Η κατάρα της μάνας
Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Μετά την πτώση του Γράμμου, τον Αύγουστο του 1949, και την υποχώρηση της κύριας δύναμης του Δημοκρατικού Στρατού προς την Αλβανία, η κατάσταση, για τους μαχητές που έμειναν εγκλωβισμένοι στο χώρο της Κεντρικής Ελλάδας, έγινε απελπιστική. Αποκομμένοι στα βουνά των Αγράφων και της Γκιώνας, χωρίς σύνδεση με την Κεντρική Διοίκηση και χωρίς κανένα εφόδιο σε τρόφιμα και πυρομαχικά, αντιμετώπιζαν άμεσο κίνδυνο εξόντωσης, από τα κυβερνητικά στρατεύματα, που «αλώνιζαν» πια ανενόχλητα όλες τις περιοχές.
Ο Αντρέας Γιανναράς είχε μείνει τελευταίος, με άλλους τρεις συντρόφους του, στην περιοχή του Μέγδοβα. Οι άλλοι συμπολεμιστές τους, όσοι μπόρεσαν, βγήκαν, σε μικρές ομάδες, στη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας, σύμφωνα με το σχέδιο υποχώρησης και τις οδηγίες του Γενικού Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού.
Ψηλά στο Λυκόρεμα, στο δασωμένο, τρεις ώρες δρόμο, περίπου, απ' το χωριό του, στην Πλατανίτσα, έκαναν τη μέρα εκείνη την τελευταία λούφα, εκεί στα μέρη της Νεβρόπολης. Τη νύχτα, ο Αντρέας θα κατέβαινε στο χωριό, στο σπίτι του, να πάρει ό,τι προμήθειες μπορέσει, και την άλλη νύχτα θα ξεκινούσαν, για το δύσκολο και επικίνδυνο δρομολόγιο, Αφορεσμένη, Γκαμήλα, Κασιδιάρη, Μουργκάνα, βουνά που τα κατείχε τώρα και τα ήλεγχε απόλυτα ο αντίπαλος, για να βγουν στην Αλβανία.
Είχε ειδοποιήσει τη μάνα του, μ' έναν συγχωριανό τους, έμπιστο Κάπα-Πίτη, ότι θα κατέβαινε εκείνη τη νύχτα. Το ήξερε, βέβαια, πως η κίνησή του αυτή ήταν παρακινδυνευμένη, γιατί όλα τα επαναπατρισμένα χωριά του κάμπου, ακόμα και στα ριζά των Αγράφων, τα φρουρούσαν οι άλλοι αυστηρά, με φυλάκια και ενέδρες, μέρα νύχτα, από ντόπιους οπλισμένους ΜΑΫδες, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Χωρίς αυτές τις απαραίτητες προμήθειες, θα ήταν αδύνατο να περπατήσουν, πέντε έξι, ίσως και δέκα νύχτες, όλα εκείνα τα κακοτράχαλα βουνά, και να περάσουν, αν τα κατάφερναν, σε αλβανικό έδαφος.
Τη μάνα, τη Γιανναρίνα, δεν τη χωρούσε ο τόπος μόλις έλαβε το μήνυμα του γιου της. Με λαχτάρα και με μια χαρά, ανάμεικτη με φόβο και αγωνία, άρχισε να ετοιμάζει τις προμήθειες για τα παιδιά της, τους αντάρτες. Εβαλε δυο τρεις οκάδες αλεύρι σ' ένα σακούλι πάνινο, να φτιάχνουν στο δρόμο λίγο κουρκούτι, για να στομώνουν την πείνα τους. Υστερα, έψησε δυο μεγάλα καρβέλια ψωμί, τα έκοψε ψιλές ψιλές φετούλες, και τα ξαναέψηνε στη γάστρα. Να τα κάνει παξιμάδια, που είναι και πιο ελαφριά, και δε μουχλιάζουν.
«Τι θα τα κάνεις τόσα πολλά παξιμάδια, μανούλα;», ρώτησε με απορία η Σοφούλα, το μεγαλύτερο απ' τα δυο στερνοπαίδια της, που της έμειναν πια κοντά της απ' όλη την οικογένεια. Τον άντρα της, τον ηρωικό Βασίλη Γιανναρά, γκεσέμι της Οργάνωσης στην Πλατανίτσα, παλιό, δοκιμασμένο στέλεχος και υποψήφιο βουλευτή του ΚΚΕ, το 1936, μαζί με τον Γιώργη Σιάντο και τους άλλους Καρδιτσιώτες υποψήφιους, τον έστησε στο εκτελεστικό απόσπασμα το «επίσημο» κράτος των υποτακτικών του Τρούμαν και του Βαν Φλιτ, ύστερα από μια συνοπτική διαδικασία, σε ένα από εκείνα τα έκτακτα στρατοδικεία της μισαλλοδοξίας και της σκοπιμότητας, ως «αρχηγό και στρατολόγο των συμμοριτών». Το άλλο παιδί της, αντάρτης κι εκείνο απ' τους πρώτους στο Δημοκρατικό Στρατό, σκοτώθηκε στις μεγάλες μάχες του Γράμμου, στον Κλέφτη της είπαν, στις Αρένες, δεν έμαθε ακριβώς πού. Αντί για απάντηση στην ερώτηση του κοριτσιού, η μάνα έβαλε όρθιο το δάχτυλο μπροστά στο στόμα της, και έκανε ψιθυριστά: «Σσσ..., τσιμουδιά».
Το κορίτσι κατάλαβε. Και μια χαρά ανείπωτη ζωγραφίστηκε ξαφνικά στο προσωπάκι του. «Θα έρθει ο Αντρέας μας... Ο Καπετάνιος... Απόψε, μάνα;», ρώτησε, με φωνή που μόλις έφτασε στ' αυτιά της Γιανναρίνας. «Ναι...», του έγνεψε κι εκείνη με το κεφάλι, και έβαλε ξανά το δάχτυλο μπροστά στα χείλη της.
Ομως, το «επίσημο» κράτος των δοσιλόγων και των προδοτών, άλλη υποδοχή ετοίμαζε για τον Αντρέα Γιανναρά, τον καπετάνιο του Δημοκρατικού Στρατού.
Ο Θωμάς Μπαλαφούτης, συγχωριανούς τους κι αυτός, ένα ρεμάλι, ένα κατακάθι της κοινωνίας, κτήνος πραγματικό, (είχε περάσει κάμποσα χρόνια στη φυλακή, για κλεψιές και απάτες, ακόμα και για κτηνοβασία τον είχε καταγγείλει ένας συγχωριανός τους, που τον έπιασε επ' αυτοφώρω να «προσβάλλει» τη γαϊδούρα του), ήταν τώρα ο αρχηγός των ΜΑΫδων στην Πλατανίτσα. Τον όρισε, λέει, η ...πατρίδα, να προστατεύει το χωριό απ' τους κομμουνιστοσυμμορίτες. Εστηνε κάθε βράδυ φυλάκια γύρω γύρω, σε όλα τα περάσματα, για να μην μπουν οι αντάρτες μέσα στο χωριό.
Εκείνη τη νύχτα, ο Μπαλαφούτης πήγε ο ίδιος στην ενέδρα, εκεί στον όχτο του Γαλαζιά, στο έμπα του χωριού. Πήρε μαζί του και τον μπάρμπα-Λία, ένα αγαθό και ήσυχο γεροντάκι, που του έδωσαν κι αυτουνού με το ζόρι ένα ντουφέκι, για να ...προστατεύει την πατρίδα.
Μεσάνυχτα και κάτι, ο Αντρέας πέρασε με προφυλάξεις την ποταμιά και καλύφθηκε, για κάμποση ώρα, πίσω απ' το χωματένιο ανάχωμα του παλιού μυλαύλακου, που τώρα ήταν στεγνό, γιατί ο μύλος του χωριού έπαψε, πριν από χρόνια, να δουλεύει. Δεν άκουσε κανέναν ύποπτο θόρυβο, κι αυτό του έδωσε το θάρρος να προβάλει το σώμα του λίγο πιο πάνω απ' το ανάχωμα, για να κάνει πρώτα μια καλύτερη επόπτευση του χώρου.
Αυτήν ακριβώς τη στιγμή περίμενε κι ο Μπαλαφούτης, εκεί στο μονοπάτι, στο φρύδι του μυλαύλακου, κρυμμένος πίσω από μια τούφα λυγαριές. Σήκωσε γρήγορα το όπλο και σημάδεψε σε στόχο ακίνητο. «Μη, μωρέ!..», έσκουξε αυθόρμητα ο καημένος ο μπαρμπα-Λίας, που ήταν κι αυτός πεσμένος δίπλα του, και προσπάθησε με το χέρι του να κατεβάσει την κάννη του ντουφεκιού. Αλλά δεν πρόφτασε. Η σφαίρα βρήκε το παλικάρι κατάστηθα, και έπεσε, σαν χτυπημένο πουλί, απ' το ανάχωμα, μέσα στο παλιό νεραύλακο.
Θρήνος βουβός απλώθηκε σε ολόκληρη την Πλατανίτσα, για την ψυχρή δολοφονία. Η μάνα η Γιανναρίνα, με τα δυο μικρά παιδιά της κρεμασμένα απ' τη μακριά φουστάνα της, έτρεξε, ξεσκίζοντας με τα νύχια της τα μάγουλα και μαδώντας σε όλο το δρόμο τα μαλλιά της, σ' ένα κιόσκι, μπροστά στο Γραφείο της Αστυνομίας, όπου είχαν πεταμένο, κάτω στο χώμα, το σκοτωμένο παιδί της. Δεν την άφησαν να πλησιάσει. Την έπιασαν δυο χωροφύλακες απ' τα χέρια και την τράβηξαν μακριά, δίνοντας εντολή στους ΜΑΫδες να την πάνε στο σπίτι της, και να μη βγει καθόλου έξω από την πόρτα της.
Δεν άφησαν ούτε τους χωριανούς να θάψουν το παλικάρι μέσα στο νεκροταφείο, γιατί θα μόλυνε, λέει, και τους άλλους, τους καθαρούς Ελληνες, που ήταν θαμμένοι εκεί. Ανοιξαν έναν λάκκο, έξω απ' τη μάντρα του νεκροταφείου και το έθαψαν εκεί, έτσι στα μουγκά, χωρίς παπά και χωρίς ψάλτη.
Ολοι οι χωριανοί αποστρέφονταν τον Μπαλαφούτη, τον ψυχρό και αδίστακτο δολοφόνο. Κανένας δεν του έλεγε «καλημέρα». Και στο καφενείο, έπινε μόνος του τον καφέ, δε ζύγωνε κανένας στο τραπέζι του.
Η μάνα, η Γιανναρίνα, δε συνήλθε ποτέ απ' το βαρύ χτύπημα. Το μοιρολόι και οι κατάρες της για το φονιά του παιδιού της ακούγονταν κάθε δειλινό, απ' το κατώφλι του σπιτιού της ή απ' τη μάντρα του νεκροταφείου, σε όλο το χωριό.
«Ασπρη μέρα να μη δεις, Μπαλαφούτη. Κακό θάνατο να έχεις. Σκοτωμένος να πας κι εσύ, όπως σκότωσες και το παιδί μου. Τον Αντρέα μου...».
Του παράγγελνε, να μην τύχει και βρεθεί ποτέ στο δρόμο της. Πως θα χιμήξει σαν τη λύκαινα, και θα τον κόψει με τα δόντια της, κομματάκια κομματάκια.
Του είπαν του Μπαλαφούτη, οι χωριανοί, για την κατάρα της Γιανναρίνας, κι εκείνος χαχάνισε πρόστυχα, δείχνοντας τα σάπια δόντια του. «Χου χου χου... Μας καταράστηκε τώρα κι η Γιανναρίνα. Και μας φοβερίζει κιόλας... Να της πείτε να δέσει μια πέτρα στο λαιμό της και να πάει να πνιγεί στη γούρνα του Γαλαζιά. Το Μπαλαφούτη δεν τον πιάνουν ούτε σφαίρες, ούτε κατάρες».
Κι όμως, σκοτωμένος πήγε στον άλλο κόσμο ο Μπαλαφούτης. Κι όχι από σφαίρα και από χέρι ανθρώπου, αλλά από τα πέταλα του ίδιου του αλόγου του. Σκληρός και κακόψυχος βασανιστής, έπιασε μια μέρα τη φορτωτήρα και το έδερνε αλύπητα, επειδή δεν άντεξε το βαρύ φορτίο, δυο ντάνες ασήκωτες καψόξυλα, και έπεσε στα γόνατα, εκεί στον ανήφορο της ποταμιάς, λίγα βήματα πριν φτάσουν στο σπίτι τους. Του μάγκωσε με τα δυο δάχτυλα, σαν τανάλια, τα ρουθούνια, και με τ' άλλο χέρι το χτυπούσε με μανία όπου τύχει, στο κεφάλι, στο λαιμό, στα πλευρά, για να σηκωθεί. Ξαφνικά, το άλογο τινάχτηκε ψηλά σαν ελατήριο, κόβοντας τη ζώστρα του σαμαριού, και, γυρίζοντας αστραπιαία τα πισινά του πόδια καταπάνω του, τον κάρφωσε και με τα δυο του πέταλα, σφραγίδες θανατερές, καταμεσής στο κούτελο. Ο Μπαλαφούτης τρεμόπαιξε για λίγο τα χέρια του, σα φτερούγες λαβωμένου πουλιού, και έπεσε ανάσκελα, χτυπώντας ξερά το κρανίο του απάνω στις χοντρές ποταμόπετρες.
Κανένας στο χωριό δε λυπήθηκε, ούτε είπε δυο λέξεις συμπόνιας για τον Μπαλαφούτη, τον σιχαμερό δολοφόνο. Πεντέξι γριούλες, όλες κι όλες, συνόδεψαν το κιβούρι του στην εκκλησιά. Κι ο παπάς, ανόρεχτα και με μασημένα λόγια, έψαλλε το «συγχώρησον παν αμάρτημα το παρ' αυτού πραχθέν», και το «κατάταξον αυτόν εν παραδείσω και εν τόπω χλοερώ». Μάλλον, από μέσα του θα έλεγε: «Στην κόλαση, Πανάγαθε... Στο πιο βαθύ καζάνι κατάταξον αυτόν. Το φονιά. Τον ειδεχθή εγκληματία».
Από την ανέκδοτη Συλλογή
«Πληγές του Εμφύλιου»
Του
Βασίλη ΦΥΤΣΙΛΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου