ΓΙΑΛΤΑ: ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ - ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
ΠΩΣ ΦΤΑΣΑΜΕ ΣΤΗ ΓΙΑΛΤΑ
Τις ρίζες της διάσκεψης της Γιάλτας (4-11 Φλεβάρη του 1945) οφείλουμε να τις αναζητήσουμε τόσο στο συσχετισμό δυνάμεων που διαμορφωνόταν με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όσο και στις συνθήκες που οδήγησαν σε αυτόν. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν αποτέλεσμα των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων που κληροδότησε και η ιμπεριαλιστική ειρήνη μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το τι σημαίνει μοίρασμα του κόσμου μέσα από μια ιμπεριαλιστική ειρήνη φάνηκε από τις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συνθήκη των Βερσαλλιών, επιβάλλοντας «άνισα» αντίμετρα στους ηττημένους, προετοίμαζε στην ουσία μια νέα ενδοϊμπεριαλιστική αναμέτρηση. Την ίδια άποψη, αν και από διαφορετική ταξική σκοπιά, διατυπώνουν και δύο από τους πρωταγωνιστές του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου.
Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ σημείωνε ότι: «Οι οικονομικοί όροι της συνθήκης (των Βερσαλλιών, 1919) ήταν τόσο παράλογοι ώστε ήταν προφανές ότι θα αποβούν μάταιοι. Καταδίκαζαν τη Γερμανία να πληρώσει τεράστιες αποζημιώσεις. Αυτές οι απαγορεύσεις εξέφραζαν την οργή των νικητών, αλλά υποδήλωναν ταυτόχρονα πως δεν αντιλαμβάνονται ότι κανένα έθνος και καμιά νικημένη χώρα δεν μπορεί ποτέ να πληρώσει αποζημίωση που να καλύπτει το κόστος του σύγχρονου πολέμου»1.
Επίσης αναφέρεται ότι ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, ως οικονομικός σύμβουλος της συνδιάσκεψης των Βερσαλλιών, «με μοναδική διορατικότητα […] παραιτήθηκε από τη θέση του μόλις έμαθε τους όρους της συνθήκης των Βερσαλλιών, δηλώνοντας ότι δεν θα μπορούσαν παρά να προκαλέσουν νέο πόλεμο μετά από είκοσι χρόνια»2.
Ετσι και αλλιώς η ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού οδηγεί σε ανακατατάξεις ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες (ιμπεριαλιστικές δυνάμεις) και στην όξυνση των μεταξύ τους αντιθέσεων3. Η καπιταλιστική οικονομική κρίση υπερπαραγωγής του 1929-1933 συσσώρευσε οξυμένες αντιθέσεις τη δεκαετία του 1930, ιδιαίτερα μετά την αδύναμη ανάκαμψη και τη νέα κρίση του 1938. Η ανάγκη να ξεπεραστούν οδήγησε στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η γερμανική και η ιταλική αστική τάξη επιδίωκαν μέσω του πολέμου το ξαναμοίρασμα των σφαιρών επιρροής, με τρόπο ευνοϊκότερο για τις ίδιες και ιδιαίτερα να ηγηθεί η Γερμανία σε μια διαδικασία ενοποίησης της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής αγοράς.
Αυτόν τον άδικο ιμπεριαλιστικό πόλεμο δεν τον παρεμπόδισαν, δεν τον αναχαίτισαν ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, η Μ. Βρετανία, γιατί επιδίωκαν να τον χρησιμοποιήσουν για τη συντριβή της ΕΣΣΔ.
Η Σοβιετική Ενωση προσπάθησε να αξιοποιήσει τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, με στόχο την προάσπιση της σοσιαλιστικής εξουσίας. Οπως ήταν φυσικό, οι επιδιωκόμενες συμμαχίες δεν είχαν ως βάση τα κοινά ταξικά συμφέροντα με οποιονδήποτε από τους δύο ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς. Η εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ενωσης κινήθηκε στην κατεύθυνση της δημιουργίας αντιφασιστικής συμμαχίας. Ανάλογη πολιτική είχαν και τα ΚΚ στις καπιταλιστικές χώρες στη βάση των επεξεργασιών του 7ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Στη συνέχεια, μετά τη σύναψη του Συμφώνου ανάμεσα στη Γερμανία και την Ιαπωνία, το οποίο ονομάστηκε «Αντικομιντέρν» Σύμφωνο (1936), ενέτεινε τις προσπάθειες για τη δημιουργία συμμαχίας ενάντια στο φασιστικό άξονα, οι οποίες όμως απέβησαν άκαρπες.
Οι αστικές δημοκρατίες της καπιταλιστικής Ευρώπης και των ΗΠΑ επιδίωξαν σε πρώτη φάση να στρέψουν τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις της ναζιστικής Γερμανίας προς την Ανατολή και συγκεκριμένα προς την κατάκτηση της Σοβιετικής Ενωσης, ελπίζοντας στην αποδυνάμωση της πρώτης και τη συντριβή της δεύτερης. Κυριάρχησε έτσι η πολιτική της στήριξης των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων του φασιστικού άξονα, δηλώνοντας ουδετερότητα στην επίθεση της φασιστικής Ιταλίας στην Αιθιοπία (1936)4. Σταθερά προσανατολισμένες στον αντικομμουνισμό, στήριξαν το φασιστικό πραξικόπημα του Φράνκο στην Ισπανία που είχε τη στρατιωτική συνδρομή των δυνάμεων του Αξονα5. Το 1938 παρέδωσαν την Τσεχοσλοβακία στη ναζιστική Γερμανία με τη Συμφωνία του Μονάχου, με την ακύρωση των δεσμεύσεών τους για την προστασία της. Το 1939 υποκίνησαν την επιθετική στάση της Φινλανδίας έναντι της Σοβιετικής Ενωσης. Στη συνέχεια κι ενώ είχε ήδη ξεκινήσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, συνέβαλαν στο σοβιετοφινλανδικό πόλεμο, εξοπλίζοντας τους Φινλανδούς και διεξάγοντας αντισοβιετική καμπάνια σε όλη την Ευρώπη, ενώ παράλληλα προετοιμάζονταν και για δική τους εισβολή στην ΕΣΣΔ 6. Σημειώνουμε ότι σε όλη τη δεκαετία του 1930 στις ευρωπαϊκές καπιταλιστικές χώρες διεξαγόταν διαπάλη στο εσωτερικό των αστικών τάξεων ανάμεσα σε φιλογερμανικές και αγγλόφιλες μερίδες για το ποιο αστικό κράτος θα ηγηθεί της καπιταλιστικής Ευρώπης, ώστε να προστατέψει τα άμεσα και μακρόχρονα αστικά συμφέροντα.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η Σοβιετική Ενωση προχώρησε σε σύναψη Συμφώνου μη επίθεσης με τη ναζιστική Γερμανία, του γνωστού Συμφώνου Μολότοφ - Ρίμπεντροπ (Αύγουστος 1939). Κέρδισε έτσι δύο χρόνια, χρονικό διάστημα σημαντικό για να οργανώσει καλύτερα την άμυνά της.
Μετά τη ναζιστική επίθεση εναντίον της, η Σοβιετική Ενωση διεξήγαγε τον πόλεμο σε συμμαχία με τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία. Από την πλευρά της Σοβιετικής Ενωσης ο πόλεμος ήταν από την αρχή αμυντικός και στη συνέχεια αντιιμπεριαλιστικός. Ολα τα στοιχεία φανερώνουν ότι οι ΗΠΑ, επιδιώκοντας να αξιοποιήσουν τον πόλεμο ως προσοδοφόρα επιχείρηση για τα αμερικάνικα μονοπώλια και να βγουν οι μόνοι κερδισμένοι στο τέλος του πολέμου, αναχαιτίζοντας τη γερμανική δυναμική και υπονομεύοντας τη βρετανική πρωτοκαθεδρία, κράτησαν μια πιο ευέλικτη στάση απέναντι στην ΕΣΣΔ. Ταυτόχρονα με αυτή την τακτική, όπως σημειώνεται σε ορισμένες αναλύσεις, οι ΗΠΑ προσπαθούσαν να πιέσουν την ΕΣΣΔ εκεί που «πόναγε», στην ανάγκη της δηλαδή να διασφαλίσει όσο το δυνατό μακροχρόνια ειρήνη για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Είναι χαρακτηριστικές οι εξής αναφορές Αμερικανών ιστορικών: «Οπως πολλοί οξυδερκείς πολιτικοί αναλυτές εκείνη τη περίοδο, συμπεριλαμβανομένου του Ρούσβελτ, πίστευε ότι αυτό που ήθελε ο Στάλιν -αυτό που κατά τη γνώμη του χρειάζονταν η Σοβιετική Ενωση- δεν ήταν ο πόλεμος, αλλά ένας ειρηνικός κόσμος, για να συνεχίσει η Σοβιετική Ενωση τη μεταμόρφωσή της από μια υποανάπτυκτη αγροτική χώρα σε ένα βιομηχανικό κράτος του 20ού αιώνα»7.
Ετσι λίγους μήνες ήδη μετά τη ναζιστική επέμβαση στην ΕΣΣΔ, τον Οκτώβρη του 1941, ξεκίνησε η παροχή υλικής βοήθειας εκ μέρους των ΗΠΑ προς την ΕΣΣΔ.
Η συμμαχία ενάντια στον Αξονα είχε ως ημερομηνία λήξης την ήττα των δυνάμεών του. Αλλωστε η πάλη ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δεν είχε εξαλειφθεί μέσα στη συμμαχία και εκδηλωνόταν στο εσωτερικό των αντιφασιστικών μετώπων. Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η πάλη αυτή οξύνθηκε.
Ο πρωταγωνιστικός ρόλος των κομμουνιστικών κομμάτων στην αντιφασιστική πάλη που οδήγησε στη ριζοσπαστικοποίηση ευρύτερων μαζών από τη μια πλευρά και ο ρόλος του Κόκκινου Στρατού που προέλαυνε από την άλλη, ήταν παράγοντες που έπρεπε να συνυπολογιστούν στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονταν για τις μεταπολεμικές εξελίξεις. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είχαν συνείδηση της κατάστασης που θα διαμορφωνόταν πάνω στα ερείπια και τα αποκαΐδια του πολέμου και γι’ αυτό, ακόμα και κατά τη διάρκειά του, επεδίωκαν την όσο το δυνατό μεγαλύτερη αποδυνάμωση της Σοβιετικής Ενωσης. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι οι αγγλοαμερικάνοι ιμπεριαλιστές, παρά τις συμφωνίες τους με τη Σοβιετική Ενωση, άνοιξαν το δεύτερο μέτωπο στην ηπειρωτική Ευρώπη μόλις τον Ιούνη του 1944, έπειτα από πολλές αναστολές και προφάσεις. Αντίθετα, σε όλη τη διάρκεια του πολέμου είχαν ανοιχτή γραμμή και επεδίωκαν συνεννόηση με τις δυνάμεις του Αξονα. Τον Αύγουστο του 1943, στο Κεμπέκ του Καναδά, ΗΠΑ και Μ. Βρετανία, εκτιμώντας την πορεία του πολέμου και το πέρασμα του Κόκκινου Στρατού στην αντεπίθεση, συμφώνησαν ότι σε περίπτωση που οι γερμανικές δυνάμεις υποχωρούσαν από τις κατεχόμενες χώρες, θα πραγματοποιούσαν από κοινού έκτακτη εισβολή στην ευρωπαϊκή ήπειρο, με στόχο την κατάληψη όσο γίνεται μεγαλύτερου εδάφους της8. Επομένως, κίνητρο γι’ αυτό τον αγώνα δρόμου δεν ήταν τα συμμαχικά τους καθήκοντα, αλλά η ανησυχητικά γρήγορη επέλαση του Κόκκινου Στρατού που καταδίωκε τα ναζιστικά στρατεύματα προς τα εδάφη της Γερμανίας.
Τα γεγονότα που παρατέθηκαν παραπάνω φανερώνουν πως οι συζητήσεις που διεξήγαγε η Σοβιετική Ενωση με τους συμμάχους της για τη διεξαγωγή του πολέμου και τη μεταπολεμική Ευρώπη, δεν ακυρώνουν το γεγονός της αντικειμενικής σύγκρουσης δύο εντελώς διαφορετικών οικονομικοκοινωνικών σχηματισμών, του σοσιαλισμού και του καπιταλισμού.
ΤΙ ΣΥΖΗΤΗΘΗΚΕ ΣΤΗ ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΓΙΑΛΤΑΣ
Στις 4-11 Φλεβάρη του 1945 διεξήχθη στο Ανάκτορο Λιβάντια, στη Γιάλτα της Κριμαίας, η συνδιάσκεψη ανάμεσα στις αντιπροσωπείες των ΗΠΑ, της Μ. Βρετανίας και της ΕΣΣΔ, με επικεφαλής αντίστοιχα τον πρόεδρο Ρούσβελτ, τον πρωθυπουργό Τσόρτσιλ και τον πρόεδρο του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού της ΕΣΣΔ Ι. Β. Στάλιν. Στη διάσκεψη της Γιάλτας, όπως και σε άλλες της αντίστοιχης περιόδου, δεν κρατούνταν επίσημα πρακτικά. Κάθε πλευρά κρατούσε τα δικά της πρακτικά και καταγράφονταν από κοινού μόνο τα ντοκουμέντα που είχαν το χαρακτήρα των τελικών αποφάσεων. Εκ τούτου είναι ευκολονόητο ότι μπορούμε να κρίνουμε τις συζητήσεις μόνο μέσα από τις αναμνήσεις των συμμετεχόντων, τα ξεχωριστά πρακτικά της κάθε πλευράς και τα ντοκουμέντα που έχουν πια δημοσιοποιηθεί9.
Βασισμένοι στα επίσημα πρωτόκολλα και ανακοινωθέντα μπορούμε να σκιαγραφήσουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκαν οι διαπραγματεύσεις και τα θέματα στα οποία εστίασαν. Με δεδομένο το γεγονός ότι ο πόλεμος δεν είχε ακόμα τελειώσει, είναι φυσιολογικό ότι η διάσκεψη ασχολήθηκε και με τις πολεμικές επιχειρήσεις. Ετσι αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«Εξετάσαμε και καθορίσαμε τα πολεμικά σχέδια των τριών σύμμαχων δυνάμεων με σκοπό την οριστική συντριβή του κοινού εχθρού. Τα στρατιωτικά επιτελεία των τριών σύμμαχων εθνών, στη διάρκεια της διάσκεψης είχαν καθημερινές συσκέψεις. Οι συσκέψεις αυτές ήταν σε ανώτατο βαθμό ικανοποιητικές από όλες τις απόψεις και οδήγησαν στον μεγαλύτερο συντονισμό των πολεμικών προσπαθειών των τριών συμμάχων περισσότερο από κάθε άλλη φορά πριν»10.
Επιπλέον συμφωνήθηκε -μετά τη διαφαινόμενη ήττα της Γερμανίας- να ενισχυθεί απ’ όλους τους συμμάχους το Μέτωπο της Απω Ανατολής, με όρο τη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Μογγολίας, την επιστροφή στη Σοβιετική Ενωση της ναυτικής βάσης του Πορτ Αρθουρ και των Κουρίλων Νήσων11.
Το δεύτερο θέμα αφορούσε τους όρους της συνθηκολόγησης της Γερμανίας: «Συμφωνήσαμε για τη γενική πολιτική και τα σχέδια της αναγκαστικής εφαρμογής των όρων της άνευ όρων συνθηκολόγησης, που θα επιβάλλουμε από κοινού στη ναζιστική Γερμανία, όταν η γερμανική ένοπλη αντίσταση συντριβεί οριστικά […] Σύμφωνα με τα σχέδια που εγκρίθηκαν, οι ένοπλες δυνάμεις των τριών κρατών θα καταλάβουν στη Γερμανία χωριστές ζώνες […] Αμετάκλητος σκοπός μας είναι η εκμηδένιση του γερμανικού μιλιταρισμού και ναζισμού και η δημιουργία εγγυήσεων, ότι ποτέ πια η Γερμανία δε θα είναι σε θέση να διασαλεύσει την ειρήνη όλου του κόσμου»12.
Ενα από τα βασικά ζητήματα που αφορούσαν τους όρους συνθηκολόγησης της Γερμανίας αναφερόταν στις αποζημιώσεις που έπρεπε να δώσει στις χώρες που επλήγησαν από τον πόλεμο και τη γερμανική κατοχή. Αναφέρεται χαρακτηριστικά στις αποφάσεις:
«Εξετάσαμε το ζήτημα ζημιών που προξένησε η Γερμανία στις σύμμαχες χώρες σε αυτό τον πόλεμο και θεωρήσαμε δίκαιο να υποχρεώσουμε τη Γερμανία να καταβάλει αποζημιώσεις σε είδος για τις ζημιές στον ανώτατο δυνατό βαθμό»13.
Επίσης, υπήρξε συμφωνία των συμμάχων για την εξέταση του ζητήματος των αρχιεγκληματιών πολέμου και τη διαμόρφωση εισήγησης σε κατάλληλο χρόνο από τους υπουργούς Εξωτερικών14.Ακόμα πάρθηκαν μέτρα για τη διευκόλυνση του επαναπατρισμού των απελευθερωμένων αιχμαλώτων πολέμου που ανήκαν στα συμμαχικά στρατεύματα15.
Εξίσου σημαντικά ήταν τα θέματα που μπήκαν στη συνδιάσκεψη και αφορούσαν την επόμενη μέρα του πολέμου. Οι αντιπροσωπείες υπέγραψαν διακήρυξη για την απελευθερωμένη Ευρώπη:
«Αυτή η Διακήρυξη προβλέπει τη σύμφωνη πολιτική των τριών δυνάμεων και τις κοινές τους ενέργειες για την επίλυση των πολιτικών και οικονομικών προβλημάτων της απελευθερωμένης Ευρώπης, σύμφωνα με τις δημοκρατικές αρχές […] Σύμφωνα με τις αρχές του Χάρτη του Ατλαντικού για το δικαίωμα όλων των λαών να εκλέγουν τη μορφή της κυβέρνησης με την οποία θα ζήσουν, πρέπει να εξασφαλιστεί η αποκατάσταση των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της αυτοκυβέρνησης στους λαούς εκείνους που με τη βία στερήθηκαν αυτό, από τα επιθετικά έθνη»16.
Μέσα στα πλαίσια αυτής της διακήρυξης ήταν και οι αποφάσεις που πάρθηκαν σε σχέση με την Πολωνία και τη Γιουγκοσλαβία. Αναφέρεται στο ανακοινωθέν σχετικά με τις δύο χώρες: «Συγκεντρωθήκαμε στη Διάσκεψη της Κριμαίας για να εξομαλύνουμε τις διαφωνίες μας στο πολωνικό ζήτημα.
Εξετάσαμε ολόπλευρα όλες τις πλευρές του πολωνικού ζητήματος. Επιβεβαιώσαμε ξανά την κοινή μας θέληση να δούμε αποκαταστημένη μια ισχυρή, ελεύθερη, ανεξάρτητη και δημοκρατική Πολωνία και έπειτα από τις διαπραγματεύσεις μας συμφωνήσαμε στους όρους, σύμφωνα με τους οποίους θα πρέπει να σχηματιστεί η νέα Προσωρινή Πολωνική Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας…»17.
Επίσης σχετικά με τη Γιουγκοσλαβία αναφέρεται ότι: «Θεωρήσαμε απαραίτητο να συστήσουμε στο στρατάρχη Τίτο και το δόκτορα Σούμπασιτς να θέσουν αμέσως σε ισχύ τη συμφωνία που έκλεισαν μεταξύ τους και να σχηματίσουν Προσωρινή Κυβέρνηση Ενότητας με βάση τη συμφωνία αυτή»18.
Τέλος, η Διάσκεψη έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία ενός νέου οργανισμού, ο οποίος και θα αντικαθιστούσε τη διαλυμένη από τον πόλεμο Κοινωνία των Εθνών. Οι συζητήσεις για τη συγκεκριμένη δομή του νέου οργανισμού (παρά τις όποιες συζητήσεις και επί μέρους συμφωνίες που έγιναν) ανατέθηκαν στη συνάντηση των Ενωμένων Εθνών που ορίστηκε για τον Απρίλη του 1945 και στην οποία θα είχαν δικαίωμα συμμετοχής όλα τα κράτη που τάχθηκαν στην πράξη εναντίον του φασισμού ή που θα κήρυτταν τον πόλεμο στη φασιστική Γερμανία μέχρι την 1η Μάρτη 194519. Χαρακτηριστικά αναφέρεται στο Ανακοινωθέν:
«Αποφασίσαμε στο πιο κοντινό μέλλον να ιδρύσουμε μαζί με τους συμμάχους μας μια παγκόσμια οργάνωση για τη διαφύλαξη της ειρήνης και της ασφάλειας […] Η σύσκεψή μας στην Κριμαία επιβεβαίωσε ξανά την κοινή μας απόφαση να διαφυλάξουμε και να δυναμώσουμε, στην προσεχή ειρηνική περίοδο, την ενότητα των σκοπών και δράσης, που έκανε δυνατή και αδιαμφισβήτητη για τα Ενωμένα Εθνη τη νίκη στο σημερινό πόλεμο. Πιστεύουμε, ότι αυτό είναι ιερή υποχρέωση των κυβερνήσεών μας απέναντι στους λαούς τους και απέναντι στους λαούς όλου του κόσμου»20.
ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
ΓΙΑ ΤΟ «ΜΟΙΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»
Το σύνολο σχεδόν των κυρίαρχων αστικών και κυρίως οπορτουνιστικών ιστοριογραφικών προσεγγίσεων αρέσκονται να αναφέρουν ότι στη Διάσκεψη της Γιάλτας «μοιράστηκε ο κόσμος». Η προσέγγιση αυτή αποτελούσε και αποτελεί τμήμα της ιδεολογικής επίθεσης που εξαπέλυσαν οι ιμπεριαλιστές στα πλαίσια της διαμάχης με το σοσιαλισμό, ενάντια στην ΕΣΣΔ και τους κομμουνιστές. Εξισώνοντας τη Σοβιετική Ενωση με τα ιμπεριαλιστικά κράτη, προσπαθούσαν να πλήξουν το αυξημένο κύρος που κέρδισε η ίδια και τα κομμουνιστικά κόμματα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, να δικαιολογήσουν το δόγμα του «Ψυχρού Πολέμου» και τις μεταπολεμικές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στο σοσιαλιστικό σύστημα.
Γι’ αυτό συνήθως το επιχείρημά τους για το μοίρασμα του κόσμου αφορά τις χώρες που συναποτέλεσαν στη συνέχεια το σύμφωνο της Βαρσοβίας, τις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης. Σ’ αυτές τις χώρες οξύνθηκε η διαπάλη για το ζήτημα της εξουσίας με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι αλήθεια ότι η παρουσία του Κόκκινου Στρατού έγειρε αποφασιστικά την πλάστιγγα υπέρ της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Ετσι, μέσα από μια ολιγόχρονη πορεία διαπάλης, τα ένοπλα λαϊκά κινήματα με επικεφαλής τους κομμουνιστές προχώρησαν πέρα από την απελευθέρωση και στην ανατροπή της αστικής εξουσίας. Με την αποφασιστική στήριξη της Σοβιετικής Ενωσης συντρίφτηκαν οι αντεπαναστατικές ενέργειες των εγχώριων αστικών δυνάμεων που στηρίχτηκαν από το διεθνή ιμπεριαλισμό (π.χ. Τσεχοσλοβακία 1948).
Παρά τα φημολογούμενα για τις περιοχές στις οποίες ήδη είχαν απελευθερωθεί από την προέλαση του Κόκκινου Στρατού, οι συζητήσεις που έγιναν στα πλαίσια της Διάσκεψης της Γιάλτας δεν πήγαιναν πιο μακριά από την αναγνώριση προσωρινών κυβερνήσεων ή την ανάγκη διεξαγωγής εκλογών21. Μάλιστα, οι αποφάσεις για τις απελευθερωμένες χώρες αφορούσαν μονάχα την Πολωνία και τη Γιουγκοσλαβία (όπως ήδη είδαμε) και όχι τις άλσλες χώρες που απελευθέρωσε ο Κόκκινος Στρατός (Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Ρουμανία ή την Αυστρία).
Αργότερα, στη διάσκεψη στο Πότσνταμ (17 Ιούλη - 2 Αυγούστου 1945), έγινε όντως συζήτηση για τη Ρουμανία, την Ουγγαρία, τη Φινλανδία, την Αυστρία, τη Βουλγαρία, αλλά και την Ιταλία, στην οποία δεν μπήκε ο Κόκκινος Στρατός. Οι διαπραγματεύσεις αυτές εστιάζονταν στην αναγνώριση από τις αντιφασιστικές κυβερνήσεις του δικαιώματος εισόδου των κρατών αυτών στον ΟΗΕ και πολεμικών αποζημιώσεων, με δεδομένο το γεγονός ότι επρόκειτο για χώρες που οι κυβερνήσεις τους είχαν συμπαραταχθεί με τη ναζιστική Γερμανία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου22.
Ειδική αναφορά γίνεται στα πλαίσια της «θεωρίας του μοιράσματος του κόσμου» στο χωρισμό της Γερμανίας. Βέβαια και πάλι κατηγορείται η Σοβιετική Ενωση μονομερώς και όχι οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ακόμα και σήμερα στους εορτασμούς για την καπιταλιστική παλινόρθωση στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία και τη νίκη της αντεπανάστασης στην Ευρώπη, οι απολογητές του ιμπεριαλισμού εντόπισαν το πρόβλημα στη Σοβιετική Ενωση που στεκόταν εμπόδιο στην ένωση της Γερμανίας23[1]. Δυστυχώς γι’ αυτούς η ιστορική πραγματικότητα τους διαψεύδει.
Το ζήτημα του διαμελισμού της Γερμανίας είχε τεθεί νωρίτερα στη διάσκεψη της Τεχεράνης, όπου την 1η Δεκεμβρίου 1943 ο Ρούσβελτ παρουσίασε σχέδιο διαμελισμού της Γερμανίας σε 5 κράτη, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι είχε ετοιμαστεί 2 μήνες νωρίτερα. Ο Τσόρτσιλ υποστήριξε ανάλογη πρόταση. Μάλιστα, ένα χρόνο αργότερα (Οκτώβρης του 1944), στη διάρκεια συνομιλιών που είχε μαζί με τον Ιντεν με τη σοβιετική κυβέρνηση στη Μόσχα, παρουσίασε δικό του σχέδιο διαμελισμού, που προέβλεπε το χωρισμό της Γερμανίας σε 3 μέρη.
Μ. Βρετανία και ΗΠΑ επανήλθαν στη διάσκεψη του Πότσνταμ, προτείνοντας σχέδιο διαμελισμού της Γερμανίας σε τρία κράτη και πιο συγκεκριμένα σε Βορειογερμανικό, Νοτιογερμανικό και Δυτικογερμανικό. Η Σοβιετική Ενωση δια στόματος Στάλιν απέρριψε την πρόταση ως αφύσικη και υποστήριξε ότι το ζητούμενο δεν ήταν ο διαμελισμός της Γερμανίας, αλλά η μετατροπή της σε ένα φιλειρηνικό και δημοκρατικό κράτος[1]24. Ανάλογη μαρτυρία υπάρχει και από τον Αμερικανό Χάρι Χόπκινς, ο οποίος κάθε άλλο παρά φιλοσοβιετικός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Ο Χόπκινς αναφέρει ότι ο Στάλιν αντιμετώπισε «χωρίς ενθουσιασμό» τις προτάσεις της Αγγλίας και των ΗΠΑ για το διαμελισμό της Γερμανίας25[1].
Αλλά και η μετέπειτα στάση της Σοβιετικής Ενωσης μέχρι την ανακήρυξη της Δυτικής Γερμανίας ως ξεχωριστού κράτους και την ένταξή της στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς (ένταξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ το 1955) αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός ενιαίου γερμανικού κράτους. Μέχρι και το 1952 ο στόχος της επανένωσης των δύο Γερμανιών παρέμεινε στο διπλωματικό προσκήνιο, κυρίως με πρωτοβουλία της Σοβιετικής Ενωσης, ανεξάρτητα της ρεαλιστικότητάς του. Πιο συγκεκριμένα, στις 10 Μάρτη 1952, η Σοβιετική Ενωση παρέδωσε στις άλλες τρεις εγγυήτριες δυνάμεις (Μ. Βρετανία, Γαλλία, ΗΠΑ) πρόταση που έμεινε γνωστή ως «μνημόνιο Στάλιν». Σε αυτό το μνημόνιο η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε αναλυτικά τη διαμόρφωση βάσεων ειρήνης. Η πρόταση επανήλθε και στις 9 Απρίλη 195226[1] και ανάλογες πρωτοβουλίες συνεχίστηκαν ως και το 1955. Στη συνέχεια πέρασαν σε δεύτερη μοίρα, αν και παρέμειναν ως στόχος.
Είναι χαρακτηριστική η εξής παρατήρηση ενός αστού ιστορικού, του Αμερικανού Arthur M. Schlesinger, ο οποίος σημειώνει: «Η διακήρυξη (σ.σ.: αναφέρεται στη διακήρυξη για την Απελευθερωμένη Ευρώπη) διαψεύδει και το μύθο που, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, αποτελεί πεποίθηση στη Γαλλία, ότι η Γιάλτα προκάλεσε ή επικύρωσε τη διαίρεση της Ευρώπης. Αυτό που προκάλεσε τη διαίρεση της Ευρώπης δεν ήταν κάποιες λέξεις πάνω στο χαρτί αλλά η ανάπτυξη των στρατευμάτων»27.
Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ - ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ
ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΜΜΗ
Το επίσημο ύφος της διπλωματικής γλώσσας στις διασκέψεις αυτές και οι προσεκτικές διατυπώσεις δεν είναι δυνατό να αποκρύψουν την πραγματικότητα. Αυτή δεν αφορούσε κάποιο μυστικό μοίρασμα του κόσμου, όπως αναφέρεται στα πλαίσια της «ψυχροπολεμικής» προπαγάνδας που ακολούθησε.
Ωστόσο, ακόμα και μέσα από την ιμπεριαλιστική προπαγάνδα, αποκαλύπτεται πως ο ιμπεριαλισμός ούτε ήθελε ούτε μπορούσε να συμβιώσει ειρηνικά με τον ανειρήνευτο ταξικό του εχθρό, το σοσιαλισμό. Πόσο μάλλον να προβεί σε συμφωνία μαζί του για το «μοίρασμα του κόσμου». Αλλωστε, οι αστοί που αποδέχονται ως νόμιμες τις ενδοϊμπεριαλιστικές μοιρασιές, δε θα μπορούσαν να παρακολουθούν παθητικά να ανατρέπεται η αστική εξουσία σε μια σειρά χώρες και αυτές να αποδεσμεύονται από τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις και οργανισμούς.
Αυτό έδειξαν τα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν τη διάσκεψη της Γιάλτας. Μόλις ένα μήνα μετά, οι «σύμμαχοι» της Σοβιετικής Ενωσης ήρθαν σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να μεταφέρουν το κύριο κομμάτι της δύναμης πυρός τους από το Δυτικό στο Ανατολικό μέτωπο. Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται ακόμα και από αστούς ιστορικούς, στα τέλη του Μάρτη του 1945 στο Ανατολικό Μέτωπο οι Σοβιετικοί ήταν αντιμέτωποι με περίπου 150 γερμανικές μεραρχίες, τη στιγμή που στο Δυτικό μέτωπο οι Αγγλοαμερικανοί ήρθαν σε σύγκρουση με λιγότερες από τριάντα28.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αλληλογραφία Στάλιν - Ρούσβελτ εκείνη την περίοδο κυριαρχούσε ως πρόβλημα το ζήτημα των διαπραγματεύσεων στη Βέρνη της Ελβετίας ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Βρετανία από τη μια πλευρά και τους διοικητές των ναζιστικών στρατευμάτων που έδρευαν στην Ιταλία από την άλλη. Η Σοβιετική πλευρά έθεσε ζήτημα συμμετοχής και σοβιετικών αντιπροσώπων στις διαπραγματεύσεις, κάτι όμως που δεν έγινε δεκτό από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία29.
Ο Στάλιν σημείωνε σε επιστολή του προς το Ρούσβελτ στις 7 Απρίλη 1945 (1 μήνα πριν από την είσοδο του Κόκκινου Στρατού στο Βερολίνο):
«Μου είναι δύσκολο να δεχθώ ότι η έλλειψη αντίστασης εκ μέρος των Γερμανών στο Δυτικό μέτωπο μπορεί να εξηγηθεί μόνο από το γεγονός ότι ηττώνται. Οι Γερμανοί διαθέτουν στο Ανατολικό μέτωπο 147 μεραρχίες. Θα μπορούσαν, χωρίς να προκαλέσουν ζημιά στον αγώνα τους , να αποσύρουν 15-20 μεραρχίες από το Ανατολικό μέτωπο και να τις στείλουν προς ενίσχυση των στρατευμάτων τους στο Δυτικό μέτωπο. Εν τούτοις, οι Γερμανοί δεν το έκαναν και δεν το κάνουν αυτό. Συνεχίζουν να πολεμούν λυσσαλέα εναντίον των Ρώσων για τον άγνωστο κόμβο της Zemlianitsa στην Τσεχοσλοβακία, τον οποίον χρειάζονται τόσο όσο και ένας νεκρός το κατάπλασμα. Παραδίδουν, όμως, χωρίς αντίσταση σημαντικές πόλεις της Κεντρικής Γερμανίας, όπως το Osnabruk , το Manheim και το Kassel. Δεν δέχεστε ότι η συμπεριφορά αυτή των Γερμανών είναι τουλάχιστον παράξενη και ανεξήγητη;»30.
Λίγους μήνες αργότερα οι ΗΠΑ έριξαν τις δύο ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι (5-6 Αυγούστου 1945), με σαφή σκοπό να τρομοκρατήσουν τόσο τη Σοβιετική Ενωση, όσο και τους λαούς που πρωτοστάτησαν στην πάλη ενάντια στο φασισμό και να κατοχυρώσουν την πρωτοκαθεδρία τους στο μεταπολεμικό πεδίο μέσα από τον τρόμο και τον αιφνιδιασμό.
Τα σχέδια για το βομβαρδισμό δεν αναφέρθηκαν στη διάσκεψη του Πότσνταμ που τελείωσε 4 μόλις μέρες πριν (2 Αυγούστου 1945). Το βομβαρδισμό, που στοίχισε άμεσα τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, δεν υπαγόρευε καμιά πολεμική σκοπιμότητα. Ποιος ο λόγος να προχωρήσουν οι ΗΠΑ σε μια τέτοια ενέργεια, τη στιγμή που ο κόσμος είχε μοιραστεί μόλις πριν από κάποιους μήνες στη Γιάλτα;
Η συμφιλίωση ανάμεσα στους νικητές ιμπεριαλιστές και τους Ναζί διαφάνηκε ακόμα και μετά από τον πόλεμο, όταν οι πρώτοι στρατολογούσαν τους δεύτερους μπροστά στον κίνδυνο του κομμουνισμού31.
Επιπλέον, σε μια σειρά χώρες της καπιταλιστικής Ευρώπης πάρθηκαν μέτρα ενάντια στα ΚΚ. Ετσι, έθεσαν εκτός νόμου το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, παρά τις βαριές του θυσίες στον αγώνα ενάντια στο ναζισμό32. Ακόμα και τα κομμουνιστικά κόμματα της Γαλλίας και της Ιταλίας, που είχαν δεχτεί να συμμετάσχουν στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις, συμβάλλοντας στη σταθεροποίηση της αστικής εξουσίας των κρατών τους, γρήγορα εκδιώχθηκαν από αυτές.
Οι παραπάνω ιστορικές αλήθειες αποτελούν χαρακτηριστικά γεγονότα που απορρίπτουν τα προπαγανδιστικά επιχειρήματα ότι ο κόσμος είχε μοιραστεί ανάμεσα στη Σοβιετική Ενωση και τις ιμπεριαλιστικές χώρες. Η σύγκρουση μεταξύ τους υπήρχε και διεξαγόταν, όντας ταυτόχρονα στην ίδια συμμαχία. Χαρακτηριστικά είναι εξάλλου τα αποσπάσματα από τα γραφτά του δηλωμένου αντικομμουνιστή Τσόρτσιλ που θα «μοίραζε τον κόσμο» με το Στάλιν: «Ο κομμουνισμός σήκωσε κεφάλι χάρη στο νικηφόρο ρωσικό μέτωπο. Η Ρωσία υπήρξε ο σωτήρας και ο κομμουνισμός το ευαγγέλιο που έφερνε μαζί της»33.
Μάλιστα κατηγορούσε τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό ότι δήθεν συνειδητοποίησε πολύ αργά την απότομη αύξηση της επιρροής που έφερνε η προέλαση του Κόκκινου Στρατού34: «Ο Χίτλερ και ο χιτλερισμός είναι καταδικασμένοι. Ομως τι θα συμβεί μετά το Χίτλερ;»35.
Τέλος, τρεις μέρες μετά τη συντριβή της Γερμανίας και την κατάληψη του Βερολίνου από τον Κόκκινο Στρατό (11 Μάη 1945), έγραψε στον πρόεδρο Τρούμαν: «Ενα σιδερένιο παραπέτασμα κατεβαίνει μπροστά στο μέτωπό τους και δεν ξέρουμε τι γίνεται πίσω από αυτό»36.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΓΙΑΛΤΑ
Ο μύθος που αναφέρεται στην καθοριστική επίδραση της Γιάλτας στην εξέλιξη της ταξικής πάλης στην Ελλάδα παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Στόχος είναι να αποδοθεί στη στάση της Σοβιετικής Ενωσης και στη δήθεν προδοσία της απέναντι στους Ελληνες κομμουνιστές η ήττα του λαϊκού κινήματος στον εμφύλιο πόλεμο.
Η Γιάλτα αναγνώρισε το συσχετισμό δύναμης που είχε διαμορφωθεί σε κάθε χώρα μέχρι το Φλεβάρη του 1945. Ετσι, σχετικά με την Ελλάδα, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι είχε προηγηθεί το Δεκέμβρη του 1944 η «μάχη της Αθήνας», η ένοπλη δηλαδή σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ από τη μια πλευρά και της αστικής τάξης σε συνεργασία με το βρετανικό ιμπεριαλισμό από την άλλη.
Οπως έχει εκτιμήσει και το ΚΚΕ, η ήττα του Δεκέμβρη ήρθε ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι, ενώ τον Οκτώβρη του 1944 είχαν διαμορφωθεί συνθήκες επαναστατικής κατάστασης στην Ελλάδα, το ΚΚΕ δεν είχε την αντίστοιχη ετοιμότητα για να οδηγήσει την ταξική πάλη προς την επαναστατική λύση του προβλήματος της εξουσίας.
Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται και από τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί: υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο αγγλικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής (Ιούλης του 1943), συμφωνία του Λιβάνου (Μάης του 1944) και τη Καζέρτας (Σεπτέμβρης του 1944), συμμετοχή στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας (Σεπτέμβρης του 1944), η απαράδεκτη συμφωνία της Βάρκιζας (Φλεβάρης του 1945)37.
Η κυρίαρχη αστική ιδεολογία, βέβαια, επιτίθεται με ιδιαίτερη σκληρότητα σε όσους κρίνουν τη συμφωνία της Γιάλτας, ως αποτέλεσμα του συσχετισμού δύναμης μεταξύ σοσιαλισμού και ιμπεριαλισμού που διαμόρφωσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Εξυπακούεται ότι η επίθεση είναι το ίδιο σκληρή, ακόμα και όταν το ζήτημα τίθεται από μελετητές που δε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν κομμουνιστές.
Η αστική τάξη, που δεν έχει κανένα πρόβλημα να στηρίζει το ξαναγράψιμο της Ιστορίας σε κάποιες υποθέσεις ή σε ορισμένους «λογικούς» συνειρμούς, αποκρύπτει ή διαστρέφει τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Κανείς λοιπόν από αυτούς που νοιάζονται για τις διπλωματικές συμβάσεις που έκριναν το ζήτημα της Ελλάδας δεν αναφέρεται στη συνάντηση Τσόρτσιλ και Ρούσβελτ (που ήδη προαναφέραμε) το καλοκαίρι του 1943 στο Κεμπέκ του Καναδά, όπου και αποφασίστηκε να εισβάλουν στην Ελλάδα αγγλικά στρατεύματα αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών: «Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Τσόρτσιλ, η ιδέα της αγγλικής επέμβασης στην Ελλάδα γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1943, στη διάρκεια της Συνάντησης στο Κεμπέκ του Καναδά του Βρετανού πρωθυπουργού και του Αμερικάνου Προέδρου Ρούσβελτ, οι οποίοι είχαν διαπιστώσει πως η θέση του ΕΑΜ για φιλολαϊκές και σύμφωνα με τη θέληση του ελληνικού λαού μεταπελευθερωτικές εξελίξεις είχαν κερδίσει σημαντικές θέσεις και ο αστικός πολιτικός κόσμος αδυνατούσε να χειραγωγήσει τις εξελίξεις. Οπως έγραφε σχετικά ο ίδιος ο Τσόρτσιλ “σκέφτηκαν στην αρχή ότι ήταν υποχρεωμένοι να επέμβουν στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας τη στιγμή της απελευθέρωσης”. Και όπως σημείωνε στις 29 Σεπτέμβρη του 1943, είχε θεωρηθεί απαραίτητη η αποστολή στην Ελλάδα 5.000 Βρετανών στρατιωτών, “εάν οι Γερμανοί την εγκαταλείψουν με θωρακισμένα αυτοκίνητα και πυροβόλα”. Σε σχετικό εξάλλου τηλεγράφημα προς τον υπουργό των Εξωτερικών Αντονι Iντεν, το Νοέμβρη του 1943, τόνιζε ότι “θα έπρεπε το χτύπημα, για να είναι αποφασιστικό, να καταφερθεί κατά του ΕΛΑΣ την κατάλληλη στιγμή”»38.
Σχέδια λοιπόν για την τύχη της Ελλάδας υπήρξαν πραγματικά και πριν από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά αυτά τα σχέδια ήταν του εγγλέζικου και αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και γι’ αυτό δεν τυγχάνουν της προσοχής των αστών ιστορικών και αρθρογράφων. Την περίοδο που η ΕΑΜική αντίσταση έδινε μάχη για την απομάκρυνση των Γερμανών από την Ελλάδα, οι ιμπεριαλιστές «σύμμαχοι» προετοίμαζαν την αποκατάσταση της πρότερης κατάστασης, μιας και ο γερμανικός ιμπεριαλισμός βάδιζε προς την ήττα.
Ωστόσο προτιμούν να αποκρύπτουν τα ιστορικά γεγονότα και να προσηλώνονται στο περίφημο χαρτάκι που αντάλλαξαν Τσόρτσιλ και Στάλιν στη συνάντηση της Μόσχας (9-14 Οκτώβρη 1944). Η αξιοπιστία του Τσόρτσιλ, ειδικότερα απέναντι στη Σοβιετική Ενωση και το ΚΚΕ, διαφάνηκε τόσο από τα αποσπάσματα των απομνημονευμάτων του, όσο και από την εκπόνηση του «σχεδίου Μάνα». Ας δούμε όμως τι θυμάται σε σχέση με την περίφημη «μυστική μοιρασιά των Βαλκανίων»:
«Εγραψα σε μισή κόλα χαρτί Ρουμανία: Ρωσία 90% άλλοι 10%, Ελλάδα: Μεγάλη Βρετανία 90% (σε συμφωνία με τις ΗΠΑ) άλλοι 10%, Γιουγκοσλαβία 50-50%, Ουγγαρία: 50-50%, Βουλγαρία: Ρωσία 75% οι άλλοι 25% . Το έδωσα στο Στάλιν… Εγινε μια μικρή παύση. Υστερα πήρε το μπλε μολύβι του, έβαλε ένα μεγάλο σημάδι πάνω και το ξανάδωσε. Κανονίστηκαν όλα σε όσο χρόνο χρειάστηκαν για να γραφτούν»39.
Πέρα από το μεγάλο ερωτηματικό που προκύπτει γιατί στο «συγκεκριμένο χαρτί» δεν μπήκαν και άλλες χώρες, αξίζει να σημειωθεί ότι το «χαρτάκι» αυτό εξαφανίστηκε και δεν παρουσιάστηκε ποτέ, ούτε γίνεται αναφορά του στα δημοσιοποιημένα αρχεία της Αγγλίας ή της Σοβιετικής Ενωσης. Εξάλλου είναι γνωστό ότι η συνάντηση της Μόσχας, στην οποία παραβρέθηκαν οι Στάλιν, Μολότοφ, Τσόρτσιλ, Ιντεν και ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Μόσχα Χάριμαν (μιας και ο Ρούσβελτ δεν μπορούσε να παρευρεθεί), έγινε για να εξεταστούν και να αναπτυχθούν τα στρατιωτικά σχέδια που είχαν συμφωνηθεί στην Τεχεράνη. Τα σχέδια αυτά αφορούσαν το άνοιγμα των καινούριων μετώπων σε Δυτική Ευρώπη και Απω Ανατολή. Συζητήθηκαν επίσης τα ζητήματα της αναγνώρισης των κυβερνήσεων της Πολωνίας, της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας, οι οποίες είχαν ήδη σχεδόν απελευθερωθεί. Ομως σε σχέση με την Ελλάδα πρέπει να σημειώσουμε ότι βασικές συμφωνίες που ενέτασσαν την Ελλάδα στον άξονα δράσης των βρετανικών δυνάμεων, όπως αναφέραμε και παραπάνω, είχαν προηγηθεί από το 1943 (ένταξη του ΕΛΑΣ στο στρατηγείο της Μ. Ανατολής) και είχαν ολοκληρωθεί μέχρι το Σεπτέμβρη του 1944 (Καζέρτα).
Αλλοι πάλι θέτουν το «ερώτημα» γιατί ο Κόκκινος Στρατός δεν κατέβηκε και στην Ελλάδα, τη στιγμή που είχε φτάσει μέχρι τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ωστόσο, στην πλειοψηφία των ιστορικών προσεγγίσεων η άποψη αυτή διατυπώνεται από όσους ταυτόχρονα υποστηρίζουν ότι κακώς η Σοβιετική Ενωση και ο Κόκκινος Στρατός αναμείχθηκε στα εσωτερικά άλλων χωρών.
Ο Κόκκινος Στρατός δεν είχε λόγο να περάσει τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και να εισχωρήσει στην Ελλάδα, πρώτα απ’ όλα γιατί η Ελλάδα στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στην ευθύνη του εγγλέζικου στρατηγείου, αναφορικά με τις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Γερμανών. Επομένως, για τον Κόκκινο Στρατό που καταδίωκε τους Γερμανούς στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Πολωνία και αλλού δεν υπαγόρευε καμιά πολεμική ανάγκη την εισχώρηση στην Ελλάδα.
Βέβαια, όπως ο Κόκκινος Στρατός αντικειμενικά δεν απελευθέρωνε απλώς τις χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά η παρουσία του αδυνάτιζε την εγχώρια αστική εξουσία και ενίσχυε τα λαϊκά κινήματα των χωρών αυτών, συμβάλλοντας στο μεταπολεμικό συσχετισμό δύναμης, έτσι και από τη δική τους ταξική σκοπιά τα αμερικανικά και βρετανικά στρατεύματα κατοχύρωναν τον αστικό χαρακτήρα της εξουσίας στις χώρες που προέλαυναν.
Με αυτή την έννοια, όσον αφορά την Ελλάδα, η αποδοχή από την πλευρά του ΚΚΕ της ένταξης των απελευθερωτικών δυνάμεων στο στρατηγείο της Μ. Ανατολής σήμαινε ότι το ΕΑΜικό κίνημα θα έβρισκε την επόμενη μέρα της απελευθέρωσης απέναντί του τη συνασπισμένη ελληνική αστική τάξη και τον αγγλικό ιμπεριαλισμό και ότι θα έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνο του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των ιστορικά αβάσιμων προσεγγίσεων των αστών αρθρογράφων για τη Γιάλτα είναι και το παρακάτω απόσπασμα:
«Ο Στάλιν σε όλη τη διάρκεια της Γιάλτας και μετά από αυτήν κατάφερνε να φαίνεται συνεργάσιμος ακόμη και όταν διαφωνούσε. Ετσι, ενώ είχε υποσχεθεί να μην αναμιχθεί στα ελληνικά πράγματα, κι αυτό έκανε αφήνοντας το KKE στο έλεος των αντιπάλων του, προωθούσε ύπουλα την ιδέα της “Βαλκανικής Ομοσπονδίας” που αποσκοπούσε στην ένωση των Σλάβων, τη χειρότερη ίσως απειλή τότε για την Ελλάδα, γνωστού όντως του προαιώνιου πόθου των Βουλγάρων για έξοδό τους στο Αιγαίο»40.
Από το παραπάνω απόσπασμα, όπως και από άλλα παρόμοια, είναι πραγματικά δύσκολο κανείς να καταλάβει αν η Σοβιετική Ενωση ήθελε ή όχι να αναμιχθεί στα εσωτερικά της χώρας. Ο κεντρικός πυρήνας αυτών των θέσεων δεν είναι άλλος από την αξίωση να κριθεί ηθικά ένοχη η Σοβιετική Ενωση, με το σκεπτικό ότι άφησε αβοήθητο το ΚΚΕ και παράλληλα επεδίωξε να πλήξει την Ελλάδα!
Στη Διάσκεψη της Γιάλτας, στα ανακοινωθέντα της οποίας -όπως ήδη αναφέραμε- υπάρχει μια πληθώρα ζητημάτων, δεν αναλύεται διεξοδικά το ζήτημα της Ελλάδας. Η αγγλική αντιπροσωπεία έθεσε στη συζήτηση απλά το ζήτημα της ανάγκης της παρουσίας παρατηρητών για εκλογές σε Ελλάδα και Ιταλία, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της σοβιετικής πλευράς, ενώ απουσιάζει κάθε αναφορά στα επίσημα ανακοινωθέντα41. Είναι λοιπόν καθαρό ότι η Διάσκεψη της Γιάλτας δεν καθόρισε το αν η ελληνική εργατική τάξη θα έπρεπε να επιλέξει το δρόμο της ένοπλης σύγκρουσης για την επαναστατική επίλυση του ζητήματος της εξουσίας.
Επίσης αξίζει να επισημανθεί ότι η Διάσκεψη της Γιάλτας και η σχέση της με την Ελλάδα έγινε «σημαία» της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980. Στόχος ήταν να δικαιολογηθούν οι παλινωδίες του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ως αντιπολίτευση απαιτούσε την απομάκρυνση των αμερικάνικων βάσεων και την έξοδο της χώρας από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ και ως κυβέρνηση από το 1981 έκανε ακριβώς τα αντίθετα. Τότε η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ «ανακάλυψε» τη Γιάλτα και τη χρησιμοποίησε για να προωθήσει το σύνθημα «οι λαοί δεν έχουν ανάγκη από προστάτες».
Ταυτόχρονα το ΠΑΣΟΚ και άλλες αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις ισχυρίζονται εδώ και πολλά χρόνια ότι το ΚΚΕ κακώς ηγήθηκε των ένοπλων αγώνων το Δεκέμβρη του 1944 και του ΔΣΕ την περίοδο 1946-1949, αφού γνώριζε ότι ο κόσμος είχε μοιραστεί και άρα ότι αυτοί οι αγώνες ήταν εκ προοιμίου χαμένοι.
Σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα, ο ηρωικός αγώνας του Δεκέμβρη του 1944 και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας εξακολουθεί να είναι καρφί στο μάτι των σύγχρονων απολογητών του ιμπεριαλισμού. Γιατί, μέσα από τον ηρωικό αγώνα του ελληνικού λαού με μπροστάρη το ΚΚΕ ενάντια στη ελληνική αστική τάξη και τον αμερικάνικο και τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό, καταρρέουν τα μυθεύματά τους. Δεν μπορούν να απαντήσουν γιατί το ΚΚΕ, που ακολουθούσε τυφλά το ΚΚΣΕ και κατά την ίδια λογική το μοίρασμα του κόσμου στη συμφωνία της Γιάλτας, επέλεξε την ένοπλη σύγκρουση και δε συμβιβάστηκε με τον ιμπεριαλισμό.
Η πάλη του ΔΣΕ αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι η πάλη που δέσποζε στη μεταπολεμική Ευρώπη ήταν ταξική. Η σύγκρουση του σοσιαλισμού με τον ιμπεριαλισμό σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν αναγκαστική και δε θα μπορούσε να ρυθμιστεί μέσα από τη διάσκεψη της Γιάλτας.
Η πάλη του ΔΣΕ, παρά την ήττα, ήταν αυτή που κλόνισε συθέμελα το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα.
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΧΡΗΣΙΜΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Το ΚΚΕ, παρόλη την ανατροπή του σοσιαλισμού και τις συνθήκες επικράτησης της αντεπανάστασης, δεν υιοθέτησε μια στάση απολογητική απέναντι στον ιμπεριαλισμό σε σχέση με την αποτίμηση των ιστορικών γεγονότων. «Δεν πέρασε με το πλευρό των δυνάμεων που προερχόμενες από το κομμουνιστικό κίνημα, στο όνομα της κριτικής στην ΕΣΣΔ και στις υπόλοιπες χώρες, οδηγήθηκαν στο μηδενισμό, στην άρνηση του σοσιαλιστικού χαρακτήρα τους, στην υιοθέτηση της προπαγάνδας του ιμπεριαλισμού, ούτε αναθεώρησε τη στάση υπεράσπισης, παρά τις αδυναμίες της»42.
Μέσα από αυτό το πρίσμα το ΚΚΕ βρίσκεται σε διαδικασία μελέτης της στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, δίχως να αποσιωπάει τις αδυναμίες του ίδιου. Ετσι σημειώνει με έμφαση ότι το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα σε μια σειρά χώρες της δυτικής καπιταλιστικής Ευρώπης δεν είχε την ανάλογη στρατηγική ετοιμότητα για τη μετατροπή του απελευθερωτικού και αντικατοχικού αγώνα σε πάλη για την εξουσία. Το γεγονός αυτό επέδρασε καθοριστικά στο μεταπολεμικό συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Ως εκ τούτου στο καπιταλιστικό καθεστώς διατηρήθηκαν μια σειρά ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες (π.χ. Γαλλία, Ιταλία), ενώ η εργατική εξουσία επικράτησε σε χώρες με σημαντικές καθυστερήσεις στην οικονομική ανάπτυξη. Οσον αφορά την Ελλάδα, την περίοδο που ο αγγλικός και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός επεξεργαζόταν τα σχέδιά του για την επόμενη ημέρα, το ΚΚΕ δε βρέθηκε σε κατάσταση επαναστατικής ετοιμότητας και επαγρύπνησης. Η λήξη του αντιφασιστικού αγώνα έθετε αντικειμενικά το ζήτημα της εξουσίας. Τον Οκτώβρη του 1944 υπήρχε επαναστατική κατάσταση στην Ελλάδα. Ο αστικός πολιτικός κόσμος αδυνατούσε να διαχειριστεί τη ριζοσπαστικοποίηση που ακολούθησε την πάλη του λαού κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Η πλειοψηφία του λαού και δεν έδειχνε καμιά εμπιστοσύνη στην αστική τάξη που τον άφησε στη μοίρα του (είτε ακολουθώντας τους Αγγλους ιμπεριαλιστές στην Αίγυπτο είτε μένοντας για να συνεργαστεί με το γερμανικό ιμπεριαλισμό) και ήταν συσπειρωμένη γύρω από την κομμουνιστική πρωτοπορία.
Ομως η πρωτοπορία αυτή (το ΚΚΕ), αντί να θέσει ζήτημα κατάκτησης της εξουσίας, έδινε λάθος προσανατολισμό για μια όλο και μεγαλύτερη εθνική ενότητα43. Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του Γ. Σιάντου, Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ, στις 27 Ιούλη 1944 στην Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, αναφορικά με τις διαπραγματεύσεις του Λιβάνου και την πιθανότητα συμμετοχής στην κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου:
«Στην Ελλάδα δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε σοσιαλισμό […] Η ωρίμανση των συνθηκών οδηγεί αναγκαστικά σε αστικοδημοκρατικές αλλαγές της κατάστασης […] Αφού λυθούν όλα αυτά τα αστικοδημοκρατικά προβλήματα, τότε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να πάμε στο σοσιαλισμό, ομαλά, μέσα στη δημοκρατική εξέλιξη…»44.
Το ΚΚΕ υποτίμησε ότι η πάλη του Δεκέμβρη ήταν πλέον πάλη ταξική και όχι εθνικοαπελευθερωτική. Υπό την εποπτεία του αγγλικού ιμπεριαλισμού είχε επανενωθεί το φιλοαγγλικό και το φιλογερμανικό κομμάτι της αστικής τάξης και όλοι μαζί στρέφονταν ενάντια στο λαϊκό κίνημα. Η λύση αυτής της σύγκρουσης δεν μπορούσε να είναι συναινετική ούτε κοινοβουλευτική.
Οπως σωστά αποτύπωσε αργότερα ο Ν. Ζαχαριάδης:
«Τον κοινό συμμαχικό αγώνα ενάντια στο χιτλερικό φασισμό η καθοδήγηση του ΚΚΕ ουσιαστικά τον κατάλαβε σαν ανεπιφύλακτη υποστήριξη, όχι της κοινής συμμαχικής υπόθεσης, μα της αγγλικής πολιτικής και των αγγλικών ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων στη Μεσόγειο και στη Νοτιανατολική Ευρώπη […] στην πράξη είχαμε υποταχθεί στην αγγλική πολιτική»45.
Το ΚΚΕ προσπαθεί να συσσωρεύσει τη θετική και αρνητική εμπειρία από τη δεκαετία 1940-1949, συνεχίζοντας την ανάλογη έρευνα και μελέτη46.
Τα ζητήματα αυτά απασχολούν το Κόμμα μας και στη συγγραφή του Β΄ Τόμου του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ, που προετοιμάζεται για συζήτηση σε Πανελλαδική Κομματική Συνδιάσκεψη, δίχως να σημαίνει ότι πολλές πτυχές τους δεν απαιτούν και μια εκτενέστερη και συνολικότερη μελέτη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
* Ο Δ. Αρβανιτάκης είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και μέλος του Τμήματος Ιστορίας της.
1. Ουίνστον Τσόρτσιλ: «Οι παραλογισμοί των νικητών» στο συλλογικό έργο «Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος», τ. 2, «Η Γερμανία αψηφά τις συνθήκες», έκδοση της «Καθημερινής», Αθήνα, 2009, σελ.7.
2. Συλλογικό έργο «Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος», τ. 2, «Η Γερμανία αψηφά τις συνθήκες», έκδοση της «Καθημερινής», Αθήνα, 2009, σελ. 32.
3. Για περισσότερα βλέπε: Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2005, σελ. 138-139.
4. Ακαδημία επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1962, τ. Θ1-Θ2, σελ. 456.
5. Αρετής Τούντα - Φρεγάδη: «Η Εξωτερική Πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων στο Μεσοπόλεμο», εκδ. «Ι. Σιδέρης», Αθήνα, 2000, σελ. 182.
6. Βλ. αναλυτικότερα Θανάση Παπαρήγα: «Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1996.
7. Ι. Β. Στάλιν - Φ. Ντ. Ρούσβελτ: «Αγαπητέ κύριε Στάλιν, Αλληλογραφία 1941-1945», εισαγωγή της επιμελήτριας, Αμερικανίδας ιστορικού Susan Butler, εκδ. «Γκοβόστη», 2008, σελ. 45.
8. Ακαδημία επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1962, τ. Θ1-Θ2, σελ. 406.
9. «Ντοκουμέντα Τεχεράνη - Γιάλτα - Πότσδαμ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987.
10. Ο.π., «Ανακοινωθέν της Διάσκεψης των ηγετών των τριών Σύμμαχων Δυνάμεων- της Σοβιετικής Ενωσης, των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Μεγάλης Βρετανίας στην Κριμαία», σελ. 205.
11. Ο.π., «Πρωτόκολλο των εργασιών της Διάσκεψης της Κριμαίας», σελ. 219-220.
12. «Ντοκουμέντα Τεχεράνη - Γιάλτα - Πότσδαμ», «Ανακοινωθέν της Διάσκεψης των ηγετών των τριών Σύμμαχων Δυνάμεων- της Σοβιετικής Ενωσης, των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Μεγάλης Βρετανίας στην Κριμαία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987 σελ. 206.
13. Ο.π., σελ. 207.
14. Ο.π., σελ. 218.
15. Ο.π., σελ. 219.
16. «Ντοκουμέντα Τεχεράνη - Γιάλτα - Πότσδαμ», «Ανακοινωθέν της Διάσκεψης των ηγετών των τριών Σύμμαχων Δυνάμεων- της Σοβιετικής Ενωσης, των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Μεγάλης Βρετανίας στην Κριμαία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987 σελ. 208-209.
17. Ο.π., σελ. 210.
18. Ο.π., σελ. 211.
19. Ο.π., «Πρωτόκολλο των εργασιών της Διάσκεψης της Κριμαίας», σελ. 214.
20. «Ντοκουμέντα Τεχεράνη - Γιάλτα - Πότσδαμ», «Πρωτόκολλο των εργασιών της Διάσκεψης της Κριμαίας», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987, σελ. 212.
21. «Ντοκουμέντα Τεχεράνη - Γιάλτα - Πότσδαμ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987, σελ. 210-212.
22. Ο.π., σελ. 210-212.
23. Ανγκέλα Μέρκελ: «Η 9η Νοεμβρίου είναι η πιο ευτυχισμένη ημέρα της σύγχρονης γερμανικής ιστορίας», Deutsche Welle, στο http://www.dw-world.de/dw/article/ 0,,4870096,00.html.
24. Γκ. Ζούκοφ: «Απομνημονεύματα και στοχασμοί», εκδ. «ΣύγχρονηΕποχή», σελ. 711.
25. Documents, The White House Papers of Harry Hopkins (p.789), n.e., 1949.
26. Τα στοιχεία προέρχονται από τα αρχεία του Γερμανικού Ιστορικού Μουσείου. Βλ. ενδεικτικά Europa- Archiv 7 (pp.4832-3) στο www.dhm.de/bemo/hem/ddsumeffe.
27. Ι. Β. Στάλιν - Φ. Ντ. Ρούσβελτ: «Αγαπητέ κύριε Στάλιν, Αλληλογραφία 1941-1945», Πρόλογος, σελ. 17.
28. Carolyn Eisenberg: «Drawing the line: The American Decision to Divide Germany 1944-1949», Cambridge University Press, Cambridge, 1996, σελ. 72.
29. Ι. Β. Στάλιν - Φ. Ντ. Ρούσβελτ: «Αγαπητέ κύριε Στάλιν, Αλληλογραφία 1941-1945», σελ. 410-426.
30. Ο.π., σελ. 423-424.
31. Kevin Ruffner: «Forging an Intelligence Partnership: CIA and the origin of BND, 1945-49», στο www2.gwu.edu/~nsarchiv/NSAEBB/NSAEBB146/index.htm.
32. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας βγήκε παράνομο το 1951, αλλά η απόφαση επικυρώθηκε από το συνταγματικό δικαστήριο το 1956. Dieter Vorstecher: «The Image of America as the Enemy in the Former GDR», Deutsches Historisches Museum Berlin Magazine, Heft 7, 1993.
33. Ουίνστον Τσόρτσιλ: «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», 1954, τ. 6, σελ.181.
34. Ουίνστον Τσόρτσιλ: «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», 1954, τ. 6, σελ.181.
35. Ο.π., σελ.182.
36. Ο.π., σελ. 498-499.
37. «60 χρόνια από την μεγάλη αντιφασιστική νίκη των λαών»: «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2005, σελ. 38.
38. «Η τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή» - «Ριζοσπάστης», Αθήνα, 1998, σελ 42-43.
39. David Downing: «Ηγέτες- Ιωσήφ Στάλιν», εκδ. «Σαββάλας», Αθήνα, 2003, σελ. 46.
40. Φωτεινής Τομαή (προϊσταμένης της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου στο ΥΠΕΞ): «Πώς μοίρασαν τον κόσμο στη Διάσκεψη της Γιάλτας», εφημερίδα «Το Βήμα», 5 Φλεβάρη 2006.
41. «Ντοκουμέντα Τεχεράνη - Γιάλτα - Πότσδαμ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987, σελ. 191.
42. Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ: «Εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα με επίκεντρο την ΕΣΣΔ. Η προγραμματική αντίληψη του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 2009, σελ. 83.
43. ΚΕ του ΚΚΕ: «Για τα 60 χρόνια από την αντιφασιστική νίκη των λαών (9 Μάη 1945)», ΚΟΜΕΠ, τ.3/2005, σελ. 82.
44. Αρχείο της ΠΕΕΑ, Πρακτικά Συνεδριάσεων, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1990, σελ. 156-158.
45. Νίκου Ζαχαριάδη: «Δέκα χρόνια πάλης», εκδ. «Πορεία», σελ. 13.
46. «60 χρόνια από την μεγάλη αντιφασιστική νίκη των λαών», «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2005, σελ. 37.
ΠΩΣ ΦΤΑΣΑΜΕ ΣΤΗ ΓΙΑΛΤΑ
Τις ρίζες της διάσκεψης της Γιάλτας (4-11 Φλεβάρη του 1945) οφείλουμε να τις αναζητήσουμε τόσο στο συσχετισμό δυνάμεων που διαμορφωνόταν με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όσο και στις συνθήκες που οδήγησαν σε αυτόν. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν αποτέλεσμα των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων που κληροδότησε και η ιμπεριαλιστική ειρήνη μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το τι σημαίνει μοίρασμα του κόσμου μέσα από μια ιμπεριαλιστική ειρήνη φάνηκε από τις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συνθήκη των Βερσαλλιών, επιβάλλοντας «άνισα» αντίμετρα στους ηττημένους, προετοίμαζε στην ουσία μια νέα ενδοϊμπεριαλιστική αναμέτρηση. Την ίδια άποψη, αν και από διαφορετική ταξική σκοπιά, διατυπώνουν και δύο από τους πρωταγωνιστές του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου.
Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ σημείωνε ότι: «Οι οικονομικοί όροι της συνθήκης (των Βερσαλλιών, 1919) ήταν τόσο παράλογοι ώστε ήταν προφανές ότι θα αποβούν μάταιοι. Καταδίκαζαν τη Γερμανία να πληρώσει τεράστιες αποζημιώσεις. Αυτές οι απαγορεύσεις εξέφραζαν την οργή των νικητών, αλλά υποδήλωναν ταυτόχρονα πως δεν αντιλαμβάνονται ότι κανένα έθνος και καμιά νικημένη χώρα δεν μπορεί ποτέ να πληρώσει αποζημίωση που να καλύπτει το κόστος του σύγχρονου πολέμου»1.
Επίσης αναφέρεται ότι ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, ως οικονομικός σύμβουλος της συνδιάσκεψης των Βερσαλλιών, «με μοναδική διορατικότητα […] παραιτήθηκε από τη θέση του μόλις έμαθε τους όρους της συνθήκης των Βερσαλλιών, δηλώνοντας ότι δεν θα μπορούσαν παρά να προκαλέσουν νέο πόλεμο μετά από είκοσι χρόνια»2.
Ετσι και αλλιώς η ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού οδηγεί σε ανακατατάξεις ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες (ιμπεριαλιστικές δυνάμεις) και στην όξυνση των μεταξύ τους αντιθέσεων3. Η καπιταλιστική οικονομική κρίση υπερπαραγωγής του 1929-1933 συσσώρευσε οξυμένες αντιθέσεις τη δεκαετία του 1930, ιδιαίτερα μετά την αδύναμη ανάκαμψη και τη νέα κρίση του 1938. Η ανάγκη να ξεπεραστούν οδήγησε στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η γερμανική και η ιταλική αστική τάξη επιδίωκαν μέσω του πολέμου το ξαναμοίρασμα των σφαιρών επιρροής, με τρόπο ευνοϊκότερο για τις ίδιες και ιδιαίτερα να ηγηθεί η Γερμανία σε μια διαδικασία ενοποίησης της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής αγοράς.
Αυτόν τον άδικο ιμπεριαλιστικό πόλεμο δεν τον παρεμπόδισαν, δεν τον αναχαίτισαν ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, η Μ. Βρετανία, γιατί επιδίωκαν να τον χρησιμοποιήσουν για τη συντριβή της ΕΣΣΔ.
Η Σοβιετική Ενωση προσπάθησε να αξιοποιήσει τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, με στόχο την προάσπιση της σοσιαλιστικής εξουσίας. Οπως ήταν φυσικό, οι επιδιωκόμενες συμμαχίες δεν είχαν ως βάση τα κοινά ταξικά συμφέροντα με οποιονδήποτε από τους δύο ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς. Η εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ενωσης κινήθηκε στην κατεύθυνση της δημιουργίας αντιφασιστικής συμμαχίας. Ανάλογη πολιτική είχαν και τα ΚΚ στις καπιταλιστικές χώρες στη βάση των επεξεργασιών του 7ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Στη συνέχεια, μετά τη σύναψη του Συμφώνου ανάμεσα στη Γερμανία και την Ιαπωνία, το οποίο ονομάστηκε «Αντικομιντέρν» Σύμφωνο (1936), ενέτεινε τις προσπάθειες για τη δημιουργία συμμαχίας ενάντια στο φασιστικό άξονα, οι οποίες όμως απέβησαν άκαρπες.
Οι αστικές δημοκρατίες της καπιταλιστικής Ευρώπης και των ΗΠΑ επιδίωξαν σε πρώτη φάση να στρέψουν τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις της ναζιστικής Γερμανίας προς την Ανατολή και συγκεκριμένα προς την κατάκτηση της Σοβιετικής Ενωσης, ελπίζοντας στην αποδυνάμωση της πρώτης και τη συντριβή της δεύτερης. Κυριάρχησε έτσι η πολιτική της στήριξης των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων του φασιστικού άξονα, δηλώνοντας ουδετερότητα στην επίθεση της φασιστικής Ιταλίας στην Αιθιοπία (1936)4. Σταθερά προσανατολισμένες στον αντικομμουνισμό, στήριξαν το φασιστικό πραξικόπημα του Φράνκο στην Ισπανία που είχε τη στρατιωτική συνδρομή των δυνάμεων του Αξονα5. Το 1938 παρέδωσαν την Τσεχοσλοβακία στη ναζιστική Γερμανία με τη Συμφωνία του Μονάχου, με την ακύρωση των δεσμεύσεών τους για την προστασία της. Το 1939 υποκίνησαν την επιθετική στάση της Φινλανδίας έναντι της Σοβιετικής Ενωσης. Στη συνέχεια κι ενώ είχε ήδη ξεκινήσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, συνέβαλαν στο σοβιετοφινλανδικό πόλεμο, εξοπλίζοντας τους Φινλανδούς και διεξάγοντας αντισοβιετική καμπάνια σε όλη την Ευρώπη, ενώ παράλληλα προετοιμάζονταν και για δική τους εισβολή στην ΕΣΣΔ 6. Σημειώνουμε ότι σε όλη τη δεκαετία του 1930 στις ευρωπαϊκές καπιταλιστικές χώρες διεξαγόταν διαπάλη στο εσωτερικό των αστικών τάξεων ανάμεσα σε φιλογερμανικές και αγγλόφιλες μερίδες για το ποιο αστικό κράτος θα ηγηθεί της καπιταλιστικής Ευρώπης, ώστε να προστατέψει τα άμεσα και μακρόχρονα αστικά συμφέροντα.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η Σοβιετική Ενωση προχώρησε σε σύναψη Συμφώνου μη επίθεσης με τη ναζιστική Γερμανία, του γνωστού Συμφώνου Μολότοφ - Ρίμπεντροπ (Αύγουστος 1939). Κέρδισε έτσι δύο χρόνια, χρονικό διάστημα σημαντικό για να οργανώσει καλύτερα την άμυνά της.
Μετά τη ναζιστική επίθεση εναντίον της, η Σοβιετική Ενωση διεξήγαγε τον πόλεμο σε συμμαχία με τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία. Από την πλευρά της Σοβιετικής Ενωσης ο πόλεμος ήταν από την αρχή αμυντικός και στη συνέχεια αντιιμπεριαλιστικός. Ολα τα στοιχεία φανερώνουν ότι οι ΗΠΑ, επιδιώκοντας να αξιοποιήσουν τον πόλεμο ως προσοδοφόρα επιχείρηση για τα αμερικάνικα μονοπώλια και να βγουν οι μόνοι κερδισμένοι στο τέλος του πολέμου, αναχαιτίζοντας τη γερμανική δυναμική και υπονομεύοντας τη βρετανική πρωτοκαθεδρία, κράτησαν μια πιο ευέλικτη στάση απέναντι στην ΕΣΣΔ. Ταυτόχρονα με αυτή την τακτική, όπως σημειώνεται σε ορισμένες αναλύσεις, οι ΗΠΑ προσπαθούσαν να πιέσουν την ΕΣΣΔ εκεί που «πόναγε», στην ανάγκη της δηλαδή να διασφαλίσει όσο το δυνατό μακροχρόνια ειρήνη για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Είναι χαρακτηριστικές οι εξής αναφορές Αμερικανών ιστορικών: «Οπως πολλοί οξυδερκείς πολιτικοί αναλυτές εκείνη τη περίοδο, συμπεριλαμβανομένου του Ρούσβελτ, πίστευε ότι αυτό που ήθελε ο Στάλιν -αυτό που κατά τη γνώμη του χρειάζονταν η Σοβιετική Ενωση- δεν ήταν ο πόλεμος, αλλά ένας ειρηνικός κόσμος, για να συνεχίσει η Σοβιετική Ενωση τη μεταμόρφωσή της από μια υποανάπτυκτη αγροτική χώρα σε ένα βιομηχανικό κράτος του 20ού αιώνα»7.
Ετσι λίγους μήνες ήδη μετά τη ναζιστική επέμβαση στην ΕΣΣΔ, τον Οκτώβρη του 1941, ξεκίνησε η παροχή υλικής βοήθειας εκ μέρους των ΗΠΑ προς την ΕΣΣΔ.
Η συμμαχία ενάντια στον Αξονα είχε ως ημερομηνία λήξης την ήττα των δυνάμεών του. Αλλωστε η πάλη ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δεν είχε εξαλειφθεί μέσα στη συμμαχία και εκδηλωνόταν στο εσωτερικό των αντιφασιστικών μετώπων. Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η πάλη αυτή οξύνθηκε.
Ο πρωταγωνιστικός ρόλος των κομμουνιστικών κομμάτων στην αντιφασιστική πάλη που οδήγησε στη ριζοσπαστικοποίηση ευρύτερων μαζών από τη μια πλευρά και ο ρόλος του Κόκκινου Στρατού που προέλαυνε από την άλλη, ήταν παράγοντες που έπρεπε να συνυπολογιστούν στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονταν για τις μεταπολεμικές εξελίξεις. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είχαν συνείδηση της κατάστασης που θα διαμορφωνόταν πάνω στα ερείπια και τα αποκαΐδια του πολέμου και γι’ αυτό, ακόμα και κατά τη διάρκειά του, επεδίωκαν την όσο το δυνατό μεγαλύτερη αποδυνάμωση της Σοβιετικής Ενωσης. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι οι αγγλοαμερικάνοι ιμπεριαλιστές, παρά τις συμφωνίες τους με τη Σοβιετική Ενωση, άνοιξαν το δεύτερο μέτωπο στην ηπειρωτική Ευρώπη μόλις τον Ιούνη του 1944, έπειτα από πολλές αναστολές και προφάσεις. Αντίθετα, σε όλη τη διάρκεια του πολέμου είχαν ανοιχτή γραμμή και επεδίωκαν συνεννόηση με τις δυνάμεις του Αξονα. Τον Αύγουστο του 1943, στο Κεμπέκ του Καναδά, ΗΠΑ και Μ. Βρετανία, εκτιμώντας την πορεία του πολέμου και το πέρασμα του Κόκκινου Στρατού στην αντεπίθεση, συμφώνησαν ότι σε περίπτωση που οι γερμανικές δυνάμεις υποχωρούσαν από τις κατεχόμενες χώρες, θα πραγματοποιούσαν από κοινού έκτακτη εισβολή στην ευρωπαϊκή ήπειρο, με στόχο την κατάληψη όσο γίνεται μεγαλύτερου εδάφους της8. Επομένως, κίνητρο γι’ αυτό τον αγώνα δρόμου δεν ήταν τα συμμαχικά τους καθήκοντα, αλλά η ανησυχητικά γρήγορη επέλαση του Κόκκινου Στρατού που καταδίωκε τα ναζιστικά στρατεύματα προς τα εδάφη της Γερμανίας.
Τα γεγονότα που παρατέθηκαν παραπάνω φανερώνουν πως οι συζητήσεις που διεξήγαγε η Σοβιετική Ενωση με τους συμμάχους της για τη διεξαγωγή του πολέμου και τη μεταπολεμική Ευρώπη, δεν ακυρώνουν το γεγονός της αντικειμενικής σύγκρουσης δύο εντελώς διαφορετικών οικονομικοκοινωνικών σχηματισμών, του σοσιαλισμού και του καπιταλισμού.
ΤΙ ΣΥΖΗΤΗΘΗΚΕ ΣΤΗ ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΓΙΑΛΤΑΣ
Στις 4-11 Φλεβάρη του 1945 διεξήχθη στο Ανάκτορο Λιβάντια, στη Γιάλτα της Κριμαίας, η συνδιάσκεψη ανάμεσα στις αντιπροσωπείες των ΗΠΑ, της Μ. Βρετανίας και της ΕΣΣΔ, με επικεφαλής αντίστοιχα τον πρόεδρο Ρούσβελτ, τον πρωθυπουργό Τσόρτσιλ και τον πρόεδρο του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού της ΕΣΣΔ Ι. Β. Στάλιν. Στη διάσκεψη της Γιάλτας, όπως και σε άλλες της αντίστοιχης περιόδου, δεν κρατούνταν επίσημα πρακτικά. Κάθε πλευρά κρατούσε τα δικά της πρακτικά και καταγράφονταν από κοινού μόνο τα ντοκουμέντα που είχαν το χαρακτήρα των τελικών αποφάσεων. Εκ τούτου είναι ευκολονόητο ότι μπορούμε να κρίνουμε τις συζητήσεις μόνο μέσα από τις αναμνήσεις των συμμετεχόντων, τα ξεχωριστά πρακτικά της κάθε πλευράς και τα ντοκουμέντα που έχουν πια δημοσιοποιηθεί9.
Βασισμένοι στα επίσημα πρωτόκολλα και ανακοινωθέντα μπορούμε να σκιαγραφήσουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκαν οι διαπραγματεύσεις και τα θέματα στα οποία εστίασαν. Με δεδομένο το γεγονός ότι ο πόλεμος δεν είχε ακόμα τελειώσει, είναι φυσιολογικό ότι η διάσκεψη ασχολήθηκε και με τις πολεμικές επιχειρήσεις. Ετσι αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«Εξετάσαμε και καθορίσαμε τα πολεμικά σχέδια των τριών σύμμαχων δυνάμεων με σκοπό την οριστική συντριβή του κοινού εχθρού. Τα στρατιωτικά επιτελεία των τριών σύμμαχων εθνών, στη διάρκεια της διάσκεψης είχαν καθημερινές συσκέψεις. Οι συσκέψεις αυτές ήταν σε ανώτατο βαθμό ικανοποιητικές από όλες τις απόψεις και οδήγησαν στον μεγαλύτερο συντονισμό των πολεμικών προσπαθειών των τριών συμμάχων περισσότερο από κάθε άλλη φορά πριν»10.
Επιπλέον συμφωνήθηκε -μετά τη διαφαινόμενη ήττα της Γερμανίας- να ενισχυθεί απ’ όλους τους συμμάχους το Μέτωπο της Απω Ανατολής, με όρο τη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Μογγολίας, την επιστροφή στη Σοβιετική Ενωση της ναυτικής βάσης του Πορτ Αρθουρ και των Κουρίλων Νήσων11.
Το δεύτερο θέμα αφορούσε τους όρους της συνθηκολόγησης της Γερμανίας: «Συμφωνήσαμε για τη γενική πολιτική και τα σχέδια της αναγκαστικής εφαρμογής των όρων της άνευ όρων συνθηκολόγησης, που θα επιβάλλουμε από κοινού στη ναζιστική Γερμανία, όταν η γερμανική ένοπλη αντίσταση συντριβεί οριστικά […] Σύμφωνα με τα σχέδια που εγκρίθηκαν, οι ένοπλες δυνάμεις των τριών κρατών θα καταλάβουν στη Γερμανία χωριστές ζώνες […] Αμετάκλητος σκοπός μας είναι η εκμηδένιση του γερμανικού μιλιταρισμού και ναζισμού και η δημιουργία εγγυήσεων, ότι ποτέ πια η Γερμανία δε θα είναι σε θέση να διασαλεύσει την ειρήνη όλου του κόσμου»12.
Ενα από τα βασικά ζητήματα που αφορούσαν τους όρους συνθηκολόγησης της Γερμανίας αναφερόταν στις αποζημιώσεις που έπρεπε να δώσει στις χώρες που επλήγησαν από τον πόλεμο και τη γερμανική κατοχή. Αναφέρεται χαρακτηριστικά στις αποφάσεις:
«Εξετάσαμε το ζήτημα ζημιών που προξένησε η Γερμανία στις σύμμαχες χώρες σε αυτό τον πόλεμο και θεωρήσαμε δίκαιο να υποχρεώσουμε τη Γερμανία να καταβάλει αποζημιώσεις σε είδος για τις ζημιές στον ανώτατο δυνατό βαθμό»13.
Επίσης, υπήρξε συμφωνία των συμμάχων για την εξέταση του ζητήματος των αρχιεγκληματιών πολέμου και τη διαμόρφωση εισήγησης σε κατάλληλο χρόνο από τους υπουργούς Εξωτερικών14.Ακόμα πάρθηκαν μέτρα για τη διευκόλυνση του επαναπατρισμού των απελευθερωμένων αιχμαλώτων πολέμου που ανήκαν στα συμμαχικά στρατεύματα15.
Εξίσου σημαντικά ήταν τα θέματα που μπήκαν στη συνδιάσκεψη και αφορούσαν την επόμενη μέρα του πολέμου. Οι αντιπροσωπείες υπέγραψαν διακήρυξη για την απελευθερωμένη Ευρώπη:
«Αυτή η Διακήρυξη προβλέπει τη σύμφωνη πολιτική των τριών δυνάμεων και τις κοινές τους ενέργειες για την επίλυση των πολιτικών και οικονομικών προβλημάτων της απελευθερωμένης Ευρώπης, σύμφωνα με τις δημοκρατικές αρχές […] Σύμφωνα με τις αρχές του Χάρτη του Ατλαντικού για το δικαίωμα όλων των λαών να εκλέγουν τη μορφή της κυβέρνησης με την οποία θα ζήσουν, πρέπει να εξασφαλιστεί η αποκατάσταση των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της αυτοκυβέρνησης στους λαούς εκείνους που με τη βία στερήθηκαν αυτό, από τα επιθετικά έθνη»16.
Μέσα στα πλαίσια αυτής της διακήρυξης ήταν και οι αποφάσεις που πάρθηκαν σε σχέση με την Πολωνία και τη Γιουγκοσλαβία. Αναφέρεται στο ανακοινωθέν σχετικά με τις δύο χώρες: «Συγκεντρωθήκαμε στη Διάσκεψη της Κριμαίας για να εξομαλύνουμε τις διαφωνίες μας στο πολωνικό ζήτημα.
Εξετάσαμε ολόπλευρα όλες τις πλευρές του πολωνικού ζητήματος. Επιβεβαιώσαμε ξανά την κοινή μας θέληση να δούμε αποκαταστημένη μια ισχυρή, ελεύθερη, ανεξάρτητη και δημοκρατική Πολωνία και έπειτα από τις διαπραγματεύσεις μας συμφωνήσαμε στους όρους, σύμφωνα με τους οποίους θα πρέπει να σχηματιστεί η νέα Προσωρινή Πολωνική Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας…»17.
Επίσης σχετικά με τη Γιουγκοσλαβία αναφέρεται ότι: «Θεωρήσαμε απαραίτητο να συστήσουμε στο στρατάρχη Τίτο και το δόκτορα Σούμπασιτς να θέσουν αμέσως σε ισχύ τη συμφωνία που έκλεισαν μεταξύ τους και να σχηματίσουν Προσωρινή Κυβέρνηση Ενότητας με βάση τη συμφωνία αυτή»18.
Τέλος, η Διάσκεψη έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία ενός νέου οργανισμού, ο οποίος και θα αντικαθιστούσε τη διαλυμένη από τον πόλεμο Κοινωνία των Εθνών. Οι συζητήσεις για τη συγκεκριμένη δομή του νέου οργανισμού (παρά τις όποιες συζητήσεις και επί μέρους συμφωνίες που έγιναν) ανατέθηκαν στη συνάντηση των Ενωμένων Εθνών που ορίστηκε για τον Απρίλη του 1945 και στην οποία θα είχαν δικαίωμα συμμετοχής όλα τα κράτη που τάχθηκαν στην πράξη εναντίον του φασισμού ή που θα κήρυτταν τον πόλεμο στη φασιστική Γερμανία μέχρι την 1η Μάρτη 194519. Χαρακτηριστικά αναφέρεται στο Ανακοινωθέν:
«Αποφασίσαμε στο πιο κοντινό μέλλον να ιδρύσουμε μαζί με τους συμμάχους μας μια παγκόσμια οργάνωση για τη διαφύλαξη της ειρήνης και της ασφάλειας […] Η σύσκεψή μας στην Κριμαία επιβεβαίωσε ξανά την κοινή μας απόφαση να διαφυλάξουμε και να δυναμώσουμε, στην προσεχή ειρηνική περίοδο, την ενότητα των σκοπών και δράσης, που έκανε δυνατή και αδιαμφισβήτητη για τα Ενωμένα Εθνη τη νίκη στο σημερινό πόλεμο. Πιστεύουμε, ότι αυτό είναι ιερή υποχρέωση των κυβερνήσεών μας απέναντι στους λαούς τους και απέναντι στους λαούς όλου του κόσμου»20.
ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
ΓΙΑ ΤΟ «ΜΟΙΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»
Το σύνολο σχεδόν των κυρίαρχων αστικών και κυρίως οπορτουνιστικών ιστοριογραφικών προσεγγίσεων αρέσκονται να αναφέρουν ότι στη Διάσκεψη της Γιάλτας «μοιράστηκε ο κόσμος». Η προσέγγιση αυτή αποτελούσε και αποτελεί τμήμα της ιδεολογικής επίθεσης που εξαπέλυσαν οι ιμπεριαλιστές στα πλαίσια της διαμάχης με το σοσιαλισμό, ενάντια στην ΕΣΣΔ και τους κομμουνιστές. Εξισώνοντας τη Σοβιετική Ενωση με τα ιμπεριαλιστικά κράτη, προσπαθούσαν να πλήξουν το αυξημένο κύρος που κέρδισε η ίδια και τα κομμουνιστικά κόμματα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, να δικαιολογήσουν το δόγμα του «Ψυχρού Πολέμου» και τις μεταπολεμικές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στο σοσιαλιστικό σύστημα.
Γι’ αυτό συνήθως το επιχείρημά τους για το μοίρασμα του κόσμου αφορά τις χώρες που συναποτέλεσαν στη συνέχεια το σύμφωνο της Βαρσοβίας, τις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης. Σ’ αυτές τις χώρες οξύνθηκε η διαπάλη για το ζήτημα της εξουσίας με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι αλήθεια ότι η παρουσία του Κόκκινου Στρατού έγειρε αποφασιστικά την πλάστιγγα υπέρ της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Ετσι, μέσα από μια ολιγόχρονη πορεία διαπάλης, τα ένοπλα λαϊκά κινήματα με επικεφαλής τους κομμουνιστές προχώρησαν πέρα από την απελευθέρωση και στην ανατροπή της αστικής εξουσίας. Με την αποφασιστική στήριξη της Σοβιετικής Ενωσης συντρίφτηκαν οι αντεπαναστατικές ενέργειες των εγχώριων αστικών δυνάμεων που στηρίχτηκαν από το διεθνή ιμπεριαλισμό (π.χ. Τσεχοσλοβακία 1948).
Παρά τα φημολογούμενα για τις περιοχές στις οποίες ήδη είχαν απελευθερωθεί από την προέλαση του Κόκκινου Στρατού, οι συζητήσεις που έγιναν στα πλαίσια της Διάσκεψης της Γιάλτας δεν πήγαιναν πιο μακριά από την αναγνώριση προσωρινών κυβερνήσεων ή την ανάγκη διεξαγωγής εκλογών21. Μάλιστα, οι αποφάσεις για τις απελευθερωμένες χώρες αφορούσαν μονάχα την Πολωνία και τη Γιουγκοσλαβία (όπως ήδη είδαμε) και όχι τις άλσλες χώρες που απελευθέρωσε ο Κόκκινος Στρατός (Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Ρουμανία ή την Αυστρία).
Αργότερα, στη διάσκεψη στο Πότσνταμ (17 Ιούλη - 2 Αυγούστου 1945), έγινε όντως συζήτηση για τη Ρουμανία, την Ουγγαρία, τη Φινλανδία, την Αυστρία, τη Βουλγαρία, αλλά και την Ιταλία, στην οποία δεν μπήκε ο Κόκκινος Στρατός. Οι διαπραγματεύσεις αυτές εστιάζονταν στην αναγνώριση από τις αντιφασιστικές κυβερνήσεις του δικαιώματος εισόδου των κρατών αυτών στον ΟΗΕ και πολεμικών αποζημιώσεων, με δεδομένο το γεγονός ότι επρόκειτο για χώρες που οι κυβερνήσεις τους είχαν συμπαραταχθεί με τη ναζιστική Γερμανία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου22.
Ειδική αναφορά γίνεται στα πλαίσια της «θεωρίας του μοιράσματος του κόσμου» στο χωρισμό της Γερμανίας. Βέβαια και πάλι κατηγορείται η Σοβιετική Ενωση μονομερώς και όχι οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ακόμα και σήμερα στους εορτασμούς για την καπιταλιστική παλινόρθωση στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία και τη νίκη της αντεπανάστασης στην Ευρώπη, οι απολογητές του ιμπεριαλισμού εντόπισαν το πρόβλημα στη Σοβιετική Ενωση που στεκόταν εμπόδιο στην ένωση της Γερμανίας23[1]. Δυστυχώς γι’ αυτούς η ιστορική πραγματικότητα τους διαψεύδει.
Το ζήτημα του διαμελισμού της Γερμανίας είχε τεθεί νωρίτερα στη διάσκεψη της Τεχεράνης, όπου την 1η Δεκεμβρίου 1943 ο Ρούσβελτ παρουσίασε σχέδιο διαμελισμού της Γερμανίας σε 5 κράτη, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι είχε ετοιμαστεί 2 μήνες νωρίτερα. Ο Τσόρτσιλ υποστήριξε ανάλογη πρόταση. Μάλιστα, ένα χρόνο αργότερα (Οκτώβρης του 1944), στη διάρκεια συνομιλιών που είχε μαζί με τον Ιντεν με τη σοβιετική κυβέρνηση στη Μόσχα, παρουσίασε δικό του σχέδιο διαμελισμού, που προέβλεπε το χωρισμό της Γερμανίας σε 3 μέρη.
Μ. Βρετανία και ΗΠΑ επανήλθαν στη διάσκεψη του Πότσνταμ, προτείνοντας σχέδιο διαμελισμού της Γερμανίας σε τρία κράτη και πιο συγκεκριμένα σε Βορειογερμανικό, Νοτιογερμανικό και Δυτικογερμανικό. Η Σοβιετική Ενωση δια στόματος Στάλιν απέρριψε την πρόταση ως αφύσικη και υποστήριξε ότι το ζητούμενο δεν ήταν ο διαμελισμός της Γερμανίας, αλλά η μετατροπή της σε ένα φιλειρηνικό και δημοκρατικό κράτος[1]24. Ανάλογη μαρτυρία υπάρχει και από τον Αμερικανό Χάρι Χόπκινς, ο οποίος κάθε άλλο παρά φιλοσοβιετικός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Ο Χόπκινς αναφέρει ότι ο Στάλιν αντιμετώπισε «χωρίς ενθουσιασμό» τις προτάσεις της Αγγλίας και των ΗΠΑ για το διαμελισμό της Γερμανίας25[1].
Αλλά και η μετέπειτα στάση της Σοβιετικής Ενωσης μέχρι την ανακήρυξη της Δυτικής Γερμανίας ως ξεχωριστού κράτους και την ένταξή της στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς (ένταξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ το 1955) αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός ενιαίου γερμανικού κράτους. Μέχρι και το 1952 ο στόχος της επανένωσης των δύο Γερμανιών παρέμεινε στο διπλωματικό προσκήνιο, κυρίως με πρωτοβουλία της Σοβιετικής Ενωσης, ανεξάρτητα της ρεαλιστικότητάς του. Πιο συγκεκριμένα, στις 10 Μάρτη 1952, η Σοβιετική Ενωση παρέδωσε στις άλλες τρεις εγγυήτριες δυνάμεις (Μ. Βρετανία, Γαλλία, ΗΠΑ) πρόταση που έμεινε γνωστή ως «μνημόνιο Στάλιν». Σε αυτό το μνημόνιο η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε αναλυτικά τη διαμόρφωση βάσεων ειρήνης. Η πρόταση επανήλθε και στις 9 Απρίλη 195226[1] και ανάλογες πρωτοβουλίες συνεχίστηκαν ως και το 1955. Στη συνέχεια πέρασαν σε δεύτερη μοίρα, αν και παρέμειναν ως στόχος.
Είναι χαρακτηριστική η εξής παρατήρηση ενός αστού ιστορικού, του Αμερικανού Arthur M. Schlesinger, ο οποίος σημειώνει: «Η διακήρυξη (σ.σ.: αναφέρεται στη διακήρυξη για την Απελευθερωμένη Ευρώπη) διαψεύδει και το μύθο που, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, αποτελεί πεποίθηση στη Γαλλία, ότι η Γιάλτα προκάλεσε ή επικύρωσε τη διαίρεση της Ευρώπης. Αυτό που προκάλεσε τη διαίρεση της Ευρώπης δεν ήταν κάποιες λέξεις πάνω στο χαρτί αλλά η ανάπτυξη των στρατευμάτων»27.
Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ - ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ
ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΜΜΗ
Το επίσημο ύφος της διπλωματικής γλώσσας στις διασκέψεις αυτές και οι προσεκτικές διατυπώσεις δεν είναι δυνατό να αποκρύψουν την πραγματικότητα. Αυτή δεν αφορούσε κάποιο μυστικό μοίρασμα του κόσμου, όπως αναφέρεται στα πλαίσια της «ψυχροπολεμικής» προπαγάνδας που ακολούθησε.
Ωστόσο, ακόμα και μέσα από την ιμπεριαλιστική προπαγάνδα, αποκαλύπτεται πως ο ιμπεριαλισμός ούτε ήθελε ούτε μπορούσε να συμβιώσει ειρηνικά με τον ανειρήνευτο ταξικό του εχθρό, το σοσιαλισμό. Πόσο μάλλον να προβεί σε συμφωνία μαζί του για το «μοίρασμα του κόσμου». Αλλωστε, οι αστοί που αποδέχονται ως νόμιμες τις ενδοϊμπεριαλιστικές μοιρασιές, δε θα μπορούσαν να παρακολουθούν παθητικά να ανατρέπεται η αστική εξουσία σε μια σειρά χώρες και αυτές να αποδεσμεύονται από τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις και οργανισμούς.
Αυτό έδειξαν τα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν τη διάσκεψη της Γιάλτας. Μόλις ένα μήνα μετά, οι «σύμμαχοι» της Σοβιετικής Ενωσης ήρθαν σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να μεταφέρουν το κύριο κομμάτι της δύναμης πυρός τους από το Δυτικό στο Ανατολικό μέτωπο. Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται ακόμα και από αστούς ιστορικούς, στα τέλη του Μάρτη του 1945 στο Ανατολικό Μέτωπο οι Σοβιετικοί ήταν αντιμέτωποι με περίπου 150 γερμανικές μεραρχίες, τη στιγμή που στο Δυτικό μέτωπο οι Αγγλοαμερικανοί ήρθαν σε σύγκρουση με λιγότερες από τριάντα28.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αλληλογραφία Στάλιν - Ρούσβελτ εκείνη την περίοδο κυριαρχούσε ως πρόβλημα το ζήτημα των διαπραγματεύσεων στη Βέρνη της Ελβετίας ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Βρετανία από τη μια πλευρά και τους διοικητές των ναζιστικών στρατευμάτων που έδρευαν στην Ιταλία από την άλλη. Η Σοβιετική πλευρά έθεσε ζήτημα συμμετοχής και σοβιετικών αντιπροσώπων στις διαπραγματεύσεις, κάτι όμως που δεν έγινε δεκτό από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία29.
Ο Στάλιν σημείωνε σε επιστολή του προς το Ρούσβελτ στις 7 Απρίλη 1945 (1 μήνα πριν από την είσοδο του Κόκκινου Στρατού στο Βερολίνο):
«Μου είναι δύσκολο να δεχθώ ότι η έλλειψη αντίστασης εκ μέρος των Γερμανών στο Δυτικό μέτωπο μπορεί να εξηγηθεί μόνο από το γεγονός ότι ηττώνται. Οι Γερμανοί διαθέτουν στο Ανατολικό μέτωπο 147 μεραρχίες. Θα μπορούσαν, χωρίς να προκαλέσουν ζημιά στον αγώνα τους , να αποσύρουν 15-20 μεραρχίες από το Ανατολικό μέτωπο και να τις στείλουν προς ενίσχυση των στρατευμάτων τους στο Δυτικό μέτωπο. Εν τούτοις, οι Γερμανοί δεν το έκαναν και δεν το κάνουν αυτό. Συνεχίζουν να πολεμούν λυσσαλέα εναντίον των Ρώσων για τον άγνωστο κόμβο της Zemlianitsa στην Τσεχοσλοβακία, τον οποίον χρειάζονται τόσο όσο και ένας νεκρός το κατάπλασμα. Παραδίδουν, όμως, χωρίς αντίσταση σημαντικές πόλεις της Κεντρικής Γερμανίας, όπως το Osnabruk , το Manheim και το Kassel. Δεν δέχεστε ότι η συμπεριφορά αυτή των Γερμανών είναι τουλάχιστον παράξενη και ανεξήγητη;»30.
Λίγους μήνες αργότερα οι ΗΠΑ έριξαν τις δύο ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι (5-6 Αυγούστου 1945), με σαφή σκοπό να τρομοκρατήσουν τόσο τη Σοβιετική Ενωση, όσο και τους λαούς που πρωτοστάτησαν στην πάλη ενάντια στο φασισμό και να κατοχυρώσουν την πρωτοκαθεδρία τους στο μεταπολεμικό πεδίο μέσα από τον τρόμο και τον αιφνιδιασμό.
Τα σχέδια για το βομβαρδισμό δεν αναφέρθηκαν στη διάσκεψη του Πότσνταμ που τελείωσε 4 μόλις μέρες πριν (2 Αυγούστου 1945). Το βομβαρδισμό, που στοίχισε άμεσα τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, δεν υπαγόρευε καμιά πολεμική σκοπιμότητα. Ποιος ο λόγος να προχωρήσουν οι ΗΠΑ σε μια τέτοια ενέργεια, τη στιγμή που ο κόσμος είχε μοιραστεί μόλις πριν από κάποιους μήνες στη Γιάλτα;
Η συμφιλίωση ανάμεσα στους νικητές ιμπεριαλιστές και τους Ναζί διαφάνηκε ακόμα και μετά από τον πόλεμο, όταν οι πρώτοι στρατολογούσαν τους δεύτερους μπροστά στον κίνδυνο του κομμουνισμού31.
Επιπλέον, σε μια σειρά χώρες της καπιταλιστικής Ευρώπης πάρθηκαν μέτρα ενάντια στα ΚΚ. Ετσι, έθεσαν εκτός νόμου το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, παρά τις βαριές του θυσίες στον αγώνα ενάντια στο ναζισμό32. Ακόμα και τα κομμουνιστικά κόμματα της Γαλλίας και της Ιταλίας, που είχαν δεχτεί να συμμετάσχουν στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις, συμβάλλοντας στη σταθεροποίηση της αστικής εξουσίας των κρατών τους, γρήγορα εκδιώχθηκαν από αυτές.
Οι παραπάνω ιστορικές αλήθειες αποτελούν χαρακτηριστικά γεγονότα που απορρίπτουν τα προπαγανδιστικά επιχειρήματα ότι ο κόσμος είχε μοιραστεί ανάμεσα στη Σοβιετική Ενωση και τις ιμπεριαλιστικές χώρες. Η σύγκρουση μεταξύ τους υπήρχε και διεξαγόταν, όντας ταυτόχρονα στην ίδια συμμαχία. Χαρακτηριστικά είναι εξάλλου τα αποσπάσματα από τα γραφτά του δηλωμένου αντικομμουνιστή Τσόρτσιλ που θα «μοίραζε τον κόσμο» με το Στάλιν: «Ο κομμουνισμός σήκωσε κεφάλι χάρη στο νικηφόρο ρωσικό μέτωπο. Η Ρωσία υπήρξε ο σωτήρας και ο κομμουνισμός το ευαγγέλιο που έφερνε μαζί της»33.
Μάλιστα κατηγορούσε τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό ότι δήθεν συνειδητοποίησε πολύ αργά την απότομη αύξηση της επιρροής που έφερνε η προέλαση του Κόκκινου Στρατού34: «Ο Χίτλερ και ο χιτλερισμός είναι καταδικασμένοι. Ομως τι θα συμβεί μετά το Χίτλερ;»35.
Τέλος, τρεις μέρες μετά τη συντριβή της Γερμανίας και την κατάληψη του Βερολίνου από τον Κόκκινο Στρατό (11 Μάη 1945), έγραψε στον πρόεδρο Τρούμαν: «Ενα σιδερένιο παραπέτασμα κατεβαίνει μπροστά στο μέτωπό τους και δεν ξέρουμε τι γίνεται πίσω από αυτό»36.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΓΙΑΛΤΑ
Ο μύθος που αναφέρεται στην καθοριστική επίδραση της Γιάλτας στην εξέλιξη της ταξικής πάλης στην Ελλάδα παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Στόχος είναι να αποδοθεί στη στάση της Σοβιετικής Ενωσης και στη δήθεν προδοσία της απέναντι στους Ελληνες κομμουνιστές η ήττα του λαϊκού κινήματος στον εμφύλιο πόλεμο.
Η Γιάλτα αναγνώρισε το συσχετισμό δύναμης που είχε διαμορφωθεί σε κάθε χώρα μέχρι το Φλεβάρη του 1945. Ετσι, σχετικά με την Ελλάδα, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι είχε προηγηθεί το Δεκέμβρη του 1944 η «μάχη της Αθήνας», η ένοπλη δηλαδή σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ από τη μια πλευρά και της αστικής τάξης σε συνεργασία με το βρετανικό ιμπεριαλισμό από την άλλη.
Οπως έχει εκτιμήσει και το ΚΚΕ, η ήττα του Δεκέμβρη ήρθε ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι, ενώ τον Οκτώβρη του 1944 είχαν διαμορφωθεί συνθήκες επαναστατικής κατάστασης στην Ελλάδα, το ΚΚΕ δεν είχε την αντίστοιχη ετοιμότητα για να οδηγήσει την ταξική πάλη προς την επαναστατική λύση του προβλήματος της εξουσίας.
Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται και από τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί: υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο αγγλικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής (Ιούλης του 1943), συμφωνία του Λιβάνου (Μάης του 1944) και τη Καζέρτας (Σεπτέμβρης του 1944), συμμετοχή στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας (Σεπτέμβρης του 1944), η απαράδεκτη συμφωνία της Βάρκιζας (Φλεβάρης του 1945)37.
Η κυρίαρχη αστική ιδεολογία, βέβαια, επιτίθεται με ιδιαίτερη σκληρότητα σε όσους κρίνουν τη συμφωνία της Γιάλτας, ως αποτέλεσμα του συσχετισμού δύναμης μεταξύ σοσιαλισμού και ιμπεριαλισμού που διαμόρφωσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Εξυπακούεται ότι η επίθεση είναι το ίδιο σκληρή, ακόμα και όταν το ζήτημα τίθεται από μελετητές που δε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν κομμουνιστές.
Η αστική τάξη, που δεν έχει κανένα πρόβλημα να στηρίζει το ξαναγράψιμο της Ιστορίας σε κάποιες υποθέσεις ή σε ορισμένους «λογικούς» συνειρμούς, αποκρύπτει ή διαστρέφει τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Κανείς λοιπόν από αυτούς που νοιάζονται για τις διπλωματικές συμβάσεις που έκριναν το ζήτημα της Ελλάδας δεν αναφέρεται στη συνάντηση Τσόρτσιλ και Ρούσβελτ (που ήδη προαναφέραμε) το καλοκαίρι του 1943 στο Κεμπέκ του Καναδά, όπου και αποφασίστηκε να εισβάλουν στην Ελλάδα αγγλικά στρατεύματα αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών: «Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Τσόρτσιλ, η ιδέα της αγγλικής επέμβασης στην Ελλάδα γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1943, στη διάρκεια της Συνάντησης στο Κεμπέκ του Καναδά του Βρετανού πρωθυπουργού και του Αμερικάνου Προέδρου Ρούσβελτ, οι οποίοι είχαν διαπιστώσει πως η θέση του ΕΑΜ για φιλολαϊκές και σύμφωνα με τη θέληση του ελληνικού λαού μεταπελευθερωτικές εξελίξεις είχαν κερδίσει σημαντικές θέσεις και ο αστικός πολιτικός κόσμος αδυνατούσε να χειραγωγήσει τις εξελίξεις. Οπως έγραφε σχετικά ο ίδιος ο Τσόρτσιλ “σκέφτηκαν στην αρχή ότι ήταν υποχρεωμένοι να επέμβουν στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας τη στιγμή της απελευθέρωσης”. Και όπως σημείωνε στις 29 Σεπτέμβρη του 1943, είχε θεωρηθεί απαραίτητη η αποστολή στην Ελλάδα 5.000 Βρετανών στρατιωτών, “εάν οι Γερμανοί την εγκαταλείψουν με θωρακισμένα αυτοκίνητα και πυροβόλα”. Σε σχετικό εξάλλου τηλεγράφημα προς τον υπουργό των Εξωτερικών Αντονι Iντεν, το Νοέμβρη του 1943, τόνιζε ότι “θα έπρεπε το χτύπημα, για να είναι αποφασιστικό, να καταφερθεί κατά του ΕΛΑΣ την κατάλληλη στιγμή”»38.
Σχέδια λοιπόν για την τύχη της Ελλάδας υπήρξαν πραγματικά και πριν από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά αυτά τα σχέδια ήταν του εγγλέζικου και αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και γι’ αυτό δεν τυγχάνουν της προσοχής των αστών ιστορικών και αρθρογράφων. Την περίοδο που η ΕΑΜική αντίσταση έδινε μάχη για την απομάκρυνση των Γερμανών από την Ελλάδα, οι ιμπεριαλιστές «σύμμαχοι» προετοίμαζαν την αποκατάσταση της πρότερης κατάστασης, μιας και ο γερμανικός ιμπεριαλισμός βάδιζε προς την ήττα.
Ωστόσο προτιμούν να αποκρύπτουν τα ιστορικά γεγονότα και να προσηλώνονται στο περίφημο χαρτάκι που αντάλλαξαν Τσόρτσιλ και Στάλιν στη συνάντηση της Μόσχας (9-14 Οκτώβρη 1944). Η αξιοπιστία του Τσόρτσιλ, ειδικότερα απέναντι στη Σοβιετική Ενωση και το ΚΚΕ, διαφάνηκε τόσο από τα αποσπάσματα των απομνημονευμάτων του, όσο και από την εκπόνηση του «σχεδίου Μάνα». Ας δούμε όμως τι θυμάται σε σχέση με την περίφημη «μυστική μοιρασιά των Βαλκανίων»:
«Εγραψα σε μισή κόλα χαρτί Ρουμανία: Ρωσία 90% άλλοι 10%, Ελλάδα: Μεγάλη Βρετανία 90% (σε συμφωνία με τις ΗΠΑ) άλλοι 10%, Γιουγκοσλαβία 50-50%, Ουγγαρία: 50-50%, Βουλγαρία: Ρωσία 75% οι άλλοι 25% . Το έδωσα στο Στάλιν… Εγινε μια μικρή παύση. Υστερα πήρε το μπλε μολύβι του, έβαλε ένα μεγάλο σημάδι πάνω και το ξανάδωσε. Κανονίστηκαν όλα σε όσο χρόνο χρειάστηκαν για να γραφτούν»39.
Πέρα από το μεγάλο ερωτηματικό που προκύπτει γιατί στο «συγκεκριμένο χαρτί» δεν μπήκαν και άλλες χώρες, αξίζει να σημειωθεί ότι το «χαρτάκι» αυτό εξαφανίστηκε και δεν παρουσιάστηκε ποτέ, ούτε γίνεται αναφορά του στα δημοσιοποιημένα αρχεία της Αγγλίας ή της Σοβιετικής Ενωσης. Εξάλλου είναι γνωστό ότι η συνάντηση της Μόσχας, στην οποία παραβρέθηκαν οι Στάλιν, Μολότοφ, Τσόρτσιλ, Ιντεν και ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Μόσχα Χάριμαν (μιας και ο Ρούσβελτ δεν μπορούσε να παρευρεθεί), έγινε για να εξεταστούν και να αναπτυχθούν τα στρατιωτικά σχέδια που είχαν συμφωνηθεί στην Τεχεράνη. Τα σχέδια αυτά αφορούσαν το άνοιγμα των καινούριων μετώπων σε Δυτική Ευρώπη και Απω Ανατολή. Συζητήθηκαν επίσης τα ζητήματα της αναγνώρισης των κυβερνήσεων της Πολωνίας, της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας, οι οποίες είχαν ήδη σχεδόν απελευθερωθεί. Ομως σε σχέση με την Ελλάδα πρέπει να σημειώσουμε ότι βασικές συμφωνίες που ενέτασσαν την Ελλάδα στον άξονα δράσης των βρετανικών δυνάμεων, όπως αναφέραμε και παραπάνω, είχαν προηγηθεί από το 1943 (ένταξη του ΕΛΑΣ στο στρατηγείο της Μ. Ανατολής) και είχαν ολοκληρωθεί μέχρι το Σεπτέμβρη του 1944 (Καζέρτα).
Αλλοι πάλι θέτουν το «ερώτημα» γιατί ο Κόκκινος Στρατός δεν κατέβηκε και στην Ελλάδα, τη στιγμή που είχε φτάσει μέχρι τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ωστόσο, στην πλειοψηφία των ιστορικών προσεγγίσεων η άποψη αυτή διατυπώνεται από όσους ταυτόχρονα υποστηρίζουν ότι κακώς η Σοβιετική Ενωση και ο Κόκκινος Στρατός αναμείχθηκε στα εσωτερικά άλλων χωρών.
Ο Κόκκινος Στρατός δεν είχε λόγο να περάσει τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και να εισχωρήσει στην Ελλάδα, πρώτα απ’ όλα γιατί η Ελλάδα στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στην ευθύνη του εγγλέζικου στρατηγείου, αναφορικά με τις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Γερμανών. Επομένως, για τον Κόκκινο Στρατό που καταδίωκε τους Γερμανούς στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Πολωνία και αλλού δεν υπαγόρευε καμιά πολεμική ανάγκη την εισχώρηση στην Ελλάδα.
Βέβαια, όπως ο Κόκκινος Στρατός αντικειμενικά δεν απελευθέρωνε απλώς τις χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά η παρουσία του αδυνάτιζε την εγχώρια αστική εξουσία και ενίσχυε τα λαϊκά κινήματα των χωρών αυτών, συμβάλλοντας στο μεταπολεμικό συσχετισμό δύναμης, έτσι και από τη δική τους ταξική σκοπιά τα αμερικανικά και βρετανικά στρατεύματα κατοχύρωναν τον αστικό χαρακτήρα της εξουσίας στις χώρες που προέλαυναν.
Με αυτή την έννοια, όσον αφορά την Ελλάδα, η αποδοχή από την πλευρά του ΚΚΕ της ένταξης των απελευθερωτικών δυνάμεων στο στρατηγείο της Μ. Ανατολής σήμαινε ότι το ΕΑΜικό κίνημα θα έβρισκε την επόμενη μέρα της απελευθέρωσης απέναντί του τη συνασπισμένη ελληνική αστική τάξη και τον αγγλικό ιμπεριαλισμό και ότι θα έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνο του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των ιστορικά αβάσιμων προσεγγίσεων των αστών αρθρογράφων για τη Γιάλτα είναι και το παρακάτω απόσπασμα:
«Ο Στάλιν σε όλη τη διάρκεια της Γιάλτας και μετά από αυτήν κατάφερνε να φαίνεται συνεργάσιμος ακόμη και όταν διαφωνούσε. Ετσι, ενώ είχε υποσχεθεί να μην αναμιχθεί στα ελληνικά πράγματα, κι αυτό έκανε αφήνοντας το KKE στο έλεος των αντιπάλων του, προωθούσε ύπουλα την ιδέα της “Βαλκανικής Ομοσπονδίας” που αποσκοπούσε στην ένωση των Σλάβων, τη χειρότερη ίσως απειλή τότε για την Ελλάδα, γνωστού όντως του προαιώνιου πόθου των Βουλγάρων για έξοδό τους στο Αιγαίο»40.
Από το παραπάνω απόσπασμα, όπως και από άλλα παρόμοια, είναι πραγματικά δύσκολο κανείς να καταλάβει αν η Σοβιετική Ενωση ήθελε ή όχι να αναμιχθεί στα εσωτερικά της χώρας. Ο κεντρικός πυρήνας αυτών των θέσεων δεν είναι άλλος από την αξίωση να κριθεί ηθικά ένοχη η Σοβιετική Ενωση, με το σκεπτικό ότι άφησε αβοήθητο το ΚΚΕ και παράλληλα επεδίωξε να πλήξει την Ελλάδα!
Στη Διάσκεψη της Γιάλτας, στα ανακοινωθέντα της οποίας -όπως ήδη αναφέραμε- υπάρχει μια πληθώρα ζητημάτων, δεν αναλύεται διεξοδικά το ζήτημα της Ελλάδας. Η αγγλική αντιπροσωπεία έθεσε στη συζήτηση απλά το ζήτημα της ανάγκης της παρουσίας παρατηρητών για εκλογές σε Ελλάδα και Ιταλία, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της σοβιετικής πλευράς, ενώ απουσιάζει κάθε αναφορά στα επίσημα ανακοινωθέντα41. Είναι λοιπόν καθαρό ότι η Διάσκεψη της Γιάλτας δεν καθόρισε το αν η ελληνική εργατική τάξη θα έπρεπε να επιλέξει το δρόμο της ένοπλης σύγκρουσης για την επαναστατική επίλυση του ζητήματος της εξουσίας.
Επίσης αξίζει να επισημανθεί ότι η Διάσκεψη της Γιάλτας και η σχέση της με την Ελλάδα έγινε «σημαία» της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980. Στόχος ήταν να δικαιολογηθούν οι παλινωδίες του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ως αντιπολίτευση απαιτούσε την απομάκρυνση των αμερικάνικων βάσεων και την έξοδο της χώρας από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ και ως κυβέρνηση από το 1981 έκανε ακριβώς τα αντίθετα. Τότε η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ «ανακάλυψε» τη Γιάλτα και τη χρησιμοποίησε για να προωθήσει το σύνθημα «οι λαοί δεν έχουν ανάγκη από προστάτες».
Ταυτόχρονα το ΠΑΣΟΚ και άλλες αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις ισχυρίζονται εδώ και πολλά χρόνια ότι το ΚΚΕ κακώς ηγήθηκε των ένοπλων αγώνων το Δεκέμβρη του 1944 και του ΔΣΕ την περίοδο 1946-1949, αφού γνώριζε ότι ο κόσμος είχε μοιραστεί και άρα ότι αυτοί οι αγώνες ήταν εκ προοιμίου χαμένοι.
Σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα, ο ηρωικός αγώνας του Δεκέμβρη του 1944 και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας εξακολουθεί να είναι καρφί στο μάτι των σύγχρονων απολογητών του ιμπεριαλισμού. Γιατί, μέσα από τον ηρωικό αγώνα του ελληνικού λαού με μπροστάρη το ΚΚΕ ενάντια στη ελληνική αστική τάξη και τον αμερικάνικο και τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό, καταρρέουν τα μυθεύματά τους. Δεν μπορούν να απαντήσουν γιατί το ΚΚΕ, που ακολουθούσε τυφλά το ΚΚΣΕ και κατά την ίδια λογική το μοίρασμα του κόσμου στη συμφωνία της Γιάλτας, επέλεξε την ένοπλη σύγκρουση και δε συμβιβάστηκε με τον ιμπεριαλισμό.
Η πάλη του ΔΣΕ αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι η πάλη που δέσποζε στη μεταπολεμική Ευρώπη ήταν ταξική. Η σύγκρουση του σοσιαλισμού με τον ιμπεριαλισμό σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν αναγκαστική και δε θα μπορούσε να ρυθμιστεί μέσα από τη διάσκεψη της Γιάλτας.
Η πάλη του ΔΣΕ, παρά την ήττα, ήταν αυτή που κλόνισε συθέμελα το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα.
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΧΡΗΣΙΜΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Το ΚΚΕ, παρόλη την ανατροπή του σοσιαλισμού και τις συνθήκες επικράτησης της αντεπανάστασης, δεν υιοθέτησε μια στάση απολογητική απέναντι στον ιμπεριαλισμό σε σχέση με την αποτίμηση των ιστορικών γεγονότων. «Δεν πέρασε με το πλευρό των δυνάμεων που προερχόμενες από το κομμουνιστικό κίνημα, στο όνομα της κριτικής στην ΕΣΣΔ και στις υπόλοιπες χώρες, οδηγήθηκαν στο μηδενισμό, στην άρνηση του σοσιαλιστικού χαρακτήρα τους, στην υιοθέτηση της προπαγάνδας του ιμπεριαλισμού, ούτε αναθεώρησε τη στάση υπεράσπισης, παρά τις αδυναμίες της»42.
Μέσα από αυτό το πρίσμα το ΚΚΕ βρίσκεται σε διαδικασία μελέτης της στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, δίχως να αποσιωπάει τις αδυναμίες του ίδιου. Ετσι σημειώνει με έμφαση ότι το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα σε μια σειρά χώρες της δυτικής καπιταλιστικής Ευρώπης δεν είχε την ανάλογη στρατηγική ετοιμότητα για τη μετατροπή του απελευθερωτικού και αντικατοχικού αγώνα σε πάλη για την εξουσία. Το γεγονός αυτό επέδρασε καθοριστικά στο μεταπολεμικό συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Ως εκ τούτου στο καπιταλιστικό καθεστώς διατηρήθηκαν μια σειρά ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες (π.χ. Γαλλία, Ιταλία), ενώ η εργατική εξουσία επικράτησε σε χώρες με σημαντικές καθυστερήσεις στην οικονομική ανάπτυξη. Οσον αφορά την Ελλάδα, την περίοδο που ο αγγλικός και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός επεξεργαζόταν τα σχέδιά του για την επόμενη ημέρα, το ΚΚΕ δε βρέθηκε σε κατάσταση επαναστατικής ετοιμότητας και επαγρύπνησης. Η λήξη του αντιφασιστικού αγώνα έθετε αντικειμενικά το ζήτημα της εξουσίας. Τον Οκτώβρη του 1944 υπήρχε επαναστατική κατάσταση στην Ελλάδα. Ο αστικός πολιτικός κόσμος αδυνατούσε να διαχειριστεί τη ριζοσπαστικοποίηση που ακολούθησε την πάλη του λαού κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Η πλειοψηφία του λαού και δεν έδειχνε καμιά εμπιστοσύνη στην αστική τάξη που τον άφησε στη μοίρα του (είτε ακολουθώντας τους Αγγλους ιμπεριαλιστές στην Αίγυπτο είτε μένοντας για να συνεργαστεί με το γερμανικό ιμπεριαλισμό) και ήταν συσπειρωμένη γύρω από την κομμουνιστική πρωτοπορία.
Ομως η πρωτοπορία αυτή (το ΚΚΕ), αντί να θέσει ζήτημα κατάκτησης της εξουσίας, έδινε λάθος προσανατολισμό για μια όλο και μεγαλύτερη εθνική ενότητα43. Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του Γ. Σιάντου, Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ, στις 27 Ιούλη 1944 στην Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, αναφορικά με τις διαπραγματεύσεις του Λιβάνου και την πιθανότητα συμμετοχής στην κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου:
«Στην Ελλάδα δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε σοσιαλισμό […] Η ωρίμανση των συνθηκών οδηγεί αναγκαστικά σε αστικοδημοκρατικές αλλαγές της κατάστασης […] Αφού λυθούν όλα αυτά τα αστικοδημοκρατικά προβλήματα, τότε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να πάμε στο σοσιαλισμό, ομαλά, μέσα στη δημοκρατική εξέλιξη…»44.
Το ΚΚΕ υποτίμησε ότι η πάλη του Δεκέμβρη ήταν πλέον πάλη ταξική και όχι εθνικοαπελευθερωτική. Υπό την εποπτεία του αγγλικού ιμπεριαλισμού είχε επανενωθεί το φιλοαγγλικό και το φιλογερμανικό κομμάτι της αστικής τάξης και όλοι μαζί στρέφονταν ενάντια στο λαϊκό κίνημα. Η λύση αυτής της σύγκρουσης δεν μπορούσε να είναι συναινετική ούτε κοινοβουλευτική.
Οπως σωστά αποτύπωσε αργότερα ο Ν. Ζαχαριάδης:
«Τον κοινό συμμαχικό αγώνα ενάντια στο χιτλερικό φασισμό η καθοδήγηση του ΚΚΕ ουσιαστικά τον κατάλαβε σαν ανεπιφύλακτη υποστήριξη, όχι της κοινής συμμαχικής υπόθεσης, μα της αγγλικής πολιτικής και των αγγλικών ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων στη Μεσόγειο και στη Νοτιανατολική Ευρώπη […] στην πράξη είχαμε υποταχθεί στην αγγλική πολιτική»45.
Το ΚΚΕ προσπαθεί να συσσωρεύσει τη θετική και αρνητική εμπειρία από τη δεκαετία 1940-1949, συνεχίζοντας την ανάλογη έρευνα και μελέτη46.
Τα ζητήματα αυτά απασχολούν το Κόμμα μας και στη συγγραφή του Β΄ Τόμου του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ, που προετοιμάζεται για συζήτηση σε Πανελλαδική Κομματική Συνδιάσκεψη, δίχως να σημαίνει ότι πολλές πτυχές τους δεν απαιτούν και μια εκτενέστερη και συνολικότερη μελέτη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
* Ο Δ. Αρβανιτάκης είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και μέλος του Τμήματος Ιστορίας της.
1. Ουίνστον Τσόρτσιλ: «Οι παραλογισμοί των νικητών» στο συλλογικό έργο «Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος», τ. 2, «Η Γερμανία αψηφά τις συνθήκες», έκδοση της «Καθημερινής», Αθήνα, 2009, σελ.7.
2. Συλλογικό έργο «Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος», τ. 2, «Η Γερμανία αψηφά τις συνθήκες», έκδοση της «Καθημερινής», Αθήνα, 2009, σελ. 32.
3. Για περισσότερα βλέπε: Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2005, σελ. 138-139.
4. Ακαδημία επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1962, τ. Θ1-Θ2, σελ. 456.
5. Αρετής Τούντα - Φρεγάδη: «Η Εξωτερική Πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων στο Μεσοπόλεμο», εκδ. «Ι. Σιδέρης», Αθήνα, 2000, σελ. 182.
6. Βλ. αναλυτικότερα Θανάση Παπαρήγα: «Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1996.
7. Ι. Β. Στάλιν - Φ. Ντ. Ρούσβελτ: «Αγαπητέ κύριε Στάλιν, Αλληλογραφία 1941-1945», εισαγωγή της επιμελήτριας, Αμερικανίδας ιστορικού Susan Butler, εκδ. «Γκοβόστη», 2008, σελ. 45.
8. Ακαδημία επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1962, τ. Θ1-Θ2, σελ. 406.
9. «Ντοκουμέντα Τεχεράνη - Γιάλτα - Πότσδαμ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987.
10. Ο.π., «Ανακοινωθέν της Διάσκεψης των ηγετών των τριών Σύμμαχων Δυνάμεων- της Σοβιετικής Ενωσης, των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Μεγάλης Βρετανίας στην Κριμαία», σελ. 205.
11. Ο.π., «Πρωτόκολλο των εργασιών της Διάσκεψης της Κριμαίας», σελ. 219-220.
12. «Ντοκουμέντα Τεχεράνη - Γιάλτα - Πότσδαμ», «Ανακοινωθέν της Διάσκεψης των ηγετών των τριών Σύμμαχων Δυνάμεων- της Σοβιετικής Ενωσης, των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Μεγάλης Βρετανίας στην Κριμαία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987 σελ. 206.
13. Ο.π., σελ. 207.
14. Ο.π., σελ. 218.
15. Ο.π., σελ. 219.
16. «Ντοκουμέντα Τεχεράνη - Γιάλτα - Πότσδαμ», «Ανακοινωθέν της Διάσκεψης των ηγετών των τριών Σύμμαχων Δυνάμεων- της Σοβιετικής Ενωσης, των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Μεγάλης Βρετανίας στην Κριμαία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987 σελ. 208-209.
17. Ο.π., σελ. 210.
18. Ο.π., σελ. 211.
19. Ο.π., «Πρωτόκολλο των εργασιών της Διάσκεψης της Κριμαίας», σελ. 214.
20. «Ντοκουμέντα Τεχεράνη - Γιάλτα - Πότσδαμ», «Πρωτόκολλο των εργασιών της Διάσκεψης της Κριμαίας», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987, σελ. 212.
21. «Ντοκουμέντα Τεχεράνη - Γιάλτα - Πότσδαμ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987, σελ. 210-212.
22. Ο.π., σελ. 210-212.
23. Ανγκέλα Μέρκελ: «Η 9η Νοεμβρίου είναι η πιο ευτυχισμένη ημέρα της σύγχρονης γερμανικής ιστορίας», Deutsche Welle, στο http://www.dw-world.de/dw/article/ 0,,4870096,00.html.
24. Γκ. Ζούκοφ: «Απομνημονεύματα και στοχασμοί», εκδ. «ΣύγχρονηΕποχή», σελ. 711.
25. Documents, The White House Papers of Harry Hopkins (p.789), n.e., 1949.
26. Τα στοιχεία προέρχονται από τα αρχεία του Γερμανικού Ιστορικού Μουσείου. Βλ. ενδεικτικά Europa- Archiv 7 (pp.4832-3) στο www.dhm.de/bemo/hem/ddsumeffe.
27. Ι. Β. Στάλιν - Φ. Ντ. Ρούσβελτ: «Αγαπητέ κύριε Στάλιν, Αλληλογραφία 1941-1945», Πρόλογος, σελ. 17.
28. Carolyn Eisenberg: «Drawing the line: The American Decision to Divide Germany 1944-1949», Cambridge University Press, Cambridge, 1996, σελ. 72.
29. Ι. Β. Στάλιν - Φ. Ντ. Ρούσβελτ: «Αγαπητέ κύριε Στάλιν, Αλληλογραφία 1941-1945», σελ. 410-426.
30. Ο.π., σελ. 423-424.
31. Kevin Ruffner: «Forging an Intelligence Partnership: CIA and the origin of BND, 1945-49», στο www2.gwu.edu/~nsarchiv/NSAEBB/NSAEBB146/index.htm.
32. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας βγήκε παράνομο το 1951, αλλά η απόφαση επικυρώθηκε από το συνταγματικό δικαστήριο το 1956. Dieter Vorstecher: «The Image of America as the Enemy in the Former GDR», Deutsches Historisches Museum Berlin Magazine, Heft 7, 1993.
33. Ουίνστον Τσόρτσιλ: «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», 1954, τ. 6, σελ.181.
34. Ουίνστον Τσόρτσιλ: «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», 1954, τ. 6, σελ.181.
35. Ο.π., σελ.182.
36. Ο.π., σελ. 498-499.
37. «60 χρόνια από την μεγάλη αντιφασιστική νίκη των λαών»: «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2005, σελ. 38.
38. «Η τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή» - «Ριζοσπάστης», Αθήνα, 1998, σελ 42-43.
39. David Downing: «Ηγέτες- Ιωσήφ Στάλιν», εκδ. «Σαββάλας», Αθήνα, 2003, σελ. 46.
40. Φωτεινής Τομαή (προϊσταμένης της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου στο ΥΠΕΞ): «Πώς μοίρασαν τον κόσμο στη Διάσκεψη της Γιάλτας», εφημερίδα «Το Βήμα», 5 Φλεβάρη 2006.
41. «Ντοκουμέντα Τεχεράνη - Γιάλτα - Πότσδαμ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987, σελ. 191.
42. Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ: «Εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα με επίκεντρο την ΕΣΣΔ. Η προγραμματική αντίληψη του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 2009, σελ. 83.
43. ΚΕ του ΚΚΕ: «Για τα 60 χρόνια από την αντιφασιστική νίκη των λαών (9 Μάη 1945)», ΚΟΜΕΠ, τ.3/2005, σελ. 82.
44. Αρχείο της ΠΕΕΑ, Πρακτικά Συνεδριάσεων, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1990, σελ. 156-158.
45. Νίκου Ζαχαριάδη: «Δέκα χρόνια πάλης», εκδ. «Πορεία», σελ. 13.
46. «60 χρόνια από την μεγάλη αντιφασιστική νίκη των λαών», «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2005, σελ. 37.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου