ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ
Συντροφεύει το λαό μας, στις αναζητήσεις και τους αγώνες του
35 χρόνια απουσίας
Η
ανάμνηση του παλικαριού, που «έβαλε ο θεός σημάδι» μόλις στα 44 χρόνια
του (πέθανε στις 8 Φλεβάρη του 1980), είναι πάντα ζωντανή. Ο μύθος του
παλικαριού με τη στεντόρεια και την αισθαντική φωνή, την καθαρή ματιά,
δεν έπαψε ούτε στιγμή να φουντώνει και να θεριεύει στην καρδιά και στη
συνείδηση του κόσμου, κι ας έχουν περάσει 35 χρόνια από τότε που
«έφυγε». Ο Νίκος Ξυλούρης, ο Κρητικός λυράρης και τραγουδιστής, ο
καλλιτέχνης και αγωνιστής, σφράγισε με τη φωνή του κάποιες από τις πιο
δυνατές στιγμές του ελληνικού τραγουδιού. Με τα τραγούδια του,
συντρόφεψε το λαό μας στις αναζητήσεις και τους αγώνες του.
«Γεννήθηκα στο βλέφαρο του κεραυνού, σβήνω κυλώντας στα νερά / Ανέβηκα στην κορυφή της συννεφιάς σαλτάροντας με τις τριχιές του λιβανιού, πήρα το δρόμο της σποράς / Κοιμήθηκα στο προσκεφάλι του σπαθιού, είχα τον ύπνο του λαγού / Αγνάντευα την πυρκαγιά της θεμωνιάς αμίλητος την ώρα της συγκομιδής, πήρα ταγάρι ζητιανιάς / Αντάμωσα τον χάρο της ξερολιθιάς, το άλογο στ' αλώνι να ψυχομαχεί, πήρα ταγάρι ζητιανιάς». «Γεννήθηκα» (από την «Ιθαγένεια», 1972, σε στίχους Κ. Χ. Μύρη και μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου) - Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης.
Ανθρωπος περήφανος, με σπάνιο ήθος
«Τον Νίκο δεν πρέπει να τον κλάψουμε, πρέπει να τον τραγουδήσουμε», έλεγε πριν χρόνια ο Χρήστος Λεοντής, αποχαιρετώντας τον Νίκο Ξυλούρη, τον καλλιτέχνη «προσωποποίηση της ευγένειας, της καλοσύνης, πεμπτουσία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας». Τα τραγούδια του ζουν και βασιλεύουν, συνεχίζουν να τραγουδιούνται με απίστευτο ενθουσιασμό, πάθος, αγάπη. Αποκτούν καινούριους φίλους, τα μοιράζονται και τα ξαναμοιράζονται γενιές, μας προσκαλούν και μας ξαναπροσκαλούν να αφουγκραστούμε τους χτύπους της «καρδιάς» τους, που είναι οι χτύποι της δικής μας καρδιάς.
Η πορεία του καλλιτέχνη, που γεννήθηκε στα Ανώγεια του Ρεθύμνου (7/7/1936) σε οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες και κατέκτησε όλη την Ελλάδα, υπήρξε ξεχωριστή και ασυμβίβαστη. Σε νεαρή ακόμα ηλικία, με τη βοήθεια του δασκάλου του, πείθει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα και πολύ γρήγορα αρχίζει να παίζει σε γάμους και πανηγύρια. Στα 17 του, μετακομίζει στο Ηράκλειο και δουλεύει στο νυχτερινό κέντρο «Κάστρο», όμως τα πράγματα δεν ήταν όπως τα περίμενε, καθώς βρέθηκε αντιμέτωπος με τη μόδα της ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο γι' αυτόν. Τα έσοδά του μόλις και μετά βίας φτάνουν να τον συντηρήσουν και περνά δύσκολες εποχές. Σιγά σιγά, κι ενώ ήδη έχει παντρευτεί, την εκλεκτή της καρδιάς του την Ουρανία, οι Κρητικοί αρχίζουν να οργανώνουν γλέντια για να τον ακούν να παίζει. Το 1958 ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο «Μια μαυροφόρα που περνά» και στη συνέχεια άλλα τραγούδια σε δίσκους 45 στροφών. Το 1966 κερδίζει το πρώτο βραβείο σε φεστιβάλ φολκλορικής μουσικής στο Σαν Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι και την επόμενη χρονιά ανοίγει στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο «Ερωτόκριτος».
Δεκάχρονη πορεία δημιουργίας και αντίστασης
Στη συνέχεια, έρχεται σε επαφή με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και τραγουδά - μαζί με την Μαρία Δημητριάδη - στο μεγάλο του δίσκο «Χρονικό». H εκπληκτική άρθρωσή του και το ιδιαίτερο χάρισμα που διαθέτει στην εκφορά του λόγου περνούν στις ψυχές και στα χείλη του κόσμου την ελλειπτική και σουρεαλιστική γραφή του K. X. Μύρη, που υπογράφει τους στίχους. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ορισμένα από τα τραγούδια που ξεχώρισαν: «Καφενείον η Ελλάς», «1944», «O γερο - δάσκαλος» κ.ά.
Την επόμενη χρονιά, εκδίδονται τα «Ριζίτικα», σε ενορχήστρωση Μαρκόπουλου, με την εκφραστική και βροντερή φωνή του Ξυλούρη να δεσπόζει: «Αγρίμια κι αγριμάκια μου», «Μάνα κι αν έρθουν οι φίλοι μου», «Κόσμε χρυσέ» κ.ά. Το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» γίνεται αντιδικτατορικό σύνθημα. O δίσκος θα βραβευτεί από τη Γαλλική Ακαδημία του Σαρλ Κρος.
Το 1974 κυκλοφορεί η «Συλλογή», με παλαιότερα και καινούρια τραγούδια του Ξαρχάκου. Εδώ περιλαμβάνονται τα υπέροχα: «Πώς να σωπάσω» (στίχοι K. Κινδύνη), «Αυτόν τον κόσμο τον καλό» (στίχοι B. Ανδρεόπουλου), «Γεια σου χαρά σου Βενετιά», «Παλικάρι στα Σφακιά» (στίχοι N. Γκάτσου) και «Ητανε μια φορά» (στίχοι K. Φέρρη).
«...τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους»
Το 1975, μετά το έντονο πέρασμά του στη λόγια δισκογραφία, επιστρέφει και πάλι στις ρίζες, παρουσιάζοντας ένα μεγάλο προσωπικό δίσκο με παραδοσιακά κομμάτια της Κρήτης, με τίτλο «Τα Που Θυμάμαι Τραγουδώ». Το 1976, σε συνεργασία με τον Χριστόδουλο Χάλαρη, με τον οποίο έχουν ήδη συνυπάρξει στα χαρακτηριστικά lp «Τροπικός Της Παρθένου» και «Ακολουθία», κυκλοφορεί σε πολυτελή έκδοση - με καλαίσθητο πολυσέλιδο ένθετο και εικαστική εικονογράφηση - ο «Ερωτόκριτος», μια περιήγηση σε όλες τις μελωδικές καταγραφές του έργου του Βιτσέντζου Κορνάρου. Στο δίσκο συμμετέχει η Τάνια Τσανακλίδου. Παράλληλα, τραγουδά στον «Κύκλο Σεφέρη», σε μουσική Ηλία Ανδριόπουλου.
Την επόμενη χρονιά, εκδίδει τα «Ερωτικά», ερμηνεύοντας τραγούδια της ζωής, της χαράς, του κεφιού, του έρωτα, με σύγχρονο ήχο, μαζί με παραδοσιακά κρητικά τραγουδά και λαϊκές στιγμές του Στέλιου Βαμβακάρη. Τον Οκτώβρη του 1977, συμμετέχει στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Μαρκόπουλου. To 1978 τραγουδά τα «Αντιπολεμικά», σε μουσική Λίνου Κόκοτου και στίχους του ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου. Το 1979 κυκλοφορούν τα «Ξυλουρέικα», ένα καθαρά προσωπικό έργο, με δικούς του στίχους, μουσική - διασκευές του σε παραδοσιακά πρότυπα. Μετά το θάνατό του κυκλοφόρησε, ύστερα από τετράχρονη καθυστέρηση, το «Σάλπισμα» σε μουσική Λουκά Θάνου, όπου ο Ξυλούρης ερμηνεύει Βάρναλη, Καρυωτάκη, κ.ά. H «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» θα ξεχωρίσει με το δυνατό και προφητικό της μήνυμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου