«Παιδικός έρωτας»
Παπαγεωργίου Βασίλης |
«Νύχτα με φεγγάρι στο φαράγγι της Μπισέκα.
"Φτωχό περιστεράκι από πού έχεις έρθει, ψάχνοντας την άμμο μέσα από το θεό, μέσα από τους ουρανούς;". Ιουστίνα: Αχ Ιουστινίτα! Σε μια λαμπερή λίμνη τραγουδάει ο γλάρος. Μου φέρνει ευχάριστες αναμνήσεις.
Ιουστίνα: Μοιάζεις με τα πουλιά του Σαουσιγιόκ! Ασε με, μικρέ, πηγαίνει εκεί που είναι οι φίλες σου! Και ο Κουτού; Τον Κουτού τον αγαπάς, το βατραχίσιο πρόσωπό του σου αρέσει! Ασε με, μικρέ Ερνέστο! Είμαι άσχημος, όμως είμαι καλός τεμαχιστής αγελάδων και κάνω να τρέμουν τα αρνιά με κάθε μαστίγωμα. Γι' αυτό με αγαπάει η Ιουστίνα. Η Ινδιάνα γέλασε, κοιτάζοντας τον Κουτού. Τα μάτια της σπίθιζαν σαν δύο αστέρια. Αχ Ιουστινίτα! Χαζό, μικρό χαζό! είπε η Γρηγορία, η μαγείρισσα. Οι άλλες γυναίκες γέλασαν. Μικρός χαζός! Πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν να χορεύουν κυκλικά, με τη μουσική του Χούλιο του οργανοπαίκτη. Εκαναν στροφές για να κοιταχτούν και γέλαγαν. Εγώ έμεινα έξω από τον κύκλο, ντροπιασμένος, νικημένος για πάντα.
Πήγα μέχρι τον παλιό μύλο. Οι άσπροι του τοίχοι έμοιαζαν να κινούνται όπως τα σύνορα στριφογύριζαν στις πλαγιές του "Τσαβαλά". Οι ευκάλυπτοι του περιβολιού ηχούσαν με θόρυβο μικρό και έντονο. Οι σκιές τους έφταναν μέχρι την άλλη πλευρά του ποταμού.
Εφτασα στα πόδια του μύλου, ανέβηκα στον πιο ψηλό τοίχο και κοίταξα από εκεί το κεφάλι του "Τσαβαλά". Ο λόφος μισομαυρισμένος, ευθύς, απειλούσε να πέσει πάνω στους φράχτες του αγροκτήματος. Τις νύχτες προκαλούσε φόβο. Οι Ινδιάνοι ουδέποτε τον κοίταζαν αυτές τις ώρες και τις φωτεινές νύχτες συζητούσαν έχοντας γυρισμένες τις πλάτες τους στο λόφο. Εάν έπεφτε με το στήθος ο "Τσαβαλά" εμείς θα πεθαίναμε όλοι!
Η Ιουστίνα άρχισε να τραγουδάει πάλι.
"Λουλούδι του μαγιού, λουλούδι του μαγιού
Λουλούδι του μαγιού ανοιξιάτικο
Γιατί δεν απελευθερώθηκες
Από την ψεύτικη φυλακή σου;"
Οι Ινδιάνοι είχαν σχηματίσει κύκλο και στο μέσον τραγουδούσε η Ιουστίνα. Αυτό το μαύρο σημάδι που βρίσκεται στη μέση είναι η Ιουστίνα. Και εγώ την αγαπώ, η καρδιά μου τρέμει, όταν εκείνη γελάει. Κλαίει όταν τα μάτια της κοιτάζουν τον Κουτού. Γιατί, λοιπόν, πεθαίνω γι' αυτό το μαύρο σημάδι;
Οι Ινδιάνοι άρχισαν πάλι να χορεύουν κυκλικά. Ο οργανοπαίκτης φώναζε γύρω από τον κύκλο, εμψυχώνοντας, κραυγάζοντας σαν πουλάρι ερωτευμένο. Ενα πουλί άρχιζε να σφυρίζει από μια ιτιά που δέσποζε στην όχθη του ποταμού. Η φωνή του καταραμένου πουλιού προκαλούσε φόβο. Ο οργανοπαίκτης έτρεξε μέχρι το φράχτη της αυλής και έριξε πέτρες στην ιτιά. Ολοι οι Ινδιάνοι τον ακολούθησαν. Σε λίγα λεπτά το πουλί πέταξε και πήγε να καθίσει πάνω στα δένδρα του περιβολιού. Οι Ινδιάνοι πήγαν να το κυνηγήσουν, όμως ο ντον Φροϊλάν εμφανίστηκε στην αυλή. Σταματήστε! Να πάτε για ύπνο. Οι Ινδιάνοι έφυγαν σαν αγέλη, τρέχοντας προς την αμπάρα του κοτετσιού. Ο Κουτού έμεινε μόνος στην αυλή. Αυτόν τον αγαπάει! Μικρέ Ερνέστο, φώναξε ο Κουτού. Κατέβηκα στο έδαφος με ένα πήδημα και έτρεξα κοντά του.
Πάμε μικρέ... Ανεβήκαμε στο μονοπάτι. Ο Κουτού δε μίλησε μέχρι να φτάσουμε στο σπιτάκι. Το αγρόκτημα ανήκε στον ντον Φροϊλάν και στο θείο μου. Είχε δύο σπίτια. Ο Κουτού και εγώ είμαστε μόνοι στο σπιτάκι. Ο θείος μου και οι υπόλοιποι πήγαν να σκαλίσουν τα φυτά και κοιμόντουσαν εκεί, δύο λεύγες από το αγρόκτημα. Ανεβήκαμε τα σκαλοπάτια, χωρίς να κοιταζόμαστε. Μπήκαμε στο διάδρομο και απλώσαμε εκεί τα κρεβάτια μας, για να κοιμηθούμε, θαμπωμένοι από το φως του φεγγαριού. Ο Κουτού έπεσε στο κρεβάτι σιωπηλός. Φαινόταν στεναχωρημένος. Εγώ κάθισα δίπλα του. Κουτού σε έδιωξε η Ιουστίνα; Ο ντον Φροϊλάν τη βίασε μικρέ Ερνέστο! Ψέματα, Κουτού ψέματα! Χθες τη βίασε, όταν πήγε για νερό, όταν πήγε να πλυθεί με τα παιδιά...
Ψέμα, Κουτού, ψέμα.
Αγκάλιασα από το σβέρκο τον Ινδιάνο. Ενιωσα φόβο. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Αρχισα να κλαίω. Αστο μικρέ! Εγώ, λοιπόν, είμαι "Ινδιάνος". Δεν μπορώ να τα βάλω με το αφεντικό. Οταν γίνεις άνδρας, εσύ θα χτυπήσεις τον ντον Φροϊλάν. Κοιμήσου μικρέ! Τώρα θα πάω να μιλήσω στην Ιουστίνα, για να σε αγαπήσει. Σε αγαπάει, ίσως, όμως είσαι μικρός ακόμη... Γονάτισα πάνω στο κρεβάτι, κοίταζα τον "Τσαβαλά" που φαινόταν τρομερός και πένθιμος στη σιωπή της νύχτας. Κουτού, όταν γίνω μεγάλος, θα σκοτώσω τον ντον Φροϊλάν! Αυτό ναι, μικρέ Ερνέστο, Αυτό ναι...
Ο Ινδιάνος ήταν χαρούμενος σα να είχε τουμπάρει τον κλέφτη. Η ευθυμία του με εξόργιζε. Και γιατί δε σκοτώνεις τον ντον Φροϊλάν; Σκότωσέ τον με το φτυάρι κοντά στην όχθη του ποταμού σα να ήταν κλέφτης. Τα παιδιά του, μικρέ. Είναι εννιά. Ομως, όταν γίνεις άνδρας, θα είναι πια μεγάλα. Ψέματα, Κουτού, ψέματα! Φοβάσαι σαν γυναίκα. Δεν ξέρεις τίποτα μικρέ, ίσως δεν έχεις δει. Λυπάσαι τα μοσχαράκια, όμως τους ανθρώπους δεν τους αγαπάς. Ο ντον Φροϊλάν είναι κακός! Αυτοί που έχουν αγροκτήματα είναι κακοί. Κάνουν να κλαίνε οιΙνδιάνοι, όπως εσύ. Παίρνουν τις αγελάδες των άλλων ή τις αφήνουν να πεθάνουν από την πείνα στο στάβλο. Κουτού, ο ντον Φροϊλάν είναι χειρότερος από τον αφηνιασμένο ταύρο! Σκότωσέ τον... Ο Ινδιάνος δεν μπορεί μικρέ, ο Ινδιάνος δεν μπορεί!
Ηταν δειλός! Εκανε να τρέμουν τα πουλάρια, χάραζε με μαστίγιο τις πλάτες των γεωργών, έριχνε σφενδόνες από μακριά στις αγελάδες των άλλων, όταν έμπαιναν στους στάβλους του θείου μου, όμως ήταν δειλός. Χαμένος Ινδιάνος! Τον κοίταξα από κοντά: Η μύτη του ισοπεδωμένη, τα μάτια του βαθουλωμένα, τα χείλη του μαυρισμένα. Αυτόν τον αγαπάει. Και αυτή ήταν χαριτωμένη. Το ρόδινο πρόσωπό της ήταν πάντα καθαρό. Τα μαύρα μάτια της σπίθιζαν. Δεν ήταν όπως οι άλλες Ινδιάνες. Ομως, αυτή ήταν του Κουτού από καιρό. Αυτού του Ινδιάνου με πρόσωπο βατράχου. Σκεφτόμουν αυτό και η θλίψη μου έμοιαζε πολύ με το θάνατο.
Και τώρα ο ντον Φροϊλάν την είχε βιάσει. Ψέματα Κουτού! Αυτή η ίδια ήθελε, αυτή η ίδια... θέλεις να τον σκοτώσουμε εμείς οι δυο;
Ο Ινδιάνος τρόμαξε. Μου έπιασε το μέτωπο. Ηταν υγρό από τον ιδρώτα. Αλήθεια, έτσι αγαπούν οι λευκοί; Πήγαινέ με εκεί όταν βρίσκεται η Ιουστίνα! Είσαι γυναίκα, δεν της ταιριάζεις. Αφησέ την. Πώς όχι μικρέ, για σένα θα την αφήσω, για σένα μόνο... Κοίτα, σβήνει το φεγγάρι...
Περιφρονούσα τον Κουτού. Τα κίτρινα μάτια του, μικρά, δειλά, με έκαναν να τρέμω από οργή. Ινδιάνε, καλύτερα να πεθάνεις ή πήγαινε κάπου αλλού. Εκεί θα σε θάψουν, όπως ένα σκυλί, του έλεγα. Ομως ο βοσκός παρέμεινε απαθής και πήγαινε στο περιβόλι των μοσχαριών και εκδικούνταν στο σώμα των ζώων του ντον Φροϊλάν. Στην αρχή εγώ τον ακολουθούσα. Τις νύχτες μπαίναμε κρυφά στο στάβλο. Διαλέγαμε τα πιο λεπτά μοσχάρια, τα πιο αδύνατα. Ο Κουτού έφτυνε στα χέρια του, έπιανε δυνατά το μαστίγιο και χάραζε την πλάτη των μοσχαριών. Τα ζωντανά έπεφταν στο έδαφος, έστρεφαν τις πλάτες τους, έκλαιγαν. Και ο Ινδιάνος συνέχιζε... Και εγώ; Καθόμουν στη γωνία και απολάμβανα. Εγώ απολάμβανα... Του ντον Φροϊλάν είναι. Δεν ενδιαφέρει. Είναι του εχθρού μου! Μιλούσε με φωνή δυνατή, για να με εξαπατήσει, για να καλύψει τον πόνο που πλημμύριζε την καρδιά μου.
Ομως, όταν ήμουν στο κρεβάτι μου, μια μαύρη θλίψη κάλυπτε την καρδιά μου και έκλαιγα δυο - τρεις ώρες. Μέχρι που μια νύχτα η καρδιά μου μεγάλωσε, φούσκωσε. Το κλάμα δεν αρκούσε. Με τσάκιζαν η απελπισία και η μετάνοια. Πήδηξα από το κρεβάτι, ξυπόλυτος, έτρεξα μέχρι την πόρτα. Αργά άνοιξα το σύρτη και πέρασα στο διάδρομο.
Το φεγγάρι είχε πια φύγει. Το άσπρο του φως έλουζε το φαράγγι. Τα δένδρα, σιωπηλά, άπλωναν τα μπράτσα τους στον ουρανό. Με δυο πηδήματα κατέβηκα από το διάδρομο, διέσχισα τρέχοντας το μονοπάτι, πήδηξα τον τοίχο του στάβλου και έφτασα κοντά στα μοσχαράκια. Εκεί βρισκόταν η "Θαρινάτσα", το θύμα αυτής της νύχτας. Πεσμένη πάνω στην ξερή κοπριά, με το μουσούδι στο έδαφος, έμοιαζε λιπόθυμη.
Αγκάλιασα το σβέρκο της. Τη φίλησα χίλιες φορές στο στόμα, που μύριζε φρέσκο γάλα, στα μεγάλα και μαύρα μάτια της. Νινάτσα, συγχώρεσέ με! Σταύρωσα τα χέρια μου και γονατιστός κάθισα απέναντί της. Αυτός ο χαμένος ήταν, αδελφούλα, όχι εγώ. Αυτός ο Κουτού ο παλιάνθρωπος Ινδιάνος, σκυλί! Η "Θαρινάτσα" με κοίταξε σιωπηλή με το ταπεινό γλυκό της βλέμμα. Εγώ σε αγαπάω, Νινάτσα, εγώ σε αγαπάω! Και μια τρυφερότητα ανείπωτη φώτισε τη ζωή μου.
Το επόμενο πρωινό συνάντησα τον Ινδιάνο στο περιβόλι. Ο ουρανός ήταν καθαρός και χαρούμενος, οι κάμποι πράσινοι, γεμάτοι δροσιά. Ο Κουτού πήγαινε νωρίς να χτυπήσει τα μοσχαράκια. Φύγε από εδώ, του είπα. Δε χρειάζεσαι. Οι "κομμουνέροι" γελάνε μαζί σου, γιατί είσαι δειλός! Τα σκοτεινά του μάτια με κοίταζαν με κάποιο φόβο. Επίσης, είσαι δολοφόνος Κουτού... Ενα μοσχαράκι είναι όπως ένα μικρό παιδί. Σε δέκα μέρες θα φύγω. Δυο εβδομάδες μετά, ζήτησε άδεια και έφυγε.
Ο Κουτού τον έτρεμε τον Φροϊλάν. Σχεδόν όλους τους ανθρώπους τους φοβόταν. Ηταν δειλός! Εγώ έμεινα μόνος κοντά στον ντον Φροϊλάν, όμως και κοντά στην Ιουστίνα. Την Ιουστίνα την αχάριστη. Στην όχθη του ποταμού, ακούγοντας το τραγούδι των πουλιών, ζούσα χωρίς ελπίδες, όμως αυτή βρισκόταν κάτω από τον ίδιο ουρανό, όπως εγώ, στο ίδιο φαράγγι που υπήρξε η φωλιά μου. Παρατηρώντας τα μαύρα μάτια της, ακούγοντας το γέλιο της, κοιτάζοντάς την από μακριά, ήμουν σχεδόν ευτυχισμένος, γιατί ο έρωτάς μου για την Ιουστίνα ήταν ένας "παιδικός έρωτας" και δεν πίστευα πως είχα δικαίωμα πάνω σ' αυτήν. Και όπως αγαπούσα τα ζώα, τις ινδιάνικες γιορτές, τις σοδειές, τις σπορές με τη συνοδεία μουσικής έζησα χαρούμενος σ' αυτό το πράσινο φαράγγι, γεμάτο από το φως του ήλιου. Μέχρι που μια μέρα με πήραν παρά τη θέλησή μου, για να με φέρουν σ' αυτήν την οχλαγωγή, όπου υπάρχουν άνθρωποι που δεν αγαπώ, που δεν καταλαβαίνω.
Ο Κουτού στη μια άκρη και εγώ στην άλλη. Αυτός, ίσως, έχει ξεχάσει. Βρίσκεται στο στοιχείο του. Σε ένα ήσυχο χωριουδάκι θα είναι ο καλύτερος βοσκός, ο καλύτερος δαμαστής πουλαριών και θα τον σέβονται οι "κομμουνέροι". Αντίθετα, εγώ εδώ ζω πικραμένος σαν ένα ζώον των κρύων πεδιάδων που έχει φτάσει στην ακτή της θάλασσας, πάνω στις άμμους τις καυτές και παράξενες...».
Μετάφραση: Κική ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου