Το σκληρό τυρί και οι αγρότες με τις Φερράρι
Η νυχτιά ήταν υπέροχη. Επί τέλους, μετά από ένα τριήμερο κάψας, η αύρα ήταν κάπως δροσερή. Κι όπως είχα φάει τα μεζεκλίκια μου κι είχα κατεβάσει και αρκετούτσικα μπουκάλια παγωμένης μπύρας, σκόπευα ν' αράξω για λίγο στην άκρη της παραλίας και να χαλαρώσω, ίσαμε να νοιώσω τα βλέφαρά μου να βαραίνουν και να παω για ύπνο. Όλες οι λεπτομέρειες έδειχναν να στήνουν ένα ιδανικό σκηνικό διακοπών. Όμως, όπως λέει ο λαός, μπορεί να θέλει ο παπάς ν' αγιάσει αλλά δεν αφήνουν οι διαόλοι.
Δίπλα, η παρέα έκλεινε την ημέρα της με μια "βαθυστόχαστη" συζήτηση, αναλύοντας την πολιτική και οικονομική κατάσταση του τόπου. Ξέρω πως όλες αυτές οι καφενειακού επιπέδου συζητήσεις, οι οποίες έχουν ως βασική πηγή πληροφοριών τα τηλεοπτικά δελτία των οκτώ, με εκνευρίζουν αλλά αφτί είναι αυτό. Τί να κάνω; Να κυκλοφορώ με ωτασπίδες; Τον λόγο είχε πάρει ένας συνταξιούχος:
- Κάποτε, όταν πηγαίναμε σούπερ μάρκετ με την γυναίκα μου, την έβλεπα να βάζει στο καρότσι κανένα εισαγόμενο προΪόν και το έβγαζα. "Έχουμε ελληνικό τέτοιο", της έλεγα. Σήμερα, εγώ ο ίδιος αγοράζω σκληρό τυρί Δανίας, όχι ελληνικό. Ξέρετε γιατί; Γιατί το σκληρό τυρί Δανίας έχει έξι ευρώ το κιλό και το ελληνικό εννέα. Και γιατί το ελληνικό είναι ακριβώτερο; Επειδή οι δικοί μας οι αγρότες είναι καλομαθημένοι κι έχουνε μάθει στην εύκολη κονόμα.
Αυτομάτως η γυνααίκα μου γύρισε και με κοίταξε. Σίγουρα ανησύχησε καθώς είδε το ένα μου μάτι να πεταρίζει και το πόδι μου να χτυπάει την άμμο, σαν να μετρούσε τα δευτερόλεπτα για την επικείμενη έκρηξη. "Ήρεμα", μου ψιθύρισε και μου έσφιξε το μπράτσο. Της έρριξα μια συνοφρυωμένη ματιά αλλά αποφάσισα να δώσω τόπο στην οργή. Δυστυχώς, ο συνταξιούχος είχε πάρει φόρα:
- Να σας πω και το άλλο; Είχα πάει σ' ένα χωριό της Βοιωτίας και οι αγρότες είχαν Φερράρι.
"Είχα πάει"! Αυτή ήταν η θρυαλλίδα που έφερε την υποβόσκουσα έκρηξη. Η λαβή της γυναίκας μου στο μπράτσο στάθηκε αδύνατο να με συγκρατήσει. Πετάχτηκα και απευθύνθηκα στον νεαρότερο της παρέας:
- Εσύ, τώρα, τί κατάλαβες, χρυσέ μου άνθρωπε; Πες μου, σε παρακαλώ, τί κατάλαβες; Ότι υπάρχει ένα χωριό στην Βοιωτία, όπου όλοι οι αγρότες έχουν Φερράρι. Αυτό δεν κατάλαβες; Όχι ότι σε κάποιο κωλοχώρι υπάρχει ένα κομματόσκυλο, που έχει κονομήσει από τις παράνομες επιδοτήσεις τόσα φράγκα ώστε απόχτησε Φερράρι. Εσύ κατάλαβες ότι όλοι οι αγρότες σ' αυτό το κωλοχώρι έχουν Φερράρι.
Ξαφνικά έπεσε νεκρική σιγή. Ο πριν λίγο λαλίστατος συνταξιούχος είχε κοκκινήσει και ολόκληρη η παρέα με κοίταζε σαν να είχα κατεβεί από τον Άρη. Στράφηκα στον συνταξιούχο:
- Δεν σε ρωτάω να μου πεις ποιο είναι το χωριό που λες επειδή δεν το ξέρεις. Και δεν το ξέρεις επειδή δεν έχεις πάει. Απλώς θυμάσαι την Τρέμη με τον Πρετεντέρη να κάνουν βούκινο τους "αγρότες με τις Φερράρι" και θεώρησες τόσο αξιόπιστη την είδηση ώστε έβαλες και τον εαυτό σου στην σκηνή. Έτσι δεν είναι;
Ομολογώ ότι τον λυπήθηκα έτσι που τον έβλεπα κατακόκκινο να έχει καταπιεί την γλώσσα του. Κι επειδή φοβήθηκα μη πάθει κανένα εγκεφαλικό και το έχω βάρος στην συνείδησή μου, συνέχισα:
- Όσο για το ακριβό ελληνικό σκληρό τυρί που έλεγες πρωτύτερα, έφτασες σ' αυτή την ηλικία και δεν έχεις μάθει ότι το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα σε τούτον εδώ τον ρημαδότοπο τα διαφεντεύουν τρεις εταιρείες, που έχουν κάνει καρτέλ. Μπας και νομίζεις ότι ο αγρότης είναι που βάζει τιμή στο τυρί εννιά ευρώ το κιλό; Η Φάγε, η Νεστλέ και η Νουνού βάζουν τις τιμές. Ο αγρότης ένα πενηνταράκι το κιλό θα πάρει για το γάλα του, όσο και να πληρώσεις εσύ για το τυρί. Αυτό δεν στο είπανε σε κανένα δελτίο ειδήσεων;
Θα έλεγα κι άλλα αλλά καταλάβαινα ότι είχα δυναμώσει την φωνή μου και ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Απλώς, πρόσθεσα δυο-τρία πιο χαλαρά σχόλια, ώστε να ρίξω την ένταση που είχα δημιουργήσει. Έτσι, η παρέα βρήκε την ευκαιρία να σηκωθεί με μιας και ο γεροντότερος ανέλαβε να σβήσει την φωτιά:
- Άντε να πάμε και για ύπνο. Αυτές οι κουβέντες δεν βγάζουν πουθενά. Καληνύχτα.
Είπα κι εγώ μια καληνύχτα με ζορισμένο χαμόγελο και κράτησα το "καλά ξυπνητούρια" πίσω από τα δόντια μου. Το διαλύσαμε και τραβήξαμε για τα δωμάτιά μας. Δίπλα μου, άκουσα την γυναίκα μου να ψιθυρίζει:
- Μην ανησυχείς, ο Σαμαράς δεν κινδυνεύει.
Ώρες-ώρες, αυτό το φλέγμα της με σκοτώνει...
Δίπλα, η παρέα έκλεινε την ημέρα της με μια "βαθυστόχαστη" συζήτηση, αναλύοντας την πολιτική και οικονομική κατάσταση του τόπου. Ξέρω πως όλες αυτές οι καφενειακού επιπέδου συζητήσεις, οι οποίες έχουν ως βασική πηγή πληροφοριών τα τηλεοπτικά δελτία των οκτώ, με εκνευρίζουν αλλά αφτί είναι αυτό. Τί να κάνω; Να κυκλοφορώ με ωτασπίδες; Τον λόγο είχε πάρει ένας συνταξιούχος:
- Κάποτε, όταν πηγαίναμε σούπερ μάρκετ με την γυναίκα μου, την έβλεπα να βάζει στο καρότσι κανένα εισαγόμενο προΪόν και το έβγαζα. "Έχουμε ελληνικό τέτοιο", της έλεγα. Σήμερα, εγώ ο ίδιος αγοράζω σκληρό τυρί Δανίας, όχι ελληνικό. Ξέρετε γιατί; Γιατί το σκληρό τυρί Δανίας έχει έξι ευρώ το κιλό και το ελληνικό εννέα. Και γιατί το ελληνικό είναι ακριβώτερο; Επειδή οι δικοί μας οι αγρότες είναι καλομαθημένοι κι έχουνε μάθει στην εύκολη κονόμα.
Αυτομάτως η γυνααίκα μου γύρισε και με κοίταξε. Σίγουρα ανησύχησε καθώς είδε το ένα μου μάτι να πεταρίζει και το πόδι μου να χτυπάει την άμμο, σαν να μετρούσε τα δευτερόλεπτα για την επικείμενη έκρηξη. "Ήρεμα", μου ψιθύρισε και μου έσφιξε το μπράτσο. Της έρριξα μια συνοφρυωμένη ματιά αλλά αποφάσισα να δώσω τόπο στην οργή. Δυστυχώς, ο συνταξιούχος είχε πάρει φόρα:
- Να σας πω και το άλλο; Είχα πάει σ' ένα χωριό της Βοιωτίας και οι αγρότες είχαν Φερράρι.
"Είχα πάει"! Αυτή ήταν η θρυαλλίδα που έφερε την υποβόσκουσα έκρηξη. Η λαβή της γυναίκας μου στο μπράτσο στάθηκε αδύνατο να με συγκρατήσει. Πετάχτηκα και απευθύνθηκα στον νεαρότερο της παρέας:
- Εσύ, τώρα, τί κατάλαβες, χρυσέ μου άνθρωπε; Πες μου, σε παρακαλώ, τί κατάλαβες; Ότι υπάρχει ένα χωριό στην Βοιωτία, όπου όλοι οι αγρότες έχουν Φερράρι. Αυτό δεν κατάλαβες; Όχι ότι σε κάποιο κωλοχώρι υπάρχει ένα κομματόσκυλο, που έχει κονομήσει από τις παράνομες επιδοτήσεις τόσα φράγκα ώστε απόχτησε Φερράρι. Εσύ κατάλαβες ότι όλοι οι αγρότες σ' αυτό το κωλοχώρι έχουν Φερράρι.
Ξαφνικά έπεσε νεκρική σιγή. Ο πριν λίγο λαλίστατος συνταξιούχος είχε κοκκινήσει και ολόκληρη η παρέα με κοίταζε σαν να είχα κατεβεί από τον Άρη. Στράφηκα στον συνταξιούχο:
- Δεν σε ρωτάω να μου πεις ποιο είναι το χωριό που λες επειδή δεν το ξέρεις. Και δεν το ξέρεις επειδή δεν έχεις πάει. Απλώς θυμάσαι την Τρέμη με τον Πρετεντέρη να κάνουν βούκινο τους "αγρότες με τις Φερράρι" και θεώρησες τόσο αξιόπιστη την είδηση ώστε έβαλες και τον εαυτό σου στην σκηνή. Έτσι δεν είναι;
Ομολογώ ότι τον λυπήθηκα έτσι που τον έβλεπα κατακόκκινο να έχει καταπιεί την γλώσσα του. Κι επειδή φοβήθηκα μη πάθει κανένα εγκεφαλικό και το έχω βάρος στην συνείδησή μου, συνέχισα:
- Όσο για το ακριβό ελληνικό σκληρό τυρί που έλεγες πρωτύτερα, έφτασες σ' αυτή την ηλικία και δεν έχεις μάθει ότι το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα σε τούτον εδώ τον ρημαδότοπο τα διαφεντεύουν τρεις εταιρείες, που έχουν κάνει καρτέλ. Μπας και νομίζεις ότι ο αγρότης είναι που βάζει τιμή στο τυρί εννιά ευρώ το κιλό; Η Φάγε, η Νεστλέ και η Νουνού βάζουν τις τιμές. Ο αγρότης ένα πενηνταράκι το κιλό θα πάρει για το γάλα του, όσο και να πληρώσεις εσύ για το τυρί. Αυτό δεν στο είπανε σε κανένα δελτίο ειδήσεων;
Θα έλεγα κι άλλα αλλά καταλάβαινα ότι είχα δυναμώσει την φωνή μου και ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Απλώς, πρόσθεσα δυο-τρία πιο χαλαρά σχόλια, ώστε να ρίξω την ένταση που είχα δημιουργήσει. Έτσι, η παρέα βρήκε την ευκαιρία να σηκωθεί με μιας και ο γεροντότερος ανέλαβε να σβήσει την φωτιά:
- Άντε να πάμε και για ύπνο. Αυτές οι κουβέντες δεν βγάζουν πουθενά. Καληνύχτα.
Είπα κι εγώ μια καληνύχτα με ζορισμένο χαμόγελο και κράτησα το "καλά ξυπνητούρια" πίσω από τα δόντια μου. Το διαλύσαμε και τραβήξαμε για τα δωμάτιά μας. Δίπλα μου, άκουσα την γυναίκα μου να ψιθυρίζει:
- Μην ανησυχείς, ο Σαμαράς δεν κινδυνεύει.
Ώρες-ώρες, αυτό το φλέγμα της με σκοτώνει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου