20 Ιουλ 2012

Μυρωδιά μπασκινίλας


Μυρωδιά μπασκινίλας






Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Οταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Καρδίτσα, ο Βαγγέλης Σπηλιάς δεν είχε κλείσει ακόμα τα δεκαέξι του χρόνια. Τους είδε που έκαναν παρέλαση μέσα στην πλατεία, καβάλα στα τανκς, κάτι βουνά ολόκληρα από σίδερο, με τα κανόνια τους ψηλά και με κάτι φαρδιές, ατσαλένιες ερπύστριες, που έκαναν τον τόπο να τρέμει στο πέρασμά τους, και του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.




Τακτοποίησε τα βιβλία του και τα τετράδια του σχολείου σ' ένα ράφι (αν ποτέ τα ξαναχρειαστεί), φόρεσε ένα ζευγάρι αρβύλες και μια παλιά χλαίνη του μπάρμπα του, του Αρχοντή, που τα είχε φυλαγμένα στο υπόγειο, ενθύμιο απ' το μέτωπο της Αλβανίας (έπος του Σαράντα, να καταλάβεις), και πήγε να καταταγεί κι αυτός εθελοντής, στο πρώτο αντάρτικο Συγκρότημα που είχε βγει στα βουνά των Αγράφων, με αρχηγό τον καπετάν Νικηταρά.


«Τι να σε κάνουμε εσένα, μωρέ Βαγγελάκο, εδώ στο αντάρτικο...», του είπε, αστειευόμενος, ο Νικηταράς. «Εσύ, πρέπει να φας πολλά καρβέλια ακόμα, για να γίνεις πολεμιστής».


«Πάρε με, και θα δεις», είπε μονάχα ο Βαγγέλης, και κοίταξε στα μάτια τον καπετάνιο, σαν άντρας προς άντρα.


Τον πήραν, τελικά, και τον Σπηλιά στο Συγκρότημα. Του έδωσαν, μάλιστα, και το ψευδώνυμο, «Τίγρης». Γιατί, πραγματικά, στην πορεία του αγώνα, ο Βαγγέλης αποδείχτηκε ένα άγριο τιγρόπουλο. Δισταγμός και φόβος, δεν ήξερε τι θα πει. Στη μάχη, δεν έκανε ποτέ πίσω. Του είχαν δώσει και μια σάλπιγγα, που την είχε φέρει κάποιος μαζί του, απ' τον πόλεμο της Αλβανίας, και μ' αυτήν βαρούσε πάντα επίθεση: «Προχωρείτε! Προχωρείτε!».


Τους πολέμησαν παλικαρίσια τους φασίστες, τους Γερμανούς και Ιταλούς κατακτητές. Τρία ολόκληρα χρόνια. Εκείνοι με τανκς και με αεροπλάνα, κι ετούτοι με τα λιανοντούφεκα και με τις χειροβομβίδες. Λευτέρωσαν, τελικά, την πατρίδα τους, αλλά τη λευτεριά τους εκείνη τους την άρπαξαν απ' τα χέρια οι ληστές. Οι σκυλοδοντάδες εκείνου του καταχθόνιου Τσόρτσιλ. Ετούτοι, άπραγοι και καλόβολοι, βγήκαν στην αδυσώπητη αρένα της πολιτικής, κρατώντας στα χέρια το σταυρό αγνού ιεραποστόλου της Ειρήνης, ενώ οι άλλοι, απέναντί τους, ύπουλοι και μπαμπέσηδες, έσφιγγαν κρυμμένο πίσω από την πλάτη τους το μαχαίρι.


Οταν τους είπαν ότι έπρεπε να παραδώσουν τα όπλα τους, μετά από εκείνη την επαίσχυντη Συμφωνία της Βάρκιζας, ο Βαγγέλης έπεσε στα γόνατα και έκλαιγε, σα μικρό παιδί, μπροστά στο σωρό με τα τιμημένα όπλα του ΕΛΑΣ, που τα παραδίνανε τώρα στα χέρια των δοσίλογων και των γερμανοτσολιάδων, που αναρριχήθηκαν ξανά στην εξουσία, χάρη στις «λόγχες» των Εγγλέζων. «Χτύπα ελεύθερα. Σα να βρίσκεσαι σε κατακτημένη πόλη, όπου εκδηλώθηκε ανταρσία», έδωσε τη διαταγή στον στρατηγό του, τον Σκόμπι, ο αιμοσταγής Τσόρτσιλ. Εβαλε, μάλιστα, και το ανδρείκελό του, εκείνον τον Γεώργιο Παπανδρέου, που τον ονόμασαν, αργότερα, και «Γέρο της Δημοκρατίας», να υπογράψει, ως «πρωθυπουργός» της Ελλάδας, το αιματοκύλισμα του αθηναϊκού λαού, τον Δεκέμβρη του 1944. Είδαν κι έπαθαν οι σύντροφοι του Βαγγέλη, ώσπου να τον σηκώσουν στα πόδια του και να τον ηρεμήσουν.


Οταν πέρασε, αργότερα, ο Αρης απ' τα μέρη της Νεβρόπολης, με λίγα παλικάρια που τον ακολούθησαν στην «ανταρσία» του, ο Σπηλιάς κίνησε κι αυτός να πάει μαζί τους. Υπάκουσε, όμως, στην εντολή του Κόμματος, και ξαναγύρισε πάλι στο χωριό του, το Πλατανόρεμα.


Κρύβονταν, στην αρχή, μαζί με άλλους ΕΛΑΣίτες, καταδιωκόμενους, στα βουνά και τις λαγκαδιές, για ν' αποφύγουν - άοπλοι αυτοί - το μαχαίρι των Σούρληδων και των Βουρλάκηδων, που αλώνιζαν ανενόχλητοι τον κάμπο, με επικεφαλής, έτσι φανερά και ξετσίπωτα, Εγγλέζους αξιωματικούς. Υστερα, βρήκαν κι αυτοί ντουφέκια, να αμυνθούν, και ν' αρχίσουν, πάλι απ' την αρχή, τον πόλεμο, με νέους αυτή τη φορά κατακτητές, τους Αμερικάνους του Τρούμαν και του Βαν Φλιτ.


Στο δεύτερο αντάρτικο, στο Δημοκρατικό Στρατό, ο «Τίγρης», επικεφαλής μιας διμοιρίας καταστροφών, έγραψε καινούριες σελίδες ηρωισμού και αυτοθυσίας, για την τιμή και τη λευτεριά της πατρίδας του. Ο αγώνας τους, όμως εκείνος, ήταν τρομερά άνισος, και ήταν αδύνατο να φέρει αποτέλεσμα.


Το φθινόπωρο του 1949, όταν όλα πια είχαν τελειώσει, και η κύρια δύναμη του Δημοκρατικού Στρατού είχε αποσυρθεί προς την Αλβανία, ο Σπηλιάς έμεινε με τρεις μονάχα συντρόφους του, στην περιοχή του Μέγδοβα.


Εγκλωβισμένοι από τις δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού, και με πιασμένα όλα τα στενά και τα περάσματα, αντιμετώπιζαν το φάσμα της εξόντωσης, αν δεν κατάφερναν να σπάσουν τον κλοιό και να περάσουν προς την Ηπειρο και την Αλβανία.


Κάθισαν μια νύχτα οι τέσσερις, στη ρίζα ενός ελάτου, ψηλά, στα Ζυγογιανναίικα, να το συζητήσουν. Να καταστρώσουν το σχέδιο, για το δρομολόγιο που θα έπρεπε να ακολουθήσουν. Οι δύο συμφώνησαν ανεπιφύλακτα με το σχέδιο του «Τίγρη», και έδειξαν ενθουσιασμένοι και με αναπτερωμένο το ηθικό τους. Ο τρίτος, ο Σωτήρης Καστανιάς, που είχε και το ψευδώνυμο «Γρανίτης», τους τα έλεγε κάπως μασημένα.


«Χρειάζεται να προετοιμαστούμε πρώτα καλά», τους είπε στο τέλος. «Και από πληροφορίες και από τρόφιμα. Εγώ, λέω να κατέβω σε κάποιον δικό μου, έξω από την Καρδίτσα, να πάρω πληροφορίες και ό,τι τρόφιμα μπορέσω, και μετά να ξεκινήσουμε».


Εδωσαν ραντεβού. Σε τρεις μέρες, το αργότερο, στη γιάφκα του Πυργούλη, κοντά στο ξωκλήσι της Αγια - Σωτήρας.


Ο «Γρανίτης» κατέβηκε στον κάμπο, και, με τη μεσολάβηση εκείνου του δικού του, πήγε και παραδόθηκε στις στρατιωτικές αρχές, στην Καρδίτσα.


«Δε φτάνει μόνο η δική σου παράδοση, για να γλιτώσεις το κεφάλι σου», του είπε, ορθά - κοφτά, ο στρατηγός Πετζόπουλος. «Πρέπει να μας βοηθήσεις, να πιάσουμε και τους άλλους. Εσύ ξέρεις πού θα τους βρούμε».


Ενας λοχίας, με μια δύναμη δεκαπέντε, είκοσι ανδρών, τον πήρε μαζί του. Βγήκαν, με δυο αυτοκίνητα, μέχρι τη Νεβρόπολη, και από κει ξεκίνησαν, νύχτα, με τα πόδια, για το ξωκλήσι της Αγια - Σωτήρας.


Είχαν περάσει οι τρεις μέρες, και του Σπηλιά δεν του άρεσε καθόλου αυτή η καθυστέρηση. Παρ' όλα αυτά, αποφάσισαν να περιμένουν άλλη μια νύχτα. Αφησε τους άλλους δυο συντρόφους του, πιο μακριά απ' τη γιάφκα, κι εκείνος έμεινε σκοπός, καλυμμένος μέσα σε μια πυκνή τούφα από κουμαριές.


Περασμένα μεσάνυχτα, άκουσε βαριά πατήματα από αρβύλες, να ανεβαίνουν προς το μέρος του.


«Αλτ!», φώναξε ψυχρά, και πρόβαλε μέσα απ' τις κουμαριές την μπούκα του αυτόματου.


«Ελα, ρε Τίγρη... Τι, αλτ, εγώ είμαι», είπε, κάπως κεφάτα, ο Καστανιάς, και τον πλησίασε χωρίς προφυλάξεις. Κρατούσε στα χέρια το όπλο του, και απ' τον ώμο είχε κρεμασμένο ένα ταγάρι, γεμάτο, δήθεν, με φαγώσιμα.


«Πού είστε, και σας ψάχνω από προχτές;...», ρώτησε, ξαλαφρωμένος, τάχα, που τους ξαναέβρισκε.


Αυτό το «σας ψάχνω», έβαλε σε μεγαλύτερες υποψίες τον Σπηλιά. Τι θα πει, «σας ψάχνω»... αφού τη γιάφκα την ήξερε...


«Ελα πάμε», είπε πάλι με κέφι ο Καστανιάς, και έβαλε το χέρι του στον ώμο του «Τίγρη». «Πάμε. Εδώ στο ξωκλήσι, έχω άλλους δυο ξεκομμένους, απ' τη Μεραρχία του Διαμαντή. Να τους πάρουμε κι αυτούς και, μετά, να βρούμε και τους δικούς μας και να ξεκινήσουμε, απόψε κιόλας».


Καθώς προχωρούσαν προς το εκκλησάκι, ο Σπηλιάς έμεινε για μια στιγμή ακίνητος, και σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι του, έπιασε να οσμίζεται τον αέρα, σα λαγωνικό.


«Πού πάμε τώρα, βρε Σωτήρη», είπε ανήσυχος. Εμένα, ο αέρας εδώ γύρω μου μυρίζει μπασκινίλα».


«Μπασκίνες», έλεγαν οι αντάρτες τους χωροφύλακες και τους στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού. Είχαν παραλάβει εκείνες τις μέρες καινούριο ιματισμό, και τη μυρωδιά τους την έπιασε στον αέρα η μύτη του «Τίγρη».


«Ελα μωρέ, τώρα. Σαχλαμάρες!», είπε ο Καστανιάς. «Φοβόμαστε τώρα και τον ίσκιο μας...».


Εφτασαν στην πόρτα της εκκλησούλας. Ο «Γρανίτης» την έσπρωξε, και άφησε πρώτον το Σπηλιά να περάσει μέσα.


Ο λοχίας, με έναν ακόμα γεροδεμένο στρατιώτη, τον περίμενε στα σκοτεινά, πίσω απ' την πόρτα. Επεσαν κι οι δυο απάνω του και τον αγκάλιασαν, ο ένας απ' τη μια μεριά κι ο άλλος απ' την άλλη. Ο «Τίγρης» έβγαλε μια άγρια κραυγή, και έκανε ένα σάλτο, σαν αυτά που κάνουν εκείνοι οι παλαιστές που παίζουν στο καράτε. Τους ξάπλωσε και τους δυο κάτω, και όρμησε, τα μπρος πίσω, στην πόρτα, να τους ξεφύγει. Εκείνοι σηκώθηκαν αμέσως, και γαντζώθηκαν ξανά απάνω του, ο ένας απ' το ένα μανίκι της χλαίνης του, κι ο άλλος απ' το άλλο. Ο Σπηλιάς όρμησε ξανά, βγάζοντας άλλη μια φορά εκείνη την άγρια πολεμική κραυγή, και τους ξέφυγε, αφήνοντας στα χέρια τους μονάχα τη χλαίνη του. Τσαλαπάτησε και τον Καστανιά, που στεκόταν αμήχανος μπροστά στην πόρτα, και χάθηκε σαν φάντασμα μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, κρατώντας πάντα γερά στο χέρι του το αυτόματο.


«Φευγάτε! Μας πρόδωσαν!», φώναξε δυνατά στους δυο συντρόφους του, που τον περίμεναν μέσα στα έλατα, λίγο πιο πάνω απ' το εκκλησάκι.


Αντάμωσαν κι οι τρεις, και πυροβολώντας προς όλες τις κατευθύνσεις, για να σπάσουν τον κλοιό που, ίσως, είχαν σχηματίσει άλλοι γύρω τους, βγήκαν πιο ψηλά, στα κοτρονάκια, στο μονοπάτι που κατεβαίνει για το ποτάμι, το Μέγδοβα.


Πριν πάρουν τον κατήφορο, ο «Τίγρης» στάθηκε για μια στιγμή, και κάνοντας χωνί τις παλάμες του, γύρισε προς το εκκλησάκι, και φώναξε με όλη του τη δύναμη.


«Αντε, βρε άτιμε Καστανιά!... Αντε βρε, προδότη ελεεινέ. Ιούδα του κερατά!... Να μην έχεις την τύχη να πέσεις, καμιά φορά στα χέρια μου. Οχι με πιστόλι. Ούτε με μαχαίρι. Ζωντανό θα σε γδάρω! Με τα δόντια μου θα το σκίζω λωρίδες το τομάρι σου!»


Πέρασαν, πιασμένοι απ' τα χέρια, το φουσκωμένο ποτάμι, λούφαξαν όλη τη μέρα, ψηλά, στους ελατιάδες της Σάικας, και το άλλο πρωί τους βρήκε μακριά απ' τους διώκτες τους, προς τα χωριά των Απεραντίων, Ρόγκια, Κέδρα, Ραφτόπουλο.


Γέμισαν τα σακίδια με κάστανα, που τα βρήκαν αμάζευτα σ' έναν έρημο ζάβατο, και περνώντας απανωτές ενέδρες και κλοιούς που έστησαν οι άλλοι γύρω τους, για να τους εμποδίσουν, βγήκαν τελικά, ζωντανοί και οι τρεις, στο αλβανικό έδαφος.


Τους μεταφέρανε, μαζί με χιλιάδες άλλους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, στην Τασκένδη, όπου πέρασαν, στην προσφυγιά, άλλος τριάντα κι άλλος σαράντα χρόνια.


Οταν κατασίγασαν τα πάθη και τα μίση τα εμφύλια, ύστερα από τριάντα οχτώ χρόνια προσφυγιάς στις χώρες του σοσιαλισμού, ο Βαγγέλης Σπηλιάς ξαναγύρισε στην πατρίδα, στο χωριό του, το Πλατανόρεμα. Ομως, τον προδότη Καστανιά, τον Ιούδα, που προσπάθησε με δόλο και ατιμία να συλλάβει και να παραδώσει στον αντίπαλο τους συντρόφους του, για να γλιτώσει ο ίδιος το τομάρι του, δεν τον βρήκε, για να τον γδάρει ζωντανό, όπως του υποσχέθηκε. Τα βουνά εκείνα, τα χιλιοτραγουδισμένα Αγραφα, τα λημέρια των παλικαριών που εκείνος πρόδωσε με τη σιχαμερή πράξη του, φρόντισαν να αποδώσουν τη δικαιοσύνη τους. Μια μέρα χειμωνιάτικη, που ο ουρανός «έκλεισε τα μάτια» και έριχνε από ψηλά το νερό με το τουλούμι, ο Καστανιάς, καβάλα σ' ένα άλογο, ανέβαινε τη ράχη του Μαλαμούλη, να πάει ν' ανταμώσει κάποιους φίλους τους, στα Βραγγιανά. Στη στροφή, ψηλά, στο Διάσελο, ένας βράχος που ξεκόλλησε απ' τα Στεφάνια του Καταραχιά, έπεσε απάνω τους και τους έκανε λιώμα, κι αυτόν και το άλογό του, που πλήρωσε κι εκείνο, το άμοιρο, για την προδοσία του αφεντικού του.


(Από το βιβλίο «Πληγές του Εμφύλιου»)


Του
Βασίλη ΦΥΤΣΙΛΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ