25 Ιουν 2013

ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ: ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ ΜΕ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΤΥΛΙΓΜΑ

ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ: ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ ΜΕ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΤΥΛΙΓΜΑ 

ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ βρίσκεται στη διαδικασία μετεξέλιξής του από συνεργασία κομμάτων και οργανώσεων σε ενιαίο κόμμα. Ηδη πραγματοποίησε γι’ αυτό το σκοπό την Πανελλαδική του Συνδιάσκεψη στις 30 Νοέμβρη - 2 Δεκέμβρη 2012, ενώ το Συνέδριό του είναι προγραμματισμένο για τις αρχές του 2013. Βασικά ντοκουμέντα της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης αποτέλεσαν η Διακήρυξη και η Πολιτική Απόφαση. 

Στο παρόν κείμενο θα ασχοληθούμε κριτικά κυρίως με αυτά τα κείμενα του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ συσχετίζοντάς τα με ορισμένες πρόσφατες τοποθετήσεις στελεχών του, καθώς και με την πολιτική του πρακτική. 



Τόσο το κείμενο της Διακήρυξης του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ όσο και αυτό της Πολιτικής Απόφασης που εγκρίθηκαν στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη έχουν ταυτόχρονα χαρακτηριστικά του οπορτουνισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, της πρόθεσης εμφύτευσης μικροαστικών αντιλήψεων στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα, αλλά και της πρόθεσης να εδραιωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ ως ο νέος φορέας της σοσιαλδημοκρατίας, βασικό κόμμα της αστικής διακυβέρνησης. 

Και από τα δύο κείμενα είναι φανερή η προσπάθεια να απευθυνθεί σε δυνάμεις που διατηρούν ζωντανό το όραμα του σοσιαλισμού, σε δυνάμεις φιλικά προσκείμενες στο Κόμμα μας. Γι’ αυτό «κλέβει» φράσεις, ορισμένες αναφορές που υπάρχουν σε θέσεις του ΚΚΕ, έτσι ώστε να δημιουργείται η αντίληψη ότι υπάρχουν κοινές προσεγγίσεις. Αποσυνδέουν όμως αυτές τις αναφορές από το βασικό καθήκον που θέτει το ΚΚΕ, δηλαδή τη σύγκρουση με την καπιταλιστική ιδιοκτησία, τα μονοπώλια, την εξουσία τους. Σε φραστικό επίπεδο υπάρχουν διατυπώσεις πιο προωθημένες σε σχέση με την προεκλογική του Διακήρυξη, ενώ αντίθετα στις ομιλίες και στα άρθρα του Προέδρου του και των κορυφαίων στελεχών του είναι εμφανής η προσαρμογή. Χαρακτηριστική είναι η ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στο Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, στην οποία αναφέρθηκε σε «moratorium στην εξυπηρέτηση του χρέους» και όχι σε διαγραφή μέρους του χρέους. 

Τα κείμενα αυτά της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης είναι προϊόν συμβιβασμού μεταξύ συνιστωσών του και αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στις διατυπώσεις για την ΕΕ και την Ευρωζώνη, που είναι αμφίσημες. 

Πυρήνας της Διακήρυξης και της Πολιτικής Απόφασης είναι η αιτιολόγηση της αναγκαιότητας «κυβέρνησης της Αριστεράς», δηλαδή μιας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ ή με πυρήνα το ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ που θα εφαρμόσει άλλο μίγμα διαχείρισης. 

Τα κείμενα επιχειρούν να συγκαλύψουν τον αστικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ, κυρίως επιδιώκουν να αιτιολογήσουν την πολιτική κυβερνητική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ ως εναλλακτική για την έξοδο από τις καταστροφικές συνέπειες της κρίσης που -σύμφωνα με το ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ- οφείλεται βασικά στα εγχώρια τραπεζικά συμφέροντα που είναι συγκροτημένα υπό τη γερμανική φιλελεύθερη γραμμή. Αυτή η «εναλλακτική πολιτική διεξόδου από την κρίση» προβάλλεται ως αναγκαία στο έδαφος του καπιταλισμού, στο όνομα του αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων που δεν επιτρέπει το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Με αυτό το αιτιολογικό ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ συγκαλύπτει τη δική του ευθύνη για το σημερινό αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων. Επιχειρεί να συγκαλύψει-συσκοτίσει τις στρατηγικές διαφορές με το Κόμμα, να φαίνονται ως διαφορές στην τρέχουσα πολιτική, χωρίς να κάνει ανοιχτή αντι-ΚΚΕ αναφορά. Αντίθετα, με αναφορά στο ΕΑΜ και προσεγμένη κριτική στην προσκόλληση ΕΑΜογενών δυνάμεων στο ΠΑΣΟΚ κατά τη δεκαετία του 1980, επιχειρεί να φανεί ως συνέχεια του ΕΑΜικού κινήματος, να δικαιολογήσει την αναγκαιότητα υπέρβασης του «κατακερματισμού της Αριστεράς» μέσω της «Αριστερής κυβέρνησης». Ετσι αναφέρει το «σοσιαλισμό» ως στρατηγικό στόχο, κάνει πιο καμουφλαρισμένη πολεμική στη σοσιαλιστική οικοδόμηση του 20ού αιώνα, αναφέρεται στη σχέση πάλης για άμεσα ζητήματα με το στρατηγικό στόχο, προβάλλει διαχωριστική γραμμή με τη σοσιαλδημοκρατία σε διακηρυκτικό επίπεδο, π.χ. «όχι εξανθρωπισμός του καπιταλισμού», ενώ διατηρεί και τα γνωστά συνθήματα «ο άνθρωπος πάνω από τα κέρδη», «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός». Ολες του οι προσαρμογές, π.χ. για το ΝΑΤΟ, είναι το «αριστερό» και «σοσιαλιστικό» περιτύλιγμα προκειμένου να γίνει πειστική η πρότασή του για κυβέρνηση της Αριστεράς χωρίς ρήξη με τα μονοπώλια, την εξουσία τους, προκειμένου να πιάσουν οι «αντικαπιταλιστικές» κορώνες και ψευδαισθήσεις σε τμήματα της νεολαίας με εργατική προέλευση αλλά και σε τμήματα μισθωτών χωρίς πολιτική και κοινωνική πείρα από την ταξική πάλη. 

Τέτοιες προσαρμογές είναι συνηθισμένες στην ιστορία και δεν πρέπει να ξαφνιάζουν. Ηταν βασικό χαρακτηριστικό του οπορτουνισμού και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων παλιότερα. Καταρχήν υπάρχει η πείρα του ΠΑΣΟΚ, με διακηρύξεις πολύ πιο ριζοσπαστικές από αυτές του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ. Υπάρχουν επίσης πολλά ιστορικά παραδείγματα από την παλιά σοσιαλδημοκρατία που κόμματά της ενώ είχαν εξελιχθεί σε αστικά, διατηρούσαν στα προγράμματά τους διακηρύξεις περί σοσιαλισμού. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Σοσιαλιστικού Κόμματος Γαλλίας που διατηρούσε στη Διακήρυξη Αρχών του ριζοσπαστικές διατυπώσεις μέχρι το Μάη του 2008, όταν πραγματοποιήθηκε η δεύτερη αλλαγή της Διακήρυξης από το 1990 (η 5η από την ίδρυση του). Τότε αφαιρέθηκε κάθε αναφορά στην επανάσταση και στην ταξική πάλη. 


ΒΑΣΙΚΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗΣ
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ

Η Διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ υποστηρίζει ότι η στρατηγική του είναι «ο σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία». Υποστηρίζει ότι καταθέτει ένα σχέδιο που από τη μια απαντά στο επείγον της εξόδου από την καταστροφή και της ανασυγκρότησης της κοινωνίας και από την άλλη αναδείχνει την πολιτική επικαιρότητα του σοσιαλισμού. 

Η Διακήρυξη προσδιορίζει ως εξής το «σκοπό» του σοσιαλισμού: «Για μας ο σοσιαλισμός αποσκοπεί τελικά στην κατάργηση των μεγάλων διακρίσεων ανάμεσα σε χειρωνακτική και διανοητική εργασία, σε διεύθυνση και εκτέλεση, σε πόλη και ύπαιθρο, στον κοινωνικό ρόλο των αντρών και των γυναικών. Αποσκοπεί τελικά στην απάλειψη των σχέσεων εκμετάλλευσης, στην κατάργηση των κοινωνικών τάξεων και των πατριαρχικών σχέσεων και στην αρμονική συμβίωση κοινωνίας και φύσης. Αντιμετωπίζει την τεχνολογία και τις καινοτομίες εκεί λελογισμένα, έχοντας στόχο την εξυπηρέτηση των κοινωνικών αναγκών και όχι τη διεύρυνση των ανισοτήτων και την εμπέδωση των τεχνικών κυριαρχίας των λίγων πάνω στους πολλούς»1.

Ως προς το διαχωρισμό από την κλασική σοσιαλδημοκρατική αντίληψη, η Διακήρυξη σημειώνει: «Για μας ο σοσιαλισμός δεν είναι ο εξωραϊσμός του καπιταλισμού ούτε η δήθεν “φιλολαϊκή” διαχείρισή του. Ο καπιταλισμός συνιστά σύστημα εκμετάλλευσης που στηρίζεται στην κοινωνική παραγωγή με στόχο και κίνητρο το ιδιωτικό κέρδος, σύστημα που εμείς αντιμαχόμαστε. Για μας ο σοσιαλισμός είναι μορφή οργάνωσης της κοινωνίας που βασίζεται στην κοινωνική -και όχι κρατική- ιδιοκτησία και διαχείριση των παραγωγικών μέσων ενώ απαιτεί τη δημοκρατία σε όλα τα κύτταρα και όλους τους αρμούς της δημόσιας ζωής, προκειμένου οι εργαζόμενοι να είναι σε θέση να σχεδιάζουν, να διευθύνουν, να ελέγχουν και να προστατεύουν, με τα εκλεγμένα όργανά τους, την παραγωγή κατευθύνοντάς την στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών»2.

Είναι σαφής η αντιγραφή ορισμένων διατυπώσεων του ΚΚΕ με στόχο να δημιουργηθούν συνειρμοί περί ταύτισης θέσεων από την άποψη του περιεχόμενου του σοσιαλισμού. Στα παραπάνω αποσπάσματα δεν υπάρχει σαφής, ρητή αναφορά στο κύριο ζήτημα που είναι η κατάργηση της καπιταλιστικής σχέσης ιδιοκτησίας. Επίσης αποκρύπτουν ότι η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής πραγματοποιείται μέσω του εργατικού κράτους, της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ετσι λοιπόν θα καταργηθούν η εκμετάλλευση, οι τάξεις, ανισότητες που υφίστανται και στο σοσιαλισμό ως μακρόχρονη κληρονομιά των εκμεταλλευτικών συστημάτων, χωρίς όμως την προϋπόθεση της κατάργησης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. 

Ο διαχωρισμός μεταξύ κοινωνικής και κρατικής ιδιοκτησίας θα είχε νόημα εάν συνοδευόταν από μια ρητή τοποθέτηση κατά της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, τόσο ιδιωτικής όσο και κρατικής μορφής. 

Είναι επίσης σαφές ότι στην έννοια της «κοινωνικής ιδιοκτησίας» ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ περιλαμβάνει και μορφές της λεγόμενης κοινωνικής οικονομίας, δηλαδή δραστηριότητες ΜΚΟ, συνεταιρισμών κ.ά. που προβάλλονται ως «σοσιαλιστικές νησίδες» μέσα στον καπιταλισμό. 

Οι αναφορές του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ στο σοσιαλισμό γίνονται σκόπιμα με στόχο να απευθυνθούν σε λαϊκά στρώματα που προσεγγίζουν την πολιτική του ΚΚΕ. 

Χωρίς να κάνει άμεση κριτική στην πολιτική του ΚΚΕ επιδιώκει να πείσει ότι η γραμμή του βάζει εμπόδια στην προσέγγιση του υποτιθέμενου κοινού στόχου, ενώ αντίθετα η γραμμή της κυβέρνησης της Αριστεράς εμφανίζεται ως ρεαλιστική γραμμή με βάση το σημερινό συσχετισμό δυνάμεων που διευκολύνει τη συγκέντρωση δυνάμεων για το σοσιαλισμό.

Ομως η πραγματική διευκρίνιση των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ γίνεται στις τοποθετήσεις στελεχών του, όπως των Γ. Δραγασάκη και Γ. Σταθάκη που διατυμπανίζουν με κάθε τρόπο ότι «δεν είμαστε κρατιστές», «δεν υποστηρίζουμε την επιστροφή στο παρελθόν», υπονοώντας τις «κρατικές σπατάλες» της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Αλλωστε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ Αλ. Τσίπρας, στην ομιλία του στο 23ο Συνέδριο Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, τάχθηκε υπέρ της «πλουραλιστικής οικονομίας» που σημαίνει καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, με την ιδιωτική και με την κρατική μορφή της. 

Μπροστά στους εκπροσώπους της συνεργασίας ελληνικών και αμερικανικών κεφαλαίων τα κηρύγματα περί «σοσιαλισμού» εξαφανίστηκαν, αποδεικνύοντας ότι πρόκειται για γενικόλογες διακηρύξεις χωρίς αντίκρισμα. Αντιθέτως διαβεβαίωσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ δεν είναι ενάντια στην ιδιωτική πρωτοβουλία, στην επιχειρηματικότητα γενικά, αλλά είναι ενάντια στα φαινόμενα διαφθοράς - διαπλοκής. Ο Α. Τσίπρας δήλωσε ανοιχτά: «Είμαστε υπέρ των παραγωγικών ιδιωτικών επενδύσεων». Δήλωσε επίσης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ επιδιώκει τη διαμόρφωση μιας «πλουραλιστικής οικονομίας», όπου «ο δημόσιος και ιδιωτικός τομέας θα λειτουργούν συμπληρωματικά».3

Σχετικά με τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα η Διακήρυξη αναφέρει: «Αλλά ταυτόχρονα, ο σοσιαλισμός δεν είναι για μας η αντιγραφή μοντέλων που επεδίωξαν να στηριχθούν σε τέτοιες ιδέες, αλλά τις παρερμήνευσαν, τις διαστρέβλωσαν και τελικά, για πολλούς και σύνθετους λόγους, αυτοκαταστράφηκαν. Οφείλουμε, επί ποινή επανάληψης των ίδιων λαθών, να μάθουμε όσα περισσότερα και όσο πληρέστερα μπορούμε από αυτό το μεγάλο τόλμημα και από αυτήν τη μεγάλη ιστορική εμπειρία, με τα καινοτόμα επιτεύγματα και τις καταλυτικές, τελικά, αποτυχίες»4.

Παρ’ όλες τις προσεκτικές διατυπώσεις, ο προσδιορισμός του «σοσιαλισμού με ελευθερία και δημοκρατία» γίνεται με σαφή σκοπό να διαχωριστεί από το -κατά το ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ- «ανελεύθερο» και «αντιδημοκρατικό σοσιαλισμό» στην ΕΣΣΔ και στα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στον 20ό αιώνα, σηματοδοτώντας την άρνηση της δικτατορίας του προλεταριάτου, την άρνηση δηλαδή της κατάργησης της ελευθερίας για εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο μέσω της ατομικής ιδιοκτησίας σε μέσα παραγωγής και χρησιμοποίησης ξένης μισθωτής εργασίας. 

Με εκλεκτισμό αντιμετωπίζει και το χαρακτήρα της εξουσίας στο σοσιαλισμό, κάνοντας ένα συγκερασμό θέσεων της έμμεσης αντιπροσωπευτικής με την άμεση δημοκρατία, μέσα από μια αταξική προσέγγιση του ζητήματος της δημοκρατίας, χωρίς να προσδιορίζει τον ταξικό χαρακτήρα της σοσιαλιστικής εξουσίας. Ετσι η (αστική) δημοκρατία αναγορεύεται σε «παραγωγική δύναμη».

Σχετικά με τη δημοκρατία στο σοσιαλισμό αναφέρει: «Ο σοσιαλισμός είναι άρρηκτα δεμένος με τη δημοκρατία. Δημοκρατία τυπική αλλά κυρίως ουσιαστική, δημοκρατία έμμεση, μέσω αντιπροσώπευσης, αλλά και δημοκρατία άμεση, με την ενεργό συμμετοχή όλων. Η δημοκρατία συνιστά παραγωγική δύναμη, όπου η συλλογικότητα αναδεικνύει έμπρακτα την υπεροχή της έναντι της ατομικότητας και η αλληλεγγύη τη δύναμή της έναντι του ανταγωνισμού. Οι πάσης φύσεως εκλογές είναι απολύτως αναγκαίες, αλλά οι εκλεγμένοι -και οι διάφοροι ειδικοί που αυτοί επιστρατεύουν- δεν πρέπει να παραμένουν ανεξέλεγκτοι μέχρι τις επόμενες εκλογές. Πλήθος θεμάτων είναι αρμοδιότητα και οφείλουν να αφεθούν στην ευθύνη των άμεσα ενδιαφερομένων υπό καθεστώς άμεσης και ενεργού δημοκρατίας ενώ θεσμοί της άμεσης δημοκρατίας μπορούν και πρέπει να ασκούν κοινωνικό έλεγχο στους εκάστοτε εκλεγμένους εκπροσώπους, διευρύνοντας διαρκώς τους χώρους παρέμβασης και τα πεδία ευθύνης τους»5.

Οσον αφορά τη «μετάβαση» στο σοσιαλισμό, το πώς θα γίνει το «πέρασμα», επίσης επιδιώκει να διαχωριστεί από την κλασική ρεφορμιστική αλλά και από την επαναστατική γραμμή: «Για μας ο σοσιαλισμός δεν είναι καθεστώς που μπορεί να καθιερωθεί μέσω μιας εξελικτικής διαδικασίας σταδιακών αλλαγών του καπιταλισμού αλλά ούτε καθεστώς που εγκαθιδρύεται μια και έξω κάποια μοναδική στιγμή. Ο σοσιαλισμός είναι στόχος αλλά και δρόμος συνεχούς αγώνα, με περιόδους έντασης και περιόδους ύφεσης, με ρήξεις, άλματα και μεγάλες τομές»6.

Η τοποθέτηση της Διακήρυξης για το σοσιαλισμό θυμίζει τις διακηρύξεις του «τρίτου δρόμου»7. Είναι σκόπιμη η γενική και αόριστη αναφορά στο σοσιαλισμό και σε ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του. Η γενική επίκληση του σοσιαλισμού ως απροσδιόριστου μακρινού στόχου εξυπηρετεί τον αποπροσανατολισμό και τη χειραγώγηση εργατικών και λαϊκών μαζών, ιδιαίτερα σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, που γίνονται πιο φανερές οι αντιφάσεις του καπιταλισμού. Η επίκληση αυτή δε συνοδεύεται από πολιτική συγκέντρωσης και ωρίμανσης δυνάμεων σε κατεύθυνση σύγκρουσης με την αστική εξουσία, αλλά αντίθετα συνδέεται με μια πολιτική διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. 

Τέτοιες προσαρμογές δεν αφορούν μόνο δυνάμεις σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές, αλλά ακόμα και ακραίες εθνικιστικές και αντιδραστικές δυνάμεις. Ετσι, ακόμα και ο εθνικοσοσιαλισμός εμφανίζεται ως φιλολαϊκή πολιτική, επικαλούμενος την κοινωνική πρόνοια, τις κρατικές παρεμβάσεις για την υποστήριξη της εγχώριας παραγωγής, την προστασία της εγχώριας αγοράς και του εργατικού δυναμικού έναντι των ξένων, με αποτέλεσμα να εγκλωβίζει εργατικές λαϊκές μάζες σε αντιδραστική κατεύθυνση, σε ενεργό δράση για στήριξη της αστικής εξουσίας και των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. 


ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΕΞΟΔΟ

Σχετικά με το χαρακτήρα της κρίσης σημειώνεται το εξής: «Η κρίση που ζούμε, που ξεκίνησε ως κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και μετατράπηκε σε κρίση δημόσιου χρέους οδηγώντας στα προγράμματα λιτότητας, τείνει να προσλάβει οικουμενικές διαστάσεις, θίγοντας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κάθε χώρα και αγγίζοντας κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Τόσο η κρίση των τραπεζών όσο και η κρίση των κρατών είναι εκφράσεις της δομικής κρίσης του καπιταλισμού, όπως αυτή ξέσπασε μετά από τρεις δεκαετίες συσσώρευσης κερδών, μέσα από την τεράστια αναδιανομή πλούτου και εξουσιών υπέρ του κεφαλαίου που οργάνωσε ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός σε παγκόσμια κλίμακα»8.

Το προηγούμενο απόσπασμα έχει τα πάντα: κρίση υπερσυσσώρευσης, κρίση χρέους, κρίση χρηματοπιστωτική, κρίση νεοφιλελευθερισμού κλπ. Υπερέχει όμως η θέση του για «κρίση του νεοφιλελευθερισμού», με βάση την οποία προσδιορίζονται και τα καθήκοντα διεξόδου απ’ αυτή. Ετσι ουσιαστικά αποδίδει νομοτέλειες της καπιταλιστικής οικονομίας σε χαρακτηριστικά ενός τύπου της αστικής διαχείρισης, μέσω του οποίου θεωρεί ότι γίνεται αναδιανομή υπέρ του κεφαλαίου. Γι’ αυτό επικεντρώνεται στην κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Επιπλέον συνειδητά αποσιωπά τις προηγούμενες κρίσεις, καθώς και την κρίση 1971-1973 που ήρθε μετά από μια περίοδο γενικευμένης κεϋνσιανής διαχείρισης στη Δ. Ευρώπη, στην οποία πρωτοστάτησαν σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις. 

Ομως ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ δεν κρύβει το γεγονός ότι είναι αδύνατη η επιστροφή στην κεϋνσιανή διαχείριση, όπως αυτή εφαρμόστηκε μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, με γενικευμένη ανάληψη από το κράτος σημαντικού μέρους της αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, αλλά και της εργατικής δύναμης. Γι’ αυτό άλλωστε αναφέρει ότι η κρίση: «Βαθαίνει και διευρύνεται, μάλιστα, με τρόπους που φαίνεται να απαγορεύουν κάθε είδους επιστροφή στην πρότερη κατάσταση, όπου το κράτος διατηρούσε τη δυνατότητα να παρεμβαίνει ώστε κάπως να εξισορροπεί τις απαιτήσεις του κεφαλαίου με τα κοινωνικά αιτήματα και να αποκαθιστά ανεκτές μορφές συναίνεσης τουλάχιστον με τα μεσαία στρώματα, με τρόπους που καταστρέφουν τους αποκατεστημένους όρους πολιτικής εκπροσώπησης και τα ίδια τα συνταγματικά και εν γένει θεσμικά θεμέλια των κοινωνιών, με τρόπους που θίγουν ολόπλευρα κάθε έκφανση της κοινωνικής και προσωπικής ζωής και την ίδια την ηθική σφαίρα, με τρόπους, τελικά, που διαγράφουν κάθε ελπίδα ότι θα ανακτήσουμε αυτούσια εκείνα που χάσαμε»9.

Καταλήγει στο εξής πολιτικό συμπέρασμα: «Με αυτήν την έννοια, δεν μας επιτρέπεται να αναπολούμε κανένα παρελθόν, οφείλουμε να αποποιηθούμε κάθε νοσταλγία. Για να σταματήσει η κρίση και για να ξαναγεννηθεί η ελπίδα, η πορεία που ακολούθησε ο κόσμος μέχρις εδώ πρέπει να αλλάξει ριζικά κατεύθυνση στο σύνολό της»10.

 Ο Γ. Δραγασάκης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Στόχος μας δεν είναι να επιστρέψουμε στο παρελθόν ούτε να αναστήσουμε ένα μοντέλο που έχει καταρρεύσει»11. 

Αντιγράφοντας την εκτίμηση του ΚΚΕ ότι δεν υπάρχουν περιθώρια επιστροφής στο παρελθόν, δεν την αξιοποιεί για την ανάδειξη των ιστορικών ορίων του καπιταλισμού, της προσωρινότητας των όποιων παραχωρήσεων σε συνθήκες καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, της δυνατότητας χρησιμοποίησής τους ως εργαλείων για την ενσωμάτωση εργατικών-λαϊκών μαζών. Αντίθετα υιοθετεί αυτή την εκτίμηση για να αιτιολογήσει μια πολύ περιορισμένη «αναδιανομή του πλούτου», προσαρμοσμένη στην ελπίδα για αναχαίτιση νέων περικοπών σε μισθούς, συντάξεις, κοινωνικές υπηρεσίες. Ουσιαστικά πρόκειται για πολιτική δύναμη που φιλοδοξεί να διαχειριστεί την έξοδο από τον «πάτο της κρίσης». Ετσι π.χ. δεν υπόσχεται εκτεταμένες κρατικοποιήσεις από το αστικό κράτος, αλλά ενίσχυση του κρατικού πακέτου μετοχών στις ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις ή τις τράπεζες. 

Διαφωτιστική είναι η τοποθέτηση του Γ. Δραγασάκη: «Σε ό,τι αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις, εμείς λέμε: ό,τι έχει απομείνει στον δημόσιο έλεγχο να προστατευθεί και να αποτελέσει αναπτυξιακό εργαλείο για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Σε ορισμένες περιπτώσεις η δημόσια περιουσία θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως η δική μας συμμετοχή, για να επιδιώξουμε ευρύτερες αναπτυξιακές συμπράξεις με δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς του εξωτερικού. Παράλληλα η δημόσια περιουσία μπορεί να αξιοποιηθεί και για τον αναπτυξιακό δανεισμό της χώρας, αφού για αρκετά χρόνια δεν θα έχουμε πρόσβαση στις αγορές ομολόγων»12. Στην πραγματικότητα δε λέει κάτι διαφορετικό από τμήμα αστών πολιτικών και οικονομολόγων αλλά και καπιταλιστών που θεωρούν ότι η σημερινή κυβέρνηση δε διαπραγματεύεται δυναμικά τη δημόσια περιουσία ώστε να πετύχει καλύτερους όρους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Επίσης ο Γ. Δραγασάκης, αναφερόμενος στο τραπεζικό σύστημα, ξεκαθαρίζει ότι η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ δεν είναι να καταργηθούν οι ιδιωτικές τράπεζες, αλλά να υπόκεινται σε δημόσιο έλεγχο στο βαθμό που η ανακεφαλαιοποίηση προχωρεί με κρατική ενίσχυση. Σημειώνει δε ότι «όποιος θέλει να διατηρήσει υπό ιδιωτικό έλεγχο μια τράπεζα ή θέλει να ιδρύσει μια νέα τράπεζα θα πρέπει να βάλει το χέρι στην τσέπη»13.

Το ίδιο διαφωτιστική είναι και η τοποθέτηση του Αλ. Τσίπρα στο Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο: «Θα ιδρύσουμε δημόσια επενδυτική τράπεζα, η οποία θα αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στη συντονισμένη προσπάθεια του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα για αντιστροφή της ύφεσης»14.

Πρόκειται για πολιτική που δεν αμφισβητεί ούτε την αγορά ούτε την απελευθέρωση των αγορών, αλλά διεκδικεί μια «ρύθμιση» των διαδικασιών απελευθέρωσης, με ενίσχυση της κρατικής συμμετοχής και διοικητικής ελεγκτικής ευθύνης στις συμπράξεις κρατικού - ιδιωτικού κεφαλαίου στις μικτές επιχειρήσεις.

Ως πολιτική διακυβέρνησης πάνω στο καπιταλιστικό έδαφος επιδιώκει να αναφέρεται σε νέους όρους «κοινωνικής συναίνεσης», «ταξικής συνεργασίας», χωρίς να υπόσχεται επιστροφή στο παρελθόν ως προς το εργατικό και λαϊκό εισόδημα, τις εργατικές και κοινωνικές κατακτήσεις. Υπόσχεται φρένο στον κατήφορο των απωλειών, της «καταστροφής». Ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ διαμορφώνει ένα πολιτικό πλαίσιο διάσωσης του καπιταλισμού, ενώ παραμένουν οι αιτίες, οι νομοτέλειες των καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων. 

Στις προγραμματικές του κατευθύνσεις που προβάλλει ως πολιτική διεξόδου από την κρίση, ως πλαίσιο πολιτικής για την άμεση σωτηρία του λαού, διατυπώνονται ως βασικοί στόχοι αυτοί που πρόβαλλε το αστικό «αντιμνημονιακό» ρεύμα εδώ και περίπου 2 χρόνια: 

α) Ακύρωση μνημονίων και εφαρμοστικών νόμων.

β) Καταγγελία και επαναδιαπραγμάτευση των δανεικών συμβάσεων με σκοπό τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους.

γ) Αναδιανομή του πλούτου και αντιμετώπιση των ελλειμμάτων μέσω μιας φορολογικής μεταρρύθμισης, της μείωσης άσκοπων δαπανών για εξοπλισμούς, περιουσιολόγιο-κτηματολόγιο και πάταξης της φοροδιαφυγής κλπ.

δ) Παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας με στήριξη μικρών μεσαίων επιχειρήσεων, αυτοδιαχειριστικών σχημάτων, καινοτόμων επιχειρήσεων. Πόρους για την ενίσχυση της ανασυγκρότησης από τις αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, την πάταξη της παραοικονομίας και την αξιοποίηση του φυσικού και ορυκτού πλούτου. 

ε) Υπό δημόσιο έλεγχο το τραπεζικό σύστημα και ίδρυση κρατικών τραπεζών ειδικού σκοπού.

στ) Αναστολή των ιδιωτικοποιήσεων και του ξεπουλήματος του «δημόσιου πλούτου». Επαναφορά ορισμένων στρατηγικών επιχειρήσεων στον έλεγχο (όχι σε πλήρη ιδιοκτησία) του δημοσίου, χωρίς βεβαίως ψευδαισθήσεις ότι μπορούν να επιστρέψουν στην προηγούμενη κατάσταση.

ζ) Ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, στήριξη της δημόσιας παιδείας, υγείας πρόνοιας κλπ., χωρίς να αντιπαρατίθεται με τον ιδιωτικό τομέα. 

Οπως έχει αποδειχτεί και ιστορικά, κανένα μίγμα διαχείρισης με προτεραιότητα είτε στα περιοριστικά είτε στα επεκτατικά μέτρα δεν μπορεί να επιλύσει τις αντιφάσεις του καπιταλισμού και να καταργήσει τις κρίσεις. Το νέο μίγμα διαχείρισης θα είναι το ίδιο αντιλαϊκό, θα εξυπηρετήσει τις ανάγκες του κεφαλαίου, την ανταγωνιστικότητά του, θα υπηρετήσει την αντικειμενική τάση για μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης στο έδαφος του διεθνούς ανταγωνισμού. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε στους προγραμματικούς στόχους του ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ δε δεσμεύεται σε τίποτα, δεν μπορεί καν να υποσχεθεί την επαναφορά του εργατικού-λαϊκού εισοδήματος στα επίπεδα του 2008. Πολύ περισσότερο στέκεται μακριά από τις σύγχρονες εργατικές και λαϊκές ανάγκες. Αμφισβητεί στα λόγια την αναγκαιότητα του κεφαλαίου να προχωρήσει σε αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στις εργασιακές σχέσεις (μείωση μισθών, κατάργηση συλλογικών συμβάσεων, μεγαλύτερη ευελιξία στις απολύσεις, στις αυξομειώσεις του ωραρίου εργασίας κλπ.), υιοθετεί όμως την πηγή της: Δέχεται την ανάγκη ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων, κρύβοντας ότι ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός -ανεξάρτητα από την ισχύ του ενός ή του άλλου κράτους- τελικά συνθλίβει τους μισθωτούς. Δεν είναι τυχαίο ότι -σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ- κατά την περίοδο 1980-2010 υποχώρησε σημαντικά το διαθέσιμο εργατικό - λαϊκό εισόδημα στις μεγαλύτερες και ισχυρότερες καπιταλιστικές οικονομίες, όπως στις ΗΠΑ, τη Βρετανία, την Ιαπωνία, τη Γερμανία κλπ.

Τις όποιες αόριστες υποσχέσεις για άνοδο των μισθών ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ τις συνδέει με την καπιταλιστική ανάκαμψη, με τη λεγόμενη παραγωγική ανασυγκρότηση. Κρύβει ότι η ανάκαμψη θα γίνει -όποτε γίνει- αναιμική, διατηρώντας το νέο καθεστώς τσακίσματος των εργασιακών δικαιωμάτων, γιατί χρειάζεται αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, ότι δε θα αντιμετωπίσει τη διογκωμένη ανεργία, όπως έδειξε η ανάκαμψη στις ΗΠΑ και αλλού, ότι αντικειμενικά η ίδια η καπιταλιστική ανάπτυξη αργά ή γρήγορα οδηγεί σε νέα κρίση. 

Σχετικά με την πολιτική πρόταση διεξόδου από την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ είναι χαρακτηριστική η ομιλία του Αλ. Τσίπρα στο Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο. Απευθυνόμενος σε ένα κοινό διαφορετικό από αυτό της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης εξήγησε αναλυτικά πώς η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ, η οποία στους «κάτω» προβάλλεται ως φιλολαϊκή διέξοδος, εγγυάται τα συμφέροντα των «πάνω», δηλαδή των εφοπλιστών, των βιομηχάνων, τμήματος των τραπεζιτών των σημερινών ή μελλοντικών ξένων και Ελλήνων επενδυτών και δανειστών. Επιδιώκοντας να σπάσει τυχόν επιφυλάξεις και φόβους που υπάρχουν σε τμήματα της αστικής τάξης, πρόβαλε την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ ως εγγύηση της κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας, της καπιταλιστικής δραστηριότητας και κερδοφορίας. 

Ο Αλ. Τσίπρας διαγκωνίστηκε με τον Αντ. Σαμαρά για το ποια πολιτική ευθύνεται για την αποτροπή ιδιωτικών επενδύσεων στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας ότι «…επιτρέπουν σε ανεύθυνες πολιτικές ηγεσίες. Στην Ευρώπη, αλλά δυστυχώς και στην Ελλάδα. Και εννοώ πολιτικές δυνάμεις της σημερινής συγκυβέρνησης να κερδοσκοπούν πολιτικά με την επιστροφή στη δραχμή. Αποσταθεροποιώντας τη χώρα. Αποτρέποντας τις ιδιωτικές επενδύσεις. Και τορπιλίζοντας την προοπτική ανάκαμψης της οικονομίας»15.

Εξίσου χαρακτηριστική είναι και η αναφορά του στο κύριο άρθρο των «New York Times» την 1η Δεκέμβρη 2012 που θεωρούσε ότι «το μεγαλύτερο λάθος της συμφωνίας του Eurogroup, την εξάρτησή της από τη συνέχιση της δημοσιονομικής λιτότητας […] η μόνη ελπίδα για τη μακροπρόθεσμη φερεγγυότητα της Ελλάδας είναι η αλλαγή πολιτικής και επιθετικά μέτρα για την αναζωογόνηση της οικονομικής ανάπτυξης»16.

Η ούτως ή άλλως ομιχλώδης θέση του για φορολογική επιβάρυνση των πλουσιότερων και ελάφρυνση των φτωχότερων, μέσω της οποίας μάλιστα υπόσχεται αναδιανομή του πλούτου, γίνεται ακόμα πιο ασαφής, θυμίζοντας τις υποσχέσεις του ΠΑΣΟΚ: «Δίκαιο, απλό, διαφανές και αποτελεσματικό (σ.σ. φορολογικό σύστημα). Που θα διευρύνει τη φορολογική βάση. Με το ηλεκτρονικό περιουσιολόγιο. Και με την αύξηση των φορολογικών εσόδων των νομικών προσώπων στο ύψος του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Από την κατάργηση της νόμιμης φοροαποφυγής. Από τον περιορισμό της δυνατότητας απόκρυψης εισοδημάτων και κερδών. Δηλαδή, από την αύξηση των φορολογητέων κερδών»17. 

Το περιουσιολόγιο, που υπόσχεται ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ, έχει ούτως ή άλλως αποφασιστεί να εφαρμοστεί ήδη από το 2013 και δεν πρόκειται να αγγίξει τις μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, τους μεγιστάνες του πλούτου που διαθέτουν πολλά νόμιμα μέσα να εμφανίζουν εισοδήματα και κέρδη κατά το δοκούν. Ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ αποκρύπτει συνειδητά ότι οι μεγαλομέτοχοι τοποθετούν σημαντικά κεφάλαια σε offshore και σε διεθνείς επενδυτικούς ομίλους. Επομένως δεν μπορεί να εφαρμοστεί αυτοτελώς μια πρόταση φιλολαϊκής φορολογικής πολιτικής χωρίς γενικότερη γραμμή σύγκρουσης με το κεφάλαιο. 

Η τοποθέτησή του για αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων κατά 1,5% του ΑΕΠ ώστε να φθάσει στο επίπεδο του μέσου ποσοστού της Ευρωζώνης δεν αποτελεί ουσιαστικό μέτρο, αφού στα πλαίσια του φορολογικού ανταγωνισμού διαμορφώνονται συνθήκες ουσιαστικής φοροαπαλλαγής για τους επιχειρηματικούς ομίλους συνολικά στην Ευρωζώνη. Από την άλλη, αποτυπώνει σαφή υποχώρηση ακόμη και από τις προεκλογικές του εξαγγελίες για προοδευτική αύξηση του συντελεστή φορολόγησης των κερδών των επιχειρήσεων στο 45%. 

Επαναφέροντας τα τετριμμένα περί υγιούς επιχειρηματικότητας και κανόνων στη λειτουργία της αγοράς, υποστήριξε ότι με την πολιτική του θα διαμορφωθεί το κατάλληλο περιβάλλον, σπάζοντας τα καρτέλ της διαπλοκής για προσέλκυση επενδύσεων: «Κανείς σοβαρός επενδυτής δεν θα αναλάβει το μακροπρόθεσμο επιχειρηματικό ρίσκο της παραγωγικής επένδυσης. Σε μια χώρα όπου την ιδιωτική πρωτοβουλία δεν την εκτοπίζει το κράτος και η δημόσια παρέμβαση. Αλλά το καρτέλ της διαπλοκής.Το οποίο λειτουργεί σε καθεστώς απόλυτου προστατευτισμού από το πολιτικό κατεστημένο. Νέμεται τα αναπτυξιακά κονδύλια. Νοθεύει τους κανόνες της αγοράς. Και αποτρέπει τις παραγωγικές πρωτοβουλίες»18. 

Ο Αλ. Τσίπρας, δαιμονοποιώντας μερίδες ή εκπροσώπους του κεφαλαίου («πολυπράγμονες τραπεζίτες», «χρεοκοπημένους καναλάρχες και εργολάβους»), αναγορεύοντάς τους σε αποκλειστικούς υπεύθυνους για τη διαφθορά, υπόσχεται ταυτόχρονα νέα αναδιανομή της πίτας. Εμφανίζεται εγγυητής της «οικονομικής και κοινωνικής σταθερότητας της χώρας» της «συντεταγμένης και ασφαλής εξόδου από την κρίση», δηλαδή διαβεβαιώνει ότι η κυβερνητική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ δε θα φέρει εξελίξεις που θα αμφισβητήσουν την οικονομική και πολιτική κυριαρχία του κεφαλαίου. 


ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ

Στο σχέδιο Διακήρυξης αναφέρονται τα εξής: «Η μοίρα της Ελλάδας είναι συνυφασμένη με την μοίρα της Ευρώπης -στο πλαίσιο πάντα των ευρύτερων διεθνών εξελίξεων- γιατί ο αχαλίνωτος νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός κυριαρχεί σήμερα σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, γιατί η πολιτική του κεφαλαίου, σήμερα υπό γερμανική ηγεμονία στην κλίμακα της Ευρώπης, ενοποιεί υπό την κυριαρχία του όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, γιατί το αίτημα και η προοπτική της νίκης εναντίον του έχει αρχίσει να συνεγείρει τις συνειδήσεις παντού. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ είναι μέρος αυτού του ευρωπαϊκού κινήματος αντίστασης και εξέγερσης. […] Στόχος μας είναι ο σοσιαλισμός στην Ελλάδα και στην κλίμακα της Ευρώπης. Στόχος μας είναι ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα, με την επίγνωση ότι οι οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές συνθήκες διαφέρουν από χώρα σε χώρα και τα αντίστοιχα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα ωριμάζουν με διαφορετικούς τρόπους και διαφορετικούς ρυθμούς, απαιτώντας έτσι τον συνδυασμό της πάλης σε εθνικό, ευρωπαϊκό και εν γένει διεθνές επίπεδο»19. 

Παράλληλα τίθεται ως στόχος: «να διεκδικήσουμε με όλα τα πρόσφορα μέσα το αίτημα για ανατροπή της σημερινής μορφής ολοκλήρωσης της Ευρώπης, της σημερινής αρχιτεκτονικής του ευρώ και της νεοφιλελεύθερης λογικής που διέπει το κοινό νόμισμα ώστε να επαναθεμελιωθούν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί στην κατεύθυνση και υπό τη σκοπιά της κοινωνικής δικαιοσύνης και του σοσιαλισμού»20.

Ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ τοποθετείται για την ΕΕ με τον ίδιο τρόπο -απόσπασης της πολιτικής από την οικονομία- που αντιμετωπίζει τα προβλήματα μέσα στην καπιταλιστική Ελλάδα: Ο νεοφιλελευθερισμός αναγορεύεται ως υπαίτιος του αντιλαϊκού χαρακτήρα της ΕΕ, ο σοσιαλισμός στην Ευρώπη θα προκύψει ως προϊόν μεταρρυθμίσεων (επαναθεμελίωση) στους θεσμούς της, επικεντρώνοντας στην «αρχιτεκτονική του ευρώ» χωρίς να θίγεται η κυριαρχία του κεφαλαίου, αλλάζοντας το συσχετισμό μεταξύ των κρατών-μελών σε βάρος της Γερμανίας. 

Σε αυτές τις θέσεις του ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ κάνει μια προσαρμογή: σκόπιμα μιλάει για Ευρώπη και όχι για την ΕΕ. Ετσι αφήνει ανοιχτό το δρόμο διαχείρισης μιας αναγκαστικής -ή επιλεγμένης από ισχυρά τμήματα του κεφαλαίου- εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, το ενδεχόμενο να αλλάξουν οι επιλογές συμμαχιών της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας, δηλαδή να σπάσει τη συμμαχία με τη Γερμανία σε συνθήκες που οξυνθούν και αποσταθεροποιηθούν οι σχέσεις Γαλλίας-Γερμανίας, Ιταλίας-Γερμανίας, αλλά και των ΗΠΑ με τη Γερμανία, σε περίπτωση που κυριαρχήσει στη Γερμανία η επιλογή διάσπασης της Ευρωζώνης. 

Από τη μια ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ είναι κόμμα ευρωενωσιακού προσανατολισμού, διατηρώντας τους δεσμούς με την ΕΕ. Από την άλλη θέλει να καταξιωθεί ως η φερέγγυα πολιτική δύναμη του κεφαλαίου που -εφόσον χρειαστεί- θα έχει την ετοιμότητα να υλοποιήσει μια αλλαγή στις διεθνικές συμμαχίες της Ελλάδας. Ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ στη Διακήρυξή του υιοθετεί το σύνθημα «καμία θυσία για το Ευρώ», χωρίς βεβαίως να θέτει θέμα εξόδου από την Ευρωζώνη. 

Η αντιφατική αυτή στάση αντανακλά επίσης αντιφατικές διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό της αστικής τάξης σε σχέση με την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Αλλωστε η παραμονή της Ελλάδας στην ΕΕ, ακόμα και στην Ευρωζώνη, δεν πρόκειται να κριθεί κυρίως στα ελληνικά πλαίσια, αφορά συνολικά τη συνοχή της Ευρωζώνης, τη διαπάλη στο εσωτερικό της, καθώς και σε διεθνές επίπεδο. Δηλαδή οι αντιφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ δεν προκύπτουν κυρίως από τη διαδικασία μετεξέλιξής του από οπορτουνιστικό σε αστικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ανεξάρτητα εάν οι αντιφατικές διατυπώσεις θα αξιοποιηθούν ανάλογα και με το ακροατήριο και από το κάθε ρεύμα του.

Το «Αριστερό Ρεύμα του ΣΥΝ» είχε διαμορφώσει τροπολογίες που κοινοποίησε στο πλαίσιο του διαλόγου πριν τη Συνδιάσκεψη, οι οποίες δεν έγιναν αποδεκτές από αυτή. Η πρότασή του ήταν: «Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοτελώς και σε συντονισμό με κινήματα, λαούς και κυβερνήσεις των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ιδιαίτερα της Νότιας Ευρώπης, θα πράξει ότι είναι δυνατόν για να προωθήσει μια μεγάλη αγωνιστική διεκδίκηση που θα αποβλέπει στη διαγραφή, χωρίς όρους, του χρέους ή τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους του, πρώτα απ' όλα όλων των δοκιμαζόμενων ευρωπαϊκών χωρών, με πλήρη επίγνωση ότι μια τέτοια διεκδίκηση θα πρέπει να συνοδευθεί με ριζικές αλλαγές στον πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό χάρτη όλης της Ευρώπης και ειδικότερα με το πέρασμα του τραπεζικού συστήματος υπό δημόσια ιδιοκτησία και διεύθυνση και κοινωνικό έλεγχο. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ανεξαρτήτως της επιτυχίας αυτού του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και παράλληλα με αυτό, θα προωθήσει σε κάθε περίπτωση, από τις θέσεις μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, τη διαγραφή του ελληνικού χρέους ή τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους του (χωρίς να θίξει κοινωνικά κεκτημένα και μικρομεσαία εισοδήματα) και πρώτα απ' όλα του εξωτερικού χρέους. Για το ΣΥΡΙΖΑ το δημόσιο χρέος δεν είναι χρέος της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας αλλά ένα βαθύτατα ταξικό και άδικο χρέος που επισώρευσε ένα πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο, μακριά από τις αναπτυξιακές και πραγματικές κοινωνικές ανάγκες της χώρας. Αυτό το χρέος, όμως, πέραν του ότι είναι άδικο και ταξικό και σε 
 σημαντικό βαθμό επαχθές, πράγμα που επιβάλει τη σύσταση μιας ανεξάρτητης, αξιόπιστης, διεθνούς Επιτροπής για τον έλεγχό του, έχει καταστεί και μη βιώσιμο αφού δεν μπορεί να αποπληρωθεί χωρίς την οικονομική εξουθένωση της χώρας και την κοινωνική “εξόντωση” του ελληνικού λαού»21.

Η παραπάνω τοποθέτηση του «Αριστερού Ρεύματος του ΣΥΝ» επί της ουσίας δεν είναι διαφορετική από την τοποθέτηση αμερικανικών-βρετανικών επιτελείων, του ίδιου του ΔΝΤ, που υποστηρίζουν την άμεση διαγραφή πολύ μεγαλύτερου μέρους του χρέους με σκοπό τη σταθεροποίηση της διεθνούς αγοράς χρεογράφων, νομισμάτων κλπ., κάνοντας κριτική στη γερμανική πολιτική που θέλει χρόνο προκειμένου να αναδιαρθρωθεί το ελληνικό χρέος που έχει στα χέρια της κι όχι μόνο αυτό (π.χ. το ιταλικό χρέος είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό σε μέγεθος).

Στην ίδια κατεύθυνση είναι η λογική του «Αριστερού Ρεύματος» και για τη συνοχή της Ευρωζώνης και της ΕΕ, καθώς και τη θέση της Ελλάδας σε αυτές: «Η Ε.Ε. ως ιδιαίτερα προωθημένη υπερεθνική, υπό την Γερμανική ηγεμονία, συμμαχία των κυρίαρχων πολιτικών ελίτ και μερίδων του κεφαλαίου, δεσμευμένη θεσμικά και ουσιαστικά στον επιθετικό νεοφιλελευθερισμό και τη συντονισμένη εξουθένωση της εργατικής τάξης κάθε ευρωπαϊκής χώρας, δεν μεταρρυθμίζεται ούτε “επαναθεμελιώνεται” αλλά μόνο ανατρέπεται, στην προοπτική μιας νέας προοδευτικής και σοσιαλιστικής Ευρώπης.

Ειδικότερα η ευρωζώνη συνιστά, στο πλαίσιο της Ε.Ε., μηχανισμό επικυριαρχίας των πιο ισχυρών χωρών και μερίδων του χρηματιστικού και πολυεθνικού κεφαλαίου και μοχλό εξαιρετικής επιδείνωσης των ανισοτήτων και ανισορροπιών στο εσωτερικό της. Αυτή η ευρωζώνη αντιμετωπίζει σήμερα δομική διαλυτική κρίση, την οποία δεν μπορεί να υπερβεί σε όφελος των εργαζομένων και των λαών, με τις γνωστές παραδοσιακές “κεϋνσιανές” μεθόδους νομισματικής παρέμβασης που δοκιμάζονται στα ενιαία ή ομοσπονδιακά κράτη και εκεί χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.

Οι περαιτέρω “ενοποιητικές”, με νεοφιλελεύθερους και καπιταλιστικούς όρους (π.χ. ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία, δημοσιονομική ενοποίηση κλπ.),διαδικασίες στην ευρωζώνη και την Ε.Ε., στο μόνο που κατατείνουν είναι να κλιμακώνουν και να καθιστούν ασφυκτικότερη την αντιδραστικοποίηση της πορείας της Ε.Ε., τον αντιδημοκρατικό προσανατολισμό της και την εσωτερική “αποικιοποίηση” μεγάλων ζωνών της.

Η αναγκαία ανατροπή της Ε.Ε. δεν μπορεί να προκύψει ταυτόχρονα στην ΕΕ ως σύνολο αλλά θα προέλθει από την ικανότητα και δυνατότητα μιας χώρας ή ομάδας χωρών να σπάσουν το φαύλο κύκλο και να ανοίξουν προοδευτικούς και σοσιαλιστικούς δρόμους σε σύγκρουση με την ευρωζώνη και την Ε.Ε».

Την απάντηση σε αυτές τις θέσεις του «Αριστερού Ρεύματος» από τη σκοπιά θέσεων των υποστηρικτών της αναδιαπραγμάτευσης εντός ΕΕ και του Ευρώ, καμουφλαρισμένες με «ταξική ανάλυση» και «αντικαπιταλιστικό στίγμα», ανέλαβε ο Γ. Μηλιός με άρθρο του στην εφημερίδα «Αυγή» στις 25 Νοέμβρη 2012, όπου ουσιαστικά αναδεικνύεται ότι και οι δύο γραμμές, τόσο «της κυβέρνησης της Μέρκελ» όσο του ΔΝΤ, αποτελούν «αποχρώσεις εντός της ενιαίας νεοφιλελεύθερης στρατηγικής»22. Χαρακτηριστική είναι η απάντηση του Μηλιού στο «Αριστερό Ρεύμα του ΣΥΝ» κατά τη διάρκεια της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης: «δεν θέλουμε νομισματικό πόλεμο ανάμεσα στη δραχμή , τη λιρέτα και το εσκούδο, το πρόβλημα είναι ταξικό και δεν αντιμετωπίζεται με τεχνικές λύσεις, […] το χρέος είναι εργαλείο για το βασικό σχέδιο, που είναι η κατασκευή του λευκού Κινέζου εργαζόμενου»23.

Ετσι λοιπόν σωστές γενικές διαπιστώσεις, όπως π.χ. ότι το πρόβλημα δεν είναι ούτε νομισματικό ούτε πρόβλημα χρέους, αξιοποιούνται στην κατεύθυνση υποστήριξης της παραμονής της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στην Ευρωζώνη, θεωρώντας μονόδρομο τη συμμετοχή της Ελλάδας, άρα και μοναδικό πεδίο της ταξικής πάλης. Κατά συνέπεια, χαρακτηρίζεται ως «πολιτική εθνικής αναδίπλωσης»24 η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ για αποδέσμευση από την ΕΕ και μονομερή διαγραφή του χρέους με εργατική εξουσία και κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων.

Βεβαίως η συνοχή του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ δεν είναι δεδομένη, πολύ περισσότερο σε συνθήκες μορφοποίησής του σε ενιαίο κόμμα και ανάδειξής του σε κυβερνητικό κόμμα. Αλλωστε το Αριστερό Ρεύμα του ΣΥΝ συμμετέχει σε διεργασίες συγκρότησης ενός νέου «αριστερού πόλου» με δυνάμεις του ΝΑΡ/ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής του Αλ. Αλαβάνου κ.ά. με άξονα το αίτημα για έξοδο από το Ευρώ, το λεγόμενο «σχέδιο Β».

Τόσο οι επίσημες θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ όσο και οι διαφοροποιήσεις συνιστωσών του (π.χ. του «Αριστερού Ρεύματος του ΣΥΝ») αποδεικνύουν τα προβλήματα προγραμματικής συνοχής και φερεγγυότητας των θέσεων και της πολιτικής του δράσης. Βέβαια έρχονται σε πλήρη διάσταση με τη θέση του ΚΚΕ ότι μια ιμπεριαλιστική συμμαχία, όπως η ΕΕ, δεν είναι τόσο δυνατή, τόσο αρραγής όσο φαίνεται όταν διαμορφώνεται, σε περίοδο που δεν αμφισβητείται από δυνάμεις του κεφαλαίου, τότε που την υποστηρίζουν και οπορτουνιστικές δυνάμεις. Αυτό που κρύβουν όλες οι συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ είναι ότι σε κάθε ιμπεριαλιστική συμμαχία υπερισχύει το δίκιο του ισχυρότερου. Το ζήτημα δεν είναι η αντίθεση στη γερμανική προς όφελος της γαλλικής, ιταλικής ή βρετανικής ηγεμονίας σε κάποια μικρότερη ή μεγαλύτερη ένωση, στις σχέσεις της με τη Ρωσία, τη Γερμανία ή την Κίνα κλπ. Το ζήτημα είναι η συνολική αποδέσμευση από το ιμπεριαλιστικό σύστημα. Η οριστική απαλλαγή από τους δανειστές και το χρέος προϋποθέτει έξοδο της Ελλάδας από τις διεθνείς χρηματαγορές. Οσο η Ελλάδα είναι καπιταλιστική, θα είναι υποχρεωμένη να παραμένει σε αυτές, θα φορτώνονται στην εργατική τάξη και στα λαϊκά στρώματα νέα δάνεια και νέα χρέη προς όφελος του κεφαλαίου, σε πιο στενή ή χαλαρή συμμαχία άλλοτε με τις μεν και άλλοτε με τις δε δυνάμεις του διεθνούς κεφαλαίου. Με αυτή την έννοια η λογική της επαναδιαπραγμάτευσης που προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ δεν εξυπηρετεί την εργατική τάξη αλλά το ελληνικό κεφάλαιο. 

Αυτό γίνεται ακόμα πιο καθαρό με την ομιλία του Αλ. Τσίπρα στο Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο: «Διότι ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας σημαίνει έξοδος της Ευρώπης από την κρίση και την αβεβαιότητα, σημαίνει και δυνατότητα αποπληρωμής μελλοντικά σημαντικού μέρους των χρημάτων που έχουν δανείσει στην Ελλάδα. Γι αυτό το λόγο ζητάμε χρόνο. Για αυτό το λόγο ζητάμε αναστολή, μορατόριουμ στην εξυπηρέτηση του χρέους»25.

Παραδέχεται ότι ζητάει πίστωση χρόνου που αποτελεί εγγύηση για τη μελλοντική αποπληρωμή των δανειστών, που σημαίνει ότι και πάλι οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα θα φορτωθούν τα βάρη των κρατικών χρεών. 


ΓΙΑ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ

Ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ θέλει κίνημα που θα εξυπηρετεί την αλλαγή κομμάτων στην αστική διακυβέρνηση, που θα στηρίζει ένα νέο μίγμα διαχείρισης, ενδεχομένως κι ένα νέο συσχετισμό μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών στην Ευρωζώνη και στην ΕΕ: «Το κοινωνικό και πολιτικό κίνημα στη χώρα μας έχει ήδη αναδείξει ορισμένους βασικούς αρμούς του δρόμου προς αυτή την κατεύθυνση: την αλληλεγγύη ενάντια στον ανταγωνισμό και τη λογική της ιδιώτευσης, την προστασία του δημόσιου χώρου και των δημόσιων αγαθών ενάντια στην ιδιωτικοποίηση, αλλά και ενάντια στην συχνά διεφθαρμένη και αναποτελεσματική κρατική διαχείριση. Την ανάγκη να προστατευθούν από την άκρατη κερδοφορία του κεφαλαίου και την υποταγή στην αγορά τα θεμελιώδη αγαθά». Σημειώνεται στο κείμενο ότι: «Οι αρμοί αυτοί συνοψίζονται στο αίτημα να οικοδομηθεί και να αναπτυχθεί η οικονομία των αναγκών ενάντια στην οικονομία του κέρδους. Να οικοδομηθούν και να αναπτυχθούν οι κοινωνικές σχέσεις της αλληλεγγύης ενάντια στις σχέσεις του ανταγωνισμού και της εκμετάλλευσης. Οι δρόμοι του σοσιαλισμού περνούν υποχρεωτικά από αυτήν την οικοδόμηση και αυτήν την ανάπτυξη».26

Και σε αυτό το σημείο εκδηλώνεται ο εκλεκτικισμός του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ. Από τη μια η «οικονομία των αναγκών» εναντιώνεται στην «οικονομία του κέρδους», από την άλλη επιδιώκεται η μεταρρύθμιση της «οικονομίας του κέρδους» μέσω της ισχυροποίησης και υπερίσχυσης της «οικονομίας των αναγκών». Επίσης είναι σαφές ότι η έννοια της οικονομίας των αναγκών δεν αφορά την ικανοποίηση των διευρυμένων κοινωνικών αναγκών που προϋποθέτει την κατάργηση του κινήτρου του καπιταλιστικού κέρδους στην παραγωγή, την κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δράσης στους τομείς της υγείας-πρόνοιας, παιδείας κλπ. Η «οικονομία των αναγκών» εμφανίζεται ως απάντηση στην «υποταγή των θεμελιωδών αναγκών» στην «αγορά» και στην «ακραία κερδοφορία». Πρόκειται για μια λεκτική άσκηση ισορροπίας μεταξύ λαϊκών αναγκών και καπιταλιστικής κερδοφορίας, προκειμένου να συγκαλυφτεί η απουσία ρητής τοποθέτησης για κατάργηση της επιχειρηματικής δράσης σε υγεία, παιδεία κ.α. 

Κατά το ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ η έννοια «οικονομία των αναγκών» περιλαμβάνει ένα πλέγμα διεκδικήσεων, πρακτικών που «δεν υπακούουν στη λογική του κέρδους» (βλ. «κοινωνική οικονομία», «κοινωνική αλληλεγγύη» κλπ.), μεθόδους «κοινωνικού ελέγχου» των λειτουργιών κρατικών μηχανισμών και θεσμών (π.χ. συμμετοχικός προϋπολογισμός) με ενεργή δράση των συνδικάτων, με συγκρότηση «νέων οικονομικών υποκειμένων» (π.χ. συνεταιρισμούς). Η επικράτηση της «οικονομίας των αναγκών» σε μαζική κλίμακα αποτελεί σύμφωνα με το ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ δρόμο για το σοσιαλισμό. 

Το Σχέδιο Διακήρυξης αναφέρει ότι: «Το κίνημα αυτό θα συγκροτήσει τους όρους για τη σταθερή κοινωνική συμμαχία των θυμάτων του μνημονίου, της εργατικής τάξης και ευρύτερα των δυνάμεων της εργασίας, των μεσαίων στρωμάτων και των αυτοαπασχολούμενων των πόλεων και της αγροτικής παραγωγής, της νεολαίας, των καταπιεσμένων κοινωνικών κατηγοριών, […] Η δημιουργική επιχειρηματικότητα, που λειτουργεί για το δημόσιο όφελος και υπό σταθερούς και δίκαιους κανόνες, δεν θα πληγεί, αλλά θα βοηθηθεί (υπογράμμιση δική μας). Παράλληλα, το κίνημα αυτό θα συμβάλει στην ενότητα δράσης των παραδοσιακών οργανώσεων και συνδικάτων, τόσο μεταξύ τους όσο και με τις συσπειρώσεις που δημιουργούνται αυθόρμητα σε πολλούς χώρους, και θα οδηγήσει στην αναγκαία ριζική αναμόρφωση του συνδικαλιστικού κινήματος σε όλες τις βαθμίδες, στην απομόνωση του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού και στη διαμόρφωση ενός νέου, ισχυρού και μαχητικού, ταξικού και αυτόνομου, συνδικαλιστικού κινήματος, ενωμένου τόσο στη δράση όσο και οργανωτικά»27.

Επίσης υποστηρίζει ότι «μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν μπορεί να επιφέρει μείζονες αλλαγές χωρίς τη λαϊκή συνέργεια και το εγερτήριο λαϊκό φρόνημα, χωρίς τη στήριξη, αλλά και την αυτόνομη δράση, των εργαζόμενων τάξεων, των καταπιεσμένων κοινωνικών κατηγοριών και του λαού γενικότερα, χωρίς τις πρωτοβουλίες που θα αναληφθούν παντού, ασκώντας δημιουργική πίεση ακόμη και στην ίδια»28.

Η Πολιτική Απόφαση της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης καλεί σε «παλλαϊκό ανένδοτο αγώνα» με στόχο «να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις δημοκρατικής ανατροπής της σημερινής κυβέρνησης με γενικό ξεσηκωμό και διενέργεια εκλογών και η συγκρότηση μιας νέας κυβέρνησης της Αριστεράς, στηριγμένης σε ένα ευρύτατο λαϊκό μέτωπο και σε ένα πρόγραμμα αναγέννησης της κοινωνίας και της χώρας»29. 

Το κίνημα που προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ είναι κίνημα υποταγής στο έδαφος του «εφικτού» και του «ρεαλιστικού» που καθορίζει η στρατηγική του κεφαλαίου. Στο όνομα της άμυνας ουσιαστικά καλεί σε υποχώρηση απέναντι στην αντιλαϊκή επίθεση. Καλεί σε κίνημα που όχι μόνο δε θα συγκρούεται με τη στρατηγική του κεφαλαίου, αλλά θα υποστηρίζει τη «δημιουργική επιχειρηματικότητα» (θυμίζει την πρακτική σε χώρες όπως η Κίνα, το Βιετνάμ, όπου οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, ακόμα και οι ΚΟΒ των επιχειρήσεων φροντίζουν για την κερδοφόρα πορεία τους). Είναι επίσης κίνημα «αυτοδιαχείρισης» της ανεργίας, της λαϊκής εξαθλίωσης, δηλαδή κίνημα που θα ενσωματώνει αντί να χειραφετεί. Είναι κίνημα π.χ. των αναμορφωμένων συνδικάτων, ενός μεγάλου δικτύου ΜΚΟ κλπ., κατευθυνόμενο από αστικές δυνάμεις, που εξυπηρετεί τη διαμόρφωση νέων μηχανισμών ενσωμάτωσης και εξαγοράς της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ θέλει κίνημα με στόχο την ανατροπή της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, στήριγμα της δικής του διακυβέρνησης. Δηλαδή θέλει κίνημα κυβερνητικό, αλλά στη δική του γραμμή. 

Η Πολιτική Απόφαση της Συνδιάσκεψης του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ αναφέρει ότι στόχος για την ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος είναι: «Η ανατροπή του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού που λειτούργησε ως στυλοβάτης της μνημονιακής πολιτικής και η εξυγίανση των συνδικάτων καθώς και άλλων κοινωνικών φορέων: των αγροτών, των αυταπασχολούμενων, των επιστημόνων»30. 

Στην πραγματικότητα σήμερα μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα γίνεται πάλη όχι μόνο ανάμεσα στην ταξική γραμμή και στη γραμμή του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού, αλλά και με τις διαφορετικές γραμμές κυβερνητικού συνδικαλισμού που συγκρούονται μεταξύ τους για το συσχετισμό. Η «ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος» που επικαλείται ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ αφορά την αξιοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων για την ανάδειξη της κυβέρνησης της αριστεράς και τη διαμόρφωση ενός ρεύματος νέου «αριστερού κυβερνητισμού» στο συνδικαλιστικό κίνημα που θα αποτελέσει στήριγμα μιας τέτοιας κυβέρνησης. Δείγματα γραφής έχουν δώσει οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, όταν ουσιαστικά με τη στάση τους συμβάλλουν στον εκφυλισμό απεργιακών κινητοποιήσεων, καλύπτοντας ή στηρίζοντας ανοιχτά φαινόμενα απεργοσπασίας, ιδιαίτερα στις πρώην ΔΕΚΟ, στο «δημόσιο τομέα» κλπ.

Είναι φανερό ότι η ταξική γραμμή στο συνδικαλιστικό έχει ν’ αντικρούσει πολλές διαφορετικές γραμμές κυβερνητισμού και βέβαια και την άμεση παρέμβαση της εργοδοσίας. Από τα πράγματα απαιτείται έντονη και σκληρή ιδεολογική-πολιτική πάλη για να συνειδητοποιήσουν τμήματα της εργατικής τάξης με αγωνιστικές διαθέσεις την ανάγκη πολιτικής διεξόδου με σύγκρουση, για ανατροπή της τάξης που βρίσκεται στην εξουσία, για να ανατραπούν οι καπιταλιστικές εκμεταλλευτικές σχέσεις. Αυτή η γραμμή πάλης απαιτεί ανασύνταξη του συνδικαλιστικού εργατικού κινήματος σε ταξική κατεύθυνση και διαμόρφωση της κοινωνικής συμμαχίας σε γραμμή αντεπίθεσης με σταθερό άξονα «την κρίση να πληρώσει το κεφάλαιο», με στόχο να μπουν εμπόδια στην εφαρμογή της αντιλαϊκής επίθεσης, με γραμμή οργανωμένης μαζικής απειθαρχίας-ανυπακοής στα αντιλαϊκά μέτρα και στο σύστημα, προβάλλοντας τις σύγχρονες εργατικές-λαϊκές ανάγκες, τη λαϊκή-ταξική αλληλεγγύη, κίνημα χειραφετημένο απ’ όλες τις εκδοχές της αστικής διαχείρισης με πολιτικό στόχο: κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων - αποδέσμευση από την ΕΕ - μονομερή διαγραφή του χρέους με εργατική εξουσία. 


ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

Η κυβέρνηση της Αριστεράς τίθεται ως ο άμεσος στόχος: «είναι η ανατροπή της κυριαρχίας των δυνάμεων του νεοφιλελευθερισμού και των μνημονίων, των δυνάμεων της κοινωνικής καταστροφής, της διαπλοκής, της διαφθοράς και της σήψης, είναι η ανάδειξη μιας κυβέρνησης της συμπαραταγμένης Αριστεράς στηριγμένης σε μια πλατειά συμμαχία κοινωνικών δυνάμεων»31. Ο στόχος να κερδηθεί η «πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία ακόμα και σε κοινωνικά στρώματα που έβλεπαν την αριστερά με επιφυλακτικότητα ή με εχθρότητα», όπως σημείωσε ο Αλ. Τσίπρας στην ομιλία του στη Συνδιάσκεψη, δίνει το στίγμα ότι στην «πλατιά συμμαχία κοινωνικών δυνάμεων» περιλαμβάνονται και τμήματα της αστικής τάξης.

Σύμφωνα με τη Διακήρυξη, μια κυβέρνηση της Αριστεράς «…δεν αποτελεί πρόταση για καλύτερη διαχείριση του υπάρχοντος ή απλώς για επιστροφή στην πρότερη κατάσταση και στα κεκτημένα που χάθηκαν», αλλά «…αποσκοπεί να σταματήσει τον κοινωνικό και οικονομικό κατήφορο που επέβαλαν στην Ελλάδα οι δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού και των μνημονίων, να εξαλείψει τη διαπλοκή και τη διαφθορά, να μεταρρυθμίσει ριζικά και δημοκρατικά το κράτος και τους θεσμούς του, και να ανοίξει μια νέα πορεία […] θα σηματοδοτήσει μια κομβική αλλαγή του πολιτικού συσχετισμού υπέρ των δυνάμεων της εργασίας, φέρνοντας αυτές τις δυνάμεις στο προσκήνιο. Θα ανοίξει τον δρόμο στην πραγματική δημοκρατία και στην ανασυγκρότηση της χώρας ενόσω θα διαλύει το “τρίγωνο” που δυναστεύει τον τόπο επί δεκαετίες, διαπλέκοντας αξεδιάλυτα το κρατικοδίαιτο κεφάλαιο, το πολιτικό σύστημα του δικομματισμού και τα καθεστωτικά ΜΜΕ […] θα καθαρίσει το τραπέζι, θα αξιοποιήσει όλες τις έντιμες και δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας μας, ανεξάρτητα από ιδεολογικές αναφορές ή πολιτικές πεποιθήσεις, ανοίγοντας παράλληλα δρόμους για να αναπτυχθεί παραπέρα ο αγώνας των εργαζόμενων τάξεων, για να δημιουργηθεί έδαφος ώστε να ανθίσει η λαϊκή πρωτοβουλία σε όλους τους χώρους και σε όλα τα επίπεδα».32

Επίσης στην Πολιτική Απόφαση η κυβέρνηση της Αριστεράς συνδέεται με το στόχο του σοσιαλισμού αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι: «Με την κυβέρνηση της αριστεράς να σηκώσουμε όρθια την κοινωνία, να προωθήσουμε τη ριζική αλλαγή στη χώρα, να ανοίξουμε τον δρόμο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού»33. 

Η παραπάνω πολιτική πρόταση διαχωρίζει την πολιτική από την οικονομία, αποσυνδέοντας τη νεοφιλελεύθερη πολιτική από τις ίδιες τις ανάγκες του κεφαλαίου να σπάσει τα στενά όρια της «εθνικής» αγοράς. Χαρακτηρίζει ένα τμήμα του κεφαλαίου ως «κρατικοδίαιτο», αποσιωπώντας ότι παντού και πάντα στους στόχους της λειτουργίας του αστικού κράτους, δηλαδή της εξουσίας του κεφαλαίου, ήταν η επιτάχυνση της καπιταλιστικής συσσώρευσης με διάφορους τρόπους (με κρατικά μονοπώλια ή με κρατική συμμετοχή, με άμεση κεφαλαιακή ενίσχυση του ιδιωτικού κεφαλαίου μέσω επενδυτικών προγραμμάτων, με την έμμεση ενίσχυση των φοροαπαλλαγών κλπ.). Ουσιαστικά εξαγνίζει το κεφάλαιο, διαχωρίζοντάς το σε «κρατικοδίαιτο» και «δημιουργικής επιχειρηματικότητας», αποκόπτοντας το δεύτερο από τις κυβερνητικές αστικές δυνάμεις του «δικομματισμού». Ρίχνει τα βάρη στα ΜΜΕ αποσιωπώντας συνειδητά τη σχέση τους με το μεγάλο κεφάλαιο, το συγκεντρωμένο στη βιομηχανία, στο εμπόριο, στις τράπεζες. Με τον ίδιο τρόπο εξαγνίζει την κυρίαρχη κοινωνική δύναμη -την τάξη των καπιταλιστών- από τις ευθύνες της που απορρέουν από τις διεθνικές της συμμαχίες, μέσα κι έξω από την ΕΕ. 

Ετσι η αριστερή κυβέρνηση αποσπάται από το σύνολο των θεσμών, των οργάνων, των μηχανισμών της καπιταλιστικής εξουσίας και προβάλλεται ως σταθμός, ως μέσο στην πορεία για το σοσιαλισμό. Ανεξάρτητα από τις προθέσεις εργατικών και λαϊκών στρωμάτων που δε συνειδητοποιούν τη σχέση οικονομίας-πολιτικής και υποστηρίζουν μια τέτοια προοπτική, μια τέτοια κυβέρνηση δε θα αντέξει αν δεν κινηθεί συνειδητά υπηρετώντας τις στρατηγικές ανάγκες του κεφαλαίου. Είναι μέσα στα ιστορικά προηγούμενα μια τέτοια κυβέρνηση να επιλεχθεί και να στηριχθεί με σκοπό τη διάσωση του συστήματος, όπως δείχνει η ιστορική πείρα (π.χ. της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας την περίοδο 1918-1919), παρά τις όποιες επιφυλάξεις που μπορούν να έχουν τμήματα της αστικής τάξης, καθώς και ξένα κέντρα. 

Στις σημερινές συνθήκες μια τέτοια κυβέρνηση μπορεί καλύτερα να αποσπάσει τη λαϊκή υποστήριξη και ανοχή, προωθώντας και αλλαγές στο συνδικαλιστικό κίνημα, αναγκαίες για την εκ νέου ενσωμάτωσή του, αφού έχει προηγηθεί αλλαγή στους υλικούς όρους προγενέστερης ενσωμάτωσής του. 

Στην ίδια αντίληψη απόσπασης της πολιτικής από την οικονομία διατυπώνονται οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ για τον «εκδημοκρατισμό του αστικού κράτους»: «Να αναδιοργανώσουμε εις βάθος το πολιτικό σύστημα, εξαλείφοντας πλήρως κάθε εστία διαφθοράς και διαπλοκής, αλλά τηρώντας με συνέπεια τη διάκριση των εξουσιών και αποκαθιστώντας την εύρυθμη και έντιμη λειτουργία όλων των συναφών θεσμών. Να αναβαθμίσουμε τη δημοκρατική δομή και λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών σε επίπεδο τόσο κεντρικής διοίκησης όσο και τοπικής αυτοδιοίκησης, εισάγοντας μορφές άμεσης δημοκρατίας και θεσμούς εργατικού και κοινωνικού ελέγχου σε όλες τις βαθμίδες. Οι σχέσεις που συναρτούν κοινωνικό κίνημα, προγραμματικούς στόχους, επιμέρους θεσμούς και κυβέρνηση βρίσκονται υπό μόνιμη ένταση που οφείλει να αντιμετωπίζεται μέσω της συστηματικής άσκησης της ουσιαστικής δημοκρατίας και από τη σκοπιά των στρατηγικών επιδιώξεων. Η αναθεώρηση του Συντάγματος προς δημοκρατική κατεύθυνση και η συναφής πολιτειακή αναθεμελίωση αποτελούν στόχους μας»34.

Οι παραπάνω θέσεις υπήρξαν πάγιες θέσεις της κλασικής σοσιαλδημοκρατίας, οι οποίες δεν επιβεβαιώθηκαν σε καμιά χώρα και σε καμιά περίοδο. Οπως ήταν φυσικό τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εξίσου με τα φιλελεύθερα αστικά ανέπτυξαν σχέσεις με μονοπώλια, καπιταλιστές, ενεπλάκησαν σε σκάνδαλα, διαμόρφωσαν δημοκρατικοφανείς θεσμούς, όπως τις λεγόμενες εργατικές επιτροπές ελέγχου σε επιχειρήσεις, επιτροπές διαφάνειας κρατικών προμηθειών, εξεταστικές κοινοβουλευτικές επιτροπές κλπ. που δεν έπαιξαν κανένα ουσιαστικό φιλολαϊκό ρόλο. 

Η συνήθης θεσμολαγνεία του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ κορυφώνεται στη θέση για αναθεώρηση του Συντάγματος, αυτού του γενικού νόμου κατοχύρωσης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και επιβολής της εκμετάλλευσής της. 

Από τη συνειδητή επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ να μην αμφισβητήσει την οικονομική κυριαρχία και πολιτική εξουσία του κεφαλαίου προκύπτουν οι θέσεις του που συνειδητά συγκαλύπτουν τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους, ο αντιλαϊκός χαρακτήρας του οποίου δεν ανατρέπεται από τις ανάγκες του για εκσυγχρονισμό κάποιων λειτουργιών του, ορισμένων θεσμών του, όπως στην τοπική-περιφερειακή διοίκηση, στις κεντρικές διοικητικές δομές του, στη σύνθεση της Βουλής, στον εκλογικό νόμο, ακόμα και στο ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας, στην αναθεώρηση του Συντάγματος κλπ. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ κρύβει ότι τα μέτρα εκσυγχρονισμού που προτείνει και τα σερβίρει ως μέτρα «εκδημοκρατισμού του κράτους» κάνουν το κράτος των μονοπωλίων πιο αποτελεσματικό στην προώθηση της αντιλαϊκής πολιτικής, ενώ δεν αναφέρεται στους διακρατικούς ευρωενωσιακούς κατασταλτικούς μηχανισμούς. Είναι χαρακτηριστική για τον αποπροσανατολιστικό της ρόλο η τοποθέτηση του Αλ. Τσίπρα στην ομιλία του στο Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο που εμφάνισε την αναδιάρθρωση του αστικού κράτους ως ικανή να εξυπηρετήσει εξίσου τους καπιταλιστές και τους εργαζόμενους: «Θα προχωρήσουμε στην πλήρη οργανωτική αναδιάρθρωση του κράτους. Με όρους κοινωνικής ανταποδοτικότητας και αντιγραφειοκρατικής και αποτελεσματικής εξυπηρέτησης του πολίτη. Αλλά και της υγιούς και παραγωγικής ιδιωτικής επιχειρηματικότητας»35.

Είναι απάτη ότι οι συνταγματικές αλλαγές, η βελτίωση στη λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών, π.χ. του κοινοβουλίου, θα οδηγήσουν σε ένα πολιτικό σύστημα που μπορεί να εκφράζει και τα εργατικά-λαϊκά συμφέροντα. Το αστικό κράτος ως συλλογικός υπερασπιστής της κυρίαρχης τάξης, της αστικής, δεν μπορεί παρά να εξυπηρετεί με τη δράση του τις αντικειμενικές νομοτέλειες του καπιταλισμού. Εξάλλου οι σημαντικές αποφάσεις δεν παίρνονται στο κοινοβούλιο, παίρνονται αλλού, στα επιτελεία των μονοπωλιακών ομίλων, των εγχώριων αστικών επιτελείων και των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Το κυβερνητικό πολιτικό προσωπικό δεν είναι ένα απλό υπηρετικό προσωπικό. Απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι οι γνησιότεροι εκπρόσωποί του συμμετέχουν σε τέτοια επιτελεία, περνάνε από τη διοίκηση ομίλων και από ερευνητικά κέντρα σε κυβερνητικές θέσεις, παίρνουν μέρος στη διοίκηση του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, των ευρωενωσιακών επιτελείων μέχρι και στη Λέσχη Μπίλντενμπεργκ. 

Είναι εξαπάτηση η υπόσχεση αντιμετώπισης της διαφθοράς και της διαπλοκής που πηγάζει από τη σχέση του πολιτικού προσωπικού και των μηχανισμών του κράτους με τους μονοπωλιακούς ομίλους που υπηρετούν. 

Σε αντιπαράθεση με αυτές τις θέσεις βρίσκεται η θέση του ΚΚΕ για την εργατική εξουσία: Η εργατική τάξη να κάνει κουμάντο εκεί που παράγεται ο πλούτος, να είναι κοινωνική ιδιοκτησία τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής που προϋποθέτει να έχει ανατραπεί η σχέση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και κερδοφορίας, σχέση-βάση για οποιοδήποτε νόμο ψηφίζει η βουλή. 

Η σχέση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, της κεντρικά σχεδιασμένης παραγωγής με στόχο τις κοινωνικές ανάγκες, είναι η οικονομική βάση πάνω στην οποία αναπτύσσεται η σχέση του εργατικού ελέγχου στις διοικήσεις σε όλη την κλίματα, αναπτύσσεται η εργατική συμμετοχή στα όργανα της δικής της εξουσίας. 


ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ στη Διακήρυξή του τάσσεται υπέρ μιας «ανεξάρτητης, πολυδιάστατης και φιλειρηνικής εξωτερικής πολιτικής που θα εδράζεται στην εθνική ανεξαρτησία μας και θα προστατεύει την εδαφική μας ακεραιότητα». Κάνει αναφορά στην «εγγύτατη συνάφεια με τις εστίες μόνιμης έντασης που αποτελούν οι χώρες της Μέσης Ανατολής […] πραγματικότητα (σ.σ. που) εγκυμονεί κινδύνους αλλά παρέχει και ευκαιρίες».36

Υποστηρίζει: Στήριξη της Κυπριακής Δημοκρατίας για την επίλυση του Κυπριακού, σεβασμό των διεθνών συμβάσεων και των σχετικών ψηφισμάτων του ΟΗΕ, απεμπλοκή από το ΝΑΤΟ, κατάργηση των ξένων στρατιωτικών βάσεων, αποτροπή της στρατιωτικής συνεργασίας με το Ισραήλ, εφαρμογή της αρχής «κανείς Ελληνας στρατιώτης σε πολεμικά μέτωπα έξω από τα σύνορα της χώρας».

Ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ, ενώ κάνει κριτική στο ΝΑΤΟ (με επιφανειακό τρόπο), από την άλλη δε λέει τίποτα σχετικά με τον Ευρωστρατό, την Ευρωαστυνομία κ.ά. δυνάμεις καταστολής που οργανώνονται στο πλαίσιο της ΕΕ. 

Με αυτές τις θέσεις του, φαινομενικά πιο προωθημένες από εκείνες της προεκλογικής του Διακήρυξης, επιχειρεί να αμβλύνει την επίδραση της κριτικής του Κόμματος. Στην ουσία έχουν το ίδιο πρόβλημα με τις θέσεις για το χαρακτήρα της πολιτικής στην Ελλάδα και στην ΕΕ. Αποσπά την εξωτερική πολιτική από την οικονομία, μιλά για «δεσμούς φιλίας και καλής γειτονίας με όλες ανεξαιρέτως τις χώρες», παραβλέποντας το γεγονός ότι τα κράτη είναι οντότητες με ταξικό προσδιορισμό. Αυτό φαίνεται πιο καθαρά στην αναφορά στις σχέσεις με το Ισραήλ, όπου στέκεται αρνητικά ως προς τη στρατιωτική συνεργασία, όχι και την πολιτική. Στην ουσία της η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ επιδιώκει την αναβάθμιση της θέσης της καπιταλιστικής Ελλάδας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων (γι’ αυτό και η επισήμανση «δεν είμαστε μόνο Ευρώπη»), όπου ναι μεν βλέπει κινδύνους, αλλά και ευκαιρίες. 


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η αποκάλυψη του χαρακτήρα, του ρόλου, των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ πρέπει να γίνεται σταθερά, επιχειρηματολογημένα, σε μαζική κλίμακα. Είναι προφανές ότι δε θα ανατραπεί άμεσα το ρεύμα μαζικής υποστήριξης μιας πρότασης εναλλακτικής διαχείρισης της κρίσης. Είναι φανερό ότι στις εργατικές λαϊκές διαθέσεις κυριαρχεί η αναζήτηση λύσης στα οξυμένα προβλήματά τους, διεξόδου από την κρίση χωρίς σύγκρουση με την εξουσία του κεφαλαίου. Αυτό εκδηλώθηκε και στις τελευταίες εκλογές, αλλά και σε επίπεδο κινητοποιήσεων, απεργιών, όπου κυριαρχεί η τάση αναδίπλωσης και σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνεται αναμονή στην προοπτική νέων εκλογών. Είναι σίγουρο ότι μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ή με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ γρήγορα θα αποκαλύψει τον πραγματικό της αστικό χαρακτήρα. Αυτό δε θα οδηγήσει αυθόρμητα στη ριζοσπαστικοποίηση, ενδεχομένως να ενισχύσει τάσεις μεγαλύτερης αναδίπλωσης και συμβιβασμού ή και εγκλωβισμού σε ακραίες αντιδραστικές θέσεις και πολιτικές. 

Το ζητούμενο για τους κομμουνιστές σε αυτές τις συνθήκες είναι να μην πάνε με το ρεύμα, αλλά κόντρα σε αυτό, να συμβάλουν ώστε να αποσπαστούν δυνάμεις με καλύτερη δυνατότητα προβληματισμού και με ορισμένη μαχητική στάση ζωής, να συσπειρωθούν πρωτοπόροι στους αγώνες εργάτες και αγωνιστές από άλλα λαϊκά στρώματα γύρω από την πολιτική πρόταση του ΚΚΕ, να αντιμετωπιστούν οι σχεδιασμοί που έχουν ως στόχο την απομόνωση του ΚΚΕ ή τον εξαναγκασμό του σε αλλαγή πολιτικής γραμμής. Να διαμορφώσουν τους όρους με τη δράση τους, ώστε να υπάρξει αντίσταση στην υποχώρηση και την ενσωμάτωση που θα επιδιωχτεί από «αριστερή» ή «δεξιά» κυβέρνηση, να βάλουν τις βάσεις μιας μελλοντικής ανόδου του κινήματος. Προϋπόθεση είναι η σταθερότητα στην πολιτική μας γραμμή, στη στρατηγική, η διαμόρφωση μιας πρωτοπορίας συσπειρωμένης γύρω από το ΚΚΕ, η σύνδεση και ανάπτυξη των δεσμών των ΚΟΒ και ΟΒ με ευρύτερες εργατικές και λαϊκές δυνάμεις, τη νεολαία τους, που δεν είναι ακόμα πεισμένες για την πολιτική πρόταση και γραμμή πάλης του ΚΚΕ. Προϋπόθεση είναι το μπόλιασμα των αγωνιστικών σκιρτημάτων με την προοπτική της πάλης για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου. 


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

* Κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ που εγκρίθηκε από το Πολιτικό Γραφείο.

1. Ιστοσελίδα: www.syriza.gr.

2. Ο.π.

3. Ιστοσελίδα: www.syriza.gr.

4. Ο.π.

5. Ιστοσελίδα: www.syriza.gr.

6. Ο.π.

7. Ως «τρίτος δρόμος για το σοσιαλισμό» χαρακτηρίστηκαν ρεφορμιστικά, επί της ουσίας, ιδεολογικά-πολιτικά ρεύματα που αμφισβητούσαν από τη μια την επαναστατική παράδοση του κομμουνιστικού κινήματος, την επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας, τη δικτατορία του προλεταριάτου και από την άλλη την κλασική ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατική θέση μεταρρύθμισης του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό. Επίδραση της αντίληψης του τρίτου δρόμου υπήρξε στον Ευρωκομμουνισμό, σε κινήματα της Λ. Αμερική κ.α. Στην Ελλάδα εκφραστής αυτών των θέσεων ήταν το ΠΑΣΟΚ στις δεκαετίες 1970-1980. 

8. Ιστοσελίδα: www.syriza.gr.

 9. Ιστοσελίδα: www.syriza.gr.

10. Ο.π.

11. Εφημερίδα «Ημερησία», 24 Νοέμβρη 2012.

12. Εφημερίδα «Ημερησία», 24 Νοέμβρη 2012.

13. Ο.π. 

14. Ιστοσελίδα: www.syriza.gr.

15. Ιστοσελίδα: www.syriza.gr.

16. Ο.π.

17. Ο.π.

18. Ιστοσελίδα: www.syriza.gr.

19. Ιστοσελίδα: www.syriza.gr.

20. Ο.π.

21. Ιστοσελίδα: www.iskra.gr.

22. Εφημερίδα «Η Αυγή», 25 Νοέμβρη 2012. 

23. Εφημερίδα «Η Αυγή», 3 Δεκέμβρη 2012.

24. Περιοδικό «Θέσεις» τεύχος 121, Οκτώβρης - Δεκέμβρης 2012, σελ. 21.

25. Ιστοσελίδα: www.syriza.gr.

26. Ιστοσελίδα: www.syriza.gr.

27. Ιστοσελίδα: www.syriza.gr.

28. Ο.π. 

29. Εφημερίδα «Η Αυγή», 3 Δεκέμβρη 2012, σελ. 4.

30. Εφημερίδα «Η Αυγή», 3 Δεκέμβρη 2012.

31. Ιστοσελίδα: www.syriza.gr

32. Ιστοσελίδα: www.syriza.gr

33. Εφημερίδα «Η Αυγή», 3 Δεκέμβρη 2012, σελ. 4. 

34. Ιστοσελίδα: www.syriza.gr 

35. Ιστοσελίδα: www.syriza.gr

36. Ιστοσελίδα: www.syriza.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ