Αποτελούν φιλολαϊκή στροφή οι αποφάσεις της ΕΚΤ;
Η θέση αυτή, που τελικά αναγορεύει τη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική και την «έλλειψη ζήτησης» ως βασικές αιτίες της καπιταλιστικής κρίσης και της αντιλαϊκής πολιτικής, είναι λαθεμένη και πολιτικά επικίνδυνη για τα λαϊκά στρώματα. Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα απ' την αρχή.
Τα δύο σκέλη της απόφασης της ΕΚΤ
Το πρώτο σκέλος της απόφασης
αφορά τα επιτόκια διατραπεζικού δανεισμού. Η απόφαση μείωσε περαιτέρω
τα επιτόκια δανεισμού των τραπεζών απ' την ΕΚΤ στο 0,15%, ενώ το
επιτόκιο καταθέσεων κεφαλαίων στην ΕΚΤ μειώθηκε επίσης στο -0,2%, δηλαδή
οι τράπεζες θα χάνουν αν τοποθετούν τα κεφάλαιά τους στην ΕΚΤ.Το δεύτερο, πολυσυζητημένο, σκέλος αφορά την αγορά απ' την ΕΚΤ «τίτλων που υποστηρίζονται από περιουσιακά στοιχεία». Αλλά τι εννοούμε τίτλους;
Ας φανταστούμε ένα οποιοδήποτε δάνειο, π.χ. μια πιστωτική κάρτα. Ο δανειζόμενος υποχρεώνεται να πληρώνει στην τράπεζα ένα χρηματικό ποσό κάθε μήνα (τοκοχρεολύσια) για όσο διαρκεί το δάνειο. Η τράπεζα έχει στην κατοχή της ένα συμβόλαιο (που το υπέγραψε ο δανειολήπτης) που αντανακλά αυτή την υποχρέωση του δανειολήπτη προς αυτήν. Μαζεύοντας πολλά τέτοια συμβόλαια απ' αυτά που διαθέτει (διαφορετικών δανειοληπτών) φτιάχνει ένα «πακέτο», ένα νέο τίτλο ιδιοκτησίας, με το οποίο ο κάτοχός του θα εισπράττει τα τοκοχρεολύσια όλων αυτών των δανειοληπτών.
Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, για ποιο λόγο η τράπεζα μπαίνει στον κόπο να «μαζέψει» τα διαφορετικά δάνεια που της χρωστάνε σε έναν καινούργιο τίτλο ιδιοκτησίας; Με τον τρόπο αυτό είναι, θεωρητικά, ευκολότερο να τα πουλήσει. Τόσο γιατί γίνεται αγοραπωλησία εκατοντάδων δανείων μαζεμένων με τη μία, άρα το διαχειριστικό κόστος είναι μικρότερο, όσο και γιατί μειώνεται ο κίνδυνος για τον αγοραστή του πακέτου των δανείων, από τα «κόκκινα» δάνεια, δηλαδή απ' τα δάνεια που δεν θα αποπληρωθούν (έχοντας αγοράσει ένα πακέτο, ας πούμε, 100 δανείων, «αντέχει» να του βγουν και 2 - 3 κακοπληρωτές).
Αυτή η διαδικασία δεν είναι καινούργια. Οι τράπεζες τιτλοποιούν τα δάνεια εδώ και δεκαετίες. Το 2014 υπάρχουν συνολικά 1,4 τρισ. ευρώ τίτλοι τιτλοποιημένων δανείων σε ολόκληρη την ΕΕ. Ωστόσο δεν υπάρχουν πρόθυμοι αγοραστές... Από τα 1,4 τρισ., μόλις τα 680 δισ. ευρώ έχουν βρει αγοραστές και τα υπόλοιπα 720 δισ. παραμένουν αδιάθετα. Το 2007 η αντίστοιχη αναλογία ήταν 1,6 τρισ. εκδοθέντα και 1,4 τρισ. αγορασμένα.
Τα ομόλογα αυτά δεν πωλούνται τελικά γιατί οι αγορές θεωρούν ότι περιέχουν μεγάλο αριθμό δανείων που δεν θα αποπληρωθούν. Πιστεύουν, δηλαδή, ότι θα πετάξουν τα λεφτά τους αγοράζοντάς τα. Ας θυμηθούμε και το ανάλογο παράδειγμα των τιτλοποιημένων ενυπόθηκων δανείων των ΗΠΑ.
Και εδώ έρχεται το δεύτερο σκέλος της απόφασης. Η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι θα αγοράσει αυτά τα απούλητα τραπεζικά ομόλογα απ' τις τράπεζες, χρησιμοποιώντας «φρεσκοτυπωμένο χρήμα».
Ετσι, θα «απαλλάξει» τις τράπεζες από τα «κόκκινα» δάνεια, που δεν μπορούν να πουλήσουν, και το φρέσκο χρήμα θα μετατραπεί σε νέα δάνεια προς την υπόλοιπη οικονομία.
Με λίγα λόγια, η απόφαση της ΕΚΤ συνίσταται στην παροχή κινήτρων για αύξηση των τραπεζικών δανείων προς τις επιχειρήσεις και στην ελάφρυνση των τραπεζών από τα επισφαλή δάνεια «κακής ποιότητας» μέσω της εξαγοράς τους, «εκτυπώνοντας» νέο χρήμα.
Το πλέγμα μέτρων της ΕΚΤ έχει ως στόχο την αύξηση της τραπεζικής χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, ενώ η «εσωτερική λογική» του είναι πως η αύξηση της χρηματοδότησης θα οδηγήσει σε αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης και σε ταχύτερη έξοδο της οικονομίας της ΕΕ από την καπιταλιστική κρίση. Πρόκειται, στην ουσία, για μια απόπειρα στροφής του μείγματος διαχείρισης προς επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική.
Αυτή η απόφαση της ΕΚΤ δεν είναι εντελώς καινούργια. Στην ουσία αποτελεί ένα ακόμα βήμα στην κατεύθυνση στην οποία κινείται η ΕΚΤ το τελευταίο διάστημα, μετά την αλλαγή της διοίκησής της. Αφήνει δε ανοιχτό το ενδεχόμενο της αγοράς κρατικών ομολόγων απ' την ΕΚΤ, δηλαδή άμεσης μεταφοράς των χρεών των κρατών - μελών σε επίπεδο Ευρωζώνης, ανάλογη με την έκδοση ευρωομολόγων.
Ο ψευδεπίγραφος φιλολαϊκός χαρακτήρας της «νέας» πολιτικής της ΕΚΤ
Οι οπαδοί αυτής της πολιτικής προσπαθούν να την ντύσουν με φιλολαϊκό μανδύα.
Υποστηρίζουν πως μια τέτοια ένεση δανειοδότησης θα τονώσει τις
οικονομίες, θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, θα αυξήσει τους
μισθούς των εργαζομένων που θα «κινήσουν την αγορά» και η οικονομία θα
βγει από την κρίση. Η προσεκτική τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ μιλά ακριβώς για
την ανάγκη αυτή η νομισματική πολιτική να συνοδευτεί και από «μέτρα τόνωσης της ζήτησης».Δυστυχώς, όμως, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Τα προβλήματα των εργαζομένων δεν θα λυθούν από το κουμπί που βάζει μπρος τις «εκτυπωτικές μηχανές» της ΕΚΤ.
Καταρχάς, η ίδια η ανακοίνωση της ΕΚΤ κάνει λόγο για ανάγκη συνέχισης των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» στα κράτη - μέλη της ΕΕ. Ξεκαθαρίζει δηλαδή πως οι αντιδραστικές αλλαγές και η πολιτική φθηνής εργατικής δύναμης δεν πρόκειται να σταματήσουν λόγω ενός διαφορετικού μείγματος. Η φθηνή εργατική δύναμη δεν αποτελεί «ιδεοληψία» ορισμένων πολιτικών. Η φθηνή εργατική δύναμη είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλιακών ομίλων της ΕΕ, ειδικά σε συνθήκες όξυνσης του διεθνούς ανταγωνισμού. Γι' αυτό και εφαρμόζεται διαχρονικά σε ολόκληρη την ΕΕ, με ή χωρίς μνημόνιο και τρόικα, από σοσιαλδημοκράτες και νεοφιλελεύθερους.
Η αύξηση της ζήτησης μέσω αυξήσεων στους μισθούς, που προπαγανδίζουν πως ως διά μαγείας λύνει την κρίση, συγκαλύπτει πως η αύξηση των μισθών, απομονωμένη, ελαττώνει το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Αλλά στον καπιταλισμό δεν αρκεί να πωλούνται τα εμπορεύματα. Πρέπει να πωλούνται με ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους. Γι' αυτό και η καπιταλιστική κρίση δεν «θεραπεύεται» από την αύξηση των μισθών.
Γι' αυτό άλλωστε και οι «οπαδοί» μιας επεκτατικής στροφής, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν δεσμεύονται για «άρση της φθηνής εργατικής δύναμης» και για αποκατάσταση των απωλειών των εργαζομένων των τελευταίων ετών.
Η πείρα από τις επιπτώσεις στους εργαζόμενους στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία, όπου εφαρμόζεται τέτοια επεκτατική νομισματική πολιτική, είναι αποκαλυπτική. Τα όποια θετικά αποτελέσματα στην καπιταλιστική ανάπτυξη δεν αναιρούν τον αντιλαϊκό χαρακτήρα της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ΗΠΑ και το αγαπημένο στον Αλ. Τσίπρα «μοντέλο Ομπάμα» των 50 εκατομμυρίων φτωχών που σιτίζονται με κουπόνια φαγητού και της πραγματικής ανεργίας που δεν πέφτει κάτω από το 15%.
Συγχρόνως, και η επεκτατική πολιτική φορτώνει το βάρος της κρίσης στα λαϊκά στρώματα. Η χρηματοδότηση της οικονομίας μπορεί να γίνει είτε με αύξηση των κρατικών χρεών, που θα αποπληρώσουν οι εργαζόμενοι, είτε με κόψιμο νέου χρήματος, με τον πληθωρισμό να κατατρώει τα λαϊκά εισοδήματα. Και στις δύο περιπτώσεις, χαμένοι βγαίνουν οι εργαζόμενοι.
Απ' την άλλη, ο νέος τραπεζικός δανεισμός δεν θα αντιμετωπίσει τα «κόκκινα» δάνεια των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Η κρίση δεν είναι πρόβλημα ρευστότητας. Αρκεί να σκεφτούμε πως όταν εκδηλώθηκε η κρίση οι επιχειρήσεις δεν είχαν πρόβλημα ρευστότητας. Αντιθέτως, αντιμετώπιζαν ένα περιβάλλον ιδιαίτερα φθηνού χρήματος και σχετικά εύκολου δανεισμού. Ας θυμηθούμε τις δεκάδες τηλεοπτικές διαφημίσεις για φθηνά δάνεια κάθε είδους, που τροφοδότησαν μια φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Φάρμακο εξάλειψης της κρίσης;
Ωστόσο αυτή η φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης έληξε με την κρίση. Οχι γιατί οι τράπεζες σταμάτησαν να δανείζουν. Αλλά γιατί οξύνθηκε
η βασική αντίθεση του καπιταλισμού, συσσωρεύτηκε «υπερβολικό» κεφάλαιο,
τοποθετήθηκε άνισα στους διάφορους κλάδους, το κέρδος των επιχειρήσεων
έπεσε, εμφανίστηκε όγκος απούλητων εμπορευμάτων. Και η πορεία αυτή
καθοδηγήθηκε από το μοναδικό μηχανισμό που γνωρίζουν οι τράπεζες και ο
καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης, το κυνήγι του κέρδους.Ο καπιταλισμός «διαθέτει» έναν βασικό μηχανισμό για να «λύσει» το πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Ενα κομμάτι του κεφαλαίου καταστρέφεται. Με τη μορφή επιχειρήσεων που κλείνουν, εμπορευμάτων που πετιούνται, εργατικής δύναμης που απαξιώνεται. Και η καταστροφή του κεφαλαίου ανοίγει το δρόμο για νέα περίοδο καπιταλιστικής ανάπτυξης, για νέο καπιταλιστικό κύκλο.
Η επεκτατική πολιτική ενδέχεται να δώσει, μέσα από τις προαναφερθείσες οδούς, μια προσωρινή αναιμική τόνωση στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Ωστόσο, η ίδια διαδικασία στην ουσία συγκαλύπτει και τελικά αναστέλλει την απαξίωση κεφαλαίου της κρίσης με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι πιθανότητες βαθύτερης εκδήλωσης της κρίσης σε επόμενη φάση.
Οι εργαζόμενοι της ΕΕ δεν έχουν να κερδίσουν από μια αλλαγή του μείγματος διαχείρισης. Στην πραγματικότητα, κερδισμένοι από την εξέλιξη αυτή είναι οι τραπεζικοί όμιλοι, που εξασφαλίζουν ρευστότητα και μεταφορά, μέσω τιτλοποίησης, μιας σειράς «κόκκινων» δανείων στην ΕΚΤ. Επίσης κερδισμένοι είναι οι μονοπωλιακοί όμιλοι που προσδοκούν φθηνότερη χρηματοδότηση από το τραπεζικό σύστημα λόγω των εξελίξεων αυτών.
Οξυνση των αντιθέσεων στο εσωτερικό της ΕΕ
Η ίδια η απόφαση δεν αποτελεί κοινή θέση όλων των κρατών - μελών της ΕΕ. Στην πραγματικότητα συνιστά έναν προσωρινό συμβιβασμό ανάμεσα σε αποκλίνοντα συμφέροντα και σε οξυνόμενες αντιθέσεις ανάμεσα σε δυνάμεις του σκληρού πυρήνα της ΕΕ (Γερμανία - Γαλλία/Ιταλία) και σε μερίδες του κεφαλαίου.Η απόφαση δεν τυγχάνει της πλήρους αποδοχής της Γερμανίας και των υπόλοιπων «Βόρειων» χωρών. Συγχρόνως αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο και στο εσωτερικό των κρατών - μελών, για παράδειγμα στο εσωτερικό της Γερμανίας αλλά και στο εσωτερικό της Γαλλίας. Σημειώνουμε πως σε αντίθεση με τον εκπρόσωπο της Γαλλικής Κεντρικής Τράπεζας, που, όπως όλα δείχνουν, στήριξε την εν λόγω απόφαση στην ΕΚΤ, οι υπουργοί Οικονομικών Γαλλίας και Γερμανίας, σε κοινό κείμενο που υπέβαλαν προς το ECOFIN που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή, χαρακτήρισαν την απόφαση της ΕΚΤ «σοβαρό λάθος».
Τέλος, εκφράζει και γενικότερες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, πιο συγκεκριμένα την πίεση των ΗΠΑ προς τη Γερμανία να αναλάβει μεγαλύτερο τμήμα του βάρους της κρίσης. Ο χαιρετισμός της απόφασης από το ΔΝΤ αλλά και η αξιοποίηση της αμερικανικής «BlackRock» ως συμβούλου της ΕΚΤ φωτογραφίζουν τη σχετική στάση των ΗΠΑ.
Ο δρόμος της λαϊκής αντεπίθεσης
Τον αντιλαϊκό χαρακτήρα της σημερινής κυβερνητικής πολιτικής και του περιοριστικού δημοσιονομικού μείγματος που εφαρμόζει τον γνωρίζουμε καλά, τον νιώθουμε «στο πετσί» μας.Ομως, τελικά, αντιλαϊκό χαρακτήρα έχει και η τάχα εναλλακτική λύση της επεκτατικής πολιτικής που προπαγανδίζει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Τα δύο μείγματα διαχείρισης διαγκωνίζονται μεταξύ τους για το ποιο είναι καλύτερο για την καπιταλιστική ανάπτυξη και οι φορείς τους για το ποιος θα είναι ο νέος εκλεκτός της άρχουσας τάξης για τη διαχείριση της χώρας.
Η αντιμετώπιση της επεκτατικής πολιτικής ως φιλολαϊκής είναι πολιτικά επικίνδυνη για τα συμφέροντα των λαϊκών στρωμάτων γιατί καλεί τους εργαζόμενους να επιλέξουν ποια μερίδα του κεφαλαίου θα στηρίξουν, γιατί αναγορεύει την καπιταλιστική ανάπτυξη σε γενικό στόχο και αποπροσανατολίζει από το πραγματικό ερώτημα: Ανάπτυξη για ποιον; Για το λαό ή για τα μονοπώλια;
Η καπιταλιστική ανάπτυξη, όπως και να έρθει, μπορεί να δώσει μόνο ψίχουλα στους εργαζόμενους, αφού προϋποθέτει φθηνή εργατική δύναμη και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Δεν θα οδηγήσει ούτε καν σε ανάκτηση των τεράστιων απωλειών των τελευταίων ετών.
Ο μονόδρομος για τους εργαζόμενους βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της πολιτικής. Οργανώνουμε την πάλη μας μαζικά, αγωνιστικά, απαιτούμε ανάκτηση των απωλειών των τελευταίων ετών, προτάσσουμε τις ανάγκες μας, συγκεντρώνουμε δυνάμεις για την οργάνωση της λαϊκής αντεπίθεσης, για ρήξη και ανατροπή με το σύστημα που γεννά φτώχεια και πολέμους.
Του Γρηγόρη ΛΙΟΝΗ*
*Ο Γρηγόρης Λιονής είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ
*Ο Γρηγόρης Λιονής είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου