20 Ιουλ 2012

Το κουρελάκι


Το κουρελάκι






Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Οι καλοί Κύκλωπες στη γειτονιά μου, τις περισσότερες φορές είχαν και τα δυο μάτια, αλλά ένα πόδι ή ένα χέρι. Και μια καρδιά, άλλο πράμα.




Ο Κώστας, με το 'να πόδι, μιλάει όλη την ώρα για τους συντρόφους του. Μου βγαίνει η ψυχή να πάρω μια δικιά του ιστορία. «Τι να λέμε τώρα για μένα. Ας ζούσε ο Γιώργης να 'βλεπες...». Κι αρχίζει η κουβέντα σα να ήταν απ' έξω, πολεμικός ανταποκριτής να πούμε. Γι' αυτό παραξενεύτηκα κείνη τη φορά.


- Οπως γυρνούσα μια νύχτα απ' το Καρλόβασι...


«Μόνος;», ρωτάω. «Ναι», μου λέει. Θα σας πω τη λιγότερο ηρωική σελίδα απ' όσες μου χάρισε. Ετσι, για να δούμε τι άλλο κρυβόταν κάτω απ' τα άγρια γένια τους και πόση γλύκα είχαν τα «γράμματα» που μάθανε στο βουνό.


- ...μόνος, που λες, και μια νύχτα φλεβαριάτικη, μα τι! Τον είχε καθίσει απ' τον πουνέντε μ' ένα ψιλοβρόχι! Μ' είχε ποτίσει μέχρι κόκαλο, μα ποιος λογάριαζε τέτοια πράματα; Το σκοτάδι καλό ήτανε. Θα πέρναγα εύκολα τα μπλόκα, κατάλαβες; Αστο αυτό. Με το στομάχι τι γίνεται! Μη με παίρνανε χαμπάρι απ' το γουργούρισμα.


Κάνει να γελάσει. Σαρκάζει. Φράσεις κοφτές, αποψιλωμένες από κάθε τι παραπανίσιο. Δωρικές. Σαν τα χαμόσπιτα του χωριού μας, όπου μέχρι εκεί φτάνανε οι πέτρες, μέχρι εκεί φτάνανε κι εκείνα. Αν δεν είσαι μπροστά του όταν μιλάει, για να ζυγιάσεις μαζί με τα λόγια, τα μάτια, τα χέρια και πιο πολύ το πόδι που λείπει, τι να καταλάβεις!


Φλεβάρης, λοιπόν. Κουτσός κι αυτός. Μόνο που ο Κώστας τότε είχε ακόμα και τα δυο του πόδια. Δεν ήταν Κύκλωπας. Γινόταν. Μαζί με το χειμώνα που τέλειωνε και τελειωμό δεν είχε, τέλειωσαν και τ' αποθέματα. Ούτε κάστανο πια στο βουνό. Τα χωριά ρημαγμένα, άδεια. Οι αντάρτες τρώγανε ό,τι βρίσκανε, για ν' αντέξουν ώσπου να βρουν κάτι ακόμα. Η λαχανίδα μοιραζόταν μέχρι ρίζα. Και τα χέρια καθαρά, ε; Μια φορά που ο Στέλιος βούτηξε ένα μικρό μπουκαλάκι τσαγκόλαδο απ' τον Αϊ-Λια, τον επιπλήξανε αυστηρά και το στείλανε πίσω, μη σκοτιδιάσει και δε βλέπει ο Αγιος. Και κάνανε πόλεμο. Μνήσθητι, Κύριε!


Η ομάδα κατέβηκε τ' απόβραδο ίσαμε την πόλη για εφόδια, μα το όφελος πολύ μικρό. Τα πράματα είχανε σφίξει για όλους. Μαυρίλα. Οταν σκοτείνιασε για τα καλά, φορτώθηκαν, απελπισμένοι, τα λιγοστά που τους μάζεψαν οι σύντροφοι και πήρανε τη ρεματιά για πάνω. Ο Κώστας ξέκοψε. Είχε λόγο.


Σκιά μες στις σκιές, έκανε μεγάλο κύκλο, για μια υποψία ελπίδας. Στον Αϊ-Δημήτρη, μερικά σπιτάκια λίγο έξω απ' την πόλη, στάθηκε σε μια πόρτα. Απ' τις κουρελούδες στα παράθυρα ξετρύπωνε με το ζόρι λιγοστό λαδόφωτο. Ακρα σιγή, που να μην ξέρεις αν ο τάφος είναι αντίκρυ ή γύρω σου Μόνο μια χαμηλόφωνη ραπτομηχανή.


Αμηχανία εντός του κι ένας δισταγμός βουνό. Δεν είναι τόσο που τους είχαν απαγορέψει να χτυπάνε πόρτες μόνοι τους, αλλά για φέρ' το στο μυαλό σου! Από ώρα μανταλοκλειδωμένοι με το φόβο, την πείνα και την ντροπή κι έτσι αργά να σου χτυπήσουνε την πόρτα. Αντάρτης ή ασφαλίτης, ΜΑΥς, κούφια η ώρα. Κι ύστερα, μετρώντας το χτυποκάρδι σου, ν' ανοίξεις και να δεις τι; Κείνα τα μελανά γένια και τ' ασύδοτα μαλλιά, κόμποι πια, τίγκα στην ψείρα και πώς να γλυκάνεις τα μάτια.


Η μηχανή γάζωνε απαλά. Θυμήθηκε την «Μπρέντα» του. Γαζώνεις με πέντε όλες κι όλες σφαίρες; Γέμισε το δισταγμό του σκέψεις διάφορες και σχέδια. Η μηχανή σταμάτησε. Γιατί αργεί να ξεκινήσει; Τον κατάλαβαν! Γυρίζει να φύγει, μα τα πόδια καρφώνονται στο κατώφλι και η βροχή δυναμώνει. Αν είχε και κάτι στην τσέπη του, όπως άλλες φορές, κάνα καρούλι κλωστή για την όμορφη κόρη να πούμε, αλλιώς θα ήτανε. Μα, πάλι να φύγει έτσι, χωρίς τίποτα...


Ούτε που το κατάλαβε πώς. Η πόρτα άνοιξε λιγάκι λες κι αρνιόταν, ύστερα κι άλλο κι ένα χέρι τον τράβηξε με βιάση. Στάθηκε ακίνητος πίσω απ' την πόρτα, μήπως θυμηθεί πώς έγιναν όλα. Ο γέρος έγειρε στο ντιβάνι. Η μάνα συνέχισε να μπαλώνει το ρούχο. Η κοπελιά καρφώνει το μάτι στο πανί και χαϊδεύει με ασήμαντες κινήσεις τη μηχανή της. Μονάχα ο μικρότερος, ακόμα πιο αδυνατούλης, τον καρφώνει στα μάτια με μιαν ανεξήγητη ευθύτητα. Γύρω, δε μυρίζει τίποτα.


- Καλησπέρα. Πέρναγα και είπα...


- Κάτσε, Κώστα. Τρομάξαμε.


- Καταλαβαίνω, μπάρμπα Ανέστη. Τώρα τι να πω...


Κάθισε ξυλιασμένος. «Πεινάς;», ξεστόμισε η κόρη. Η μάνα γουργούρισε.


- Αν πεινάει! Και που πεινάει, τι; Εχεις τίποτα να του δώσεις;


- Μη φωνάζεις, μάνα. Ετσι, μίλησα κι εγώ.


- Λέω, μήπως, κανένα αβγουλάκι για τα παλικάρια, πάνω...


- Δεν είναι για την κλώσα πια;


- Μη με πειράζεις, κυρά Λένη. Αλλα καλά κλωσάμε στο βουνό, αλλά τα τσακάλια πού ν' αφήσουν...


Τις πιο καλές μέρες, που όλο και κάτι είχαν στην μπάντα ο κοσμάκης, ο Κώστας γυρνούσε τα χωριά μ' έν' αβγό στο χέρι, να τ' αλλάξει, τάχα μου, γιατί η κλώσα του έκανε το «κλου»!


Οποιος είχε, έδινε κάνα δυο χωρίς να πάρει το αντάλλαγμα. Ηξεραν. Μάζευε όσα μάζευε και στο βουνό. Ανέκαθεν πεινασμένος, κάτεχε πολλά για να πορεύεται. Τώρα, όμως, αβγό δεν είχε. Ούτε τυρί, ούτε ψωμάκι. Ο Ανέστης μίλησε απελπισμένα.


- Τι να σου κάνω, Κωσταντή! Μέρες είναι που τη βγάζουμε όλοι με τα ψέματα. Λυσσάξανε οι πούστηδες. Ενας ΜΑΥς προχτές, ξέρεις τι μου 'κανε; Φουμάριζε στο παραθύρι απέναντι και ρώταγε αν έχω τσιγάρο. Πού να 'χω; «Ξέρεις τι μάρκα φουμάρει τώρα δα ο Ζαχαριάδης, κορόιδο;». Ναι το καθίκι, έτσι μου φώναζε. Κλείστηκα μέσα και δεν ξαναβγήκα. Αν είχα όπλο...


- Μύγδαλο, σύκο, τίποτα; Καμιά καρούμπα... Να μη φύγω και μ' άδεια χέρια, μπάρμπα Ανέστη. Είναι μεγάλος ο αγώνας...


- Ξέρω, Κωσταντή. Ξέρω. Και πόσο μεγάλος είναι και για ποιον γίνεται. Δεν είμαστε αχάριστοι, Κωσταντή. Ανήμποροι ήμαστε. Ξέρεις πού τα φυλάμε, ψάξε. Ο,τι βρεις ξάκρισέ το για δικό σου κι ό,τι δε βρεις ολονώνε μας.


Σηκώθηκε αργά και κατέβασε απ' τα εικονίσματα ένα μπουκάλι σχεδόν άδειο. Εριξε ένα δαχτυλάκι σ' ένα μικρό ποτήρι και το ζύγιασε πολύ πριν το δώσει.


- Δε θα το πιω, μπάρμπα Ανέστη, θα με θερίσει. Εχω κάβο μπροστά μου. Αστο καλύτερα.


Ο γέρος σήκωσε τους ώμους, το μύρισε και το 'ριξε πάλι πίσω στο μπουκάλι. Πέτρωσε ο χρόνος. Ο Κώστας έχωσε το χέρι αργά, πολύ αργά στη μέσα τσέπη του πανωφοριού του. Το μπουκαλάκι που έβγαλε, τόσο δα, από κάποιο φάρμακο, ίσα που ήταν λαδωμένο από μέσα. Το κοίταξε ώρα πολύ, σα να διάβαζε την ετικέτα. Υστερα, αφού σηκώθηκε, πήρε ένα παράξενο ύφος, που γέλασαν, ο Θεός να το κάνει γέλιο, όλοι.


- Λίγο λαδάκι για την «Μπρέντα», τουλάχιστον, κυρά Λένη; Βαρύ, σέρπα, ό,τι να 'ναι, κυρά μου.


Γέλασαν, γιατί ξέρανε καλά κι αυτό το κόλπο του. Ο γέρος τράβηξε απ' το στρώμα μια φυλλάδα και του την έτριψε στη μούρη. Στην πρώτη σελίδα, γελοιογραφία, η αφεντομουτσουνάρα του, με την «Μπρέντα» και το μπουκαλάκι. Απ' τη μέση κρεμόταν μια νταμιτζάνα γεμάτη λάδι, υποτίθεται. Και ψέμα δεν ήτανε. Γύριζε στα σπίτια που ήξερε και βάζοντας μπροστά το μπουκαλάκι έλεγε τα ίδια με τη λεζάντα. «Λίγο λαδάκι για την "Μπρέντα"»! Κι όταν το μπουκαλάκι ψευτογέμιζε, τ' άδειαζε στο μεγαλύτερο, κάτω απ' τη ρημαγμένη χλαίνη, από μια τρύπα. Καλό - κακό ποιος το μέτραγε. Το φαΐ κείνες τις μέρες στο βουνό είχε άλλη αξία. Εκανε πως δεν ήξερε για το σκίτσο, μα μέσα του καμάρωνε. Δεν είναι και λίγο να σ' έχει πρωτοσέλιδο κοτζάμ παράνομη φυλλάδα!


- Να σου βάλω λίγο μηχανόλαδο, Κωστή; Είναι πιο καλό για την «Μπρέντα».


Ο Κώστας κοίταξε την αναψοκοκκινισμένη κοπελιά που του αστειεύτηκε και τα μάτια του γλύκαναν σαν την γλυκόριζα.


- Οχι, καρδιά μου. Δε χρειάζεται. Λάδια για τις μπρέντες του κόσμου υπάρχουν ποτάμια. Λαδάκι για τους πεινασμένους δεν έχει. Ενα κουρελάκι μόνο κόψε μου, για να την καθαρίζω, όσο θα χρειαστεί. Να 'σαι καλά, ένα κουρελάκι τόσα δα. Κάτι να πάρω μαζί μου.


Κουρέλια είχαν ο κόσμος μπόλικα. Του διάλεξε το καλύτερο.


Και τι ιστορίες δε θα μπορούσα να σας πω μ' αυτό το κουρελάκι, μα φοβάμαι μην ξεσαμαρίσει ο λόγος μου. Μέχρι που στην τελευταία μάχη το 'σφιξε πάνω στο πληγωμένο του πόδι πριν λιγοθυμήσει, σαν ξόρκι το πιο πολύ.


- ...αλλά, Σταύρο, μόλις έφτασα στα γιατάκια μας, στο Ξεπαγιασμένο, ψάχνω στο σκοτάδι με το χέρι κάτι μαλακό, να γείρω, σφίγγω το κουρελάκι στη χούφτα και τραβάω έναν ύπνο, μα έναν ύπνο!


Αυτό το μαλακό, ήταν αγριοπούρναρο.


****


(Η παράνομη «φυλλάδα» ήταν «ΟΙ ΓΚΙΝΑΙΟΙ» κι ο Κύκλωπας, ο Κώστας Ζαχαράκης, απ' τους τελευταίους αγωνιστές στη Σάμο, που είναι ακόμα κοντά μας).


Του
Σταύρου ΚΟΥΤΡΑΚΗ


    


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Του Σταύρου ΚΟΥΤΡΑΚΗ




Ο Σταύρος Κουτράκης είναι μουσικός και ζει στη Σάμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ