17 Μαΐ 2015

Για τη διάλυση της Κομιντέρν

 Για τη διάλυση της Κομιντέρν

Η κριτική εξέταση της πείρας του κομμουνιστικού κινήματος μας επιτρέπει να εστιάσουμε σε κάποιες πτυχές και να βγάλουμε συμπεράσματα –όσο κλισέ κι αν ακούγεται αυτό το τελευταίο- από ορισμένες λανθασμένες επιλογές. Κριτική εξέταση βέβαια δε σημαίνει λαθολογία και γενικά αξιώματα με καθολική ισχύ, έξω από τον ιστορικό χρόνο, αλλά να σκύψουμε ουσιαστικά πάνω από αυτές τις επιλογές, να καταλάβουμε τις συνθήκες που τις υπαγόρευσαν και τις ερμηνεύουν –χωρίς να τις δικαιολογούν- και τις εναλλακτικές που υπήρχαν.

Μία χαρακτηριστική περίπτωση είναι η ομόφωνη απόφαση για την αυτοδιάλυση της κομιντέρν κι η προχτεσινή επέτειος, που δίνει την αφορμή για τη σημερινή ανάρτηση. Η κομιντέρν φυτοζωούσε αρκετά χρόνια πριν ληφθεί η συγκεκριμένη απόφαση, κάτι που καθιστούσε ούτως ή άλλως προβληματική τη λειτουργία της. Είναι ενδεικτικό πως τα τελευταία 15 χρόνια της ύπαρξής της, είχε γίνει μόλις ένα συνέδριο, το 35’ (το έβδομο και τελευταίο, με την επεξεργασία για τα λαϊκά μέτωπα) –χωρίς αυτό να σημαίνει πως η διάλυση ήταν αναπόφευκτη εξέλιξη. Κάθε οργανωτική δυσλειτουργία όμως κρύβει σχεδόν πάντα μια βαθύτερη πολιτική ρίζα.

Αν δούμε το βαθύτερο νόημα αυτής της κίνησης στη δοσμένη ιστορική συγκυρία, μπορούμε να υποθέσουμε πως ήταν μια ένδειξη «καλής θέλησης» των σοβιετικών προς τους συμμάχους τους, για να τους πείσουν να ανοίξουν το πολυπόθητο δεύτερο μέτωπο στη δύση, που θα ανακούφιζε σημαντικά τον κόκκινο στρατό, αλλά τελικά δεν άνοιξε παρά μόλις ένα χρόνο –και κάτι- αργότερα, με την απόβαση στη νορμανδία, το καλοκαίρι του 44’, όταν ήδη είχε γείρει αποφασιστική η πλάστιγγα της μάχης.
Στο βαθμό που ισχύει αυτή η υπόθεση, πρόκειται για ένα σοβαρό λάθος, που υπέταξε και θυσίασε ένα μέσο στρατηγικής σημασίας σε έναν επιμέρους σκοπό. Κι αυτό έχει να κάνει μεταξύ άλλων με την πολιτική ρίζα, που σημειώσαμε παραπάνω και την αδυναμία να αξιοποιηθεί ο κρίκος του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα κι η επαναστατική κατάσταση σε κάποιες χώρες για να συνδεθεί με το στρατηγικό στόχο της εξουσίας.

Το σκεπτικό της επίσημης απόφασης του 43’ αναφέρει ως παράγοντα την ωρίμανση των εθνικών τμημάτων της διεθνούς, που καθιστούσε περιττή τη συνέχιση της ύπαρξής της και προβληματική τη δράση ενός ενιαίου διεθνούς κέντρου. Η αιτίαση αυτή διαψεύστηκε εκ των πραγμάτων, πχ στην περίπτωση της ελλάδας και της ελλιπούς στρατηγικής ωριμότητας του κκε, που όσο διορατικά είχε συλλάβει τα καθήκοντα που απέρρεαν από τη συγκυρία της κατοχής, άλλο τόσο απέτυχε να εντοπίσει έγκαιρα την ουσία των εξελίξεων στο μεταπολεμικό τοπίο και να προετοιμαστεί κατάλληλα για να τις αντιμετωπίσει.
Αυτό αποτυπώνει εν μέρει αδυναμίες και προβλήματα στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, αλλά κυρίως την αντίληψη και την ικανότητα της τότε ηγετικής ομάδας του κκε –παίρνοντας πάντα υπόψη τις δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες καλούνταν να δράσει και τον απαραίτητο συγκεντρωτισμό, εν μέσω πολέμου, στη λήψη αποφάσεων. Με άλλα λόγια, η ορθή αντίληψη του πραγματικού συσχετισμού δύναμης κι η κατάκτηση της εξουσίας δε συνδέονται άμεσα με τη σωστή ή λανθασμένη εκτίμηση για το χαρακτήρα αυτής της εξουσίας (δικτατορία του προλεταριάτου ή λαϊκή δημοκρατία) και της επικείμενης επανάστασης.

Το κομμουνιστικό κίνημα φυσικά δεν απεμπόλησε το διεθνιστικό του χαρακτήρα και συνέχισε να έχει διάφορες μορφές συνεργασίας κι ανταλλαγής απόψεων μεταξύ των κκ –όπως τη βραχύβια κομινφορμ και τις διάφορες διεθνείς συναντήσεις. Ενώ η σοβιετική ένωση παρέμεινε πάντα σημείο αναφοράς και άτυπο διεθνές καθοδηγητικό κέντρο για την πλειοψηφία των κκ. Αλλά το κενό της κδ και του ρόλου της, ως ενιαίου πολιτικού φορέα με εθνικά τμήματα, δεν αναπληρώθηκε ποτέ

Η επικράτηση της αντεπανάστασης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και παγκοσμίως, ανέδειξε ακόμα πιο εμφατικά αυτό το κενό και τις συνέπειές του. Η βαθύτερη συνεργασία των κκ κι η ανάδειξη ενός ενιαίου διεθνούς κέντρου, μιας νέας διεθνούς δηλ, φαντάζει ως αναγκαίος όρος για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος και την προώθηση των θέσεών του. Μόνο που το ζητούμενο καταλήγει με έναν αντιφατικό τρόπο να γίνεται προαπαιτούμενο. Η συγκρότηση της κομιντέρν πχ έγινε μόνο μετά την οκτωβριανή επανάσταση και βασίστηκε στη δύναμη του ελκτικού της παραδείγματος, μολονότι το ρεύμα των μπολσεβίκων και των συμμάχων τους ήταν διακριτό ήδη από την προπολεμική περίοδο.

Το κουκουέ φαντάζει (και είναι) πρωτοπόρο συγκριτικά με άλλες χώρες και κόμματα της ευρώπης, αλλά απέχει προφανώς πάρα πολύ από το να καλύψει το κενό του κκσε και να μπει στα παπούτσια των μπολσεβίκων (όπως θα λέγαμε με αθλητικούς όρους). Και το χειρότερο ίσως είναι πως δε διαθέτει καν πια τις οικονομικές δυνατότητες του πρόσφατου παρελθόντος, για να φιλοξενεί πχ διεθνείς συναντήσεις-συνέδρια και πολυάριθμες-πολυμελείς αποστολές από το εξωτερικό.
Παρόλα αυτά όμως, έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν την προσπάθεια, από την ίδρυση του tkp στην τουρκία, ως τις κοινές πρωτοβουλίες εργατικών-κομμουνιστικών κομμάτων, τις κοινές ανακοινώσεις-επεξεργασίες, την έκδοση της διεθνούς κομεπ, κτλ.

Υπάρχουν ακόμα πολλά να γίνουν σε αυτή την κατεύθυνση. Αλλά το βασικό είναι πως τα πρώτα δειλά βήματα είναι απαλλαγμένα από παθογένειες του παρελθόντος, πχ την υποτίμηση της ανοιχτής, συντροφικής σε άλλα κόμματα (βλέπε σχετική αρθρογραφία στο ρίζο για τα κόμματα σε ηπα και ισπανία). Κι αυτός ο κανόνας δεν πρέπει να διέπει μόνο τις σχέσεις μεταξύ κομμάτων, στα πλαίσια της ανταλλαγής απόψεων ή και της διαπάλης στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά και τις σχέσεις μεταξύ των σφων και τη στάση του καθενός σε ατομικό επίπεδο (αποφεύγοντας έναν κακώς εννοούμενο πατριωτισμό –ή διεθνισμό- που συμφωνεί άκριτα με όλα και σκεπάζει τις διαφωνίες κάτω από το χαλί).


Σε κάθε περίπτωση, όσο κι αν διατηρεί την ισχύ της η εκτίμηση πως η καλύτερη διεθνιστική προσφορά ενός κόμματος είναι η προώθηση της επαναστατικής υπόθεσης στη δική του χώρα, άλλο τόσο αναγκαία είναι η συγκρότηση ενός ισχυρού, διεθνούς κομμουνιστικού πόλου και πρέπει να ανέβουν και οι απαιτήσεις από τη δουλειά μας σε αυτό το κομμάτι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ