ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Μετά
από τις ευρωεκλογές έχουν ενταθεί οι διεργασίες στους κομματικούς
σχηματισμούς της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα. Αυτές οι διεργασίες
αφορούν τα κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται ως σοσιαλδημοκρατικά,
«κεντροαριστερά», του «δημοκρατικού σοσιαλισμού», όπως είναι το ΠΑΣΟΚ
και διάφορα τμήματά του, η ΔΗΜΑΡ κ.ά. Η συζήτηση επίσης αφορά και το νέο
κόμμα της σοσιαλδημοκρατίας, το ΣΥΡΙΖΑ, που αποφεύγει αυτόν το
χαρακτηρισμό.
Τα
αποτελέσματα των ευρωεκλογών έφεραν νέα δεδομένα στις σχετικές
διεργασίες του σοσιαλδημοκρατικού χώρου (συζήτηση για το μέλλον της
ΔΗΜΑΡ, του ΠΑΣΟΚ). Οι μετεκλογικές εξελίξεις αποκαλύπτουν πως η
συνύπαρξη ή όχι των διάφορων δυνάμεων στο ίδιο κόμμα δεν καθορίζεται
μόνο από το βαθμό ιδεολογικοπολιτικής συμφωνίας, αλλά και από
αντικρουόμενες ομάδες συμφερόντων, καθώς και από άλλους υπολογισμούς
(βουλευτικές έδρες, τακτικές κινήσεις κλπ.). Επίσης οι ευρωεκλογές
λειτούργησαν ως πεδίο καταμέτρησης πολιτικών τάσεων ώστε να διαμορφώσουν
τους όρους συμμετοχής τους σε κόμματα που θα διαμορφωθούν για τις
βουλευτικές εκλογές.
Συνολικά
έχει ανοίξει η σχετική συζήτηση για το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας, οι
τίτλοι της σχετικής αρθρογραφίας είναι ενδεικτικοί: «Ο θάνατος της
σοσιαλδημοκρατίας» έως «ποιος φοβάται το σοσιαλισμό;».
Η
σοσιαλδημοκρατία, παρά το γεγονός της πλήρους υπηρέτησης του κεφαλαίου,
έχει την άνεση, τον «καταμερισμό» στο αστικό πολιτικό σύστημα, ν’
αυτοπαρουσιάζεται ως κόμμα που δεν υπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Μια αναδρομή στην περασμένη δεκαετία θα μας φέρει σε επαφή με δηλώσεις
του τύπου: «Η ΝΔ είναι το κόμμα του μεγάλου κεφαλαίου, το ΠΑΣΟΚ είναι το κόμμα της εργασίας».
Τα παραπάνω δήλωνε ο Άκης Τσοχατζόπουλος στις 7 Σεπτέμβρη 2006 στη
Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Και με αφορμή την επικείμενη επίσκεψη του
τότε πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή, συνέχιζε: «Θα είμαστε στους δρόμους. Θα γίνει μάχη σώμα με σώμα»1.
Ίσως
οι παραπάνω δηλώσεις Τσοχατζόπουλου σήμερα να προκαλούν μόνο μειδίαμα,
όμως εκείνη την περίοδο εκπροσωπούσε το ΠΑΣΟΚ και μάλιστα τη λεγόμενη
«αντινεοφιλελεύθερη» πτέρυγά του. Σύμφωνα με τη μόδα της εποχής, αξίζει
να σημειωθεί πως σε αντινεοφιλελεύθερο αγώνα καλούσε τότε ο ΣΥΝ ενώ το
ΝΑΡ ζητούσε τη συγκρότηση «αντινεοφιλεύθερου μετώπου». Επίσης το ΠΑΣΟΚ
στα πρώτα χρόνια μετά από την ίδρυσή του (1974) μιλούσε για
κοινωνικοποίηση, έριχνε το σύνθημα «στις 18 σοσιαλισμός», διακήρυττε πως
θα έδιωχνε τις βάσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ από την Ελλάδα, ήταν
αντίθετο τότε στην ένταξη στην ΕΟΚ κ.ά.
Για
την κατανόηση του ρόλου της σοσιαλδημοκρατίας ως αστικού κόμματος, αλλά
και των φαινόμενων κρίσης που χαρακτηρίζουν την ευρωπαϊκή
σοσιαλδημοκρατία εδώ και δεκαετίες, είναι χρήσιμη μια σύντομη αναδρομή
στις καταβολές της που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της ικανότητάς της να
ποδηγετεί μεγάλα τμήματα εργαζομένων και να τα ενσωματώνει πλήρως στην
αστική πολιτική. Η παρακολούθηση της ιστορίας της σοσιαλδημοκρατίας
δίνει εφόδια και πείρα για την αποκάλυψη του ρόλου του νέου
σοσιαλδημοκρατικού φορέα στην Ελλάδα, του ΣΥΡΙΖΑ.
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Η
σοσιαλδημοκρατία ως αστικό πολιτικό ρεύμα προέκυψε από τα εργατικά και
σοσιαλιστικά κόμματα της Β΄ Διεθνούς. Η Β΄ Διεθνής είχε ιδρυθεί το 1889
ως ένωση των εργατικών και σοσιαλιστικών κομμάτων της εποχής. Η Β΄
Διεθνής, ιδιαίτερα μετά από το θάνατο τoυ Ένγκελς (1895), σε μια πορεία
μεταλλάχτηκε, κυριάρχησε ο οπορτουνισμός στις γραμμές της και η
πλειοψηφία από τα κόμματα-μέλη της κατά την πρώτη δεκαετία του
περασμένου αιώνα μετατράπηκαν σε αστικά εργατικά κόμματα. Στους κόλπους
της Β΄ Διεθνούς το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD) υπήρξε
κόμμα-πρότυπο του οποίου το πρόγραμμα, τις μεθόδους και τον οπορτουνισμό
αντέγραψαν και τα υπόλοιπα κόμματα της Β΄ Διεθνούς. Σημερινός απόγονος
της Β΄ Διεθνούς είναι η «Σοσιαλιστική Διεθνής» (SI) στην οποία
προεδρεύει ο Γ. Παπανδρέου.2
Ίσως
αυτές οι ιστορικές αναφορές να φαντάζουν άσχετες με τη σημερινή
σοσιαλδημοκρατία, όμως δεν είναι έτσι, γιατί και οι σύγχρονοι
σοσιαλδημοκράτες προσπαθούν ν’ αξιοποιήσουν τις ιστορικές καταβολές
τους. Για παράδειγμα, το SPD πέρσι γιόρτασε στη Λειψία τα 150 χρόνια από
την ίδρυσή του (το 1863 ως Γενική Γερμανική Εργατική Ένωση) με διεθνή
συμμετοχή σοσιαλδημοκρατών. Εκεί, στην κορύφωση των πολυήμερων
εορτασμών, εξαγγέλθηκε και η ίδρυση της «Προοδευτικής Συμμαχίας»
(«Progressive Aliance»), που αποτελεί διεθνή οργάνωση σοσιαλδημοκρατών
με πυρήνα το SPD και που η SI –με τον πρόεδρό της Παπανδρέου– την
καταγγέλλει ως διάσπασή της. Η συγκεκριμένη εξέλιξη αντανακλά και τις
αντιθέσεις ΗΠΑ - Γερμανίας στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας.
Φυσικά
στους κόλπους των κομμάτων της Β΄ Διεθνούς συνυπήρχαν κι επαναστατικές
δυνάμεις οι οποίες σε μια πορεία διαχωρίστηκαν από αυτήν και πολέμησαν
τον οπορτουνισμό της, με πρώτο το Κόμμα των Μπολσεβίκων μ’ επικεφαλής
τον Λένιν, που από το 1903 ακολούθησε αυτοτελή πορεία ως επαναστατικό
εργατικό κόμμα και πολέμησε ενάντια στο συμβιβασμό με την αστική τάξη.
Ολοκληρωτική
και ολοφάνερη χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς επήλθε κατά την έκρηξη του Α΄
Παγκόσμιου Πολέμου, τον Αύγουστο του 1914, οπότε οι ηγεσίες των
σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στοιχήθηκαν πλήρως με την αστική τάξη των
χωρών τους και πρόδωσαν την εργατική τάξη, καλώντας την να πέσει στο
σφαγείο του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Ο Λένιν μίλησε για χρεοκοπία και
προδοσία της Β΄ Διεθνούς, την ίδια εποχή η Ρ. Λούξεμπουργκ χαρακτήριζε
τη σοσιαλδημοκρατία ως ένα «πτώμα που βρομάει». Χρειάζεται να σημειωθεί
ότι δεν ήταν ταυτόσημη η στάση όλων των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων,
υπήρξε και τμήμα της σοσιαλδημοκρατίας το οποίο διαφοροποιήθηκε από τη
φιλοπόλεμη στάση, αλλά στην πράξη συμβιβάστηκε με τη συμμετοχή στον
πόλεμο (κεντρισμός - καουτσκισμός), ενώ στους κόλπους της
σοσιαλδημοκρατίας υπήρξε και ο πασιφισμός. Πέρα από άλλες αιτίες, οι
διαφοροποιήσεις τμημάτων της σοσιαλδημοκρατίας αντανακλούσαν και
υπαρκτές διαφοροποιήσεις τμημάτων της αστικής τάξης.
Αυτός
ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας δεν προέκυψε εν μία νυκτί. Όπως
επισημαίνει ο Λένιν, δεν ήταν το αποτέλεσμα απλώς της δράσης κάποιων
«παλιανθρώπων», αλλά υπήρξε το κοινωνικό προϊόν μιας ολόκληρης περιόδου
«σχετικά ειρηνικής - ήρεμης» ανάπτυξης του καπιταλισμού (τουλάχιστον για
την Ευρώπη), περιόδου οικονομικής μεγέθυνσης και δημιουργίας
εκτεταμένων στρωμάτων της εργατικής τάξης που ζούσαν με πολύ καλύτερους
όρους από το μέσο όρο της εργατικής τάξης - της «εργατικής
αριστοκρατίας». Εκείνη την περίοδο κυριάρχησε ο οπορτουνισμός και ο
ρεφορμισμός στις γραμμές των εργατικών κομμάτων και στο εργατικό κίνημα
γενικότερα.
Κατά την έξοδο από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα σοσιαλδημοκρατικά3
κόμματα έδρασαν ως εχθροί των προλεταριακών επαναστάσεων στις
ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Ουγγαρία κ.α.), αξιοποίησαν την επιρροή που
είχαν στην εργατική τάξη για να καταπνίξουν την επανάσταση και να
διασώσουν το αστικό καθεστώς, ταυτόχρονα πολέμησαν τη Σοβιετική Ρωσία,
την πρώτη χώρα όπου εγκαθιδρύθηκε επαναστατική εργατική εξουσία τον
Οκτώβρη του 1917. Η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 επιτάχυνε τις
εξελίξεις διαχωρισμού δυνάμεων από τη σοσιαλδημοκρατία, συγκρότησης ΚΚ
και ίδρυσης το 1919 της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Τα
σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, παρά την αντεπαναστατική εξέλιξή τους,
συνέχιζαν και τα επόμενα χρόνια να διακηρύττουν την ανάγκη
αντικατάστασης του καπιταλισμού από το σοσιαλισμό μέσω μεταρρυθμίσεων.
Συνέχισαν να μιλάνε στο όνομα του σοσιαλισμού και στην πράξη να προωθούν
την ταξική συνεργασία, την ταξική ειρήνη, την υποταγή της εργατικής
τάξης στην αστική. Μάλιστα, ορισμένα κόμματα, όπως η αυστριακή
σοσιαλδημοκρατία, στα λόγια δεν απέρριπταν την επαναστατική πάλη. Την
περίοδο του Μεσοπολέμου η σοσιαλδημοκρατία κατέλαβε κυβερνητικές θέσεις
στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, είτε σχηματίζοντας αυτοδύναμες
κυβερνήσεις είτε παίρνοντας μέρος σε κυβερνήσεις συνασπισμού. Έκτοτε τα
σοσιαλδημοκρατικά κόμματα παίζουν το ρόλο της κυβερνητικής εναλλαγής με
τα αστικά κόμματα, σε αρκετές χώρες για μεγάλες περιόδους. Τα
σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αποδείχτηκαν απαραίτητα για τη στήριξη της
αστικής εξουσίας, ως κόμματα που από τη μία είχαν αναφορά στην εργατική
τάξη και από την άλλη μεθοδικά κρατούσαν την εργατική πάλη εντός των
ορίων ανοχής του καπιταλισμού.
Αφού προχώρησε στην οργανωτική ανασυγκρότησή4
της το 1918, λειτούργησε σταθερά ως αντισοβιετική κι αντεπαναστατική
δύναμη. Παράλληλα εμφανίστηκε και η λεγόμενη αριστερή σοσιαλδημοκρατία
(κυρίως Αυστριακοί και Ρώσοι μενσεβίκοι) η οποία είχε συγκροτήσει τη
λεγόμενη «2½ Διεθνή», η οποία αρκετά γρήγορα συνέκλινε5
με τη «δεξιά» σοσιαλδημοκρατία και το 1923 συγκρότησαν την Εργατική και
Σοσιαλιστική Διεθνή (LSI). Όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου, τα
σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είχαν ως προμετωπίδα το «σοσιαλδημοκρατικό
κρατισμό» ο οποίος υποστήριζε την κρατική λειτουργία μιας σειράς
επιχειρήσεων και άλλες κρατικές ρυθμίσεις. Τελικά, μετά από το κραχ του
1929, τέτοιες πρακτικές κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία δεν ήταν
προνόμιο μόνο των σοσιαλδημοκρατών. Εφαρμόστηκαν σε διάφορες χώρες κάτω
από διαφορετικές πολιτικές μορφές αστικής διαχείρισης, το New Deal στις
ΗΠΑ και το πρόγραμμα της χιτλερικής Γερμανίας. Η LSI έδρασε έως το 1940.
Μετά
από τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου θ’ ακολουθούσε η λεγόμενη «χρυσή
τριακονταετία» 1945-1975. Η μεταπολεμική ανοικοδόμηση και ανάπτυξη έφερε
νέα διέξοδο τόσο για τα κεφάλαια των ΗΠΑ όσο και για την καπιταλιστική
ανάπτυξη και κερδοφορία στην Ευρώπη - όλα αυτά κάτω από συνθήκες
κρατικών ρυθμίσεων της οικονομίας, εφαρμογής κεϊνσιανών οικονομικών
μεθόδων, ανεξάρτητα από τις πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονταν στη
διακυβέρνηση κάθε χώρας. Για την κατανόηση της περιόδου αξίζει η εξής
παραδοχή του Άντονι Γκίντενς6: «Για
περίπου είκοσι πέντε χρόνια μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο
σοσιαλιστικός σχεδιασμός έμοιαζε να είναι πια καθεστώς σε Δύση και
Ανατολή […] Στη Δύση, κυρίαρχη μορφή σοσιαλισμού αποδείχτηκε η
σοσιαλδημοκρατία –ένας μετριοπαθής, κοινοβουλευτικός σοσιαλισμός– η
οποία στηρίχτηκε στο κράτος πρόνοιας. Στις περισσότερες χώρες,
συμπεριλαμβανομένης και της Βρετανίας, το κράτος πρόνοιας ήταν
δημιούργημα τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς. Κατά τη διάρκεια όμως
της μεταπολεμικής περιόδου οι σοσιαλιστές άρχισαν να το διεκδικούν ως
δικό τους έργο»7.
Το
1951 τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της προπολεμικής LSE πραγματοποίησαν
στη Φρανκφούρτη το ιδρυτικό συνέδριο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς (SI) το
οποίο διατύπωσε στα προγραμματικά ντοκουμέντα αυτό που ήδη είχαν κάνει
τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην πράξη, την αποκήρυξη της σοσιαλιστικής
επανάστασης. Στο ίδιο συνέδριο απορρίφτηκε επίσημα ο μαρξισμός ως
θεωρητική βάση. Με αυτήν τη γραμμή κινήθηκε η σοσιαλδημοκρατία και στις
επόμενες δεκαετίες (1960-1970), κάνοντας φυσικά τις επιμέρους
προσαρμογές στην έκφρασή της σε κάθε χώρα, ανάλογα με το κομμουνιστικό
κι εργατικό κίνημα που είχε ν’ αντιμετωπίσει, ανάλογα με την ιστορική
φάση που βρισκόταν η ίδια η καπιταλιστική ανάπτυξη της κάθε χώρας. Για
παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ αποκήρυσσε τη διεθνή σοσιαλδημοκρατία ως όργανο του
ιμπεριαλισμού, ενώ έγινε μέλος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς μόλις στο
τέλος της δεκαετίας του 1980.
Τα
διάφορα τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας, παρά τη στρατηγική τους σύγκλιση
στην υπηρέτηση του κεφαλαίου, δεν ταυτίζονταν και δεν ταυτίζονται στις
θέσεις που διατυπώνουν κατά καιρούς και υπάρχουν αρκετά ιστορικά
παραδείγματα: Επιμέρους αντίθεση στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, π.χ. στην
Ιταλία, επιδίωξη συνεργασίας με ΚΚ και άλλοτε αποκλεισμός, αντίθεση σε
ΝΑΤΟ και ΗΠΑ κλπ., όλα αυτά αναλόγως και με τα συμφέροντα τμημάτων της
αστικής τάξης κάθε χώρας. Αλλά και αρκετά σύγχρονα παραδείγματα
διαφοροποιήσεων, π.χ., το 1991 ο Γάλλος σοσιαλδημοκράτης Ζαν Πιερ
Σεβενεμάν παραιτήθηκε από υπουργός Άμυνας και άνοιξε αντιπαράθεση στη
συμμετοχή της Γαλλίας στον πόλεμο ενάντια στο Ιράκ, η αντιπαράθεση Λ.
Ζοσπέν με Τ. Μπλερ.
Η
πορεία διαμόρφωσης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στις διάφορες χώρες
είναι πλούσια σε ιστορικά παραδείγματα προσαρμογών για την καλλιέργεια
αυταπατών, χρήσιμα για ν’ αποκαλύψουν και τις σημερινές προσαρμογές του
ΣΥΡΙΖΑ ως σύγχρονου σοσιαλδημοκρατικού πόλου στην Ελλάδα. Η πορεία
διαμόρφωσης του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, το οποίο αφομοίωσε κι αξιοποίησε στις
γραμμές του δυνάμεις κομμουνιστικής προέλευσης, τροτσκιστές, ΕΔΑΐτες
κ.ά., αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Επίσης
είναι χαρακτηριστικό το πώς περιγράφει ο Ά. Τσοχατζόπουλος, ιδρυτικό
στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, τις σχετικές συζητήσεις κι επεξεργασίες κατά το
πέρασμα από το ΠΑΚ στο ΠΑΣΟΚ, αναφερόμενος στο ρόλο του Ανδρέα
Παπανδρέου: «...έδωσε ιδεολογία, στρατηγική, κοινωνικό και πολιτικό
περιεχόμενο στον αγώνα μας. Δεν έφτανε πλέον ο αντιδικτατορικός αγώνας, ο
αγώνας για δημοκρατία κι ελευθερία. Ήθελε εθνικοαπελευθερωτικό,
αντιιμπεριαλιστικό αγώνα η εποχή. Ήθελε ταξικό, μαρξιστικό κίνημα, που
πράγματι δημιούργησε και στήριξε ο Ανδρέας Παπανδρέου αφειδώς με τις
πολιτικές του αναλύσεις […] έγινε βαθύτατη ανάλυση, γιατί ο
αγώνας είναι αντιιμπεριαλιστικός κι εθνικοαπελευθερωτικός, γιατί
χρειάζεται να προωθήσουμε πλατιά στον ελληνικό λαό τη σοσιαλιστική
ιδεολογία και ότι, πέρα από τη δημοκρατία, θέλουμε κοινωνική αλλαγή και
δικαιοσύνη, θέλουμε σοσιαλισμό για την Ελλάδα…»8.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΠΑΣΟΚ κατά την πρώτη εικοσαετία ύπαρξής του
χρησιμοποιούσε μαρξίζουσα φρασεολογία, ενώ διακοσμούσε τα γραφεία του με
πορτρέτα του Μαρξ κλπ. Όλα αυτά δεν περιόρισαν τον αστικό -
σοσιαλδημοκρατικό χαρακτήρα του, αντιθέτως τον ενίσχυσαν, του προσέδωσαν
ικανότητα να έχει απήχηση και διείσδυση στα εργατικά-λαϊκά στρώματα το
σύνθημα της «Αλλαγής».
Την
πολιτική φρασεολογία του ΠΑΣΟΚ της περιόδου ίδρυσής του, τηρουμένων των
ιστορικών αναλογιών, μπορεί να συναντήσει κανείς σε άλλα ευρωπαϊκά
σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σε παλιότερες δεκαετίες, αλλά και σήμερα σε
χώρες της Λατινικής Αμερικής (π.χ., στη Βενεζουέλα).
Η
σοσιαλδημοκρατία σημείωσε αξιοσημείωτη ικανότητα ν’ αναγεννιέται από
τους κόλπους του εργατικού κινήματος και ν’ αντλεί δυνάμεις από αυτό,
πράγμα που υπογραμμίζει ακόμα μια φορά την ανάγκη πάλης ενάντια στον
οπορτουνισμό, την ανάγκη επεξεργασίας επαναστατικής στρατηγικής.
Διδακτική είναι η περίπτωση του ρεύματος του «ευρωκομμουνισμού», δηλαδή η
διαμόρφωση ενός νέου οπορτουνιστικού ρεύματος, μιας σειράς ουσιαστικά
σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που διατηρούσαν κομμουνιστικό μανδύα, με πιο
χαρακτηριστικές ευρωπαϊκές περιπτώσεις εκείνες των ΚΚ σε Γαλλία,
Ισπανία, Ιταλία, Μ. Βρετανία. Το ρεύμα του «ευρωκομμουνισμού» δεν ήταν
μόνο ευρωπαϊκό φαινόμενο. Την ίδια στρατηγική υιοθέτησαν ΚΚ σε όλο τον
κόσμο, από την Ιαπωνία έως το Μεξικό. Όλα αυτά τα κόμματα, παρόλο που
είχαν ξεκινήσει ως κόμματα-μέλη της Γ΄Κομμουνιστικής Διεθνούς, δηλαδή ΚΚ
που είχαν συγκροτηθεί ως κόμματα νέου τύπου, σε μια πορεία, ιδιαίτερα
μετά από την αυτοδιάλυση της ΚΔ, απώλεσαν το στόχο της σοσιαλιστικής
επανάστασης, του τσακίσματος της αστικής τάξης στη χώρα τους, εν μέσω
μιας πορείας κυριαρχίας του οπορτουνισμού μεταλλάχτηκαν σε
σοσιαλδημοκρατικά κόμματα με κομμουνιστικό μανδύα. Η πορεία
οπορτουνιστικής διάβρωσης και σοσιαλδημοκρατικοποίησης των ΚΚ δείχνει
την ικανότητα της σοσιαλδημοκρατίας ν’ «αναγεννιέται», ν’ αφομοιώνει
δυνάμεις από το εργατικό κίνημα. Δίνει πείρα και στο σήμερα, για την
ερμηνεία του ρόλου του ΣΥΡΙΖΑ ως καινούργιου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος
στην Ελλάδα, με προέλευση μεγάλου μέρους των στελεχών του από
παλιότερες διασπάσεις του ΚΚΕ (1968 και 1991). Τα διάφορα κόμματα του
ευρωκομμουνισμού, παρά τα μεγάλα εκλογικά ποσοστά τους –στην Ιταλία ήταν
πρώτο κόμμα σε εκλογικό ποσοστό– κατάφεραν να γίνουν κυβερνητικά μέχρι
τη δεκαετία του 1990. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι στην Ιταλία, στις
αρχές της δεκαετίας του 1990, η ενδοαστική διαμάχη, καθώς και η
δικαστική διαδικασία «καθαρά χέρια», πυροδότησαν εξελίξεις όπου
συμπαρέσυραν όλα τα αστικά πολιτικά κόμματα. Η ανασύσταση της
σοσιαλδημοκρατίας στην Ιταλία έχει τις ρίζες της στο Ιταλικό ΚΚ, το
οποίο την ίδια περίοδο αυτοδιαλύθηκε και μετασχηματίστηκε σε
«Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς» (PDS) υπό τον Ακίλε Οκέτο. Το PDS
αποτέλεσε τη βασική δύναμη συνασπισμού της «Ελιάς» που κυβέρνησε την
περίοδο 1996-2001. Το 1998 το PDS, ενσωματώνοντας και άλλα μικρότερα
κόμματα, μετασχηματίστηκε σε «Δημοκράτες της Αριστεράς» (DS), το 2007 το
DS μαζί με άλλα 6 μικρότερα «κεντρώα» κόμματα σχημάτισαν το Δημοκρατικό
Κόμμα (DP), του σημερινού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι. Αξίζει να
σημειωθεί ότι ο συνασπισμός της «Ελιάς» ως κυβέρνηση πήρε μέρος στους
ΝΑΤΟϊκούς βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας όπως και στο σάρωμα εργατικών
κατακτήσεων (κυβερνήσεις Ντ’ Αλέμα και Πρόντι). Την ίδια περίοδο τα δύο
κόμματα με τον προσδιορισμό «Κομμουνιστικό» (Κομμουνιστική Επανίδρυση
και Κόμμα των Ιταλών Κομμουνιστών) στήριξαν την «Ελιά».
Αξιοσημείωτη
είναι και η διαμόρφωση σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων μετά από την
καπιταλιστική παλινόρθωση στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής
Ευρώπης, από τα σοσιαλιστικά-εργατικά, κόμματα εξουσίας εκείνων των
χωρών. Επίσης το ΚΚ Κίνας, το οποίο ηγείται της καπιταλιστικής Κίνας,
υμνεί τη διεθνή σοσιαλδημοκρατία κι έχει τη θέση παρατηρητή στη
Σοσιαλιστική Διεθνή.
Τέλος,
στην Ολλανδία υπάρχει το παράδειγμα του Σοσιαλιστικού Κόμματος το οποίο
από τη δεκαετία του 1990 αποτελεί μετεξέλιξη προγενέστερου μαοϊκού
κόμματος. Το συγκεκριμένο ΣΚ (γνωστό και ως κόμμα της Ντομάτας, από το
σύμβολό του), αν και δε συμμετέχει στη Σοσιαλιστική Διεθνή, δε διαφέρει
από τις κλασικές (παλιότερες) σοσιαλδημοκρατικές θέσεις. Το ΣΚΟ κατέχει
θέση αξιωματικής αντιπολίτευσης στην Ολλανδία, ενώ ασκεί κριτική στο
επίσης σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα ότι δε δέχεται να συμμαχήσουν σε
μια «κεντροαριστερή κυβέρνηση».9
Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ Η ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η
κρίση της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη αποτελεί φαινόμενο που
συνδέεται με τη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού και είχε αρχίσει να
εκδηλώνεται ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στην Ελλάδα η
κρίση της σοσιαλδημοκρατίας εμφανίστηκε με χρονική καθυστέρηση,
συγκρινόμενη με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως καθυστερημένη χρονικά ήταν
και η διαμόρφωση ενός τυπικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος όπως ήταν το
ΠΑΣΟΚ, που ιδρύθηκε μόλις το 1974 και κυβέρνησε με αυτοδυναμία στα
χρόνια 1981-1989, 1993-2004 και 2009-2011.
Σήμερα
από το ΠΑΣΟΚ έχει προκύψει ένας γαλαξίας απόψεων, προσαρμογών και
κινήσεων, από τις οποίες άλλες αγγίζουν περισσότερο προς τα πιο
χαρακτηριστικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, το ΣΥΡΙΖΑ και τη ΔΗΜΑΡ, άλλες
προς το χώρο της «Λαϊκής» ή «Φιλελεύθερης Δεξιάς». Πολλά στελέχη του
ΠΑΣΟΚ έχουν προσχωρήσει εδώ και καιρό στο ΣΥΡΙΖΑ.
Η
συζήτηση για την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα έχει την
αφετηρία της πολύ νωρίτερα, από την έναρξη της ανοιχτής οργανωτικής
αποσύνθεσης του ΠΑΣΟΚ. Η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας σηματοδοτήθηκε ήδη
με την απώλεια της δυνατότητας να διαχωρίζεται ιδεολογικά και πολιτικά
από τα φιλελεύθερα, δεξιά-λαϊκά κόμματα. Χαρακτηριστικό είναι πως μετά
από το 2000 μόνιμη κριτική της ΝΔ προς το ΠΑΣΟΚ ήταν πως της «έκλεβε το
πρόγραμμα» - πράγμα το οποίο ήταν βάσιμο. Η εξέλιξη αυτή ήρθε ως
αποτέλεσμα των γενικότερων αναγκών της αστικής διαχείρισης, των
καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που είχαν ανάγκη πλέον οι καπιταλιστικές
οικονομίες. Η στροφή της σοσιαλδημοκρατίας στη Ευρώπη είναι προϊόν μιας
μεγάλης περιόδου όπου ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός, η μεγάλη κρίση του
1971-1973, οι κυοφορούμενες αλλαγές στην ΕΣΣΔ, έδωσαν ώθηση στην
απελευθέρωση των αγορών, στην ανάγκη διαμόρφωσης της ενιαίας Ευρωπαϊκής
Αγοράς, το μετασχηματισμό της ΕΟΚ σε Οικονομική και Νομισματική Ένωση.
Η
επεκτατική οικονομική πολιτική, η διευρυμένη κρατική παρέμβαση, η
κρατική λειτουργία μιας σειράς επιχειρήσεων και κοινωνικών υπηρεσιών
υπήρξαν για τις μεταπολεμικές δεκαετίες στη Ευρώπη χαρακτηριστικό όλων
των καπιταλιστικών κρατών, άσχετα αν στην κυβέρνηση βρίσκονταν
δεξιά-λαϊκά, φιλελεύθερα ή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Αυτή ήταν η ανάγκη
του καπιταλισμού στην αμέσως μεταπολεμική περίοδο. Εν τούτοις, αυτές οι
πολιτικές «ταίριαζαν» περισσότερο στο ιδεολογικό στίγμα των
σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, τα οποία καλλιεργούσαν την αυταπάτη περί
μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό μέσω μεταρρυθμίσεων κι
εκτεταμένων κοινωνικών παροχών. Από ένα σημείο και πέρα, αυτό το πακέτο
κρατικής καπιταλιστικής διαχείρισης περιγραφόταν ήδη ως σοσιαλισμός,
ορισμένοι μιλούσαν, για παράδειγμα, για τη «σοσιαλιστική» Σουηδία.
Φυσικά αυτές οι προγραμματικές θέσεις της σοσιαλδημοκρατίας λειτούργησαν
και ως ένα πλέγμα αυταπατών για τους εργαζομένους των καπιταλιστικών
χωρών απέναντι στο παράδειγμα της ΕΣΣΔ και των σοσιαλιστικών χωρών στην
Ευρώπη.
Η
αλλαγή στις προγραμματικές θέσεις της σοσιαλδημοκρατίας επιταχύνθηκε
και από τις αντεπαναστατικές ανατροπές στα χρόνια 1989-1991. Τα
σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έπαψαν να μιλάνε για αντικατάσταση του
καπιταλισμού από το σοσιαλισμό μέσω μεταρρυθμίσεων, αφαίρεσαν από τις
θέσεις τους τις αναφορές στην εργατική τάξη κλπ. Οι πολιτικές τους
θέσεις δε διέφεραν πλέον από αυτές των άλλων αστικών κομμάτων. Π.χ. στην
Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ εγκατέλειψε τις θέσεις του για αποκλειστικά κρατικά
πανεπιστήμια, για μονιμότητα στο Δημόσιο κλπ.
Η
βρετανική σοσιαλδημοκρατία, το «Εργατικό Κόμμα» υπό τον Τόνι Μπλερ, από
το 1993 υιοθέτησε σταδιακά την ονομασία «Νέοι Εργατικοί» και το σύνθημα
«Νέοι Εργατικοί - Νέα Βρετανία». Με αυτό το σύνθημα σηματοδότησε την
προσαρμογή της σοσιαλδημοκρατικής γραμμής στις νέες συνθήκες και νέες
απαιτήσεις του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Οι «Νέοι Εργατικοί»
ξανακυβέρνησαν στη Μ. Βρετανία το 1997, μετά από ένα διάστημα 18 χρόνων
εκλογικών νικών των «Συντηρητικών». Οι θέσεις των «Νέων Εργατικών»
διαδόθηκαν με παραλλαγές στο σύνολο των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της
Ευρώπης και καταγράφηκαν ως «ο τρίτος δρόμος». Όπως επισημαίνει ο
θεωρητικός του Αντονι Γκίντενς «…πρόκειται για ένα τρίτο δρόμο γιατί
αποπειράται να υπερβεί τόσο την παλαιού τύπου σοσιαλδημοκρατία όσο και
τον νεοφιλελευθερισμό»10. Επίσης
υπήρξαν και διαφορετικές τοποθετήσεις από μερίδα των σοσιαλδημοκρατών,
όπως του τότε Γάλλου Πρωθυπουργού, Λιονέλ Ζοσπέν: «Αποδεχόμαστε την οικονομία της αγοράς […] δεν αποδεχόμαστε την κοινωνία της αγοράς […] Δεν
είμαστε “αριστερο-φιλελεύθεροι”, είμαστε σοσιαλιστές. Και το να είναι
κανείς σοσιαλιστής σημαίνει να διαβεβαιώνεται ότι υπάρχει μια
πρωτοκαθεδρία του πολιτικού επί του οικονομικού…» (29.10.1999)11.
Το
παραπάνω απόσπασμα επιβεβαιώνει ότι οι καρμπόν διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ
όχι μόνο δεν αποτελούν κάποια πρωτοτυπία, αλλά μια απόχρωση της
σοσιαλδημοκρατίας, η οποία επανέρχεται αναπαλαιωμένη από το ΣΥΡΙΖΑ, το
ΚΕΑ και άλλες δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας.
Σήμερα
τμήμα της σοσιαλδημοκρατίας τοποθετείται κριτικά απέναντι στη
διαχείριση που επισημοποιήθηκε από τους «Νέους Εργατικούς» του Τόνι
Μπλερ και υιοθετήθηκε από τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Φυσικά
η κριτική αυτή τοποθέτηση έχει ως αιτία τις νέες ανάγκες καπιταλιστικής
διαχείρισης κι εγκλωβισμού του λαού. Ο διευθυντής ειδήσεων του ΣΚΑΪ και
μέλος της ΚΕ της ΔΗΜΑΡ, Σταμάτης Μαλέλης, έγραφε: «Τη δεκαετία του
1970 οι ηττημένες ιδέες του νεοφιλελευθερισμού επανήλθαν στην Ευρώπη
πρώτα από τη Θάτσερ, που είχε τη συμπαράσταση του Ρήγκαν, αλλά και στη
συνέχεια από τον ...εργατικό Μπλερ που μετατόπισε ένα σοσιαλδημοκρατικό
κόμμα στην αγκαλιά του νεοφιλελευθερισμού.
Ενδιάμεσα
είχαμε την τελευταία αναλαμπή της σοσιαλδημοκρατίας. Κυρίως με τον
Φρανσουά Μιτεράν, αλλά και άλλους νότιους ηγέτες, όπως ο Ισπανός
Γκονζάλες αλλά και ο Πορτογάλος Σουάρες.
Τα
τελευταία χρόνια οι σοσιαλιστές της Ευρώπης, μηδέ εξαιρουμένου και του
ελληνικού σοσιαλιστικού κόμματος, διαγκωνίζονται στο νεοφιλελευθερισμό.
Τι χρειαζόμαστε λοιπόν όσοι πιστεύουμε ότι μπορούμε και αυτόν τον κόσμο
να τον κάνουμε καλύτερο χωρίς να χρειαζόμαστε τον Κάστρο και τον Πολ
Ποτ; Την αναγέννηση της σοσιαλδημοκρατίας»12.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΟ ΥΠΟ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΑΣΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Ο
κομματικός μηχανισμός του ΠΑΣΟΚ με την πείρα δεκαετιών, τις
διασυνδέσεις του με τον κρατικό μηχανισμό και τις επιχειρήσεις, με την
ικανότητά του να κινητοποιεί, αποτελεί μια ραχοκοκαλιά χρήσιμη, ακόμα
και απαραίτητη για την ευόδωση των κινήσεων αναπαλαίωσης του
σοσιαλδημοκρατικού χώρου, αφού στο αστικό πολιτικό σκηνικό τα πράγματα
δεν κινούνται μόνο από τη διατύπωση διάφορων επεξεργασιών, ιδεολογημάτων
ή προτάσεων, πράγμα που κάνουν μια σειρά πανεπιστημιακοί, «τεχνοκράτες»
και άλλοι οι οποίοι διατυπώνουν προτάσεις που είναι σχεδόν ταυτόσημες,
άσχετα από το ιδεολογικό περίβλημά τους.
Όλοι
συμφωνούν στην ανάγκη αναδιάρθρωσης του αστικού πολιτικού συστήματος,
πράγμα που σχετίζεται και με την ανάγκη αλλαγών στον εκλογικό νόμο και
άλλες πιθανές αλλαγές που να ευνοούν ευρύτερες συμπράξεις. Αυτή η
διαδικασία εκφράζεται με νέα πρόσωπα και κυρίως με νέα κόμματα. Έτσι
γίνεται συστηματική προσπάθεια να παρουσιαστούν νέα «άφθαρτα» πρόσωπα
και να ξανασερβιριστούν ως νέες μια σειρά πολιτικές διαχείρισης που
προβάλλονταν και πριν την κρίση. Ορισμένες κινήσεις μπορεί να έχουν μία
περισσότερο ή λιγότερο πειραματική λειτουργία.
Με
τον έναν ή άλλο τρόπο προβάλλεται η προοπτική σχηματισμού
πολυκομματικών κυβερνήσεων, η ανάγκη ευρύτερων συναινέσεων, η ανάγκη
«ιστορικών συμβιβασμών», «υπερβάσεων», ότι τα προβλήματα που υπάρχουν
προς αντιμετώπιση δεν μπορούν ν’ αντιμετωπιστούν από μία μόνο πολιτική
παράταξη –από ένα μόνο πολιτικό πόλο– πολύ περισσότερο από ένα μόνο
κόμμα. Αυτή η ανάγκη περιγράφεται εδώ και χρόνια στην αστική αρθρογραφία
και σε αναλύσεις.
Χαρακτηριστικό
δείγμα είναι το άρθρο του βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Φίλιππου Σαχινίδη, στην
«Καθημερινή», στις 30 Μάρτη 2014, με τίτλο «Για ποια Ελλάδα την επόμενη
μέρα;», στο οποίο αναφέρει: «Εκτιμώ ότι το μεγαλύτερο μέρος των
αναγκαίων αλλαγών, ιδιαίτερα στους θεσμούς, είναι ακόμη μπροστά μας. Σε
μεγάλο βαθμό οι θεσμοί εξακολουθούν να λειτουργούν όπως πριν την κρίση.
Τυπικό παράδειγμα, ο τρόπος επιλογής διοικήσεων σε φορείς του Δημοσίου.
Μία από τις μεγαλύτερες αδυναμίες στη λειτουργία του πολιτικού
συστήματος, που καθυστέρησε την υλοποίηση των αναγκαίων αλλαγών και
αύξησε το κόστος προσαρμογής, υπήρξε η αδυναμία επίτευξης συναινέσεων
αντίθετα απ’ ό,τι συνέβη στην Πορτογαλία και την Ιρλανδία. Η αποδυνάμωση
του παραδοσιακού δικομματισμού καθιστά αναγκαίο ένα πλαίσιο λειτουργίας
κυβέρνησης και Βουλής, που θα διευκολύνει τη συγκρότηση πολυκομματικών
κυβερνήσεων βάσει προγραμματικών συμφωνιών, ακόμη και κομμάτων με
διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και
αλλαγές που αφορούν τη διάρκεια μιας Βουλής που προκύπτει ύστερα από
πρόωρη διάλυση προηγούμενης, το εκλογικό σύστημα, τις εκλογικές
περιφέρειες, τον τρόπο εκλογής βουλευτών, τα οικονομικά των κομμάτων
κ.ά., προκειμένου η χώρα να διαμορφώσει ένα θεσμικό πλαίσιο που να
διευκολύνει τη συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων»13.
Στη
λογική πολυκομματικών κυβερνήσεων συναινεί και ο ΣΥΡΙΖΑ. Η πρόταση της
κυβέρνησης για κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα
εντάσσεται στη διευκόλυνση της δημιουργίας κυβερνήσεων ευρύτερου
συνασπισμού. Την κατάργηση του μπόνους την αποδέχεται και ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ
σε προηγούμενη φάση την απέρριπτε.
Συνολικά
η εικόνα πολυδιάσπασης της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα είναι ανάλογη
της πολυδιάσπασης που υπήρχε στο χώρο του «Κέντρου» στη δεκαετία του
1950, δηλαδή του αντιβασιλικού αστικοδημοκρατικού χώρου, έως την ίδρυση
της Ένωσης Κέντρου το 1961.
Παρακάτω
θ’ ασχοληθούμε με τις ΠΑΣΟΚογενείς κινήσεις και τη ΔΗΜΑΡ,
σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις που υιοθετούν τον αυτοπροσδιορισμό
«Κεντροαριστερά».
ΠΑΣΟΚΟΓΕΝΕΙΣ «ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΩΝ» ΚΑΙ ΚΟΜΜΑΤΑ
Το
ΠΑΣΟΚ προγραμματίζει συνέδριο για τον Οκτώβρη, ενώ η συζήτηση που έχει
ανοίξει αφορά το αν θα συνεχίσει να υπάρχει ως ΠΑΣΟΚ ή θα μετεξελιχτεί
σε κάτι άλλο, ΕΛΙΑ ή όπως αλλιώς ειπωθεί.
Όλη
αυτή η δραστηριότητα αποτυπώνει τη διάδοχη κατάσταση του ΠΑΣΟΚ, την
κινητικότητα μεγάλου μέρους των μηχανισμών του. Επίσης αποτυπώνει την
απήχηση που συνεχίζει να έχει σε διάφορα στρώματα (ελεύθερους
επαγγελματίες, εργαζομένους στο δημόσιο τομέα, στελέχη επιχειρήσεων
κ.ά.). Τέτοια μεσαία κοινωνικά στρώματα και διάφοροι παράγοντες γίνονται
αγωγοί (όχι οι μοναδικοί) για την επίδραση των σοσιαλδημοκρατικών
αντιλήψεων διαχείρισης και σε φτωχά λαϊκά στρώματα και στην εργατική
τάξη. Τέλος, οι παρατάξεις του ΠΑΣΟΚ συνεχίζουν να καταγράφουν σημαντικά
ποσοστά σε επιστημονικούς φορείς και σε επιμελητήρια κι ενώσεις
ιδιαίτερης βαρύτητας, όπως ΔΣΑ, ΤΕΕ, ΓΣΕΒΕE κ.ά. Σε δήμους και
περιφέρειες στελέχη του ΠΑΣΟΚ συνεχίζουν να επιβιώνουν εκλογικά και να
ηγούνται εκλογικών συνδυασμών.
Στις
ευρωκλογές το ΠΑΣΟΚ πήρε μέρος με το σχήμα «Ελιά-Δημοκρατική Παράταξη»
στην οποία συμμετέχουν ορισμένες ΠΑΣΟΚογενείς «κινήσεις πολιτών», όπως η
«Δυναμική Ελλάδα» του Ηλία Μόσιαλου κ.ά. και το Κόμμα του Ανδρέα
Λοβέρδου, «Συμφωνία για τη Νέα Ελλάδα». Η ΕΛΙΑ συγκέντρωσε το 8,02% των
ψήφων.
Προπομπός
στην ΕΛΙΑ υπήρξε η «Πρωτοβουλία των 58» που εμφανίστηκε τον Οκτώβρη του
2013, η οποία τότε έκανε προσπάθεια να συμπεριλάβει και τη ΔΗΜΑΡ ή
τμήμα της το οποίο ήδη έπαιρνε μέρος στις διεργασίες των 58.14
Χρήσιμη
είναι μια σύντομη καταγραφή των κομμάτων και των διάφορων
σοσιαλδημοκρατικών κινήσεων, που προέκυψαν από το ΠΑΣΟΚ μετά από το
2009.
Το
κόμμα του Ανδρέα Λοβέρδου, «Συμφωνία για τη Νέα Ελλάδα» (Πρώην
ΡΙ.Κ.Σ.ΣΥ., Ριζοσπαστική Κίνηση Σοσιαλδημοκρατικής Συμμαχίας), για
μεγάλο διάστημα προσέγγιζε τη ΔΗΜΑΡ. Σήμερα έχει ενταχτεί στην
«Ελιά-Δημοκρατική Παράταξη» μαζί με το ΠΑΣΟΚ και πρόσφατα ο Λοβέρδος
υπουργοποιήθηκε.
Το
κόμμα της Λούκας Κατσέλη, «Κοινωνική Συμφωνία», προσεγγίζει περισσότερο
σε συμφωνία με το ΣΥΡΙΖΑ. Στις ευρωεκλογές πήρε μέρος στο ψηφοδέλτιο
του ΣΥΡΙΖΑ και είχε κοινούς υποψήφιους σε δήμους.15
Τέλος, καταγράφεται το κόμμα «Δραχμή 5 αστέρων» του Θόδωρου Κατσανέβα και το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Στέφανου Τζουμάκα.
Επίσης πρωτοκλασάτα στελέχη του ΠΑΣΟΚ έχουν ιδρύσει μια σειρά «κινήσεις πολιτών», όπως τις αυτοονομάζουν, συγκεκριμένα τις εξής:
1. «Δυναμική Ελλάδα» του Ηλία Μόσιαλου.
2. Νέοι Μεταρρυθμιστές.
3. «Πολιτική Κοινότητα “Μπροστά”».
4. «Πολιτεία 2012», μέλη της συντονιστικής της επιτροπής είναι οι Τάκης Αναστασόπουλος, Γιάννης Τούντας.
5. «Πρωτοβουλία Β», στην οποία συμμετέχουν διάφοροι με καριέρα σε διεθνείς θέσεις και επιχειρήσεις.
6. Ο «Κοινωνικός Σύνδεσμος», με πρόεδρο τον Γιώργο Φλωρίδη.
7.
«Δίκτυο Π80» με λογότυπο ιστοσελίδας «Ανεξάρτητος χώρος έκφρασης για
την Παρέα του ’80». Αυτή η κίνηση θεωρείται ως προσκείμενη στον πρώην
γραμματέα του ΠΑΣΟΚ και πρώην υπουργό Γιάννη Ραγκούση. Επίσης συμμετέχει
ο Πέτρος Σφηκάκης, πρώην γραμματέας της Νεολαίας ΠΑΣΟΚ, και ο Γιάννης
Τσαμουργκέλης, καθηγητής οικονομικών με διαδρομή στο ΠΑΣΟΚ. Ο Γ.
Τσαμουργκέλης κατέβηκε ως υποψήφιος ευρωβουλευτής της ΔΗΜΑΡ.
8. «Δίκτυο για τη μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη»16 με πρόεδρο την Άννα Διαμαντοπούλου.
9.
«Κίνηση των 75», σε αυτή συμμετέχει το τμήμα του ΠΑΣΟΚ που
συσπειρώνεται γύρω από τον Γιώργο Παπανδρέου. Επικεφαλής της κίνησης
είναι ο Μιχάλης Καχριμάκης, πρώην γραμματέας του ΠΑΣΟΚ. Η Κίνηση των 75
εκφράζει διαφωνία για τη συμμετοχή στη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ και
αντιπροτείνει απλή κοινοβουλευτική στήριξη. Επίσης εξέφραζε διαφωνία για
την ίδρυση της ΕΛΙΑ και αντιπαραβάλει την ανασυγκρότηση του ΠΑΣΟΚ, όμως
κάλεσε σε σταυροδότηση συγκεκριμένων υποψηφίων στο ευρωψηφοδέλτιο της
ΕΛΙΑ.
10.
ThinkΠ, είναι μίγμα Οικολόγων Πράσινων και Πασόκων. Πιο γνωστός από
τους συμμετέχοντες είναι ο προερχόμενος από το ΠΑΣΟΚ και εν συνεχεία
στέλεχος των Οικολόγων, Νίκος Ράπτης. Από το Φλεβάρη του 2014 έχουν
προχωρήσει στη ίδρυση του κόμματος «Ευρώπη - Οικολογία», το οποίο
προτάσσει την ανάγκη ομοσπονδιοποίησης της ΕΕ - καλεί σε «Ενωμένες
Πολιτείες της Ευρώπης». Στις ευρωεκλογές δεν κατέβηκαν, αλλά κάλεσαν να
στηριχτεί το «Ποτάμι», στην περιφέρεια Αττικής να στηριχτεί η Γιαννακάκη
(ΔΗΜΑΡ) και οι συνδυασμοί των Καμίνη και Μπουτάρη για Αθήνα και
Θεσσαλονίκη αντίστοιχα.
11.
Η «Νέα Σοσιαλδημοκρατική Συμφωνία», με συμμετοχή γνωστών πρώην στελεχών
του ΠΑΣΟΚ: Στέφανος Μανίκας, Γιάννης Νικολάου, Δασκαλάκης Δημήτρης,
Καραγιαννάκης Κώστας, Κόκκας Βασίλης, Κρητικός Μανώλης, Μαλέσιος
Βαγγέλης, Σκαρτσολιάς Τάκης, Σταυρακάκης Μηνάς. Στις ευρωεκλογές κάλεσε
σε στήριξη της ΔΗΜΑΡ.
12.
«Κίνηση ιδεών και δράσης ΠΡΑΤΤΩ», με πρόεδρο τον Νίκο Κοτζιά, πρώην
πρόεδρο του ΙΣΤΑΜΕ και συνεργάτη του Γιώργου Παπανδρέου. Το «ΠΡΑΤΤΩ»
στις πρόσφατες εκλογές με ανακοίνωσή του κάλεσε σε υποστήριξη του
ΣΥΡΙΖΑ.17
13.
Η «Αριστερή Πρωτοβουλία», υπό τον Γιώργο Παναγιωτακόπουλο, λειτουργούσε
ως ρεύμα μέσα στο ΠΑΣΟΚ. Τον Ιούνη του 2013 δήλωσε ότι αποχωρεί από
αυτό.
Επίσης
έχει σχηματοποιηθεί το «Προοδευτικό Φόρουμ», όπου συμμετέχουν τα
κόμματα «Δράση» και «Συμφωνία για τη Νέα Ελλάδα» και οι κινήσεις πολιτών
«Δυναμική Ελλάδα», «Δίκτυο Π80», «ThinkΠ» και «Μπροστά», και το οποίο
αυτοπροσδιορίζεται ως εξής: «Κόμματα και κινήσεις πολιτών προσπαθούν
να χτίσουν γέφυρες συναντίληψης στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο, από τη
φιλοευρωπαϊκή Αριστερά μέχρι το Φιλελεύθερο Κέντρο και την Πολιτική
Οικολογία».
Τέλος,
μια σειρά στελέχη του ΠΑΣΟΚ (Σημίτης, Σκανδαλίδης, Λαλιώτης κλπ.), με
την πείρα που διαθέτουν, παίρνουν μέρος στη σχετική συζήτηση και
δραστηριότητα για την ανασυγκρότηση της σοσιαλδημοκρατίας. Μακρύς είναι ο
κατάλογος των στελεχών του ΠΑΣΟΚ που έχουν περάσει πλέον στο ΣΥΡΙΖΑ
(Σακοράφα, Κουρουπλής, Τσουκαλάς, Κοτσακάς, Βουδούρης, Ραυτόπουλος,
Μητρόπουλος).
Η ΔΗΜΑΡ
Το
χαμηλό ποσοστό των ευρωεκλογών (1,2%) αναζωπύρωσε και όξυνε τη διαμάχη
που προϋπήρχε (υπήρχε και στο 2ο Συνέδριό της το Φλεβάρη του 2014) για
τη σχέση της με το ΠΑΣΟΚ και το ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ στην πράξη δεν υπάρχει καμιά
ουσιαστική διαφορά μεταξύ των θέσεων της ΔΗΜΑΡ και του υπόλοιπου
σοσιαλδημοκρατικού χώρου, δεν προχώρησε η κοινή κάθοδος στο πλαίσιο της
ΕΛΙΑ, με βασικό επιχείρημα πως αποτελείται από τα παλιά υλικά του ΠΑΣΟΚ.
Τελικά η ΔΗΜΑΡ πρόταξε τη σύσταση ενός «άλλου πόλου» - ευρωψηφοδελτίου
με το όνομα «ΔΗΜΑΡ - Προοδευτική Συνεργασία», στο οποίο συμμετείχαν
επίσης ορισμένοι προερχόμενοι από το ΠΑΣΟΚ (Καστανίδης, Μπεγλίτης,
Κοππά, Τσαμουργκέλης, Στέφανος Μανίκας, πρώην γραμματέας της Νεολαίας
ΠΑΣΟΚ κ.ά.).
«ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ»
Το κόμμα18
του Σταύρου Θεοδωράκη, που είχε ιδιαίτερη προβολή από τα αστικά ΜΜΕ,
δεν αυτοχαρακτηρίζεται ως σοσιαλδημοκρατικό ή «κεντροαριστερό»,
αφήνοντας ανοιχτές εισόδους και προς την «Κεντροδεξιά». Στις ευρωεκλογές
πήρε 6,6% κι εντάχτηκε στην ομάδα Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D)
στο Ευρωκοινοβούλιο, αλλά όχι στο Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Έχει
εκφράσει την προθυμία του να συνεργαστεί σε κυβερνητικό επίπεδο,
παίζοντας ρυθμιστικό ρόλο προς τα «δεξιά» ή προς τ’ «αριστερά» στο
σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού.
ΥΠΟ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
Σε
όλους τους σχηματισμούς της σοσιαλδημοκρατίας καταγράφονται εσωτερικοί
διαχωρισμοί - τάσεις, που σε διάκριση με την πλειοψηφούσα άποψη,
συμπίπτουν περισσότερο με τις θέσεις άλλου κόμματος. Στη ΔΗΜΑΡ η
«Αριστερή Πρωτοβουλία» προτάσσει τη συνεργασία με το ΣΥΡΙΖΑ (προ καιρού
ορισμένοι μεταπήδησαν, ο Οδυσσέας Βουδούρης, προερχόμενος από το ΠΑΣΟΚ
και πρώην συνεργάτης του Παπανδρέου, ήταν υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ στην
Περιφέρεια Πελοποννήσου). Από την άλλη, η «Μειοψηφία» της ΔΗΜΑΡ (
Λυκούδης κ.ά.), πλέον ως «Μεταρρυθμιστική Τάση», ζητάει να μην
προχωρήσει η ΔΗΜΑΡ σε συνέδριο, αλλά να προχωρήσουν οι συζητήσεις με
ΕΛΙΑ και Ποτάμι για συγκρότηση Δημοκρατικής Παράταξης, ενώ κάνει και
σχετικές εκδηλώσεις. Στο ίδιο το ΠΑΣΟΚ, από τις κινήσεις που
καταγράφηκαν παραπάνω σημαίνοντα ρόλο παίζει το τμήμα που βρίσκεται
πλησιέστερα και γύρω από πρώην πρόεδρό του και πρώην πρωθυπουργό Γ.
Παπανδρέου.
Σημειώνεται
ότι αυτό το τμήμα, που εμφανίζεται με την «Κίνηση των 75», αν και με
διαφοροποιήσεις, δεν απορρίπτει καθόλου μια συνεργασία με το ΣΥΡΙΖΑ,
όπως γράφουν στο σχετικό κείμενο των 800 υπογραφών από το φθινόπωρο του
2013: «Διαφωνούμε πλήρως και με όσους λένε ότι το ΠΑΣΟΚ πρέπει να
συνεργάζεται προς τα δεξιά, όσους “μετά βδελυγμίας” απορρίπτουν κάθε
προοπτική μελλοντικής προγραμματικής συμφωνίας με τις άλλες δυνάμεις της
Aριστεράς και της Kεντροαριστεράς».
Τέλος,
χαρακτηριστική ήταν η σύμπλευση ΣΥΡΙΖΑ και τμήματος της
σοσιαλδημοκρατίας που εκφράστηκε από τον Γ. Παπανδρέου στην ψηφοφορία
στη Bουλή για το θέμα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών (3 Μάρτη 2014,
στο σχετικό άρθρο του «Πολυνομοσχεδίου»). Η ΔΗΜΑΡ δεν απορρίπτει την
συνεργασία με το ΣΥΡΙΖΑ και σε αυτήν την κατεύθυνση ασκεί κριτική στο
ΣΥΡΙΖΑ: Ότι έχει διγλωσσία, ότι μοιάζει με «εκκρεμές» στα ζητήματα της
ΕΕ κ.ά. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην πορεία προς τις ευρωεκλογές κοινός
τόπος μεταξύ ΔΗΜΑΡ, ΣΥΡΙΖΑ και Γιώργου Παπανδρέου ήταν η συνθηματολογία
περί ενός νέου «New Deal» για την Ελλάδα και την ΕΕ. Επίσης, στη
συνέντευξή του στην Deutshe Welle ο Γ. Παπανδρέου δεν απορρίπτει καθόλου
αυτήν την προοπτική συνεργασίας με το ΣΥΡΙΖΑ: «Το βασικό είναι τι
πρέπει να γίνει στη χώρα μας: Μια προοδευτική, δημοκρατική πλατφόρμα των
αλλαγών, των συγκρούσεων που πρέπει να γίνουν με νοοτροπίες και
πρακτικές, των πολιτικών που θα φέρουν μια σωστή, χρηστή διοίκηση και
αναπτυξιακή πορεία. Πάνω σε αυτές τις αρχές και βάσεις ενός σοβαρού
προγράμματος, να είμαστε ανοιχτοί σε πιθανές συνεργασίες για το μέλλον»19.
ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΗΜΕΡΑ
Παρά
την ύπαρξη διάφορων κομμάτων και κινήσεων, οι βασικές τους επεξεργασίες
και θέσεις ουσιαστικά συμπίπτουν, γι’ αυτό ενιαία θα γίνει η κριτική
τους παρουσίαση στις σελίδες που ακολουθούν με την απαραίτητη αναφορά
στις όποιες διαφοροποιήσεις.
ΟΙ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Γενικά, ως σοσιαλδημοκρατική «φυσιογνωμία»20,
προβάλλουν ένα πλαίσιο μέτρων που τα έχει ανάγκη η καπιταλιστική
οικονομία τόσο για το διεθνή ανταγωνισμό και την κερδοφορία όσο και για
την καθυπόταξη των αντιδράσεων των εργαζομένων. Έτσι, ως σοσιαλιστικό
προσανατολισμό προβάλλουν την «κοινωνική ευαισθησία», τη «μέριμνα για
τους αδυνάτους» και ταυτόχρονα το προχώρημα των καπιταλιστικών
αναδιαρθρώσεων, την αφαίρεση μιας σειράς εμποδίων στην κερδοφορία του
κεφαλαίου.
Ο Ηλίας Μόσιαλος δίνει την εξής περιγραφή: «Η
σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία επιδιώκει να παρέμβει καταλυτικά σ’ έναν
κόσμο όπου ισχυρά οικονομικά συμφέροντα δρουν κυριαρχικά, χωρίς όμως να
καταργήσει βασικές συνιστώσες της αγοράς, μεταξύ των οποίων είναι και η
ατομική ιδιοκτησία και η επιδίωξη του κέρδους. Πολιτικοποιεί τη
διαδικασία της παγκοσμιοποίησης εγγυώμενη τις δημοκρατικές ελευθερίες
και την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων κι εξασφαλίζει την
αειφορία των φυσικών πόρων και του περιβάλλοντος, ξεπληρώνοντας αντί να
συσσωρεύει το χρέος που έχουμε προς τις επόμενες γενιές […] Η
σοσιαλδημοκρατία δεν παγιδεύεται στο δίλημμα “υπέρ ή κατά της ελεύθερης
αγοράς”. Στηρίζει κάθε υγιή κι ελπιδοφόρα ιδιωτική πρωτοβουλία και την
ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, χωρίς να επιτρέπει τα λάθη και τις
αδικίες του νεοφιλελευθερισμού. Θεωρεί ότι η ελεύθερη αγορά, από μόνη
της, δημιουργεί εισοδηματικές ανισότητες και ανισότητες ευκαιριών. Γι’
αυτό και παρεμβαίνει, ώστε να μειώνονται οι ανισότητες αυτές σε όλα τα
επίπεδα, μέσω του αποτελεσματικού ελέγχου της αγοράς και φυσικά όχι του
ασφυκτικού περιορισμού της».
Ανάλογες περιγραφές θα διαβάσει κάποιος και στη ΔΗΜΑΡ. Η ιδρυτική της διακήρυξη αναφέρει: «Ο
πυρήνας των ανανεωτικών ιδεών, που τον κωδικοποιούμε στις θεμελιώδεις
αρχές “δημοκρατικός σοσιαλισμός - αριστερός ευρωπαϊσμός -
μεταρρυθμιστική στρατηγική - οικολογική εγρήγορση”, είναι και παραμένει
στοιχείο της ταυτότητάς μας […] Είμαστε η Αριστερά που διεκδικεί
ένα κεντρικό πρόταγμα συσπείρωσης των προοδευτικών πολιτών, οι οποίοι
παρακολουθούν με αγωνία την αποδιάρθρωση όχι μόνο του πολιτικού
συστήματος, αλλά και της ίδιας της κοινωνικής συνοχής: Του δημόσιου
συμφέροντος. Η κριτική στην “ιδεολογία τoυ ατομικισμού”,
τόσο στη μορφή της οικονομικής μεγέθυνσης όσο και στη μορφή της
κουλτούρας του ευδαιμονισμού, για εμάς συνοδεύεται με την έμφαση στην
έννοια του δημόσιου συμφέροντος, την υπεράσπιση του μη εμπορεύσιμου
“δημόσιου αγαθού”, την υπεράσπιση και τη διεύρυνση του “δημόσιου χώρου”».
Το
βασικό ιδεολογικό τους στίγμα συμπυκνώνεται στην ανάγκη πολιτικού
ελέγχου της καπιταλιστικής οικονομίας, «της αγοράς», της
«παγκοσμιοποίησης», «του διεθνούς ανταγωνισμού» κλπ. Αυτό που οι ίδιοι
παρουσιάζουν ως διαφορά από τα αντίπαλα «δεξιά» ή «φιλελεύθερα» κόμματα,
όσον αφορά το προπαγανδιστικό μοτίβο στη φρασεολογία μπορεί να μοιάζει
με ουτοπική συγκράτηση του καπιταλισμού, στην πραγματικότητα δεν είναι
καν αυτό, αλλά εκφράζει μια άλλη μορφή διαχείρισης της καπιταλιστικής
οικονομίας, μια αντικειμενική ανάγκη του κεφαλαίου για ν’ ανταπεξέλθει
στον ανταγωνισμό, να θέσει ορισμένους κανόνες σ’ επιμέρους θέματα και να
κατευνάσει ή να διαχειριστεί κοινωνικές αντιδράσεις. Πάρα τις φραστικές
διαφοροποιήσεις, ανάλογες πλευρές διατυπώνονται και στα κείμενα της ΕΕ,
των διακρατικών οργανισμών, καθώς και σε κείμενα της ΝΔ κ.ά.
Ο
κάθε σοσιαλδημοκρατικός φορέας, ανάλογα με το κοινό στο οποίο
επικεντρώνει και ανάλογα με τις επιδιώξεις του, αξιοποιεί κι ένα ανάλογο
ιστορικό φορτίο και ανάλογο «χρωματισμό» σ’ επιμέρους πλευρές. Η
«Κοινωνική Συμφωνία» διακηρύσσει στο καταστατικό της πως είναι «ένα
δημοκρατικό, πατριωτικό και σοσιαλιστικό κόμμα», κάνει αναφορές στην
Εθνική Αντίσταση, δίνει περισσότερη έμφαση σε εθνική φρασεολογία, τόσο
για ν’ αξιοποιήσει το αίσθημα που υπάρχει σε τμήμα των ψηφοφόρων, αλλά
και για να υποστηρίξει και άλλες θέσεις, π.χ., την ενίσχυση του άξονα
των «χωρών του Νότου» ενάντια στη γερμανική ηγεμονία, καθώς και την
αναβάθμιση και άλλων διεθνών συμμαχιών της αστικής τάξης.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Στο
πεδίο της οικονομίας συνολικά είναι δύσκολο να εντοπιστούν διαφορές
μεταξύ των διάφορων ξεχωριστών κομμάτων και ομάδων που προέρχονται από
το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ. Αν και το προηγούμενο διάστημα στην τρέχουσα
επικαιρότητα κυριάρχησε η ενδοαστική αντιπαράθεση γύρω από τα «μνημόνια»
και τις δανειακές συμβάσεις, σήμερα στο σοσιαλδημοκρατικό χώρο
τονίζεται κυρίως ποιοι θα είναι οι προσανατολισμοί της αστικής
οικονομικής πολιτικής στη φάση της ανάκαμψης. Οι ίδιοι τονίζουν πως αυτή
η φάση θα είναι ευκαιρία για να ευδοκιμήσει η σοσιαλδημοκρατία. Φυσικά,
οι βασικές τους θέσεις είναι ενταγμένες στους συνολικούς
προσανατολισμούς της ΕΕ, που εξειδικεύονται στα εξής: Προώθηση της
ανταγωνιστικότητας. Προώθηση της απασχόλησης. Περαιτέρω συμβολή στη
διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής
σταθερότητας.
Στα
κείμενα των διάφορων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και κινήσεων
διατυπώνεται ο προσανατολισμός που υπάρχει και σε επίπεδο κρατών της ΕΕ
για την ενίσχυση τομέων της καπιταλιστικής οικονομίας που είχαν
υποχωρήσει σε σχέση με τους αντίστοιχους της Κίνας και άλλων
ανταγωνιστών της ΕΕ (π.χ., μεταποιητική βιομηχανία). Αντίστοιχα, και
στην Ελλάδα, τονίζεται στα κείμενά τους η ανάγκη ενίσχυσης τομέων όπως η
αγροτική παραγωγή, επιλεγμένοι τομείς της μεταποίησης (π.χ., τρόφιμα,
φάρμακα), η παραγωγή εξειδικευμένων προϊόντων και η αναβάθμιση της
Ελλάδας ως κόμβου μεταφορών κι ενέργειας αξιοποιώντας και τη γεωπολιτική
της θέση. Επίσης, στα διάφορα κείμενά τους, αντιμετωπίζουν τη σημαντική
πτώση της τιμής της εργατικής δύναμης, ως ευκαιρία για επενδύσεις σε
τομείς μεγαλύτερης «εντάσεως εργασίας» που τα προηγούμενα χρόνια
θεωρούνταν μη κερδοφόροι για το κεφάλαιο, π.χ., παραγωγή ειδών
πολυτελείας κλπ.
Όλες
οι προτάσεις τους είναι διαποτισμένες από την ανάγκη του κεφαλαίου για
την κατάργηση μιας σειράς νομικών φραγμών στην κίνηση του κεφαλαίου,
καθώς και από την ανάγκη ν’ ανταπεξέλθει στο διεθνή ανταγωνισμό.
Σε
μια σειρά άλλες πλευρές της καπιταλιστικής διαχείρισης στις
σοσιαλδημοκρατικές θέσεις προτάσσονται μια σειρά αναλυτικά μέτρα που,
σχεδόν «καρμπόν», είναι ίδια σε όλα τα κόμματα. Και μάλλον δεν αδικούμε
τους υπόλοιπους αν αντιγράψουμε από την απόφαση του 1ου Συνεδρίου της
«Κοινωνικής Συμφωνίας»: «Ανάπτυξη υπάρχει μόνο όταν διευρύνεται η
εγχώρια παραγωγή με σεβασμό στο περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους,
δημιουργούνται θέσεις εργασίας και προωθείται ο τεχνολογικός
μετασχηματισμός, η έρευνα και η καινοτομία που ενσωματώνονται σε
ανταγωνιστικά, ποιοτικά προϊόντα και υπηρεσίες όλο και πιο υψηλής
προστιθέμενης αξίας […] Απαιτεί τη δημιουργία “εθνικών
πρωταθλητών”, δηλαδή ικανού μεγέθους μονάδων για την επίτευξη
παραγωγικών στόχων στρατηγικής σημασίας εντός κι εκτός Ελλάδας».
Αξίζει
να σχολιαστεί η συζήτηση περί ανάγκης ενός νέου «New Deal» που
προβάλλει ένα τμήμα των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων, όπως ο Γιώργος
Παπανδρέου, ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΔΗΜΑΡ, κατά το πρότυπο της κρατικής
παρέμβασης στην οικονομία των ΗΠΑ, το 1933 από την κυβέρνηση του
προέδρου Ρούσβελτ που είχε διαδεχτεί τον Χούβερ. Το ανάλογο
προπαγανδιστικό μοτίβο υπάρχει καθ’ όλη τη διάρκεια της οικονομικής
κρίσης στην Ελλάδα.
Αυτή
η προσέγγιση «παραγνωρίζει» τον αντικειμενικό χαρακτήρα της
καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης που οδηγεί σε απαξίωση κεφαλαίων και
καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων. Φυσικά, αστοί οικονομολόγοι και
πολιτικοί μπορεί ν’ αγωνιούν για μεθόδους άμβλυνσης των συνεπειών της
κρίσης, όμως σε ορισμένη φάση της κρίσης μόνο ως προπαγανδιστικό μοτίβο
μπορεί να εκληφθεί η αναζήτηση ενός «Ρούσβελτ». Η πραγματικότητα είναι
ότι, ανεξάρτητα από προθέσεις ή προτιμήσεις, και ο Ρούσβελτ ως Χούβερ θα
λειτουργούσε κατά το ξέσπασμα της κρίσης. Ενώ κατά τη φάση εξόδου από
την κρίση και οι διάφοροι ανά τον κόσμο «Χούβερ» λειτούργησαν ως
Ρούσβελτ.
Εδώ
αξίζει ν’ αναφερθούμε στη «μεταστροφή» του ίδιου του Κέινς, ο οποίος
από οπαδός του ελεύθερου εμπορίου μετατράπηκε σε οπαδό της εθνικής
αυτάρκειας και του κρατικού ελέγχου στην καπιταλιστική οικονομία,
προσαρμόζοντας τη σκέψη του στις ανάγκες της καπιταλιστικής διαχείρισης
της περιόδου. Δίχως ταυτόχρονα ν’ απορρίπτει την προηγούμενη αντίληψή
του, έγραφε το 1933: «Ανατράφηκα όπως οι περισσότεροι Άγγλοι να
σέβομαι το ελεύθερο εμπόριο, όχι μόνο ως οικονομικό δόγμα το οποίο ένας
λογικός και μορφωμένος άνθρωπος δε θα μπορούσε ν’ αμφισβητήσει, αλλά
σχεδόν ως συστατικό του ηθικού νόμου. Θεωρούσα την απομάκρυνση από αυτό
ηλίθια και ταυτοχρόνως εξοργιστική. Πίστευα ότι η ακλόνητη πεποίθηση της
Αγγλίας στο ελεύθερο εμπόριο, αμείωτη σχεδόν για μια εκατονταετία,
αποτελούσε εξήγηση για τον άνθρωπο κι αιτιολογία για το Θεό της
οικονομικής υπεροχής της. Ακόμα και το 1923, έγραφα ότι το ελεύθερο
εμπόριο βασιζόταν στις θεμελιώδεις αλήθειες “οι οποίες, διατυπωμένες με
τις απαιτούμενες προϋποθέσεις τους, δεν μπορούν ν’ αμφισβητηθούν απ’
οποιονδήποτε ικανό να καταλαβαίνει το νόημα των λέξεων”.
Κοιτάζοντας,
πάλι, σήμερα, τις προτάσεις στις οποίες διατύπωνα τότε τις θεμελιώδεις
αλήθειες, δεν αισθάνομαι καμιά αμφισβήτηση απέναντί τους. Ωστόσο ο
προσανατολισμός της σκέψης μου έχει αλλάξει και αυτήν την αλλαγή
προσανατολισμού μοιράζομαι με πολλούς άλλους»21.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ
Η
Πολιτική Διακήρυξη της «ΕΛΙΑΣ - Δημοκρατικής Παράταξης» έγραφε: «Ούτε
λιτότητα, ούτε λαϊκισμός. Αυτός είναι ο διπλός στόχος, για να
αντιστρέψουμε τη διαλυτική πορεία. Για να κερδίσει ξανά η Ευρώπη
πρωτεύουσα θέση στην παγκόσμια οικονομία, για να ελέγξει τον αχαλίνωτο
χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό, για να επιβεβαιώσει τη σημασία της
δημοκρατίας, για να ξαναχτίσει το κοινωνικό κράτος στις νέες συνθήκες».
Ο Νίκος Μουζέλης υποστηρίζει: «Μόνο
αν η ΕΕ κατορθώσει να περάσει από τον κυρίαρχο νεοφιλελευθερισμό σε ένα
αυθεντικό νεοσοσιαλδημοκρατικό καθεστώς θα δημιουργηθούν ευνοϊκές
συνθήκες για την υλοποίηση σοσιαλδημοκρατικών στόχων σε εθνικό επίπεδο»22.
Ο Γιώργος Παπανδρέου, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Κοριέρε ντε λα Σέρα», δηλώνει: «Ή εμείς θα εξανθρωπίσουμε την παγκοσμιοποίηση ή η παγκοσμιοποίηση θα καταστήσει απάνθρωπη την Ευρώπη»23.
Έτσι
το βάθεμα της πολιτικής ενοποίησης, συνδυασμένο με πολιτική κυριαρχία
των σοσιαλδημοκρατών σε επίπεδο ΕΕ, γίνεται προϋπόθεση κι εργαλείο για
την πολιτική κυριαρχία επί των αγορών. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο ίδιο
μοτίβο με διαφοροποιημένη φρασεολογία κινείται και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος
και νωρίτερα από την εκδήλωση της κρίσης υποστήριζε το προχώρημα της
πολιτικής ενοποίησης της ΕΕ, ώστε σύμφωνα με την αντίληψή του να
επιβληθεί πολιτικός έλεγχος στις αγορές.
Στις
διάφορες σοσιαλδημοκρατικές και άλλες αναλύσεις η ατομική ιδιοκτησία
στα μέσα παραγωγής και ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός βαφτίζεται γενικά
«αγορές» οι οποίες υποτίθεται μπορούν να τιθασευτούν, αν μπει χαλινάρι
μέσω του πολιτικού ελέγχου της διακρατικής καπιταλιστικής ένωσης της ΕΕ
υπό σοσιαλδημοκρατική διαχείριση. Πράγμα το οποίο είναι φυσικά ουτοπικό
με τον τρόπο που το προβάλουν, ότι δήθεν θα αποτελέσει βάση για
μεγαλύτερες δυνατότητες κοινωνικών παροχών και ευημερίας για όλους. Αυτό
όμως που είναι το πραγματικό επίδικο είναι ο τρόπος ισχυροποίησης των
καπιταλιστών της ΕΕ έναντι των ανταγωνιστών τους. Αλλά και στο βαθμό που
βαθαίνει η ενοποίηση της ΕΕ (τραπεζική, κοινός προϋπολογισμός κλπ.),
αυτό δε σημαίνει μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης
στις διάφορες χώρες της ΕΕ. Οι διάφοροι σοσιαλδημοκράτες (και όχι μόνο)
υποστηρίζουν ότι, όπως στο πλαίσιο μιας χώρας ο κρατικός προϋπολογισμός
ανακατανέμει πόρους για την εξισορρόπηση ανισομερειών στις διάφορες
περιοχές της ίδιας χώρας, με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει και ο κοινοτικός
προϋπολογισμός να εξισορροπεί τις ενδοενωσιακές ανισομέρειες, επομένως ο
ισχυρότερος εταίρος, π.χ., η Γερμανία, να δεχτεί να «πληρώσει» σ’ έναν
κοινό προϋπολογισμό ώστε να μειωθούν ανισομέρειες μεταξύ των χωρών της
ΕΕ. Φυσικά το παραπάνω δεν είναι τόσο απλό για να γίνει, αφού η ΕΕ είναι
ένωση κρατών, δεν είναι ομοσπονδία, επομένως δεν έχει εξαλειφθεί ο
οξύτατος ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών της. Άλλωστε, ακόμα και οι
εσωτερικές ανισομέρειες σ’ ένα κράτος δεν έχουν εξαλειφτεί, επιπλέον
ακόμα και η πολιτική ενοποίηση δε θα οδηγήσει στην ενιαιοποίηση της
αγοράς της εργατικής δύναμης, δε θα λειτουργήσει ως τάση προς τα πάνω
της ενιαίας τιμής της εργατικής δύναμης, αφού η γενική τάση κι επιδίωξη
του ευρωπαϊκού κεφαλαίου είναι να μειωθεί, στόχος της ΕΕ είναι η
ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της στη διεθνή αγορά. Άλλωστε όλες αυτές
οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις υποστηρίζουν τις κοινές πολιτικές που
έχουν επεξεργαστεί στην «Ατζέντα Ευρώπη 2020», στο «σύμφωνο για το ευρώ»
κλπ.
Στο
ίδιο σοσιαλδημοκρατικό πλαίσιο κινείται η «Κοινωνική Συμφωνία»,
θέτοντας όμως ορισμένες διαφοροποιήσεις δίχως ν’ αμφισβητεί την πορεία
της πολιτικής ενοποίησης. Η «Κοινωνική Συμφωνία» κάνει λόγο για
«γερμανικό ηγεμονισμό» που μαζί με την κρίση έχει δημιουργήσει «συνθήκες
διάλυσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος»: «Βιώνουμε την υποκατάσταση
των πολιτικών θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της διαβούλευσης από
πρακτικές στις οποίες επικυριαρχούν οι αγορές και τα συμφέροντα του
χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και των οικονομικά ισχυρών κρατών. Οι
εφαρμοζόμενες ευρωπαϊκές πολιτικές για την αντιμετώπιση της κρίσης, αντί
να οδηγούν στη σύγκλιση των οικονομιών, οδηγούν σε αποικίες χρέους.
Αντί για Ευρώπη των Λαών και μια Ευρώπη παράγοντα σταθερότητας και
ειρήνης, έχουμε την Ευρώπη των πολλαπλών ταχυτήτων».
Έτσι η «Κοινωνική Συμφωνία» προτείνει τη δημιουργία και άλλων Ενώσεων στο πλαίσιο της ΕΕ: «Η
ελληνική διπλωματία πρέπει να επαναφέρει τη συζήτηση για τη δημιουργία
Ευρωμεσογειακής Ένωσης ώστε να προωθηθεί η πολυμερής συνεργασία για την
ειρήνη, την ανάπτυξη και την ενεργειακή συνεργασία». Επίσης θέτει ζήτημα για την αξιοποίηση και άλλων διεθνών συμμαχιών προς όφελος της αστικής τάξης. «Παρά
το γεγονός ότι η ελληνική και η ευρωπαϊκή κρίση χρέους λειτουργούν,
θεωρητικά, ως ανασταλτικοί παράγοντες για την άσκηση ανεξάρτητης
εξωτερικής πολιτικής, η παρούσα συγκυρία προσφέρει μεγάλες δυνατότητες
ώστε η χώρα μας να ενισχύσει τη διεθνή θέση της εκμεταλλευόμενη τις
ευρύτατες ανακατατάξεις, οι οποίες σημειώνονται σε διάφορες περιοχές του
πλανήτη, με ιδιαίτερη έμφαση στο μεσογειακό χώρο.
Βασικός
άξονας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής πρέπει να είναι η διαμόρφωση
σχέσεων ισοτιμίας με ισχυρά κράτη και με τις ανερχόμενες παγκόσμιες
δυνάμεις. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι επιβεβλημένες οι ισότιμες σχέσεις με
τις ΗΠΑ, η εμβάθυνση των σχέσεων με τη Ρωσία και η συνεργασία με την
Κίνα, την Ινδία και τη Βραζιλία».
Επίσης η «Κοινωνική Συμφωνία» λέει χαρακτηριστικά:
«Η Ελλάδα, ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της
Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ), αλλά και ως μεσογειακή χώρα, πρέπει
να δηλώσει παρούσα στις εξελίξεις, να διασφαλίσει τα συμφέροντά της, να
ενισχύσει το στρατηγικό της ρόλο, αλλά και να διαχειριστεί τα
αποτελέσματα της ετεροβαρούς σχέσης, η οποία αναπτύσσεται ανάμεσα στις
ΗΠΑ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.» Και ακόμη, «ενίσχυση της
πολιτικής, οικονομικής, στρατιωτικής, αμυντικής και τουριστικής
συνεργασίας με το Ισραήλ και η ενδυνάμωση του υπό διαμόρφωση στρατηγικού
άξονα Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ».
Από
τις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις διακριτή θέση για την Ευρωπαϊκή Ένωση
έχει η «κίνηση ιδεών και δράσης Πράττω» του Νίκου Κοτζιά, η οποία μιλάει
για «αποικία χρέους», ότι η Ελλάδα έχει γίνει αποικία της Γερμανίας και
πως μεθοδικά «αποβιομηχανίστηκε» η χώρα με αυτόν το στόχο. Η κίνηση του
Κοτζιά εκφράζεται με θετικό τρόπο για το ΣΥΡΙΖΑ.24
Το
κόμμα «Ελληνική Δημοκρατική Κίνηση Δραχμή 5 Αστέρων» του Θ. Κατσανέβα,
με σαφή τρόπο θέτει την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, πράγμα που
υποδηλώνει και ο τίτλος του. Το συγκεκριμένο κόμμα τυγχάνει συστηματικής
προβολής από μερίδα τηλεοπτικών σταθμών. Στην ιδρυτική του διακήρυξη
σημειώνεται: «Κατάργηση του μνημονίου με επιστροφή στο εθνικό
νόμισμα, τη δραχμή, με στάση πληρωμών του χρέους, αναδιαπραγμάτευση και
κούρεμά του σε επίπεδα της τάξης του 70%, με επιμήκυνση αποπληρωμής του
υπολοίπου, περίοδο χάριτος 2-3 ετών, διεκδίκηση των πολεμικών
αποζημιώσεων κι εφαρμογή ενός βιώσιμου αναπτυξιακού σχεδίου.
Ελληνοκεντρικό προσανατολισμό της χώρας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση των
λαών και όχι των αγορών και των τραπεζών […]
Προώθηση
της συμμαχίας των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, με προοπτική την έξοδο
της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Κύπρου από
το ευρώ, τη χαλαρή συναλλαγματική σύνδεση των νομισμάτων τους, τη
δημιουργία ζώνης ελεύθερου εμπορίου του Νότου, τη θέσπιση κοινών
πολιτικών σε οικονομικές, δημοσιονομικές, αναπτυξιακές, εμπορικές,
τραπεζικές και νομισματικές πρακτικές, την πολιτική σύμπραξη για
ισχυροποίηση της γεωπολιτικής τους ισχύος, τη διαπραγμάτευση των χρεών,
την αξιοποίηση των ενεργειακών και πλουτοπαραγωγικών τους πόρων, την
ανακήρυξη της ΑΟΖ του ευρωπαϊκού Νότου σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο».
Όλες
οι διαφοροποιήσεις των παραπάνω δυνάμεων σχετικά με την ΕΕ δε σημαίνουν
διαφορετική στρατηγική στόχευση. Άλλωστε όλο το φάσμα των διάφορων
σοσιαλδημοκρατικών θέσεων που καταγράφηκαν για την ΕΕ μπορεί κανείς να
τις δει να καθρεφτίζονται και εντός του ΣΥΡΙΖΑ, πράγμα που δείχνει και
τις συγγένειες που υπάρχουν ή μπορεί να υπάρξουν.
ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Όσον
αφορά τη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, οι θέσεις όλων αυτών των
σχηματισμών συγκλίνουν στις βασικές θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή μιας
σειράς κατευθύνσεων που είχαν τεθεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης (βλ.
επιτροπή της Βενετίας). Τα ίδια συναντά κανείς και στις επεξεργασίες της
ΝΔ, ενώ είχε υπάρξει σχετική νομοθετική πρωτοβουλία από τις κυβερνήσεις
ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Αυτό που προτάσσουν είναι η λεγόμενη διαφάνεια του
«πολιτικού χρήματος», πράγμα που αποτελεί πρόσχημα όσον αφορά τα αστικά
και οπορτουνιστικά κόμματα. Επίσης όλοι προτάσσουν τη μείωση της
κρατικής χρηματοδότησης των κομμάτων και το συμψηφισμό στη χρηματοδότηση
και του αριθμού των αποσπασμένων δημόσιων υπαλλήλων.
Όσον
αφορά το εκλογικό σύστημα, οι περισσότεροι προκρίνουν την αλλαγή του με
τρόπο που να προσεγγίζει στο «γερμανικό», άλλοι μιλάνε για απλή
αναλογική, άλλοι «επί το αναλογικότερο». Ενώ ιδιαίτερα αντιδραστική
είναι η κατεύθυνση που θέτουν όλοι για την κατάτμηση των εκλογικών
περιφερειών σε μονοεδρικές. Πράγμα που σημαίνει ότι ένα κόμμα, για να
βγάλει έδρα, πρέπει να είναι πρώτο στη μονοεδρική. Δηλαδή ακόμα κι ένα
κόμμα με διψήφιο πανελλαδικό ποσοστό να μην μπορεί να βγάλει έδρα, αν
δεν είναι πρώτο σε ορισμένες μονοεδρικές. Πολύ περισσότερο, για ένα
κόμμα με μικρότερο ποσοστό, με αυτόν τον τρόπο και στο όνομα της
αναλογικής πάει περίπατο η αναλογική εκπροσώπηση. Φυσικά ένα αστικό ή
οπορτουνιστικό κόμμα μπορεί να βρει τη λύση, κάνοντας συμφωνίες με άλλα
κόμματα για το μοίρασμα των μονοεδρικών ή συμμετέχοντας σε συνασπισμούς
κομμάτων. Πράγμα που είναι ανεπίτρεπτο για το κόμμα της εργατικής τάξης,
είναι έξω από το Πρόγραμμα του ΚΚΕ, γιατί μειώνει τις δυνατότητες της
εργατικής τάξης, των εργαζομένων, να εκφράσουν και στο αστικό
κοινοβούλιο τη δική τους ισχυρή εργατική-λαϊκή αντιπολίτευση.
Συνολικά
η σοσιαλδημοκρατία μέσα από μια σειρά μέτρα και προτάσεις που
καταθέτει, πέρα από επιμέρους διαφοροποιήσεις, π.χ., περί ασυμβίβαστου
υπουργού - βουλευτή και άλλα άνευ σημασίας για τους εργαζομένους,
μεθοδεύει την ανακαίνιση του αστικού πολιτικού συστήματος και του δικού
της ρόλου, σε συνθήκες καπιταλιστικής ανάπτυξης.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Φυσικά
δεν έχει νόημα κάποια κριτική απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία ως κόμμα
που επιδιώκει το «ξεπέρασμα του καπιταλισμού» μέσω μεταρρυθμίσεων -
τέτοιον ισχυρισμό σχεδόν όλο το φάσμα της σοσιαλδημοκρατίας δε θέτει.
Παρουσιάζει
μια σειρά θέσεων διαχείρισης του καπιταλισμού τις οποίες έχει ανάγκη
και το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα με σκοπό τη συγκράτηση των
οξυνόμενων αντιθέσεων, την εμπέδωση της ταξικής ειρήνης, για την
απρόσκοπτη ένταση της εκμετάλλευσης. Το πολιτικό πρόταγμα της
σοσιαλδημοκρατίας στο βασικό πυρήνα του έχει το λεγόμενο πολιτικό
«έλεγχο των αγορών» μέσω του βαθέματος της πολιτικής ενοποίησης της ΕΕ,
δηλαδή ενός αντιδραστικού οικοδομήματος. Φυσικά αυτή η διαδικασία
αποτυπώνει την αντικειμενική τάση διεθνοποίησης του κεφαλαίου25
και το αντικειμενικό συμφέρον των Ευρωπαίων καπιταλιστών για την
ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους έναντι άλλων κέντρων (ΗΠΑ, Κίνα,
Ιαπωνία, Ρωσία κλπ.). Αυτή η διαδικασία είναι αντιφατική κι αναιρούμενη
από αστικές αντιθέσεις μεταξύ των κρατών της ΕΕ. Στο επόμενο διάστημα οι
αντιθέσεις μεταξύ των Ευρωπαίων καπιταλιστών θα παρουσιάζονται στους
εργαζομένους ως διλήμματα στα οποία θα πρέπει να επιλέξουν πλευρά. Έτσι ο
αστικός ευρωσκεπτικισμός εμφανίζεται με μια κλιμάκωση από απλό
διαπραγματευτικό χαρτί εντός της πολιτικής ενοποίησης έως υπαρκτή τάση
αποχωρισμού από την ΕΕ κι ένταξης σε άλλες συμμαχίες. Η επίσημη
ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία μαζί και το ΚΕΑ προτάσσουν το βάθεμα της
πολιτικής ενοποίησης της ΕΕ (υπό σοσιαλδημοκρατική ή αριστερή
διακυβέρνηση), όμως στο διά ταύτα, μπροστά στην αμφισβήτηση της
πολιτικής ενοποίησης, αφήνουν στην άκρη το αριστερό - σοσιαλδημοκρατικό
πρόσημο. Έτσι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Τσίπρας, κάλεσε όλες τις δυνάμεις
του Ευρωκοινοβουλίου να στηρίξουν τον Γιούνκερ (υποψήφιο του Ευρωπαϊκού
Λαϊκού Κόμματος) για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ως αντίπαλο
δέος στα σχέδια του Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον που επιδιώκει
τη διάλυση της ΕΕ.26
Οι
εργαζόμενοι σε όλες τις χώρες δεν έχουν συμφέρον να στηρίξουν αυτήν τη
διαδικασία η οποία εμπεριέχει την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων, την
ένταση της εκμετάλλευσης, την επιβολή διακρατικών κατασταλτικών
μηχανισμών σε βάρος όλων των εργαζομένων. Αποτελεί μια διαδικασία που
στην αντίθεση καπιταλιστών κι εργατικής τάξης ενισχύει τον πόλο των
καπιταλιστών. Με άλλη φρασεολογία εισάγει ως στόχο που πρέπει να
υιοθετηθεί από την εργατική τάξη την «ανταγωνιστικότητα της
καπιταλιστικής οικονομίας» σε κάθε χώρα της ΕΕ και στο σύνολό της,
ζήτημα από το οποίο οι εργαζόμενοι και στην Ελλάδα πρέπει ν’ αντλήσουν
πείρα με βάση την πείρα του παρελθόντος, όταν αντίστοιχα το σύνολο των
αστικών κομμάτων και ο οπορτουνισμός καλούσε σε ενσωμάτωση μέσω και του
κυβερνητικού εργοδοτικού συνδικαλισμού.
Αλλά
και στο βαθμό που αυτή η διαδικασία πολιτικής ενοποίησης προχωρά,
συμφέρον όλων των εργαζομένων είναι η ταξική τους οργάνωση και πάλη για
την ανατροπή της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης στη χώρα τους και σε όλες
τις χώρες της ΕΕ - με αυτήν την κατεύθυνση θα γίνονται πιο ικανοί και
στην καθημερινή πάλη τους. Επίσης χρειάζεται αποκάλυψη μιας σειράς
σοσιαλδημοκρατικών φληναφημάτων που προβάλλουν ως ατού της
σοσιαλδημοκρατίας, π.χ. «προστασία των αδυνάτων», «κοινωνική προστασία»
κλπ. Άλλωστε οι ίδιοι οι σοσιαλδημοκράτες ξεκαθαρίζουν πως τέτοιου
είδους προτάσεις δεν έχουν καμία σχέση με παροχές που υπήρχαν πριν
μερικά χρόνια, όπως ήταν, για παράδειγμα, το κρατικό σύστημα υγείας.
Οι
εργαζόμενοι, η νεολαία δεν έχουν κανένα συμφέρον να χάνουν χρόνο
αποδεχόμενοι τις σοσιαλδημοκρατικές συνταγές, των οποίων ορισμένες
πλευρές αποτελούν ουτοπικές αναφορές με δημαγωγικό σκοπό, ενώ στο σύνολό
τους αποτυπώνουν την ανάγκη καπιταλιστικής διαχείρισης στη φάση της
ανάκαμψης.
Η
αποκάλυψη των θέσεων της σοσιαλδημοκρατίας αποτελεί μέσο για την
ουσιαστική αποκάλυψη και των θέσεων της νέας σοσιαλδημοκρατίας στην
οποία μετασχηματίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος επιδιώκει ν’ αξιοποιήσει την
κομμουνιστογενή προέλευσή του και να παρουσιάσει τις ανάλογες
σοσιαλδημοκρατικές προτάσεις με άλλη φρασεολογία.
Η
αποκάλυψη των θέσεων της σοσιαλδημοκρατίας καλλιεργεί κριτήριο για να
φρενάρει τον εργατικό και λαϊκό εγκλωβισμό στους στόχους ανασύνταξης του
αστικού πολιτικού συστήματος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
* Ο Φάνης Παρρής είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 8 Σεπτέμβρη 2006.
2.
Θυμίζουμε ότι η ΚΟΜΕΠ είχε ασχοληθεί με την πορεία «κρίσης της
σοσιαλδημοκρατίας» στην Ελλάδα και γενικότερα. Βλέπε τη δημοσίευση σε
δύο μέρη, του άρθρου του Αποστόλη Χαρίση: «Σοσιαλδημοκρατία: από την
σύγκλιση με τον αστικό ρεφορμισμό στην κρίση», ΚΟΜΕΠ, τ. 3 και 4 του
2008.
3. Βλέπε Χρ. Μπαλωμένου: «Από τον οπορτουνισμό στην αστική διακυβέρνηση. Το ιστορικό παράδειγμα του SPD», ΚΟΜΕΠ, τ. 4-5/2012.
4.
Το όργανο της Β΄ Διεθνούς, το Διεθνές Σοσιαλιστικό Γραφείο, είχε στην
πράξη διαλυθεί ήδη από το 1914, αφού τα στελέχη του πήραν ενεργό μέρος
σε αντίθετα αστικά πολεμικά στρατόπεδα.
5. Ορισμένες δυνάμεις αποχώρησαν από την αριστερή σοσιαλδημοκρατία και εντάχθηκαν στα ΚΚ.
6.
Άντονυ Γκίντενς, διευθυντής του LSE και θεωρητικός της
σοσιαλδημοκρατίας. Επεξεργάστηκε το θεωρητικό πλαίσιο των «Νέων
Εργατικών» του Τόνυ Μπλερ.
7. Άντονυ Γκίντενς: «Ο τρίτος δρόμος», εκδ. «Πόλις», σελ. 17.
8.
Ομιλία του Α. Τσοχατζόπουλου, σε εκδήλωση με θέμα: «Ανδρέας Παπανδρέου,
ΠΑΚ και Αντιδικτατορικός Αγώνας», Αθήνα 20 Ιούνη 2006. Πηγή: akis.gr
9.
Βλέπε συνέντευξη του γενικού γραμματέα του Ολλανδικού Σοσιαλιστικού
Κόμματος, Χανς Βαν Χάινινγκεν, στο ραδιοσταθμό «στο Κόκκινο», 21
Σεπτέμβρη 2012.
10. Άντονυ Γκίντενς: «Ο τρίτος δρόμος», εκδ. «Πόλις», σελ. 45.
11. Αναδημοσίευση στην εφημερίδα «Αυγή», 24 Νοέμβρη 1999.
12. Σταμάτης Μαλέλης, «Ποιος είναι ο σύγχρονος δημοκρατικός σοσιαλισμός», http://www.skai.gr
14.
Στην ίδια κατεύθυνση με την «πρωτοβουλία των 58» από το Σεπτέμβρη 2013
εμφανίστηκε η πρωτοβουλία των 5 δημάρχων της «κεντροαριστεράς» (Αθήνας
Καμίνης, Θεσσαλονίκης Μπουτάρης, Βόλου Σκοτινιώτης, Πάτρας Δημαράς,
Ιωαννίνων Φίλιος) προβάλλοντας κοινή σοσιαλδημοκρατική πλατφόρμα για
κάθοδο στις δημοτικές εκλογές και οργανώνοντας θεματικές εκδηλώσεις
στους δήμους τους.
15. Με υποψήφιο ευρωβουλευτή τον γραμματέα της Κοινωνικής Συμφωνίας, Νικήτα Κανάκη.
17.
«Καλούμε τους φίλους και φίλες, τις συντρόφισσες και συντρόφους του
“ΠΡΑΤΤΩ” να ψηφίσουν στις Ευρωεκλογές τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και να επιλέξουν
υποψήφιους που κατανοούν τη σημασία της κοινωνικής πάλης και του
δημοκρατικού πατριωτισμού, συνδέοντας αυτόν με την κοινωνική πάλη και
την μάχη ενάντια στην ολιγαρχία, καθώς και την αντιμετώπιση του ξένου
παράγοντα, που έχει μετατρέψει τη χώρα σε “αποικία χρέους” και
δημιουργεί κινδύνους στην εθνική κυριαρχία και ακεραιότητα».
18. Τις μέρες που έκλεινε η ύλη της ΚΟΜΕΠ, πραγματοποίησε το ιδρυτικό του Συνέδριο.
19. http://www.dw.de
20.
Ένα γενικό χαρακτηριστικό είναι η απουσία επίσημων «ιδεολογικών»
κειμένων που να δίνουν ένα ιδεολογικό περίγραμμα (εξαίρεση αποτελούν η
ΔΗΜΑΡ και η Κοινωνική Συμφωνία), αυτά αποτυπώνονται κυρίως σε ομιλίες
και αρθογραφία.
21.
John Meynard Keynes, άρθρο με τίτλο «Εθνική Αυτάρκεια» στο περιοδικό
New Sta-tesman and Nation, τεύχος 8-15 Ιούλη 1933, (όπως παρατίθεται στο
Ρατζανί Πάλμε Ντατ: Φασισμός και Κοινωνική Επανάσταση, σελ. 113-114,
εκδ. Σύγχρονη Εποχή).
24. Ο Νίκος Κοτζιάς συνόδεψε τον Αλέξη Τσίπρα κατά την επίσκεψή του το Μάη 2014 στη Ρωσία.
25.
Στη νεοπαγή «Ευρασιατική Ένωση» μεταξύ Ρωσίας - Λευκορωσίας -
Καζαχστάν, δε διακηρύχτηκε κάτι διαφορετικό από τις 4 ελευθερίες της
συνθήκης του Μάαστριχτ για την Ευρωπαική Ένωση: «Τα τρία κράτη
δεσμεύονται να εγγυηθούν την ελεύθερη κυκλοφορία προϊόντων, υπηρεσιών,
κεφαλαίων και εργαζομένων», http://www.nerit.gr
26.
«Αυτήν τη στιγμή βρισκόμαστε σε σύγκρουση στρατηγικών. Η μία θέλει
μικρά βήματα προς τον εκδημοκρατισμό της Ευρώπης. H άλλη είναι η
στρατηγική της ολοκληρωτικής διάλυσης της ευρωπαϊκής διαδικασίας»,
δήλωσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. «Η δεύτερη στρατηγική είναι η επιλογή του
Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον, την οποία οφείλουμε να
εμποδίσουμε», http://tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου