Ατελέσφορα μονεταριστικά παιχνίδια
Υπάρχουν φορές που αμφιβάλλω για την νοητική μου ικανότητα, καθώς
παρατηρώ να βιάζονται βάναυσα μερικές από τις βασικές αρχές τής
οικονομικής επιστήμης, έτσι όπως την διδάχτηκα τόσο στα χρόνια που
καθόμουν στα θρανία όσο και αργότερα (κυρίως τότε). Όμως, είμαι σίγουρος
πως ούτε τόσο πολύ έχω φυράνει λόγω ηλικίας ώστε να μου διαφεύγουν
κάποια θέσφατα ούτε όλοι αυτοί που διαγουμίζουν τις ζωές μας είναι τόσο
ηλίθιοι. Τί συμβαίνει λοιπόν;
Πάρτε, για παράδειγμα, το πρόβλημα της ρευστότητας. Παρ' ότι οι εμπορικές τράπεζες έχουν απορροφήσει άφθονο χρήμα (μέσω ανακεφαλαιοποιήσεων κλπ) και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξακολουθεί να αγοράζει κρατικά ομόλογα, η ρευστότητα στην αγορά είναι σχεδόν ανύπαρκτη και η δέσμευση των εκάστοτε κυβερνήσεων περί "διοχέτευσης ρευστότητας στην πραγματική οικονομία" έχει καταντήσει ανέκδοτο. Γιατί άραγε; Ας δούμε τι λέει η θεωρία πάνω σ' αυτό.
Κατ' αρχάς, πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτή καθ' εαυτήν η αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ δεν έχει καμμιά σχέση με την ρευστότητα στην αγορά. Πρόκειται για μια πράξη η οποία απεικονίζεται μεν λογιστικά αλλά δεν δημιουργεί ροή χρήματος. Στην καπιταλιστική μας οικονομία, η νομισματική βάση συνίσταται στην νομισματική κυκλοφορία, δηλαδή στο πραγματικό χρήμα που βρίσκεται είτε στα συρτάρια των τραπεζών είτε στα πορτοφόλια των ιδιωτών είτε στα ταμεία των επιχειρήσεων. Έτσι, λοιπόν, η αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ μπορεί να αυξάνει την νομισματική βάση αλλά δεν επηρεάζει την κυκλοφορία του. Πώς αυξάνεται η κυκλοφορία τού χρήματος; Μόνο με την δημιουργία τραπεζικού χρήματος, δηλαδή με την κυκλοφορία των τραπεζικών διαθεσίμων διά της χορηγήσεως δανείων.
Για να καταλάβουμε τα παραπάνω, ας υποθέσουμε ότι αύριο η ΕΚΤ εκδίδει φρέσκο χρήμα πενήντα δισ. ευρώ με τα οποία αγοράζει ομόλογα από όλες τις τράπεζες της ευρωζώνης. Τί κάναμε ως εδώ; Αυξήσαμε την νομισματική βάση αλλά η αγορά δεν έχει δει ακόμη δεκάρα τσακιστή. Και ούτε πρόκειται να δει ώσπου να αποφασίσουν οι τράπεζες να βγάλουν αυτό το χρήμα από τα σεντούκια τους χορηγώντας δάνεια. Και για να μιλήσουμε με πραγματικά νούμερα κι όχι με παραδείγματα, ας σημειώσουμε ότι, με την πολιτική αυτή, η ΕΚΤ έχει αυξήσει την νομισματική βάση κατά 550 δισ. ευρώ μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια.
Πάμε παρακάτω. Πού βρίσκονται άραγε αυτά τα 550 δισ.; Με τα ζόρια που αντιμετωπίζουν όλες σχεδόν οι τράπεζες (το μεγαλύτερο των οποίων λέγεται "κόκκινα δάνεια"), καμμιά δεν δείχνει διατεθειμένη να σπρώξει τα διαθέσιμά της στην αγορά. Όταν οι καταστάσεις είναι δύσκολες, αποτελεί φυσική επιλογή κάθε οργανισμού να ρίχνει το βάρος του στην άμυνα. Για τις τράπεζες, η άμυνα συνίσταται πρωτίστως στην μείωση της μόχλευσης, δηλαδή στην μείωση των δανείων που έχουν στον δρόμο. Κι αφού οι κανονισμοί δεν τους επιτρέπουν να διατηρούν ρευστό πάνω από κάποιο όριο, υποχρεώνονται να καταθέτουν την υπερβάλλουσα ρευστότητά τους στις κεντρικές τους τράπεζες. Αυτή η κατάθεση γίνεται με επιτόκιο το οποίο αποκαλείται Επιτόκιο Διευκόλυνσης Αποδοχής Καταθέσεων (ΕΔΑΚ) και ορίζεται από την ΕΚΤ κάθε έξι εβδομάδες.
Στην προσπάθειά της να πιέσει τις εμπορικές τράπεζες να χορηγήσουν δάνεια, η ΕΚΤ επιδιώκει να καταστήσει ασύμφορη την τήρηση των διαθεσίμων τους στις κεντρικές τράπεζες. Έτσι, λοιπόν, ακολουθεί μια πολιτική διαρκούς μειώσεως του ΕΔΑΚ, το οποίο το 2009 βρέθηκε στο 1% και προοδευτικά έπεσε στο 0% το καλοκαίρι του 2012, πλην όμως χωρίς αποτέλεσμα. Τον Ιούνιο του 2014, το ΕΔΑΚ πήρε για πρώτη φορά αρνητική τιμή (-0,10%) αλλά και πάλι δίχως αντίκρυσμα. Τρεις μόλις μήνες αργότερα, ο Ντράγκι έρριξε το ΕΔΑΚ στο -0,20% και τον Δεκέμβριο του 2015 στο -0,30%, χωρίς να μπορέσει να κάμψει την αντίσταση των τραπεζών. Από τον Μάρτιο του 2016 το ΕΔΑΚ βρίσκεται στο -0,40% αλλά η ρευστότητα εξακολουθεί να αποτελεί ζητούμενο. Οι τράπεζες δεν πολυνοιάζονται για το -0,40% (το μετακυλίουν στις χρεώσεις των πελατών τους) και η ΕΚΤ βλέπει να αποτυγχάνουν τα σχέδιά της για αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας η οποία θα αύξανε και τα επίπεδα τιμών, βγάζοντας τον βρόγχο τού αποπληθωρισμού από τον λαιμό τής Ευρώπης.
Μιλώντας για πληθωρισμό, ας ξαναρίξουμε μια ματιά στα βιβλία. Σύμφωνα με την ποσοτική θεωρία του χρήματος, το γενικό επίπεδο τιμών μεταβάλλεται αναλογικά προς την μεταβολή της προσφοράς χρήματος. Δηλαδή, αύξηση της προσφοράς χρήματος κατά 2% προκαλεί αύξηση της κατανάλωσης που καταλήγει σε πληθωρισμό 2%. Μόνο που το συγκεκριμένο θεωρητικό υπόδειγμα έχει ως βασική προϋπόθεση την πλήρη απασχόληση του εργατικού δυναμικού! Όσο μεγαλύτερη ανεργία υπάρχει, τόσο μικρότερο μέρος τής αύξησης του προσφερόμενου χρήματος διοχετεύεται στην κατανάλωση.
Ας ανακεφαλαιώσουμε. Τί έμαθα εγώ ο δόλιος από τα βιβλία; Πρώτον, ότι σε συνθήκες αστάθειας, αβεβαιότητας κλπ η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος πέφτει κατακόρυφα και, δεύτερον, ότι σε περιβάλλον υψηλής ανεργίας καθίσταται ατελέσφορη η νομισματική πολιτική. Με δυο λόγια: η έξοδος από τις καπιταλιστικές κρίσεις δεν επιτυγχάνεται με μονεταριστικά παιχνίδια. Κι επειδή υποθέτω ότι δεν είμαι ο μόνος που έχει διαβάσει αυτά τα βιβλία, αναρωτιέμαι τί παραπάνω μπορεί να ξέρουν όσοι επιμένουν σε τέτοια παιχνίδια.
Εκτός αν επιμένουν μόνο και μόνο επειδή παραμένουν αθεράπευτα τυφλοί οπαδοί τού μεγαλύτερου εκπροσώπου των μονεταριστών, του Μίλτον Φρήντμαν, άσχετα αν ο πατέρας των "παιδιών τού Σικάγου" ποτέ δεν δικαιώθηκε ιστορικά.
Πάρτε, για παράδειγμα, το πρόβλημα της ρευστότητας. Παρ' ότι οι εμπορικές τράπεζες έχουν απορροφήσει άφθονο χρήμα (μέσω ανακεφαλαιοποιήσεων κλπ) και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξακολουθεί να αγοράζει κρατικά ομόλογα, η ρευστότητα στην αγορά είναι σχεδόν ανύπαρκτη και η δέσμευση των εκάστοτε κυβερνήσεων περί "διοχέτευσης ρευστότητας στην πραγματική οικονομία" έχει καταντήσει ανέκδοτο. Γιατί άραγε; Ας δούμε τι λέει η θεωρία πάνω σ' αυτό.
Κατ' αρχάς, πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτή καθ' εαυτήν η αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ δεν έχει καμμιά σχέση με την ρευστότητα στην αγορά. Πρόκειται για μια πράξη η οποία απεικονίζεται μεν λογιστικά αλλά δεν δημιουργεί ροή χρήματος. Στην καπιταλιστική μας οικονομία, η νομισματική βάση συνίσταται στην νομισματική κυκλοφορία, δηλαδή στο πραγματικό χρήμα που βρίσκεται είτε στα συρτάρια των τραπεζών είτε στα πορτοφόλια των ιδιωτών είτε στα ταμεία των επιχειρήσεων. Έτσι, λοιπόν, η αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ μπορεί να αυξάνει την νομισματική βάση αλλά δεν επηρεάζει την κυκλοφορία του. Πώς αυξάνεται η κυκλοφορία τού χρήματος; Μόνο με την δημιουργία τραπεζικού χρήματος, δηλαδή με την κυκλοφορία των τραπεζικών διαθεσίμων διά της χορηγήσεως δανείων.
Για να καταλάβουμε τα παραπάνω, ας υποθέσουμε ότι αύριο η ΕΚΤ εκδίδει φρέσκο χρήμα πενήντα δισ. ευρώ με τα οποία αγοράζει ομόλογα από όλες τις τράπεζες της ευρωζώνης. Τί κάναμε ως εδώ; Αυξήσαμε την νομισματική βάση αλλά η αγορά δεν έχει δει ακόμη δεκάρα τσακιστή. Και ούτε πρόκειται να δει ώσπου να αποφασίσουν οι τράπεζες να βγάλουν αυτό το χρήμα από τα σεντούκια τους χορηγώντας δάνεια. Και για να μιλήσουμε με πραγματικά νούμερα κι όχι με παραδείγματα, ας σημειώσουμε ότι, με την πολιτική αυτή, η ΕΚΤ έχει αυξήσει την νομισματική βάση κατά 550 δισ. ευρώ μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια.
Πάμε παρακάτω. Πού βρίσκονται άραγε αυτά τα 550 δισ.; Με τα ζόρια που αντιμετωπίζουν όλες σχεδόν οι τράπεζες (το μεγαλύτερο των οποίων λέγεται "κόκκινα δάνεια"), καμμιά δεν δείχνει διατεθειμένη να σπρώξει τα διαθέσιμά της στην αγορά. Όταν οι καταστάσεις είναι δύσκολες, αποτελεί φυσική επιλογή κάθε οργανισμού να ρίχνει το βάρος του στην άμυνα. Για τις τράπεζες, η άμυνα συνίσταται πρωτίστως στην μείωση της μόχλευσης, δηλαδή στην μείωση των δανείων που έχουν στον δρόμο. Κι αφού οι κανονισμοί δεν τους επιτρέπουν να διατηρούν ρευστό πάνω από κάποιο όριο, υποχρεώνονται να καταθέτουν την υπερβάλλουσα ρευστότητά τους στις κεντρικές τους τράπεζες. Αυτή η κατάθεση γίνεται με επιτόκιο το οποίο αποκαλείται Επιτόκιο Διευκόλυνσης Αποδοχής Καταθέσεων (ΕΔΑΚ) και ορίζεται από την ΕΚΤ κάθε έξι εβδομάδες.
Στην προσπάθειά της να πιέσει τις εμπορικές τράπεζες να χορηγήσουν δάνεια, η ΕΚΤ επιδιώκει να καταστήσει ασύμφορη την τήρηση των διαθεσίμων τους στις κεντρικές τράπεζες. Έτσι, λοιπόν, ακολουθεί μια πολιτική διαρκούς μειώσεως του ΕΔΑΚ, το οποίο το 2009 βρέθηκε στο 1% και προοδευτικά έπεσε στο 0% το καλοκαίρι του 2012, πλην όμως χωρίς αποτέλεσμα. Τον Ιούνιο του 2014, το ΕΔΑΚ πήρε για πρώτη φορά αρνητική τιμή (-0,10%) αλλά και πάλι δίχως αντίκρυσμα. Τρεις μόλις μήνες αργότερα, ο Ντράγκι έρριξε το ΕΔΑΚ στο -0,20% και τον Δεκέμβριο του 2015 στο -0,30%, χωρίς να μπορέσει να κάμψει την αντίσταση των τραπεζών. Από τον Μάρτιο του 2016 το ΕΔΑΚ βρίσκεται στο -0,40% αλλά η ρευστότητα εξακολουθεί να αποτελεί ζητούμενο. Οι τράπεζες δεν πολυνοιάζονται για το -0,40% (το μετακυλίουν στις χρεώσεις των πελατών τους) και η ΕΚΤ βλέπει να αποτυγχάνουν τα σχέδιά της για αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας η οποία θα αύξανε και τα επίπεδα τιμών, βγάζοντας τον βρόγχο τού αποπληθωρισμού από τον λαιμό τής Ευρώπης.
Μιλώντας για πληθωρισμό, ας ξαναρίξουμε μια ματιά στα βιβλία. Σύμφωνα με την ποσοτική θεωρία του χρήματος, το γενικό επίπεδο τιμών μεταβάλλεται αναλογικά προς την μεταβολή της προσφοράς χρήματος. Δηλαδή, αύξηση της προσφοράς χρήματος κατά 2% προκαλεί αύξηση της κατανάλωσης που καταλήγει σε πληθωρισμό 2%. Μόνο που το συγκεκριμένο θεωρητικό υπόδειγμα έχει ως βασική προϋπόθεση την πλήρη απασχόληση του εργατικού δυναμικού! Όσο μεγαλύτερη ανεργία υπάρχει, τόσο μικρότερο μέρος τής αύξησης του προσφερόμενου χρήματος διοχετεύεται στην κατανάλωση.
Ας ανακεφαλαιώσουμε. Τί έμαθα εγώ ο δόλιος από τα βιβλία; Πρώτον, ότι σε συνθήκες αστάθειας, αβεβαιότητας κλπ η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος πέφτει κατακόρυφα και, δεύτερον, ότι σε περιβάλλον υψηλής ανεργίας καθίσταται ατελέσφορη η νομισματική πολιτική. Με δυο λόγια: η έξοδος από τις καπιταλιστικές κρίσεις δεν επιτυγχάνεται με μονεταριστικά παιχνίδια. Κι επειδή υποθέτω ότι δεν είμαι ο μόνος που έχει διαβάσει αυτά τα βιβλία, αναρωτιέμαι τί παραπάνω μπορεί να ξέρουν όσοι επιμένουν σε τέτοια παιχνίδια.
Εκτός αν επιμένουν μόνο και μόνο επειδή παραμένουν αθεράπευτα τυφλοί οπαδοί τού μεγαλύτερου εκπροσώπου των μονεταριστών, του Μίλτον Φρήντμαν, άσχετα αν ο πατέρας των "παιδιών τού Σικάγου" ποτέ δεν δικαιώθηκε ιστορικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου