ρώτσαν καναδυό. Για να δγιούμι τι λάθους έκαμι ου θιός για τα πχιοτά που μεις δεν του ξέρουμι. Ξανάπχι ακόμα μια γουλιά ρακί κι ρωτάει: Πόσες βρύσες έχουμι; πέντε του απάντσαν.
- Α! Ετσι. Εχουμι πέντε βρύσις κι γω ρουτώ τι θα τον κόστσιζι τον θιό αν μια βρύσ' να έτριχι ρακί τη μια κρασί: ρουτώ τι θα τουν κόστιζι.
Μπράβο τουν Κώτσιου, φώναξαν μερικοί. Να μυαλό να μάλαμα. Διαμαρτυρίθκι όμως ο καφετζής. Αρα Κώτσιου, αν οι δυο βρύσις έτριχαν ρακές και κρασιά, μεις πώς θα ζούσαμι;
- Σεις θα πλάτι ούσκια μούσκα ξινόφερτα πχιοτά. Και άδειασε το ποτήρι. Η Κώτσαινα τον άρπαξε από το κουλτούκι και τον τράβηξι για να παέν στου σπίτ'. Μόλις κόντηψαν στην πόρτα ου Κώτσιους έβαλι τις φουνές. - Αμάν, ολελέ οχ, οχ το ρακί αμάν αμάν. - Τι του ρακί σκασμένε. Τον παραπήε η Κώτσαινα. Τόσκασες του είπχις - Φουβάτι μοναχό γναίκα, φουβάτι κι τρεχ' σιαδώ σιακεί θα μι τρυπίσ' του στουμάχ'. Ακόμα ένα για να μη φουβάτι μοναχό. - Κυρ - Παναγή, δώστουν ακόμα ένα να σκάσ' να πχι.
Μόλις είπχι και το δεύτερο, έβαλε πάλι τις φουνές. Ολελέ, αμάν, αμάν μη μαλώντι, μι δέρνστι. - Τι είναι πάλι, τι ουχλαντίζ; Τα ρακιά γνυκούδαν, τα ρακιά δέρνουντι παρίγγειλι ακόμα ένα να τα χουρίσ'. Επχι και το τρίτο. Α μάλιστα, τώρα μάλιστα ησύχασαν. Τώρα να παένουμι. Βγαίνοντας έξω από τον καφενέ ου Κώτσιους γκρεμοτσακίστηκε. Η Κώτσαινα προσπαθούσε να τον σηκώσει. Να κι ου δάσκαλους έτριξι και τον σήκουσε. Αστον σε μένα κυρα - Φωτεινή θα τον φέρω εγώ στο σπίτι.
Σαν έφτασαν στο σπίτι τον έβαλαν να καθήσει στο καρέκλο και η κυρα - Φωτεινή ρώτησε το δάσκαλο πώς πίνει τον καφέ.
Σαν άκουσι ου Κώτσιους για δάσκαλο, άνξι τα μάτιατ' κι είπε στου δάσκαλου. - Καλώς μας ήθις δάσκαλε στο σπιτικό μας. Μήπως τα κουρτσούδια έκαμαν καμιά αταξία;
- Για ποια αταξία χουρατεύς για τα κουρτσούδια, ου κυρ - δάσκαλους σούφιρι στου σπίτ' μιθύστακα. Σαν άκουσι ου Κώτσιους πως ου δάσκαλους τουν βουήθησι, έκαμι μια γύρα του κιφάλ' τ'. Σκόθκι και στέργιουσι στου τραπέζι κι άρχισε να κλαψουρίζ'. Γιατί κυρ - δάσκαλι, γιατί ιγώ ου Κώτσιους που μι δείχναν ούλνοι μι του δάχτλου κι λέαν μπράβο τουν Κώτσιου, τουν δουλιφτάρ', τουν νοικουκήρ', του γνουμικό, κι τώρα να μι δείχν μι του δάχλου κι να λεν: Α για τουν παρακατιανό, τουν καλπαζάν, τουν άχρηστου, τουν μπικρούλιακα. Ρουτώ κυρ - δάσκαλε γιατί ιμένα του Κώτσιου να μι ανκίσι τόσο πολύ το πχιτό; Γιατί να μην μπουρώ να κουμαντάρου τον εαυτό μ'. Γιατί θόλουσι τόσο του μιαλόμ', τι να κάμου δάσκαλε, πέσμου σι που είσι γραμματιζμένους. Τι να κάμου για να ξαστιρώσ' του μαλό μ' για να μην σκέφτουμι ούλου του ρακί.
- Αφού με ρωτάς κυρ - Κωνσταντίνε, θα σου πω. Το πχιοτό να το πίνεις, αλλά να μη σε πίνει. Ο δάσκαλος του είπε πολλά δασκαλέματα. Το πόσο κακό κάνει το μεθύσι του, στα κοριτσάκια του και πολλά άλλα.
Ου Κώτσιους όπως ήταν όρθιος έσφιξε τη γροθιά του και την τίναξε στο τραπέζι. Αναποδογύρισαν τα καφκιά και χύθκαν οι καφέδες. Η γάτα που ήταν κουλουριασμένη δίπλα στη σόμπα σκιάχτηκε και ρίχτηκε στο κρεβάτι κλαψουρίζοντας. Μια βραχνή φωνή βγήκε από τα στήθια του Κώτσιου.
- Ε! κυρ - δάσκαλε. Θα το κόψω το κερατένιο. Θα το κόψω. Ο Κώτσιος ρίχτηκε το χαντάκι και ξεστέρωσε το μυαλό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου