19 Απρ 2015

Μεθοδεύσεις γύρω από τον κατώτατο μισθό και τις Συλλογικές Συμβάσεις

Μεθοδεύσεις γύρω από τον κατώτατο μισθό και τις Συλλογικές Συμβάσεις

Από παλιότερη κινητοποίηση για τις Συλλογικές Συμβάσεις
Από παλιότερη κινητοποίηση για τις Συλλογικές Συμβάσεις
Τρεις σχεδόν μήνες μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, γίνεται φανερό ότι οι εργαζόμενοι δεν μπορεί και δεν πρέπει να αφήσουν την υπόθεση των μισθών και των Συλλογικών Συμβάσεων στα χέρια της νέας κυβέρνησης και των «νομοθετικών της πρωτοβουλιών». Δεν μπορεί και δεν πρέπει να αφήσουν το εργατικό εισόδημα να μετατραπεί σε παίγνιο των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές στο εξωτερικό και τις εργοδοτικές ενώσεις στο εσωτερικό, να γίνει έρμαιο των επικοινωνιακών ελιγμών της κυβέρνησης.
Η ανάγκη αυτή επιβεβαιώθηκε ακόμα πιο έντονα την περασμένη εβδομάδα, μετά το λεγόμενο κοινωνικό διάλογο, τον οποίο έστησε το υπουργείο Εργασίας με τη συμμετοχή των εργοδοτικών ενώσεων και της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ. Τι προέκυψε από αυτόν το διάλογο; Οτι μετά την πρώτη υπαναχώρηση της κυβέρνησης από την προεκλογική της δέσμευση να επαναφέρει άμεσα και με νόμο τον κατώτερο μισθό στα 751 ευρώ και όλο το νομοθετικό πλαίσιο για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, τώρα, μέσω του «διαλόγου», η προοπτική αυτή γίνεται ακόμα πιο μακρινή και αβέβαιη.
Τα παραπέμπουν στη «διαβούλευση»
Ουσιαστικά, η νομοθέτηση εκ μέρους της κυβέρνησης έστω και των ελάχιστων που υποσχέθηκε προεκλογικά στους εργαζόμενους, παραπέμπεται στο αόριστο μέλλον και ρίχνεται στις μυλόπετρες της διαπραγμάτευσης με τους «κοινωνικούς εταίρους». Τώρα, το υπουργείο Εργασίας εγκαταλείπει μεθοδικά και προμελετημένα ακόμα και τη μετεκλογική του θέση για σταδιακή αποκατάσταση του κατώτερου μισθού σε δύο φάσεις μέχρι τον Ιούνη του 2016 και την άμεση επαναφορά ολόκληρου του καθεστώτος των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Απ' αυτή την άποψη είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του υπουργού Εργασίας Π. Σκουρλέτη μετά την τριμερή συνάντηση, ο οποίος σημείωσε σε ανακοίνωση: «Το σχετικό Σχέδιο Νόμου αναμένεται να διαμορφωθεί στην τελική μορφή του τις επόμενες ημέρες. Στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβούλευσης, το Σχέδιο Νόμου θα αποσταλεί στην ΟΚΕ (σ.σ. αύριο Δευτέρα) για γνωμοδότηση και στη συνέχεια προς ψήφιση στη Βουλή».
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι μέχρι τώρα διαρροές της κυβέρνησης, η ίδια η επιστολή προς τους «κοινωνικούς εταίρους» και τα θέματα που έθετε ήταν στην καλύτερη περίπτωση προτάσεις του υπουργείου Εργασίας, αλλά όχι το σχέδιο νόμου που αναμένεται να πάει στη Βουλή. Αυτό που θα πάει (αν και όταν πάει, αφού κι αυτό δεν είναι ξεκάθαρο ακόμα...), θα είναι τελικά το αποτέλεσμα της «διαβούλευσης» με τους εργοδότες.
Ακόμα πιο αποκαλυπτική ως προ αυτό ήταν η «Αυγή», η οποία την επομένη έγραφε στον τίτλο του ρεπορτάζ για την τριμερή συνάντηση: «Με διαπραγματεύσεις η επαναφορά του κατώτατου μισθού». Και προσέθετε χαρακτηριστικά για να μην υπάρχουν αμφιβολίες: «Συνδικάτα και εργοδότες θα αποφασίσουν για το βηματισμό προς τα 751 ευρώ. Καταθέτουν προτάσεις μέχρι την προσεχή Δευτέρα...».
Σημαντική παρέμβαση του ΠΑΜΕ
Κατά συνέπεια, η παρέμβαση των συνδικάτων στη διάρκεια του «διαλόγου» στο υπουργείο Εργασίας και η καταγγελία ότι αυτός υπηρετεί τις μεθοδεύσεις της κυβέρνησης και των εργοδοτών να πετάξουν ξανά ψίχουλα στους εργαζόμενους, δεν ήταν μόνο δίκαιη, αλλά και επιβεβλημένη. Οχι μόνο επειδή η διαχρονική πείρα των λεγόμενων κοινωνικών διαλόγων έδειξε ότι αυτοί ήταν πάντα σε βάρος των εργατικών συμφερόντων, αλλά και επειδή για άλλη μια φορά οι εργαζόμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με την ίδια μεθόδευση, όπως με το Ασφαλιστικό το 2010 και με τα Εργασιακά το 2012.
Στην πρώτη περίπτωση, το αποτέλεσμα του «διαλόγου για το Ασφαλιστικό» ήταν το έκτρωμα του αντιασφαλιστικού νόμου 3863 (αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, δραματική περικοπή των συντάξεων κ.ά.).
Στη δεύτερη περίπτωση, αφού καθησύχασαν τους εργαζόμενους με τον «κοινωνικό διάλογο» και το «κοινό πλαίσιο» εργοδοτών - συνδικαλιστικής πλειοψηφίας, ήρθε η κυβέρνηση Παπαδήμου να εγκρίνει και να εκδώσει την ΠΥΣ 6/2012 για τα Εργασιακά (κατώτατος μισθός 586 και 511 ευρώ, πάγωμα «ωριμάνσεων» κ.ά.). Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, επρόκειτο για μεθόδευση με τραγικά αποτελέσματα για τα εργατικά συμφέροντα.
Η μεθόδευση αυτή είναι επικίνδυνη και για έναν πρόσθετο λόγο. Διότι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ δίνει για άλλη μια φορά βήμα στους εργοδότες, και κυρίως στον ΣΕΒ - όπως άλλωστε έκαναν και όλες οι μέχρι τώρα κυβερνήσεις - να προβάλλουν τις δικές τους αξιώσεις, τα δικά τους ταξικά συμφέροντα, σε βάρος των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων.
Ετσι, όπως ήταν αναμενόμενο, βιομήχανοι, τραπεζίτες, μεγαλοξενοδόχοι, μεγαλέμποροι πήραν την «πάσα» του «κοινωνικού διαλόγου» και ζητάνε και τα ρέστα από τους εργαζόμενους, μπροστά στο ενδεχόμενο να καταθέσει η κυβέρνηση νομοσχέδια για τον κατώτατο μισθό και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Τι αξιώνουν οι εργοδότες;
Ετσι, αμέσως μετά την τριμερή και αφού νουθετεί το υπουργείο Εργασίας με προτροπές όπως «περιμένουμε να υπάρξει ουσιαστικός διάλογος και υιοθέτηση ρεαλιστικών λύσεων, χωρίς προειλημμένες αποφάσεις», ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος του ΣΕΒ, Κ. Μπίτσιος κάνει καθαρό ότι «η θεσμοθέτηση υψηλότερων αμοιβών και άλλων αμφιλεγόμενων διοικητικών μέτρων μπορεί να διογκώσει περαιτέρω την αδήλωτη εργασία και εισφοροδιαφυγή. Αυτό είναι εις βάρος τόσο των δημόσιων οικονομικών και της υγείας των Ταμείων, όσο και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της οικονομίας».
Η ανταγωνιστικότητα, όμως, των καπιταλιστικών επιχειρήσεων είναι επιδίωξη και της κυβερνητικής πολιτικής. Από αυτήν τη σκοπιά, η υπόθεση του «διαλόγου» πάει γάντι στην τακτική της κυβέρνησης, αφού της δίνει το αναγκαίο άλλοθι να χρονοτριβεί και τελικά να υπαναχωρεί από τις «κουτσές» προεκλογικές της εξαγγελίες, στο όνομα του να προσαρμοστούν τα νομοθετήματα καλύτερα στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και να αποσπάσει τη σύμφωνη γνώμη των εργοδοτών.
Να, γιατί μιλάμε για μεθόδευση εκ μέρους της κυβέρνησης, που έχει στραμμένο το βλέμμα της και στα παζάρια με τους δανειστές, αφού τα Εργασιακά και το Ασφαλιστικό θεωρούνται από τα «καυτά» ζητήματα στις διαπραγματεύσεις για τις δόσεις. Ανάλογες, όμως, είναι οι αιτιάσεις και των υπόλοιπων εργοδοτικών οργανώσεων, που απ' ό,τι φαίνεται με το «διάλογο έρχεται η όρεξη»! Ετσι, ο εκπρόσωπος των μεγαλοξενοδόχων, Γ. Ρέτσος, έθεσε και πάλι ζήτημα για παραπέρα μείωση των εργοδοτικών εισφορών, τις οποίες θεωρεί υψηλές και έκανε γνωστό ότι στην ΟΚΕ ο ΣΕΤΕ θα πάει με τις δικές του προτάσεις - αξιώσεις.
Στο ίδιο πνεύμα, ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Γ. Καββαθάς, δήλωσε ανοιχτά πως «η όποια παρέμβαση της πολιτείας μόνο αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να έχει. Υπάρχουν θέματα που συζητήσαμε σήμερα, όπως είναι οι ωριμάνσεις που θα φέρουν μια μεγάλη αύξηση στο μισθολογικό κόστος, είναι μεγάλη κουβέντα και γι' αυτό θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα συλλογικής διαπραγμάτευσης των εταίρων. Το θέμα του ΟΜΕΔ είναι ένα μεγάλο ζήτημα...».
Από κοντά και η τοποθέτηση της ΕΣΕΕ, της οποίας ο πρόεδρος, Β. Κορκίδης, παρουσίασε τις θέσεις των μεγαλεμπόρων που αντιμάχονται και τη νομοθετική επαναφορά των «ωριμάνσεων», δίνοντας πάσα στην κυβέρνηση, αλλά και βάζοντας σοβαρές ενστάσεις για την επαναφορά της λειτουργίας του ΟΜΕΔ σύμφωνα με το προηγούμενο καθεστώς.
Σε άλλη ρότα τα εργατικά συμφέροντα
Στην πραγματικότητα και παρά τα «πλατιά χαμόγελα» και τους ύμνους στον «κοινωνικό διάλογο», οι εκπρόσωποι των εργοδοτών δεν έκαναν βήμα πίσω από τις δικές τους αξιώσεις. Το αντίθετο συνέβη. Για μια ακόμη φορά νομιμοποιήθηκαν να προβάλλουν και νέα αιτήματα σε βάρος της εργατικής τάξης. Σε αυτό το πλαίσιο γίνονται φανερές και οι ευθύνες της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ, που υπήρξε διαχρονικά θαμώνας των «κοινωνικών διαλόγων», συμβάλλοντας να αναπαράγεται ο αστικός μύθος τού «όλοι μαζί θα ξεπεράσουμε την κρίση». Λες και δεν είναι το κεφάλαιο και οι καπιταλιστές που πάνε να φορτώσουν στους εργαζόμενους την ανάκαμψη της κερδοφορίας τους, όπως τους φόρτωσαν την κρίση!
Να, γιατί λέμε ότι οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να πέσουν θύματα των μεθοδεύσεων που στήνονται από την κυβέρνηση και τους εργοδότες, αλλά να οργανώσουν άμεσα την πάλη τους, διεκδικώντας από την κυβέρνηση τώρα με νόμο να επαναφέρει τον κατώτερο μισθό στα 751 ευρώ ως βάση των διαπραγματεύσεων με την εργοδοσία και να αποκαταστήσει το πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Ενας τέτοιος αγώνας θα έχει προοπτική, όσο περισσότερο συνδέεται με την πάλη για ανάκτηση των απωλειών από την περίοδο της κρίσης, ξήλωμα του αντεργατικού αντιλαϊκού πλαισίου και ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ