F.Engels-Η Μαρξιστική κριτική της Πολιτικής Οικονομίας
Πολιτική Οικονομία
I . Αντικείμενο και μέθοδος
Η πολιτική οικονομία, με την ευρύτερη έννοια, είναι η επιστήμη των νόμων, οι οποίοι ορίζουν την παραγωγή και την ανταλλαγή των υλικών μέσων διαβίωσης στην ανθρώπινη κοινωνία. Παραγωγή και ανταλλαγή είναι δύο διαφορετικές λειτουργίες. Η παραγωγή μπορεί να συντελείται χωρίς ανταλλαγή, αλλά η ανταλλαγή δεν υπάρχει χωρίς παραγωγή, ακριβώς επειδή είναι ανταλλαγή προϊόντων. Η καθεμιά αυτών των δύο κοινωνικών λειτουργιών επηρεάζεται από αυτές επί το πλείστον ειδικές εξωτερικές επενέργειες και έχει, γι' αυτό το λόγο, τους δικούς της ως επί το πλείστον ειδικούς νόμους. Αφ' ετέρου, όμως, η καθεμιά είναι προϋπόθεση για την άλλη σε κάθε δοσμένη στιγμή και η μία επενεργεί στην άλλη σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορέσουμε να τις χαρακτηρίσουμε σαν την τετμημένη και την τεταγμένη της οικονομικής καμπύλης.
Οι όροι, κάτω από τους οποίους οι άνθρωποι παράγουν και ανταλλάσσουν, αλλάζουν από χώρα σε χώρα, και σε κάθε χώρα πάλι από γενιά σε γενιά. Επομένως, η πολιτική οικονομία δεν μπορεί να είναι ίδια σ' όλες τις χώρες και σ' όλες τις ιστορικές περιόδους. Η απόσταση από το τόξο και το βέλος, το πέτρινο μαχαίρι και την ανταλλαγή των αγρίων, που εμφανίζονται μόνο σαν εξαίρεση, μέχρι την ατμομηχανή των χιλίων ίππων, το μηχανικό αργαλειό, τους σιδηροδρόμους και την Τράπεζα της Αγγλίας είναι τεράστια. Οι κάτοικοι της Γης του Πυρός δεν έχουν φτάσει ακόμα στη μαζική παραγωγή και στο παγκόσμιο εμπόριο, ούτε στους συναλλαγματικούς καλπασμούς· ή το χρηματιστηριακό κραχ.
Οποιος θελήσει να υποτάξει την πολιτική οικονομία της Γης του Πυρός στους ίδιους νόμους, στους οποίους υπάγεται στη σημερινή Αγγλία, ολοφάνερα δε θα εμφάνιζε τίποτε άλλο από την πιο τετριμμένη κοινοτοπία. Η πολιτική οικονομία, συνεπώς, είναι ουσιαστικά μια ιστορική επιστήμη. Πραγματεύεται μια ιστορική ύλη, δηλαδή μια όλο και μεταβαλλόμενημ ύλη. Ερευνά πρώτα τους ειδικούς νόμους της κάθε ξεχωριστής βαθμίδας ανάπτυξης της παραγωγής και της ανταλλαγής και μόνο στο τέλος αυτής της έρευνας θα μπορέσει να καταρτίσει τους λίγους, εντελώς γενικούς νόμους, που ισχύουν για την παραγωγή και την ανταλλαγή. Όμως, έτσι γίνεται αυτονόητο ότι οι νόμοι που ισχύουν για ορισμένους τρόπους παραγωγής και μορφές ανταλλαγής, ισχύουν και για όλες τις ιστορικές περιόδους, στις οποίες παρουσιάζονται αυτοί οι τρόποι παραγωγής και μορφές ανταλλαγής.
Για παράδειγμα, με την εμφάνιση μεταλλικού χρήματος, τίθεται σελειτουργία μια σειρά από νόμους, οι οποίοι διατηρούν την ισχύ τους για όλες τις χώρες και τις ιστορικές περιόδους, στις οποίες η ανταλλαγή πραγματοποιείται με μεταλλικό χρήμα. Με τον τρόπο παραγωγής και ανταλλαγής μιας συγκεκριμένης ιστορικής κοινωνίας και με τις ιστορικές προϋποθέσεις αυτής της κοινωνίας, δίνεται ταυτόχρονα και ο τρόπος κατανομής των προϊόντων. Στη φυλετική κοινότητα ή στην κοινότητα του χωριού με την κοινή ιδιοκτησία της γης, με την οποία ή με τα ολοφάνερα υπολείμματα της οποίας όλοι οι πολιτισμένοι λαοί μπαίνουν στην ιστορία, είναι εντελώς αυτονόητο ότι η κατανομή των προϊόντων είναι αρκετά ίση.
Όπου αρχίζει να παρουσιάζεται μια μεγαλύτερη ανισότητα της κατανομής ανάμεσα στα μέλη, εκεί αποτελεί ήδη το σημάδι μιας διάλυσης της κοινότητας που αρχίζει. Η μεγάλη, καθώς και η μικρή, γεωργία επιτρέπουν πολύ διαφορετικές μορφές κατανομής, ανάλογα με τις ιστορικές προϋποθέσεις, από τις οποίες αναπτύχθηκαν. Είναι, ωστόσο, αυτονόητο ότι η μεγάλη γεωργία επιβάλλει μια τελείως διαφορετική κατανομή από τη μικρή* ότι η μεγάλη γεωργία προϋποθέτει ή παράγει κάποια ταξική αντίθεση - δουλοκτήτες και δούλους, γαιοκτήμονες και κολίγους αναγκασμένους να κάνουν αγγαρείες, καπιταλιστές και μισθωτούς εργάτες, ενώ, στη μικρή γεωργία, καθόλου δεν είναι απαραίτητη η ταξική διαφορά ανάμεσα σ' όσους ασχολούνται με τη γεωργική παραγωγή.
Αντίθετα, με την ίδια την ύπαρξή της, η ταξική αυτή διαφορά ενδεικνύει την αρχική αποσύνθεση της σε τεμάχια τεμαχισμένης αγροτικής οικονομίας. Η εισαγωγή και διάδοση μεταλλικού χρήματος σε μια χώρα, στην οποία μέχρι τότε ίσχυε αποκλειστικά ή κυρίως η φυσική οικονομία, συνδέονται πάντα με μια αργή ή γρήγορη ανατροπή της ως τότε κατανομής και, μάλιστα, με τέτοιο τρόπο, ώστε η ανισότητα της κατανομής ανάμεσα στα άτομα ξεχωριστά, δηλαδή η αντίθεση ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς να αυξηθεί όλο και περισσότερο. Η τοπική συντεχνιακή χειρωνακτική επιχείρηση του Μεσαίωνα απόκλειε τη δυνατότητα ανάπτυξης μεγάλων καπιταλιστών και εφ' όρου ζωής μισθωτών εργατών τόσο όσο τους δημιούργησε αναγκαία η σύγχρονη μεγάλη βιομηχανία, η σημερινή διαμόρφωση πιστώσεων και η μορφή ανταλλαγής η οποία ανταποκρίνεται στην ανάπτυξη και των δύο, ο ελεύθερος ανταγωνισμός.
Όμως, μαζί με τις διαφορές στην κατανομή εμφανίζονται οι ταξικές διαφορές. Η κοινωνία διαιρείται σε προνομιούχες και μη, σε εκμεταλλεύτριες και εκμεταλλευμένες σε κυρίαρχες και κυριαρχημένες τάξεις και το κράτος, στο οποίο είχαν εξελιχθεί οι φυσικές ομάδες ομοφυλετικών κοινοτήτων πρώτα για να αντιπροσωπευτούν τα κοινά συμφέροντα (για παράδειγμα: η άρδευση στην Ανατολή) καθώς και λόγω της προστασίας τους προς τα έξω, αποκτάει, από δω και πέρα, και το σκοπό να διαφυλάξει προς τα έξω τους όρους διαβίωσης και κυριαρχίας της κυρίαρχης κατά της κυριαρχημένης τάξης και, μάλιστα, με τη βία. Ωστόσο, η κατανομή δεν είναι εντελώς ένα παθητικό αποτέλεσμα της παραγωγής και της ανταλλαγής. Με τη σειρά της επενεργεί και στις δυο. Ο κάθε καινούργιος τρόπος παραγωγής ή μορφή ανταλλαγής εμποδίζεται, στην αρχή, όχι μόνο από τις παλαιές μορφές και τους αντίστοιχους μ' αυτές πολιτικούς θεσμούς, αλλά και από τον παλαιό τρόπο κατανομής.
Μόνο με μακροχρόνιο αγώνα πρέπει να κατακτήσει την κατανομή που της αντιστοιχεί. Ωστόσο, όσο πιο ευκίνητος είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος παραγωγής και ανταλλαγής, όσο πιο ικανός να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί, τόσο πιο γρήγορα φτάνει και η κατανομή σ' ένα επίπεδο, στο οποίο ξεπερνάει τη μητέρα της, στο οποίο έρχεται σε σύγκρουση με τον ως τότε τρόπο παραγωγής και ανταλλαγής. Οι παλαιές φυσικές κοινότητες, για τις οποίες ήδη μιλήσαμε, μπορούν να υπάρχουν χιλιετίες, όπως και σήμερα ακόμα στους Ινδούς και στους Σλάβους, πριν δημιουργήσει η επικοινωνία με τον εξωτερικό κόσμο στο εσωτερικό τους εκείνες τις περιουσιακές διαφορές, που έχουν οαν συνέπεια τη διάλυση τους.
Η σύγχρονη καπιταλιστική παραγωγή, αντιθέτως, η οποία μόλις έχει κλείσει τα τριακόσια χρόνια και που έγινε η κυρίαρχη μόλις μετά από την εισαγωγή της μεγάλης βιομηχανίας, δηλαδή εδώ και εκατό χρόνια, έχει καταφέρει να δημιουργήσει σ' αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα αντιθέσεις στην κατανομή -σιπό τη μία, η συγκέντρωση του κεφαλαίου σε λίγα χέρια, από την άλλη, συγκέντρωση των ακτημόνων μαζών στις μεγάλες πόλεις- οι οποίες την οδηγούν αναγκαία στην καταστροφή της. Η συνάρτηση της εκάστοτε κατανομής με τους εκάστοτε υλικούς όρους ύπαρξης μιας κοινωνίας είναι πράγμα τόσο φυσικό που κατοπτρίζεται τακτικά στο λαϊκό ένστικτο. Όσο ένας τρόπος παραγωγής βρίσκεται σε ανοδική πορεία τόσο τον εξυμνούν ακόμα και εκείνοι οι οποίοι δεν ευνοούνται καθόλου από τον αντίστοιχο μ' αυτόν τρόπο κατανομής. Αυτό συνέβη με τους Αγγλους εργάτες στην άνοδο της μεγάλης βιομηχανίας. Ακόμα, όταν αυτός ο τρόπος παραγωγής παραμένει ο κοινωνικά φυσιολογικός, επικρατεί γενικά ικανοποίηση με την κατανομή και, αν υπάρξει αντίρρηση, αυτή βγαίνει από τους κόλπους της ίδιας της κυρίαρχης τάξης (Σεν Σιμόν, Φουριέ, Όουεν) και δε βρίσκει καμιά απήχηση στην εκμεταλλευμένη μάζα. Μόνο εφόσον ο αμφισβητούμενος τρόπος παραγωγής έχει διανύσει μεγάλο μέρος της καθόδου του, εφόσον, δηλαδή, έχει μισοξεπεράσει τον εαυτό του, εφόσον οι περισσότεροι όροι της ύπαρξής του έχουν εξαφανιστεί και ο διάδοχος του χτυπάει ήδη την πόρτα - μόνο τότε η όλο και πιο άνιση κατανομή φαίνεται άδικη.
Μόνο τότε, τα γεγονότα που έχουν ξεπεραστεί από τη ζωή επικαλούνται την αιώνια δικαιοσύνη. Η επίκληση αυτή στην ηθική και στο δίκαιο δε μας βοηθάει ούτε ρούπι να προχωρήσουμε επιστημονικά. Η οικονομική επιστήμη δεν μπορεί να βλέπει στην ηθική αγανάκτηση, όσο δικαιολογημένη κι αν είναι αυτή, ένα αποδεικτικό στοιχείο, αλλά μόνο ένα σύμπτωμα. Το καθήκον της είναι πολύ περισσότερο να αποδείξει ότι τα νεοεμφανιζόμενα κοινωνικά κακώς κείμενα είναι η συνέπεια του υπαρκτού τρόπου παραγωγής, αλλά ταυτόχρονα το σημάδι της επικείμενης διάλυσής του, καθώς και να ξεσκεπάσει, μέσα στη μορφή οικονομικής κίνησης που διαλύεται, τα στοιχεία της μελλοντικής νέας οργάνωσης της παραγωγής και της ανταλλαγής, που παραμερίζει εκείνα τα κακώς κείμενα.
Η οργή, που κάνει τον ποιητή, είναι τελείως στη θέση της στην περιγραφή αυτών των κακώς κειμένων, ή και στην επίθεση κατά εκείνων των αρμονιστών που διαψεύδουν ή εξωραΐζουν αυτά τα κακώς κείμενα στην υπηρεσία της κυρίαρχης τάξης. Το πόσο λίγο, όμως, αποδείχνει για την εκάστοτε περίπτωση βγαίνει ήδη από το γεγονός ότι βρίσκουμε αρκετή ύλη σε κάθε εποχή της όλης μέχρι τώρα ιστορίας. Η πολιτική οικονομία σαν επιστήμη των προϋποθέσεων και μορφών, κάτω από τις οποίες οι διάφορες ανθρώπινες κοινωνίες έχουν παραγάγει και ανταλλάξει και κάτω από τις οποίες κάθε φορά αναλόγως έχουν κατανείμει τα προϊόντα - αυτή η πολιτική οικονομία μ' αυτή τη διευρυμένη έννοια πρέπει, ωστόσο, να δημιουργηθεί ακόμα. Ό,τι έχουμε μέχρι τώρα από άποψη οικονομικής επιστήμης, περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη γένεση και την εξέλιξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής:
Αρχίζει με την κριτική των υπολειμμάτων των φεουδαρχικών μορφών παραγωγής και ανταλλαγής,αποδείχνει την αναγκαιότητα της αντικατάστασής τους από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και τις αντίστοιχες μ' αυτόν μορφές ανταλλαγής από τη θετική πλευρά, δηλαδή από την άποψη, σύμφωνα με την οποία προωθούν τους γενικούς στόχους της κοινωνίας, και κλείνει με τη σοσιαλιστική κριτική στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, δηλαδή με την παρουσίαση των νόμων του από την αρνητική πλευρά και, μάλιστα, με την απόδειξη ότι ο τρόπος αυτός παραγωγής ωθεί με την ίδια τη δική του εξέλιξη στο σημείο που καθιστά πλέον αδύνατο τον εαυτό του.
Η κριτική αυτή αποδείχνει ότι οι καπιταλιστικές μορφές παραγωγής και ανταλλαγής γίνονται όλο και πιο αβάσταχτα δεσμά για την ίδια την παραγωγή- ότι ο τρόπος κατανομής, ο οποίος καθορίζεται με αναγκαιότητα από εκείνες τις μορφές, έχει δημιουργήσει μια ταξική κατάσταση που γίνεται καθημερινά πιο αβάσταχτη, την καθημερινά οξυνόμενη αντίθεση των όλο και πιο λίγων, αλλά όλο και πιο πλούσιων καπιταλιστών και των όλο και πιο πολυάριθμων και σε γενικές γραμμές όλο και πιο φτωχών ακτημόνων μισθωτών εργατών. Και τέλος, ότι οι μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής δημιουργημένες, μαζικές δυνάμεις παραγωγής, οι οποίες δεν μπορούν πλέον να δαμαστούν απ' αυτόν,αναμένουν μονάχα να περάσουν στην ιδιοκτησία μιας κοινωνίας, που είναι οργανωμένη για τη σχεδιασμένη συνεργασία, για να εξασφαλίσει σ' όλα τα μέλη της κοινωνίας τα μέσα για την ύπαρξη τους, καθώς και για την ελεύθερη ανάπτυξη των ικανοτήτων τους και, μάλιστα, σ' όλο και αυξανόμενο βαθμό.
Για να ολοκληρωθεί αυτή η κριτική της αστικής οικονομίας, δεν αρκούσε η γνώση της καπιταλιστικής μορφής παραγωγής, ανταλλαγής και της κατανομής. Οι μορφές, οι οποίες προηγήθηκαν ή που εξακολουθούν να υπάρχουν δίπλα της σε λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, έπρεπε επίσης να ερευνηθούν και να συγκριθούν - τουλάχιστο στις κύριες γραμμές τους. Μέχρι τώρα, μόνο ο Μαρξ έχει κάνει, σε γενικές γραμμές, μια τέτοια έρευνα και σύγκριση και όσα έχουν βρεθεί μέχρι τώρα για την προαστική θεωρητική οικονομία τα οφείλουμε σχεδόν αποκλειστικά στις έρευνές του.
Η πολιτική οικονομία, παρ' όλο που έχει γεννηθεί σε μεγαλοφυή κεφάλια κατά το τέλος του Που αιώνα, είναι, με τη στενότερη έννοια, βασικά το παιδί του 18ου αιώνα -σύμφωνα με τη θετική της διατύπωση από τους φυσιοκράτες και τον Ανταμ Σμιθ- και προσχωρεί στις γραμμές των κατακτήσεων των σύγχρονων μεγάλων Γάλλων Διαφωτιστών μ' όλα τα θετικά στοιχεία και τις ελλείψεις εκείνης της εποχής. Όσα είπαμε για τους Διαφωτιστές ισχύουν και για τους τοτινούς οικονομολόγους. Η νέα επιστήμη γι' αυτούς δεν ήταν η έκφραση των σχέσεων και των αναγκών της εποχής τους, αλλά η έκφραση του αιώνιου Λογικού. Οι νόμοι της παραγωγής και της ανταλλαγής, που ανακαλύφθηκαν απ' αυτούς, δεν ήταν νόμοι μιας ιστορικά καθορισμένης μορφής εκείνων των δραστηριοτήτων, αλλά αιώνιοι νόμοι της φύσης· τους συμπέραναν από τη φύση των ανθρώπων. Όμως, ο άνθρωπος αυτός, άμα τον κοίταγες καλά, ήταν ο τυπικός μέσος πολίτης στη μετάβασή του προς τον αστό, και η φύση του συνίστατο στο να κατασκευάζει και να εμπορεύεται κάτω από τις τοτινές ιστορικά καθορισμένες συνθήκες.
Εφόσον γνωρίσαμε επαρκώς, από τη φιλοσοφία του, τον «κριτικό μας θεμελιωτή» τον κύριο Ντίρινγκ, καθώς και τη μέθοδο του, θα μπορέσουμε να πούμε, εκ των προτέρων και χωρίς καμιά δυσκολία, πώς θα αντιληφθεί την πολιτική οικονομία. Στη φιλοσοφία, ο τρόπος θεώρησης του ήταν μια διαστρέβλωση του τρόπου θεώρησης του 18ου αιώνα εκεί όπου δε μωρολογούσε απλώς (όπως στη φιλοσοφία της φύσης). Δεν επρόκειτο μονάχα για νόμους της ιστορικής εξέλιξης, αλλά για νόμους της φύσης, για αιώνιες αλήθειες.
Οι κοινωνικές σχέσεις, όπως η ηθική και το δίκαιο, αποφασίζονταν όχι σύμφωνα με τους εκάστοτε υπαρκτούς ιστορικούς όρους, αλλά από τους περιβόητους δύο άντρες, από τους οποίους ο ένας καταπιέζει τον άλλο, ή και όχι. Το τελευταίο, δυστυχώς, δε συνέβη ποτέ μέχρι τώρα. Συνεπώς, δε θα πέσουμε και πολύ έξω, αν συμπεράνουμε ότι ο κύριος Ντίρινγκ θα αναγάγει και την οικονομία σε οριστικές, έσχατες αλήθειες, σε αιώνιους νόμους της φύσης, σε ταυτολογικά αξιώματα της πιο έρημης κενότητας· ότι, όμως, θα μπάσει πάλι λαθραία από την πίσω πόρτα όλο το θετικό περιεχόμενο της οικονομίας, στο βαθμό που του είναι γνωστό* και ότι δε θα αναπτύξει την κατανομή από τηνπαραγωγή και την ανταλλαγή, σαν κοινωνικό συμβάν, αλλά θα την παραπέμψει στους δυο ένδοξους άντρες του προς οριστική διεκπεραίωση. Επειδή όλα αυτά είναι για μας ήδη γνωστά από τα παλαιά τεχνάσματα, θα μπορέσουμε να είμαστε τόσο το συντομότεροι εδώ.
Πράγματι, ο κύριος Ντίρινγκ μας εξηγεί ήδη στη σελίδα 27 2 , ότι: η οικονομία του αναφέρεται σ' αυτό που «διαπιστώθηκε» στη «φιλοσοφία» του και «στηρίζεται, σ' ό,τι αφορά μερικά ουσιώδη σημεία, σε υπερταξινομημένες και, σε ένα ανώτερο τομέα έρευνας, ήδη επιβεβαιωμένες αλήθειες». Παντού επιβάλλεται με την ίδια θρασύτητα ο έπαινος του εαυτού του. Παντού ο θρίαμβος του κυρίου Ντίρινγκ σχετικά με τα όσα διαπιστώνει και ξεκαθαρίζει ο κύριος Ντίρινγκ. Πράγματι όσα έχει ξεκαθαρίσει, αυτό το είδαμε εκτενούς, αλλά όπως ξεκαθαρίζει κανείς με ένα φως, που τρεμοσβήνει.
Αμέσως μετά έχουμε τα εξής: «τους πιο γενικούς φυσικούς νόμους όλης της οικονομίας». το μαντέψαμε δηλαδή. Ωστόσο, οι νόμοι αυτοί της φύσης επιτρέπουν μια σωστή κατανόηση της διανυμένης ιστορίας μόνο τότε, όταν την «ερευνούμε, σ' εκείνον τον ακριβέστερο ορισμό, τον οποίο διαμόρφωσαν τα αποτελέσματα τους μέσω των μορφών της πολιτικής υποταγής και ομαδοποίησης. Πρέπει να βλέπουμε θεσμούς σαν τη δουλεία και τη μισθωτή εργασία, τους οποίους συνοδεύει σαν δίδυμη αδελφή η βίαιη ιδιοκτησία, ως μορφές κοινο)νικοοικονομικής υπόστασης γνήσιας πολιτικής φύσης, οι οποίες, στον ως τώρα κόσμο,σχηματίζουν το μοναδικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο μπόρεσαν να φανούν οι επενέργειες των οικονομικών νόμων της φύσης».
Η φράση αυτή είναι η φανφάρα, η οποία, σαν βαγκνερικό κύριο μοτίβο, μας αναγγέλει την έλευση των δύο περίφημων αντρών. Είναι, όμως, κάτι παραπάνω. Είναι το βασικό θέμα όλου του βιβλίου του Ντίρινγκ. Σ' ό,τι αφορά το δίκαιο, ο κύριος Ντίρινγκ δεν ήξερε να μας προσφέρει τίποτε άλλο από μια κακή μετάφραση της θεωρίας της ισότητας του Ρουσό στα σοσιαλιστικά, όπως μπορεί κανείς να την ακούει πολύ καλύτερα εδώ και χρόνια σε κάθε στέκι εργατών του Παρισιού. Εδώ μας δίνει μια όχι καλύτερη, σοσιαλιστική μετάφραση των παραπόνων των οικονομολόγων για τη νόθευση των οικονομικών αιωνίων φυσικών νόμων, καθώς και των επενεργειών τους με την ανάμιξη του κράτους, της βίας. Μ' αυτό, είναι εντελώς μόνος του ανάμεσα στους σοσιαλιστές κι αυτό τού αξίζει. Ο κάθε σοσιαλιστής εργάτης, ανεξάρτητα από την εθνικότητά του, γνωρίζει πολύ καλά ότι η εξουσία μονάχα προστατεύει την εκμετάλλευση, αλλά δεν είναι η αιτία της- ότι η σχέση κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας είναι η αιτία της εκμετάλλευσής του και ότι αυτή δημιουργήθηκε με καθαρά οικονομικό τρόπο και καθόλου με τη βία.
Επιπλέον, μαθαίνουμε τώρα ότι σ' όλα τα οικονομικά ζητήματα «μπορούν να διακριθούν δύο διαδικασίες, αυτή της παραγωγής και αυτή της κατανομής». Πέρα απ' αυτές, ο γνωστός επιπόλαιος Τζ. Μπ. Σεΐ (J. Β. Say) έχει προσθέσει ακόμα μια τρίτη διαδικασία, αυτή της κατανάλωσης, αλλά δενήξερε να πει τίποτα το συνετό σχετικά μ' αυτή, όπως και οι διάδοχοι του. Η ανταλλαγή ή η κυκλοφορία, όμως, δεν είναι παρά ένα υπο-τμήμα της παραγωγής, στο οποίο υπάγονται όλα όσα πρέπει να γίνουν για να φτάσουν τα προϊόντα στον τελευταίο και πραγματικό καταναλωτή.
Αν ο κύριος Ντίρινγκ βάζει μαζί τις δύο ουσιωδώς διαφορετικές, αλλά αλληλοκαθοριστικές, διαδικασίες της παραγωγής και της κυκλοφορίας και ισχυρίζεται εντελώς ξεδιάντροπα ότι, από την παράλειψη αυτής της σύγχυσης «μπορεί να προκύψει μόνο σύγχυση», τότε αποδείχνει μόνο ότι δε γνωρίζει ή δεν καταλαβαίνει τη γιγάντια εξέλιξη, από την οποία πέρασε τα τελευταία πενήντα χρόνια ακριβώς η κυκλοφορία, όπως επιβεβαιώνει παραπέρα και το βιβλίο του. Δε φτάνει, όμως, αυτό.
Εφόσον έχει βάλει έτσι απλώς στο ίδιο τσουβάλι της παραγωγής την παραγωγή και την ανταλλαγή μαζί, παρουσιάζει την κατανομή δίπλα στην παραγωγή σαν μια δεύτερη, εντελώς εξωτερική διαδικασία, η οποία δεν έχει σχέση με την πρώτη. Είδαμε, όμως, ότι η κατανομή, στα αποφασιστικά της χαρακτηριστικά γνωρίσματα, είναι κάθε φορά το αναγκαίο αποτέλεσμα των σχέσεων παραγωγής και ανταλλαγής μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, καθώς και των ιστορικών προϋποθέσεων αυτής της κοινωνίας και, μάλιστα, με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορέσουμε να βγάλουμε καθοριστικά συμπεράσματα σχετικά με τον κυρίαρχο τρόπο κατανομής σ' αυτή την κοινωνία, εφόσον γνωρίζουμε αυτές τις σχέσεις.
Βλέπουμε, ωστόσο, επίσης, ότι ο κύριος Ντίρινγκ, εφόσον δε θέλει να γίνει άπιστος στις βάσεις, τις οποίες έχει «διαπιστώσει» στην αντίληψή του σχετικά με την ηθική, το δίκαιο και την ιστορία, πρέπει να διαψεύσει αυτά τα στοιχειώδη οικονομικά γεγονότα και ότι πρέπει να το κάνει αυτό ιδίως, αν πρόκειται να μπάσει λαθραία τους δύο απαραίτητους άντρες του στην οικονομία. Εφόσον απαλλάξει με το καλό την κατανομή από κάθε συνάρτηση με την παραγωγή και την ανταλλαγή, μπορεί να γίνει αυτό το μεγάλο γεγονός.
Ας θυμηθούμε, εντούτοις, πρώτα πώς εξελίχτηκαν τα πράγματα στην περίπτωση της ηθικής και του δικαίου. Εδώ, ο κύριος Ντίρινγκ ξεκίνησε αρχικά με έναν άντρα μονάχα και είπε: «Ένας άνθρωπος, όταν τον φανταζόμαστε σαν μοναδικό ή -κι αυτό το ίδιο κάνει- σαν χωρίς καμιά σχέση με άλλους, δεν μπορεί να έχει υποχρεώσεις. Γι' αυτόν, δεν υπάρχει το πρέπει, αλλά μονάχα η βούληση»Τι άλλο είναι, όμως, αυτός ο άνθρωπος χωρίς υποχρεώσεις, ο μοναχικός, εκτός από το μοιραίο «αρχικοεβραίο Αδάμ» στον παράδεισο, όπου είναι χωρίς αμαρτία, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να διαπράξει καμιά αμαρτία; Όμως, κι αυτόν τον Αδάμ της φιλοσοφίας της πραγματικότητας τον περιμένει το αμάρτημα.
Δίπλα σ'αυτό τον Αδάμ εμφανίζεται ξαφνικά όχι βέβαια μια Εύα με κυματιστές μπούκλες, αλλά ένας δεύτερος Αδάμ. Αμέσως, ο Αδάμ αναλαμβάνει υποχρεώσεις και... τις παραβιάζει. Αντί να σφίξει τον αδερφό του σαν ισότιμο στο στήθος του, τον υποτάσσει στην κυριαρχία του, τον υποδουλώνει και όλη η παγκόσμια ιστορία, μέχρι τη σημερινή ημέρα, υποφέρει από τις συνέπειες αυτού του πρώτου αμαρτήματος, του προπατορικού αμαρτήματος της υποδούλωσης. Και, γι' αυτό το λόγο, δεν αξίζει δεκάρα τσακιστή, σύμφωνα με τον κύριο Ντίρινγκ.
Αν, λοιπόν, ο κύριος Ντίρινγκ -το λέμε παρεμπιπτόντως- νόμιζε ότι παράδωσε επαρκώς την «άρνηση της άρνησης» στην περιφρόνηση, εφόσον τη χαρακτήρισε αντίγραφο της παλαιάς ιστορίας του προπατορικού αμαρτήματος και της λύτρωσης, τι να πούμε τότε για την πιο καινούργια έκδοσή του της ίδιας ιστορίας; (γιατί, για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση των ερπετών7 3 , θα «πλησιάσουμε» κι εμείς τη λύτρωση με τον καιρό). Θα πούμε, όπως και να 'χουν τα πράγματα, ότι εμείς θα προτιμήσουμε τον παλαιό σημιτικό φυλετικό μύθο, στον οποίο για το αρσενικό και το θηλυκό άξιζε τον κόπο να βγουν από την κατάσταση της αθωότητας και ότι στον κύριο Ντίρινγκ θα μείνει η απαράμιλλη δόξα να έχει κατασκευάσει το προπατορικό του αμάρτημα με δύο άντρες.
Ας ακούσουμε, όμως, τη μεταφορά του προπατορικού αμαρτήματος στα οικονομικά: «Για να έχουμε μια ιδέα της παραγωγής, η παράσταση ενός Ροβινσώνα, ο οποίος βρίσκεται με τις δικές του δυνάμεις απομονωμένος μπροστά στη φύση χωρίς να έχει να μοιραστεί τίποτα με κανένα, μπορεί να μας δώσει ένα κατάλληλο νοητικό σχήμα...
Το νοητικό σχήμα δύο προσώπων, που οι οικονομικές δυνάμεις τους συνδυάζονται και τα οποία πρέπει ολοφάνερα να αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλο αμοιβαία με κάποια μορφή σχετικά με τα μερίδιά τους, είναι εξίσου αποτελεσματικό για να γίνει κατανοητό το πιοουσιώδες κομμάτι της ιδέας της κατανομής. Πράγματι, δε χρειάστηκε τίποτα περισσότερο απ' αυτό τον απλό δυαδισμό για να παρουσιαστεί εντελώς λιτά μια από τις πιο σημαντικές σχέσεις κατανομής και να μελετηθούν οι νόμοι τους εμβρυακά στη λογική τους αναγκαιότητα... Μπορούμε να φανταστούμε εδώ με την ίδια ευκολία την ισότιμη συνεργασία, όσο και το συνδυασμό των δυνάμεων, με την πλήρη καταπίεση του ενός μέρους, το οποίο τότε πιέζεται σαν σκλάβος ή σκέτο εργαλείο στην οικονομική υπηρεσία και που συντηρείται πράγματι μονάχα σαν εργαλείο... Ανάμεσα στην κατάσταση της ισότητας και της μηδαμινότητας, από τη μια, και την παντοδυναμία και τη μοναδική ενεργή συμμετοχή, από την άλλη μεριά, υπάρχει μια σειρά από διαβαθμίσεις, για την κατάληψη των οποίων φρόντισαν τα φαινόμενα της παγκόσμιας ιστορίας σε πολύχρωμη ποικιλομορφία. Ουσιώδης προϋπόθεση είναι η καθολική ματιά στους διάφορους θεσμούς του δίκαιου και του αδίκου της ιστορίας»... και, στο τέλος, όλη η κατανομή μετατρέπεται σ' ένα «οικονομικό δίκαιο κατανομής».
Τώρα, επιτέλους, ο κύριος Ντίρινγκ έχει πάλι γερό έδαφος κάτω από τα πόδια του. Χέρι-χέρι με τους δύο άντρες του, μπορεί να προκαλέσει τον αιώνα του. Μα, πίσω απ' αυτή την τριανδρία, βρίσκεται ακόμα ένας άγνωστος. «Το κεφάλαιο δεν εφεύρε την υπερεργασία. Παντού, όπου ένα τμήμα της κοινωνίας διαθέτει το μονοπώλιο των μέσων παραγωγής, ο εργάτης, ελεύθερος και μη, πρέπει να προσθέσει περίσσιο χρόνο εργασίας στο χρόνο εργασίας που είναι αναγκαίος* για την αυτοσυντήρησή του, για να παραγάγει τα μέσα ζωής για τον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής. Αδιάφορο, αν αυτός ο ιδιοκτήτης είναι Αθηναίος καλός καγαθός**, Ετρούσκος θεοκράτης, Ρωμαίος πολίτης, Νορμανδός βαρόνος, Αμερικανός δουλοκτήτης, βλάχος Μπογιάρος, σύγχρονος γαιοκτήμονας ή καπιταλιστής.» (Μαρξ, Το Κεφάλαιο, 1,2η έκδοση, σελίδα 227.)
Εφόσον ο κύριος Ντίρινγκ έχει μάθει, κατ' αυτόν τον τρόπο, ποια είναι η βασική μορφή της εκμετάλλευσης, κοινή σ' όλες τις μέχρι τώρα μορφές παραγωγής -στο βαθμό που κινούνται σε ταξικές αντιθέσεις- το μόνο που χρειάστηκε να κάνει ακόμα ήταν να το εφαρμόσει στους δύο του άντρες και έχει έτοιμη τη ριζική βάση της οικονομίας της πραγματικότητας. Δε δίστασε ούτε στιγμή να πραγματοποιήσει αυτή τη «σκέψη-δημιουργό συστημάτων». Εργασία χωρίς ανταπόδοση, πέρα από το χρόνο εργασίας, αναγκαίο για την αυτοσυντήρηση: Εδώ είναι το ζήτημα.
Ο Αδάμ, που εδώ ονομάζεται Ροβινσώνας, βάζει, λοιπόν, το δεύτερο του Αδάμ, τον Παρασκευά, να ξεθεώνεται στη δουλειά. Γιατί, όμως, ο Παρασκευάς μοχθεί περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται για τη συντήρηση του; Και γι' αυτό το ερώτημα βρίσκουμε εν μέρει την απάντηση στον Μαρξ. Αυτό, όμως, πάει πολύ για τους δύο άντρες. Η υπόθεση ρυθμίζεται στο άψε-σβήσε: Ο Ροβινσώνας «καταπιέζει» τον Παρασκευά, τον πιέζει «ως σκλάβο ή εργαλείο στην οικονομική υπηρεσία» και τον συντηρεί «μονάχα ως εργαλείο». Μ' αυτή την πιο καινούργια του «δημιουργική στροφή», ο κύριος Ντίρινγκ μ' ένα σμπάρο σκοτώνει δύο τρυγόνια. Πρώτον: Γλιτώνει τον κόπο να εξηγήσει τις διάφορες μέχρι τώρα μορφές κατανομής, τις διαφορές μεταξύ τους, καθώς και τις αιτίες τους. Απλούστατα, όλες είναι σκάρτες, όλες στηρίζονται στην καταπίεση, στη βία. Αλλά γι' αυτό θα μιλήσουμε αμέσως παρακάτω. Και δεύτερο: Μετατοπίζει, μ' αυτό τον τρόπο, όλη τη θεωρία της κατανομής από τον οικονομικό τομέα στον τομέα της ηθικής και του δικαίου, δηλαδή από το χώρο των βέβαιων υλικών γεγονότων στο χώρο των λίγο πολύ ασταθών γνωμών και αισθημάτων.
Συνεπώς, δε χρειάζεται πια να ερευνήσει ούτε να αποδείξει, αλλά μονάχα να απαγγείλει όσα θέλει. Μπορεί να έρθει με την απαίτηση ότι η κατανομή των προϊόντων της εργασίας δεν πρέπει να προσανατολιστεί στις πραγματικές τους αιτίες, αλλά σ' αυτό που φαίνεται ηθικό και δίκιο σ' αυτόν, τον κύριο Ντίρινγκ δηλαδή. Αυτό, όμως, που φαίνεται δίκω στον κύριο Ντίρινγκ δεν είναι καθόλου αμετάβλητο. Επομένως, βρίσκεται μακριά από το να είναι μια γνήσια αλήθεια. Διότι αυτές, οι γνήσιες αλήθειες δηλαδή, «δεν μπορούν να μεταβληθούν καθόλου», σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του κυρίου Ντίρινγκ. Το 1868, ο κύριος Ντίρινγκ ισχυρίστηκε τα εξής (Τα πεπρωμένα τον κοινωνικού μου Υπομνήματος κλπ.): «σ' όλους τους ανώτερους πολιτισμούς έγκειται η τάση να βάζονν όλο και εντονότερα τη σφραγίδα της ιδιοκτησίας, και εδώ βρίσκεται η ουσία και το μέλλον της σύγχρονης εξέλιξης και όχι στη σύγχυση των δικαιωμάτων και των σφαιρών κυριαρχίας».
Και, παρακάτω, απλούστατα δεν μπόρεσε να καταλάβει: «πώς μπορούν να σνμβιβαστούν ποτέ η μεταβολή της μισθωτής εργασίας σ' ένα άλλο είδος βιοποριστικής απασχόλησης, με τους νόμους της ανθρώπινης φύσης και τη φυσικά αναγκαία σύσταση του κοινωνικού σώματος».14 Επομένως, το 1868: Η ατομική ιδιοκτησία και η μισθωτή εργασία είναι αναγκαίες σύμφωνα με τη φύση και γι' αυτό και δίκαιες. Το 1876 : Και οι δύο απορρέουν από τη βία και τη «ληστεία» και, γι' αυτό, είναι άδικες. Δεν μπορούμε να ξέρουμε καθόλου τι θα φανεί σε μερικά χρόνια ενδεχομένως ηθικό και δίκιο σε μια τόσο ορμητικά καλπάζουσα μεγαλοφυία. Γι' αυτό το λόγο, θα είναι οπωσδήποτε καλύτερο στη θεώρησή μας της κατανομής του πλούτου να τηρήσουμε τους πραγματικούς, αντικειμενικούς, οικονομικούς νόμους και όχι τη στιγμιαία, μεταβλητή, υποκειμενική αντίληψη του κυρίου Ντίρινγκ σχετικά με το δίκιο και το άδικο.
Αν σχετικά με την επερχόμενη ανατροπή του σημερινού τρόπου κατανομής των προϊόντων εργασίας μαζί με τις κραυγαλέες αντιθέσεις του της εξαθλίωσης και της αφθονίας, του λιμού και της κραιπάλης, δεν είχαμε άλλη βεβαιότητα από τη συνείδηση ότι ο τρόπος κατανομής αυτός είναι άδικος και ότι το δίκιο θα πρέπει, τέλος πάντων, κάποια στιγμή να νικήσει, τότε δε θα 'μασταν καθόλου καλά και θα περιμέναμε πολύ ακόμα. Οι μυστικιστές του Μεσαίωνα, οι οποίοι ονειρεύονταν το επερχόμενο χιλιόχρονο βασίλειο, ήδη είχαν συνείδηση της αδικίας των ταξικών αντιθέσεων.
Ο Τόμας Μίντσερ, στο κατώφλι της νεότερης ιστορίας, πριν από τριακόσια πενήντα χρόνια, το διαλάλησε σ* όλο τον κόσμο. Στην αγγλική και στη γαλλική αστική επανάσταση, ίδια κραυγή αντηχεί και... χάνεται. Και αν, τώρα, η ίδια κραυγή υπέρ της κατάργησης των ταξικών αντιθέσεων και των ταξικών διαφορών, που μέχρι το 1830 δε συγκίνησε τις εργαζόμενες και πάσχουσες τάξεις, βρίσκει απήχηση σε εκατομμύρια ψυχές· αν, τώρα, συναρπάζει τη μία χώρα μετά την άλλη και, μάλιστα, με την ίδια σειρά και την ίδια ένταση, με την οποία αναπτύσσεται σε κάθε χώρα ξεχωριστά η μεγάλη βιομηχανία- αν, στη διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής, έχει αποκτήσει μια δύναμη, που μπορεί να αντιστέκεται σ' όλες τις αντίπαλες δυνάμεις και μπορεί να είναι βέβαιη για τη νίκη στο προσεχές μέλλον - πώς έγινε αυτό;
Από τη μια, επειδή η σύγχρονη μεγάλη βιομηχανία έχει δημιουργήσει ένα προλεταριάτο, μια τάξη, που για πρώτη φορά στην ιστορία μπορεί να εκφράσει το αίτημα της κατάργησης όχι της τάδε ή δείνα ξεχωριστής ταξικής οργάνωσης ή του τάδε ή δείνα ιδιαίτερου ταξικού προνομίου, αλλά των ίδιων των τάξεων, και που έχει περιέλθει σε μια τέτοια κατάσταση που πρέπει να πραγματοποιήσει αυτό το αίτημα αλλιώς θα περιπέσει στην κατάσταση των Κινέζων κούληδων.
Η ίδια μεγάλη βιομηχανία, από την άλλη πλευρά, έχει δημιουργήσει με την αστική τάξη, μια τάξη, η οποία είναι ιδιοκτήτρια του μονοπωλίου όλων των εργαλείων της παραγωγής και των μέσων επιβίωσης, αλλά η οποία αποδείχνει, σε κάθε περίοδο αναστάτωσης και σε κάθε επακόλουθο κραχ, ότι έγινε ανίκανη να ελέγχει κι άλλο τις παραγωγικές δυνάμεις που ξεφεύγουν πια από την εξουσία της. Μια τάξη, κάτω από την ηγεσία της οποίας η κοινωνία τρέχει στην καταστροφή της όπως μια ατμομηχανή, που ο μηχανοδηγός της δεν έχει πια τη δύναμη να ανοίξει την κολλημένη βαλβίδα της εγκατάστασης εξάτμισής της.
Με άλλα λόγια: Η αιτία είναι ότι και οι παραγωγικές δυνάμεις, που έχουν δημιουργηθεί από το σύγχρονο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αλλά και το σύστημα της κατανομής των αγαθών, που έχει δημιουργηθεί απ' αυτό τον τρόπο, περιέρχονται σε οξεία αντίφαση με τον ίδιο εκείνο τρόπο παραγωγής και, μάλιστα, σε τέτοιο βαθμό, που πρέπει να πραγματοποιηθεί μια ανατροπή του τρόπου παραγωγής και κατανομής, η οποία θα παραμερίσει όλες τις ταξικές διαφορές, αν δε θέλουμε να καταποντιστεί όλη η σύγχρονη κοινωνία.
Σ' αυτό το χειροπιαστό, υλικό γεγονός, που επιβάλλεται με ακαταμάχητη αναγκαιότητα και με περισσότερο ή λιγότερο σαφή μορφή στα μυαλά των εκμεταλλευμένων προλετάριων - σ ' αυτό το γεγονός και όχι στις αντιλήψεις περί δίκαιου και αδίκου του ενός ή του άλλου ερημοσπίτη- στηρίζεται η βεβαιότητα της νίκης του σύγχρονου σοσιαλισμού.
Απόσπασμα απο το Αντί-Ντύρινγκ, σελ 187-201. εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.
Αναρτήθηκε από Praxis red
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου