«ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ»
Πώς ο Πολιτισμός θα «κόβει» χρήμα...
«Οδηγός» παραγωγής πολιτιστικής πολιτικής από και για το κεφάλαιο από την ΕΕ
«Σταθμοί» αυτής της διαδικασίας είναι το πρόγραμμα «Δημιουργική Ευρώπη» που ανακοινώθηκε τον Δεκέμβρη του 2011 και ουσιαστικά αποτελεί την «πολιτιστική εκδοχή» της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» που εξαφανίζει κάθε λαϊκό δικαίωμα και κατάκτηση, καθώς και η «στρατηγική για την προώθηση της ανάπτυξης και της απασχόλησης σε πολιτιστικούς και δημιουργικούς τομείς», που ανακοίνωσε στις 26 Σεπτέμβρη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η οποία αποτελεί ουσιαστικά ένα «εργαλείο» εφαρμογής του αντεργατικού «Συμφώνου για την ανάπτυξη και την απασχόληση», που υιοθετήθηκε τον περασμένο Ιούλη από τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, στον πολιτιστικό τομέα.
Για να επιτευχθούν τα παραπάνω, πρέπει αφενός ο πολιτισμός να γίνει αναπόσπαστο μέρος όλων των αντιδραστικών σχεδιασμών, αφετέρου, να έχει ακόμη και άμεσο λόγο στην πολιτιστική πολιτική η «αγορά». Αυτή είναι η ουσία του όρου «πολιτιστική διακυβέρνηση» που προσδιόρισε το Συμβούλιο της ΕΕ στις 9 Νοέμβρη και εγκρίθηκε στο πρόσφατο συμβούλιο υπουργών Πολιτισμού της ΕΕ στις 26 και 27 του ίδιου μήνα.
Το σκεπτικό της «πολιτιστικής διακυβέρνησης» πηγάζει από το γνωστό άρθρο 167 της Συνθήκης του Μάαστριχτ, με το οποίο τέθηκαν οι βάσεις για την πλήρη εμπορευματοποίηση του Πολιτισμού. Στο σκεπτικό του Συμβουλίου της Ευρώπης «αναγνωρίζονται» οι στόχοι αυτού του άρθρου, καθώς και ότι ο Πολιτισμός «ενέχει μεγάλη αξία για την κοινωνία και συμβάλλει στην επίτευξη έξυπνης, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης κατά τα οριζόμενα στη στρατηγική "Ευρώπη 2020" και στις εμβληματικές της πρωτοβουλίες».
«Αναγνωρίζει, επίσης, ότι «η πολιτιστική πολιτική έχει οριζόντιο χαρακτήρα και ότι συνεπώς απαιτείται οριζόντια συνεργασία μεταξύ τομέων και μεταξύ των διαφόρων επιπέδων διακυβέρνησης». Για την ΕΕ, η «πολιτιστική διακυβέρνηση» θα πρέπει να «εκληφθεί ως μέθοδος για τη βελτίωση των πολιτιστικών πολιτικών, καθώς και ως εργαλείο εμβάθυνσης της ενσωμάτωσης του πολιτισμού στη δημόσια πολιτική μέσω συντονισμού των πολιτιστικών πολιτικών με άλλες τομεακές πολιτικές».
Διότι η ΕΕ «κρίνει» ότι «η προώθηση στοιχειοθετημένων πολιτικών και η ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ του πολιτισμού, της οικονομίας, της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας είναι ύψιστης σημασίας για τα κράτη - μέλη, κυρίως σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, οπότε οι πολιτιστικές πολιτικές χρειάζεται να είναι ακόμη ουσιαστικότερες, αποτελεσματικότερες και βιωσιμότερες». Πιο απλά, ο πολιτισμός πρέπει να βοηθήσει «ουσιαστικότερα» στο «ξελάσπωμα» του καπιταλισμού από την κρίση.
Στο παραπάνω πλαίσιο, η ΕΕ «καλεί» τα κράτη - μέλη:
«- Να στηρίξουν μια στοιχειοθετημένη προσέγγιση για τη χάραξη πολιτιστικών πολιτικών σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, χρησιμοποιώντας, κατά περίπτωση, μηχανισμούς εκτίμησης και αξιολόγησης επιπτώσεων, στους οποίους θα λαμβάνονται υπόψη τόσο ποσοτικοί όσο και ποιοτικοί δείκτες.
- Να προωθήσουν πτυχές που άπτονται της πολιτιστικής πολιτικής σε άλλους τομείς πολιτικής.
- Να προωθήσουν τη συνεργασία και τη δικτύωση μεταξύ πολιτιστικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ερευνητικών κέντρων και επιχειρήσεων του πολιτιστικού και του δημιουργικού κλάδου, με σκοπό τη συλλογή και επεξεργασία των αποτελεσμάτων της έρευνας, και τη διάδοσή τους μεταξύ των υπευθύνων χάραξης πολιτικών.
- Να μεριμνήσουν προκειμένου τα ερευνητικά αυτά αποτελέσματα να λαμβάνονται υπ' όψη, εφ' όσον είναι ορθό και σκόπιμο, από τα κυβερνητικά τμήματα και τους σχετικούς φορείς της δημόσιας διοίκησης, κατά το σχεδιασμό της έρευνας και τη χάραξη των τομεακών πολιτικών τους, κάνοντας ταυτόχρονα βέλτιστη χρήση των υφισταμένων υποδομών».
Πιο απλά, οι πολιτιστικοί και εκπαιδευτικοί φορείς πρέπει να «συνεργαστούν» με την «πολιτιστική βιομηχανία», με το κεφάλαιο δηλαδή που κερδίζει από τον Πολιτισμό και όλοι μαζί με τις κυβερνήσεις, στη χάραξη πολιτικής.
Για «βιώσιμες επενδύσεις»...
Ιδιαίτερη σημασία δίνει η ΕΕ στην ερευνητική υποστήριξη της πολιτικής της στον Πολιτισμό, αφού το κεφάλαιο χρειάζεται να έχει πλήρη και τεκμηριωμένη εικόνα της πολιτιστικής «αγοράς», για να μπορεί να είναι αποτελεσματικότερη η εκμετάλλευση των «ευκαιριών» του τομέα. Γι' αυτό, θέλει τα κράτη - μέλη να προωθήσουν «τη συνεχή εκπόνηση συγκρίσιμων στατιστικών για τον πολιτιστικό κλάδο από τη Eurostat, σε συνεργασία με τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες και με τα υπουργεία Πολιτισμού ή με άλλους φορείς αρμόδιους για τις στατιστικές στον πολιτιστικό κλάδο», την «ανταλλαγή εμπειριών» και να «προχωρήσουν στην έναρξη εργασιών, με συμμετοχή της Εurostat, με αντικείμενο τους "συμπληρωματικούς" λογαριασμούς για τον πολιτισμό που θα βοηθήσουν στην αξιολόγηση της συμβολής του πολιτισμού στην οικονομία, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην απασχόληση στον κλάδο του πολιτισμού».
Στην «πολιτιστική διακυβέρνηση» πρέπει να εμπλακεί όλη η δομή του αστικού κράτους. Ετσι η ΕΕ «κρίνει» ότι «όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης - με τις τοπικές και τις περιφερειακές αρχές να κατέχουν εξέχοντα ρόλο - πρέπει να συμπράξουν, προκειμένου να αξιοποιηθεί πλήρως το οικονομικό και κοινωνικό δυναμικό του πολιτιστικού και του δημιουργικού τομέα (...)
ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΕΙ τη σπουδαιότητα της ενσωμάτωσης του Πολιτισμού σε άλλους τομείς δημόσιας πολιτικής και σε διαδικασίες λήψης αποφάσεων σε ευρωπαϊκό, εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, λαμβανομένου υπόψη του οριζόντιου χαρακτήρα του.
ΥΠΟΓΡΑΜΜΙΖΕΙ ότι είναι σημαντικό να ενισχυθεί η συμμετοχή των ενδιαφερόμενων συντελεστών της κοινωνίας των πολιτών, προκειμένου η πολιτιστική διακυβέρνηση να καταστεί πιο ανοιχτή, συμμετοχική, ουσιαστική και συγκροτημένη». Οπου, ως γνωστόν, με τον όρο «κοινωνία των πολιτών», η ΕΕ εννοεί το σύνολο των φορέων - «βιτρίνων» του κεφαλαίου («Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις» κ.λπ.).
Επίσης, πρέπει να ενισχυθεί η «διατομεακή και διυπουργική συνεργασία σε πολιτιστικά θέματα», να «ενθαρρυνθούν» οι τοπικές και περιφερειακές αρχές, «στα πλαίσια τοπικών και περιφερειακών αναπτυξιακών πολιτικών, να ενσωματώσουν τον πολιτιστικό και το δημιουργικό κλάδο στις στρατηγικές τους περί έξυπνης εξειδίκευσης και να θεσπίσουν, για το σκοπό αυτό, αποτελεσματικές συμπράξεις μεταξύ της κοινωνίας των πολιτών, του επιχειρηματικού τομέα και των δημόσιων αρχών», να «προωθήσουν συμπράξεις μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών φορέων, προκειμένου να καταστούν βιώσιμες οι επενδύσεις στον πολιτιστικό και το δημιουργικό τομέα, προωθώντας παράλληλα ένα καλύτερο μείγμα σκληρών (υποδομές) και μαλακών (ανθρώπινο κεφάλαιο) επενδύσεων», να «προωθήσουν μια συμμετοχική προσέγγιση για τη χάραξη πολιτιστικών πολιτικών, ενισχύοντας τις συμπράξεις μεταξύ των δημόσιων πολιτιστικών ιδρυμάτων και της κοινωνίας των πολιτών και προωθώντας τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών μέσω ενδεδειγμένου διαλόγου και διαβούλευσης».
Ο κυνισμός του πολιτικού προσωπικού του κεφαλαίου είναι εμφανέστατος στη ρητορική του και αναδεικνύει ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο πρόκειται να διαχειριστούν... τις «μαλακές» και «σκληρές» επενδύσεις: Με το κριτήριο της «βιωσιμότητας», δηλαδή της απρόσκοπτης κερδοφορίας των ιδιωτών. Πίσω από αυτήν την ψυχρή, απάνθρωπη ουσιαστικά, ρητορική, κρύβεται η κόλαση που περιμένει τους δημιουργούς και τους εργαζόμενους στην πολιτιστική κληρονομιά από τη «σύμπραξη» των κρατικών και ιδιωτικών φορέων στον Πολιτισμό και την ενεργητικότερη έως και άμεση εμπλοκή του κεφαλαίου στη χάραξη πολιτιστικής πολιτικής, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της «πολιτιστικής διακυβέρνησης». Απέναντι σε αυτήν την κόλαση, οι εργαζόμενοι και οι δημιουργοί πρέπει να αντιπαρατάξουν την άρνησή τους και την αντεπίθεσή τους, μαζί με το λαϊκό κίνημα.
Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου