Έθνος και ταξική συνείδηση - Το δεύτερο μέρος
Η κε του μπλοκ παραμένει μέχρι νεωτέρας εξωτερικός παρατηρητής στις συζητήσεις που ανοίγουν στα σχόλια –χωρίς ωστόσο να τις σνομπάρει- και συνεχίζει τις αναρτήσεις επί του ίδιου θέματος, τη σύνδεση του έθνους με την ταξική συνείδηση, πιάνοντας το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει χτες.
Ο εθνικισμός αποτελεί ένα –φαινομενικά μόνο- παράδοξο πρότυπο για την «κοσμοπολίτικη» αστική τάξη. Όπως είδαμε πριν εκφράζει την κοινωνική συμμαχία του κόσμου της ιδιοκτησίας, ταυτόχρονα όμως προσφέρει μια αίσθηση κοινότητας που είναι απαραίτητη για να συσπειρώσει ευρύτερα λαϊκά στρώματα, σε έναν αιματηρό αγώνα για τα συμφέροντα της αστικής τάξης –ενώ αντίθετα ο αστικός ατομικός φιλελευθερισμός δεν αρκεί για να εμπνεύσει κάποια αντίστοιχη στάση στις μάζες. Το πιο σημαντικό ωστόσο είναι πως η ιδέα του έθνους καταφέρνει να συνδέει φαντασιακά με υπερταξικό τρόπο την κοινωνία των ιδιωτών, χωρίς να αρνείται και να αμφισβητεί την ιδιωτική ιδιοκτησία.
Η αστική τάξη λοιπόν υιοθετεί μια εξόχως αντιιστορική αντίληψη για το έθνος, που το θεωρεί αιώνιο κι αχρονικό: ήταν είναι και θα είναι (για να θυμηθούμε και το γνωστό σύνθημα των σκοπιανοφάγων για τη μακεδονία). Συνεπώς χάνει την ικανότητα να σκέφτεται ορθολοικά και παραιτείται από κάθε στοιχείο ορθού λόγου που ήταν το βασικό πνευματικό της όχημα στην περίοδο του διαφωτισμού και στηρίζεται πλέον στην ψευδή συνείδηση, που αγγίζει τα όρια της μυθολογίας.
Τα απαραίτητα επόμενα βήματα σε αυτήν την πορεία είναι η φυσικοποίηση του έθνους, που εφόσον δε σχετίζεται με την ιστορική εξέλιξη, αποκτά βιολογική οντότητα και θεωρείται στοιχείο της φύσης. Η κοινότητα της βιολογικής φύσης των μελών του έθνους, που αναγνωρίζει μεν την ύπαρξη τάξεων, αλλά επαγέλλεται την υπέρβασή τους και την ταξική αλληλεγγύη στο όνομά της. Η νομοτελής ροπή προς το ρατσισμό, την ιδέα της βιολογικής ανωτερότητας και της εθνοφυλετική καθαρότητας, που πρέπει να προστατεύεται από προσμείξεις με κατώτερα γένη. Η φυσικοποίηση του ανταγωνισμού και ο μισανθρωπισμός, που θεωρεί ότι ο πόλεμος βρίσκεται στη φύση του ανθρώπου και αρνείται να δώσει κάποια άλλη προοπτική στην ανθρωπότητα, κηρύσσοντας ένα ιδιότυπο «τέλος της ιστορίας».
Θα παρακάμψουμε χωρίς περαιτέρω ανάλυση ένα υπαινικτικό σχόλιο του περικλή για τους εθνικούς πολιτισμούς, για να προχωρήσουμε στο ζήτημα της σχέσης του εθνικισμού με τους ταξικούς αγώνες. Καταρχάς ο περικλής διαχώρισε τον εθνικισμό ως επιθετική αστική ιδεολογία απ’ τον επαναστατικό πατριωτισμό που επηρέασε τα επαναστατικά σκιρτήματα του εικοστού αιώνα και τον είδαμε ενεργό από τη ρωσία του 17’, την κίνα και το βιετνάμ, μέχρι την κούβα και την ελλάδα, συχνά με ένα αντιιμπεριαλιστικό περίβλημα, που ενσαρκώνει τον αμυντικό αγώνα για την υπεράσπιση της πατρίδας από κάποιον εξωτερικό εχθρό. Γι’ αυτό και η κυρίαρχη αντίθεση γινόταν αντιληπτή μεταξύ «λαού και ξένων», ενώ η αστική τάξη που συνεργαζόταν με τους δεύτερους θεωρούνταν δωσίλογη, προδοτική και ξεπουλημένη.
Παρόλα αυτά η κριτική για πατριδολαγνεία που ασκείται στα κκ του εικοστού αιώνα είναι απλοϊκή και άθλια, αδυνατώντας να διαβάσει διαλεκτικά την ιστορία και το εκάστοτε επίπεδο συνείδησης –καθώς ο πλειοψηφικός κορμός αυτών των κινημάτων είναι ο αγροτικός πληθυσμός, που είναι βαθιά συνδεμένος με τη γη του και την υπεράσπισή της. Αλλά του διαφεύγει η γνήσια διεθνιστική σκοπιά, καθώς έχει ως άνω όριό της την αλληλεγγύη προς άλλα καταπιεζόμενα έθνη και στην καλύτερη μια κοινότητα αλληλέγγυων λαών, χωρίς όμως προοπτική υπέρβασής τους. Κατεξοχήν αγροτική ήταν πχ η κινέζικη επανάσταση, που ήταν με χοντροκομμένες αναλογίες κατά ένα 20% κομμουνισμός και κατά ένα 80% αγροτικός πατριωτισμός –που οδήγησε στο ουτοπικό σοσιαλιστικό μοντέλο με βάση την αγροτική κομμούνα. Τέτοιες δυνάμεις αναδεικνύονται σήμερα πχ και στο κίνημα των ιθαγενών της βολιβίας, που θεωρούν τη γη κοινή τους μητέρα, δοσμένη από το θεό.
Κι ερχόμαστε στην εποχή μας, όπου κάποιοι προβάλλουν την αντιιμπεριαλιστική πτυχή και τη συγκρότηση εθνικών λαϊκών μετώπων ως το βασικό θεμέλιο για μια επαναστατική τακτική. Αυτοί οι κρίκοι όμως οδηγούν σε αποτελέσματα, μόνο όταν είναι υποταγμένοι στα ταξικά προτάγματα, διαφορετικά οδηγούν στην ήττα –όπως στην περίπτωση του εαμικού κινήματος, με την ασθενή δυστυχώς ταξική ανάλυση, αλλά και της εδα που πάτησε εν μέρει στο εαμικό κεκτημένο.
Όσοι ιεραρχούν σήμερα τέτοιους επιμέρους κρίκους ψηλότερα από το ταξικό στοιχείο, φαίνεται να αγνοούν πως αυτά τα προτάγματα δε διερμηνεύουν καμία πηγή της σημερινής κακοδαιμονίας. Όσοι προβάλλουν για προπαγανδιστικούς λόγους πχ την έξοδο από την ευρωζώνη ως πρώτο βήμα για μια σοσιαλιστική προοπτική, φαίνεται να υποτιμούν πως η συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ένωση δεν είναι κάτι που επιβλήθηκε έξωθεν στην ελληνική αστική τάξη αλλά μια εσωτερική ανάγκη και στρατηγική της επιλογή, χωρίς την οποία δύσκολα θα μπορούσε να επιβιώσει. Παράλληλα μοιάζουν να ξεχνάνε πως το κίνημα δε θα μπορούσε να μείνει σε αυτό το πρώτο βήμα, αλλά θα έπρεπε να προχωρήσει ταυτόχρονα και στο έκτο, το έβδομο και το όγδοο, προς τη μοναδική εναλλακτική προοπτική που ανοίγεται μπροστά του και δεν είναι άλλη από τη σοσιαλιστική. Συνεπώς ακόμα κι η καλοπροαίρετη ανακύκλωση σχημάτων του παρελθόντος καταλήγει να παίζει στο γήπεδο του αντιπάλου με τους δικούς του όρους και να είναι εκτός εποχής.
Σήμερα η αιχμή του δικού μας πολιτικού λόγου δε μπορεί να είναι το εθνικό ζήτημα, αλλά η καλλιέργεια της ταξικής συνείδησης, όχι από μια στενά εργατίστικη σκοπιά, αλλά από το πρίσμα της πανανθρώπινης χειραφέτησης και της μοναδικής προοπτικής που μπορεί να ενώσει πραγματικά την ανθρωπότητα. Ο περικλής συνέδεσε μάλιστα τις δυνατότητες αυτής της ζύμωσης με το επίπεδο της σύγχρονης μορφωμένης εργατικής τάξης, που χρειάζεται να πειστεί και να εμπνευστεί να παλέψει για τη σοσιαλιστική προοπτική, κι όχι να συρθεί σε αυτή την πάλη με το «τέχνασμα» ενός «χρήσιμου» εθνικού μύθου. Κι έκλεισε την εισήγησή του με μια πολύ εύστοχη σπόντα και τον σαφή διαχωρισμό του απ’ όσους απογοητεύτηκαν από τη στασιμότητα του ταξικού κινήματος και γοητεύτηκαν από τα εθνικά προτάγματα, ακολουθώντας το παράδειγμα της αλεπούς του αισώπου με τα κρεμαστάρια
Από τη συζήτηση που ακολούθησε, ξεχωρίζω μια σύντομη αναφορά του σοβιετικού κυριούλη στον όρο του αδύναμου (ή ασθενή κατά το ρεύμα της ΛτΙ) κρίκου, που δεν πρέπει να νοείται μόνο με την έννοια της όξυνσης των αντιφάσεων και της δυνάμει επαναστατικής κρίσης, αλλά και με αυτήν της απόσπασης του κρίκου από την ιμπεριαλιστική αλυσίδα και της αυτόνομης ύπαρξής του έξω από το διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό παραγωγής. Συνεπώς δε μπορεί να είναι μια οποιαδήποτε χώρα –όπως δεν ήτανε η ρωσία του 17’, με το ένα έκτο των εδαφών του πλανήτη και το πλούσιο υπέδαφος που διέθετε- πόσο μάλλον στις σημερινές συνθήκες έντασης της αλληλεξάρτησης των επιμέρους εθνικών οικονομιών. Γι’ αυτό και το πιο πιθανό είναι οι αδύναμοι κρίκοι της δικής μας εποχής να μην αφορούν έθνη-κράτη αλλά ολόκληρες περιοχές.
Κλείνοντας αυτή τη διπλή ανάρτηση, θέλω να σταθώ σε ένα βασικό σημείο. Ο εθνικισμός είναι μόνο μία πτυχή του φασιστικού φαινομένου, που πρέπει να ιδωθεί και να εξεταστεί παράλληλα με τη μαρξιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό και τις καπιταλιστικές κρίσεις. Όποιος γκρινιάζει ωστόσο για τη θεωρητική ανεπάρκεια του μαρξισμού και τους κομμουνιστές που πιάστηκαν στον ύπνο με το δυνάμωμα και την προέλαση των νεοναζί (αγνοώντας μεταξύ άλλων τη σχετική θεωρητική δουλειά που έχει γίνει σχετικά στη λδγ) για να μας σερβίρει ένα δικό του θεωρητικό πασάλειμμα με μπόλικη δόση αυταρέσκειας και ξαναζεσταμένα υλικά, το μόνο που καταφέρει να αποδείξει περίτρανα είναι το δικό του θεωρητικό έλλειμμα. Και πέραν τούτου ουδέν.
Προβοκάτσια από Μπρεζνιεφικό απολίθωμα
Η κε του μπλοκ παραμένει μέχρι νεωτέρας εξωτερικός παρατηρητής στις συζητήσεις που ανοίγουν στα σχόλια –χωρίς ωστόσο να τις σνομπάρει- και συνεχίζει τις αναρτήσεις επί του ίδιου θέματος, τη σύνδεση του έθνους με την ταξική συνείδηση, πιάνοντας το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει χτες.
Ο εθνικισμός αποτελεί ένα –φαινομενικά μόνο- παράδοξο πρότυπο για την «κοσμοπολίτικη» αστική τάξη. Όπως είδαμε πριν εκφράζει την κοινωνική συμμαχία του κόσμου της ιδιοκτησίας, ταυτόχρονα όμως προσφέρει μια αίσθηση κοινότητας που είναι απαραίτητη για να συσπειρώσει ευρύτερα λαϊκά στρώματα, σε έναν αιματηρό αγώνα για τα συμφέροντα της αστικής τάξης –ενώ αντίθετα ο αστικός ατομικός φιλελευθερισμός δεν αρκεί για να εμπνεύσει κάποια αντίστοιχη στάση στις μάζες. Το πιο σημαντικό ωστόσο είναι πως η ιδέα του έθνους καταφέρνει να συνδέει φαντασιακά με υπερταξικό τρόπο την κοινωνία των ιδιωτών, χωρίς να αρνείται και να αμφισβητεί την ιδιωτική ιδιοκτησία.
Η αστική τάξη λοιπόν υιοθετεί μια εξόχως αντιιστορική αντίληψη για το έθνος, που το θεωρεί αιώνιο κι αχρονικό: ήταν είναι και θα είναι (για να θυμηθούμε και το γνωστό σύνθημα των σκοπιανοφάγων για τη μακεδονία). Συνεπώς χάνει την ικανότητα να σκέφτεται ορθολοικά και παραιτείται από κάθε στοιχείο ορθού λόγου που ήταν το βασικό πνευματικό της όχημα στην περίοδο του διαφωτισμού και στηρίζεται πλέον στην ψευδή συνείδηση, που αγγίζει τα όρια της μυθολογίας.
Τα απαραίτητα επόμενα βήματα σε αυτήν την πορεία είναι η φυσικοποίηση του έθνους, που εφόσον δε σχετίζεται με την ιστορική εξέλιξη, αποκτά βιολογική οντότητα και θεωρείται στοιχείο της φύσης. Η κοινότητα της βιολογικής φύσης των μελών του έθνους, που αναγνωρίζει μεν την ύπαρξη τάξεων, αλλά επαγέλλεται την υπέρβασή τους και την ταξική αλληλεγγύη στο όνομά της. Η νομοτελής ροπή προς το ρατσισμό, την ιδέα της βιολογικής ανωτερότητας και της εθνοφυλετική καθαρότητας, που πρέπει να προστατεύεται από προσμείξεις με κατώτερα γένη. Η φυσικοποίηση του ανταγωνισμού και ο μισανθρωπισμός, που θεωρεί ότι ο πόλεμος βρίσκεται στη φύση του ανθρώπου και αρνείται να δώσει κάποια άλλη προοπτική στην ανθρωπότητα, κηρύσσοντας ένα ιδιότυπο «τέλος της ιστορίας».
Θα παρακάμψουμε χωρίς περαιτέρω ανάλυση ένα υπαινικτικό σχόλιο του περικλή για τους εθνικούς πολιτισμούς, για να προχωρήσουμε στο ζήτημα της σχέσης του εθνικισμού με τους ταξικούς αγώνες. Καταρχάς ο περικλής διαχώρισε τον εθνικισμό ως επιθετική αστική ιδεολογία απ’ τον επαναστατικό πατριωτισμό που επηρέασε τα επαναστατικά σκιρτήματα του εικοστού αιώνα και τον είδαμε ενεργό από τη ρωσία του 17’, την κίνα και το βιετνάμ, μέχρι την κούβα και την ελλάδα, συχνά με ένα αντιιμπεριαλιστικό περίβλημα, που ενσαρκώνει τον αμυντικό αγώνα για την υπεράσπιση της πατρίδας από κάποιον εξωτερικό εχθρό. Γι’ αυτό και η κυρίαρχη αντίθεση γινόταν αντιληπτή μεταξύ «λαού και ξένων», ενώ η αστική τάξη που συνεργαζόταν με τους δεύτερους θεωρούνταν δωσίλογη, προδοτική και ξεπουλημένη.
Παρόλα αυτά η κριτική για πατριδολαγνεία που ασκείται στα κκ του εικοστού αιώνα είναι απλοϊκή και άθλια, αδυνατώντας να διαβάσει διαλεκτικά την ιστορία και το εκάστοτε επίπεδο συνείδησης –καθώς ο πλειοψηφικός κορμός αυτών των κινημάτων είναι ο αγροτικός πληθυσμός, που είναι βαθιά συνδεμένος με τη γη του και την υπεράσπισή της. Αλλά του διαφεύγει η γνήσια διεθνιστική σκοπιά, καθώς έχει ως άνω όριό της την αλληλεγγύη προς άλλα καταπιεζόμενα έθνη και στην καλύτερη μια κοινότητα αλληλέγγυων λαών, χωρίς όμως προοπτική υπέρβασής τους. Κατεξοχήν αγροτική ήταν πχ η κινέζικη επανάσταση, που ήταν με χοντροκομμένες αναλογίες κατά ένα 20% κομμουνισμός και κατά ένα 80% αγροτικός πατριωτισμός –που οδήγησε στο ουτοπικό σοσιαλιστικό μοντέλο με βάση την αγροτική κομμούνα. Τέτοιες δυνάμεις αναδεικνύονται σήμερα πχ και στο κίνημα των ιθαγενών της βολιβίας, που θεωρούν τη γη κοινή τους μητέρα, δοσμένη από το θεό.
Κι ερχόμαστε στην εποχή μας, όπου κάποιοι προβάλλουν την αντιιμπεριαλιστική πτυχή και τη συγκρότηση εθνικών λαϊκών μετώπων ως το βασικό θεμέλιο για μια επαναστατική τακτική. Αυτοί οι κρίκοι όμως οδηγούν σε αποτελέσματα, μόνο όταν είναι υποταγμένοι στα ταξικά προτάγματα, διαφορετικά οδηγούν στην ήττα –όπως στην περίπτωση του εαμικού κινήματος, με την ασθενή δυστυχώς ταξική ανάλυση, αλλά και της εδα που πάτησε εν μέρει στο εαμικό κεκτημένο.
Όσοι ιεραρχούν σήμερα τέτοιους επιμέρους κρίκους ψηλότερα από το ταξικό στοιχείο, φαίνεται να αγνοούν πως αυτά τα προτάγματα δε διερμηνεύουν καμία πηγή της σημερινής κακοδαιμονίας. Όσοι προβάλλουν για προπαγανδιστικούς λόγους πχ την έξοδο από την ευρωζώνη ως πρώτο βήμα για μια σοσιαλιστική προοπτική, φαίνεται να υποτιμούν πως η συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ένωση δεν είναι κάτι που επιβλήθηκε έξωθεν στην ελληνική αστική τάξη αλλά μια εσωτερική ανάγκη και στρατηγική της επιλογή, χωρίς την οποία δύσκολα θα μπορούσε να επιβιώσει. Παράλληλα μοιάζουν να ξεχνάνε πως το κίνημα δε θα μπορούσε να μείνει σε αυτό το πρώτο βήμα, αλλά θα έπρεπε να προχωρήσει ταυτόχρονα και στο έκτο, το έβδομο και το όγδοο, προς τη μοναδική εναλλακτική προοπτική που ανοίγεται μπροστά του και δεν είναι άλλη από τη σοσιαλιστική. Συνεπώς ακόμα κι η καλοπροαίρετη ανακύκλωση σχημάτων του παρελθόντος καταλήγει να παίζει στο γήπεδο του αντιπάλου με τους δικούς του όρους και να είναι εκτός εποχής.
Σήμερα η αιχμή του δικού μας πολιτικού λόγου δε μπορεί να είναι το εθνικό ζήτημα, αλλά η καλλιέργεια της ταξικής συνείδησης, όχι από μια στενά εργατίστικη σκοπιά, αλλά από το πρίσμα της πανανθρώπινης χειραφέτησης και της μοναδικής προοπτικής που μπορεί να ενώσει πραγματικά την ανθρωπότητα. Ο περικλής συνέδεσε μάλιστα τις δυνατότητες αυτής της ζύμωσης με το επίπεδο της σύγχρονης μορφωμένης εργατικής τάξης, που χρειάζεται να πειστεί και να εμπνευστεί να παλέψει για τη σοσιαλιστική προοπτική, κι όχι να συρθεί σε αυτή την πάλη με το «τέχνασμα» ενός «χρήσιμου» εθνικού μύθου. Κι έκλεισε την εισήγησή του με μια πολύ εύστοχη σπόντα και τον σαφή διαχωρισμό του απ’ όσους απογοητεύτηκαν από τη στασιμότητα του ταξικού κινήματος και γοητεύτηκαν από τα εθνικά προτάγματα, ακολουθώντας το παράδειγμα της αλεπούς του αισώπου με τα κρεμαστάρια
Από τη συζήτηση που ακολούθησε, ξεχωρίζω μια σύντομη αναφορά του σοβιετικού κυριούλη στον όρο του αδύναμου (ή ασθενή κατά το ρεύμα της ΛτΙ) κρίκου, που δεν πρέπει να νοείται μόνο με την έννοια της όξυνσης των αντιφάσεων και της δυνάμει επαναστατικής κρίσης, αλλά και με αυτήν της απόσπασης του κρίκου από την ιμπεριαλιστική αλυσίδα και της αυτόνομης ύπαρξής του έξω από το διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό παραγωγής. Συνεπώς δε μπορεί να είναι μια οποιαδήποτε χώρα –όπως δεν ήτανε η ρωσία του 17’, με το ένα έκτο των εδαφών του πλανήτη και το πλούσιο υπέδαφος που διέθετε- πόσο μάλλον στις σημερινές συνθήκες έντασης της αλληλεξάρτησης των επιμέρους εθνικών οικονομιών. Γι’ αυτό και το πιο πιθανό είναι οι αδύναμοι κρίκοι της δικής μας εποχής να μην αφορούν έθνη-κράτη αλλά ολόκληρες περιοχές.
Κλείνοντας αυτή τη διπλή ανάρτηση, θέλω να σταθώ σε ένα βασικό σημείο. Ο εθνικισμός είναι μόνο μία πτυχή του φασιστικού φαινομένου, που πρέπει να ιδωθεί και να εξεταστεί παράλληλα με τη μαρξιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό και τις καπιταλιστικές κρίσεις. Όποιος γκρινιάζει ωστόσο για τη θεωρητική ανεπάρκεια του μαρξισμού και τους κομμουνιστές που πιάστηκαν στον ύπνο με το δυνάμωμα και την προέλαση των νεοναζί (αγνοώντας μεταξύ άλλων τη σχετική θεωρητική δουλειά που έχει γίνει σχετικά στη λδγ) για να μας σερβίρει ένα δικό του θεωρητικό πασάλειμμα με μπόλικη δόση αυταρέσκειας και ξαναζεσταμένα υλικά, το μόνο που καταφέρει να αποδείξει περίτρανα είναι το δικό του θεωρητικό έλλειμμα. Και πέραν τούτου ουδέν.
Προβοκάτσια από Μπρεζνιεφικό απολίθωμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου