Η δασκάλα Μιλένα Μιλάνοβιτς
Γρηγοριάδης Κώστας |
Ομως, στα μαγαζιά, ολάκερη ανησυχία στο πέρασμά της. Οι μπαρμπέρηδες έβγαιναν στην πόρτα, τα χασαπάκια χτυπούσαν πιο δυνατά το σαντούρι στο απόκορμο κι οι μανάβηδες διαλαλούσαν με τέμπο τ' αγαθά της γης.
Κι όλοι κάρφωναν τα μάτια τους στη Μιλένα, όπως πήγαινε προς το σχολείο.
- Τα καλλίγραμμα λαγόνια της, τ' ανύπνωτα δίδυμα του κόρφου της, τα μάτια της... είναι θησαυροί ανεκτίμητοι, σιγοψιθύριζε ο Βάντσο Σκρέζο, μασουλώντας πασατέμπο στην πόρτα του φαρμακείου του.
Ετσι κυλούσε η ζωή κι οι άνθρωποι νοιάζονταν για το καλό και τ' όμορφο, κι είχαν τις δουλιές και τους καημούς τους, τα ντέρτια, μα και τις χαρές τους.
Ωσπου κάποια άνοιξη γύρισε ο κόσμος ανάποδα. Ολα άλλαξαν, η ζωή τ' ανθρώπου ήταν το μικρότερο αγαθό. Σκότωσαν ένα δάσκαλο γιατί τραγουδούσε τον ύμνο του Καραγιώργη. Ενα παιδί, του 'σπασαν το χέρι γιατί, παίζοντας με το τόπι του, χάλασε ένα τζάμι απ' τ' αυτοκίνητό τους. Πήρανε το Χημείο και το κάνανε στάβλο και στο Γυμναστήριο βάλανε μπάλες από χόρτο...
Ολα αυτά τα 'βλεπε η Μιλένα. Και γιγάντωσε μέσα της το μίσος.
Ωσπου μια μέρα, καθώς περνούσε βιαστικός ο Μίτο, τον κιαλάρισε μέσα απ' τις γρίλιες κι έτρεξε να τον συναντήσει. Του είπε τον πόθο της, εκείνος την άκουσε με προσοχή, αντάλλαξαν έπειτα ένα θερμό χαιρετισμό κι αποχωρίστηκαν. Η Μιλένα έφυγε στο σπίτι, αποφασισμένη. Τα ετοίμασε όλα στο μυαλό της.
Ετσι θ' αρχίσει, αυτό θα πει, εκείνο θα προτείνει και κανείς δεν μπορεί να της αρνηθεί. Οχι, αυτό είναι χρέος της, δεν είναι δικαίωμα.
Το βράδυ της ίδιας μέρας, γύρω απ' την πυροστιά, αμίλητοι κάθονταν κι οι τρεις. Ο πατέρας κάπου κάπου έσπρωχνε τ' αποκαΐδια στη φωτιά, η μητέρα ανακάτωνε το κατσαμάκι με την ξύλινη κουτάλα κι η Μιλένα έβλεπε τις φλόγες που δίνανε μια ξεχωριστή αναλαμπή στα λαμπρά γλαρά μάτια της, κείνο το βράδυ...
- Πατέρα, θα πάω να γίνω παρτιζάνα, είπε στεγνά.
Αργά κάπως, ανασήκωσε εκείνος το κεφάλι του και την κοίταξε με απορία.
Κι η μάνα της έμεινε ακίνητη απ' την ταραχή.
- Μη και τρελάθηκες, κόρη μου; Ενα σ' έχουμε, να σε χάσουμε και σένα; Ποιος αντίχριστος το 'βαλε στο νου σου;
- Θα πάω, μάνα, και κανείς δεν μπορεί να σταθεί μπροστά μου.
Ο κυρ Βλάντο Μιλάνοβιτς ήταν φτωχός τελωνειακός υπάλληλος σ' ένα συνοριακό φυλάκιο ανάμεσα Γευγελή - Δοϊράνη και φίλησε πολλές ποδιές για να σπουδάσει την κόρη του, να γίνει δασκάλα. Και να τη χάσει τώρα; Οχι.
Εκείνη όμως επέμενε. Ανοιξαν τα φράγματα του χτυπημένου πατριωτισμού της και ξεχείλισαν χείμαρροι τα επιχειρήματά της.
- Το Ιλιν-Ντεν προστάζει. Η ψυχή των πεθαμένων μας. Το μέλλον μας. Το καλό της ανθρωπότητας...
Την άλλη μέρα ανάβραδα, η γριά Τσόνω, καταπίνοντας τους λυγμούς της, ντορβάδιαζε σιγά σιγά τις αλλαξιές της κόρης της. Η Μιλένα στ' άλλο δωμάτιο διάλεγε μερικά βιβλία. Ο πατέρας έλειπε. Σε λίγο ήρθε.
- Πάρε τη λαγοπροβιά που 'ναι στο κελάρι κι άμε στην κρεμάθρα, βάλε ψωμί για το κορίτσι, είπε η γριά Τσόνω με τρεμάμενη φωνή και πήγε να φέρει απ' το πανέρι βελόνα και κλωστή για την αναχωρήτρα.
Εκείνος, απόκαρδος και θλιβερός, τράβηξε σέρνοντας τα βήματά του, να κάνει το στερνό θέλημα της κόρης του.
Και σαν απόσκιωσεν σ' όλη τη γης κι ήλθεν της νύχτας το βασίλειο, όλα ήταν έτοιμα... Ενας φλογερός ασπασμός ανταλλάχτηκε ανάμεσα μάνας και κόρης, πατέρα και παιδιού κι έπειτα η Μιλένα βρέθηκε πισωκάπουλα καβάλα στον Ψαρή, που καβαλούσε ο Μίτο. Μ' ένα γερό τίναγμα στα χαλινά, τα παιδιά χάθηκαν μες στο σκοτάδι.
Η γριά Τσόνω γυρίζοντας βιαστικά άναψε το καντήλι της και προσευχήθηκε.
- Γκόσποτε, Γκόσποτε. Μέλι και γάλα κάνε το δρόμο τους κι ανθόσπαρτο το ριζικό τους. Λυπήσου με τη ζάβαλη...
Πέρασαν μήνες και χρόνια κι η γριά Τσόνω δεν είχε νέα από την κόρη της.
Βασανιζόταν να μάθει κάτι, μα δεν μπορούσε.
Κι όμως αυτή ήξερε πως πολύ κοντά, εκεί κάπου τριγύρω, ήταν οι παρτιζάνοι του καπετάν Μπουκμάνοβιτς.
Μια μέρα, όμως, όπως καθόταν η γριά Τσόνω στο τζάκι, είδε να μπαίνει ένας γέρος χωρικός, δειλά δειλά.
- Ντόμπρο βέτσερ, είπε. Εδώ είναι το σπίτι του κυρ Βλάντο Μιλάνοβιτς;
- Ναι. Κι από πού έρχεσαι του λόγου σου;
Ο γέρος δεν απάντησε, μόνο έριξε μια ματιά γύρω του, όλο προφύλαξη.
- Κόπιασε, γέρο, και φιλόξενο είναι το φτωχικό μας, είπε η γριά Τσόνω.
Ο γέρος προχώρησε, έβαλε το ραβδί του πίσω στην πόρτα, τίναξε λίγο τους ώμους του απ' το χιονόνερο και πλησίασε έπειτα στη φωτιά.
Αμίλητος έβγαλε τα χρωματιστά τουζλούκια που 'χε δεμένα ως το γόνατο.
- Δε βλέπω τον αφέντη του σπιτιού. Καλή του ώρα, που να 'ναι;
- Μάιδε ξέρω κι εγώ; Βράδιασεν ο Θεός τη μέρα του και κείνος τριγυρνάει, ο καψόγερος... απάντησεν η γριά Τσόνω, σκαλίζοντας τη φωτιά στο τζάκι ν' αναδέψει. Και συνέχισε:
- Και ποια ανάγκη σ' έφερεν ως εδώ. Αν είναι για καλό, μην το αργείς κι αν πάλι είναι για κακό, πες το, ζεμάτισέ με...
Ο ξένος είδε κι απόειδε, μην το πει αμέσως, μα δεν τον βόλευεν η ώρα.
Κι άρχισε.
- Ο αγώνας..., η πατρίδα..., ο φασισμός..., οι θυσίες..., το δέντρο της λευτεριάς...
Η γριά Τσόνω σαν κάτι άρχιζε να υποψιάζεται.
- ...Και τότε την έστειλε ο καπετάνιος στο ελληνικό το μέρος, να ειδοποιήσει εκεί τους χωρικούς, να στείλουνε ανθρώπους από τα χωριά, να πάρουνε τα βόδια και τ' άλογά τους. Τα έχουν φέρει εδώ στο μέρος μας οι Γερμανοί με το φευγιό τους και τ' απόλυκαν έπειτα αδέσποτα. Κι έπρεπε να τα πάρουν οι Γραικοί χωρικοί, να καλλιεργήσουν. Στο δρόμο όμως πέρ' απ' τα σύνορα, στο ελληνικό το έδαφος, την έπιασαν οι Γραικοί προσκυνημένοι, και την...
- Λέγε, ξένε, λέγε. Μην το κρατάς μυστικό. Λέγε...
Ο ξένος έβγαλε απ' την τσέπη του τη δαχτυλήθρα, τη βελόνα με την κλωστή και τη φωτογραφία της Μιλένας και τα 'δωσε στη μάνα της, σιγομουρμουρίζοντας με κατεβασμένο το κεφάλι.
- Η Μιλένα δε ζει πια... Τη σκότωσαν οι φασίστες...
Η γριά Τσόνω ξέσπασε σ' ένα βοερό μοιρολόγι. Ο ξένος ανησύχησε μη κι οι φωνές του κάνουνε κακό κι ανασηκώθηκε να φύγει.
Χαιρέτησε θερμά τη μάνα της ηρωίδας. Και βιαστικά ξεπόρτισε.
Σαν έφτασε στη ρεματιά κοντοστάθηκε ν' αφουγκραστεί.
Βάι Γκόσποτε. Γκόσποτε. Μπόζε, μπόζε, μάλε... Στο κινά πράβουμ σαγάα... τι να κάνω τώρα... πουλάκι μου ακανάκευτο..., κρύο νερό αναβρυτόνερο... περδίκι μου τρατάρικο... νεράιδα μου...
Αντιλαλούσε πίσω η φωνή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου