Τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας,τον Αύγουστο του 1968,
έγιναν και συνεχίζουν και σήμερα να γίνονται αντικείμενο της μαύρης
αντισοσιαλιστικής προπαγάνδας και μέσο αξιοποίησης για την ενίσχυση του
αντικομμουνισμού, από τις αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις, που
αποτελούν ένα από τα πιο επιθετικά ιδεολογικοπολιτικά όπλα της αστικής
ιδεολογίας. Είναι γεγονός ότι η προπαγάνδα των μονοπωλίων και του
ιμπεριαλισμού έδωσε όλα τα χρόνια μετά το 1968 έως την ανατροπή του
σοσιαλισμού στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και την ΕΣΣΔ λυσσασμένη
μάχη, προκειμένου να περάσει στις συνειδήσεις των λαϊκών μαζών στον
καπιταλιστικό κόσμο την άποψη ότι τα συγκεκριμένα γεγονότα του Αυγούστου
αποτελούσαν πάλη του λαού ενάντια στο σοσιαλισμό, αποκρύπτοντας τη
διεθνή ιμπεριαλιστική υπονομευτική δράση.
Σήμερα θα σταθούμε σ’ αυτά καθεαυτά τα γεγονότα, τα οποία επίσης δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Η αντιπαράθεση σε διεθνές επίπεδο, ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, είχε από τη σκοπιά των ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών και στόχους συγκεκριμένους και διεξαγόταν με συγκεκριμένα μέσα. Ο ιμπεριαλισμός είχε επεξεργασμένη ευέλικτη στρατηγική για την ανατροπή του σοσιαλισμού, ενιαία στρατηγική ενάντια στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Και αυτό θα αποδείξουμε παρακάτω με ντοκουμέντα.
Από το Φλεβάρη ακόμη του 1948, όταν η εργατική τάξη της Τσεχοσλοβακίας με τους συμμάχους της μετέτρεψαν την κρίση που δημιουργήθηκε σε πάλη για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, η Τσεχοσλοβακία έγινε αντικείμενο ενός εκτεταμένου πολιτικού και ιδεολογικού πολέμου από το διεθνή ιμπεριαλισμό, με στόχο την ανατροπή της εργατικής εξουσίας. Σ’ αυτόν τον πόλεμο, σημαντικό ρόλο έπαιζαν και οι πρώην καπιταλιστές που έφυγαν μετά την επανάσταση από τη χώρα και ζούσαν σαν «πρόσφυγες» στην καπιταλιστική Δύση, οι οποίοι συνέχιζαν να διατηρούν σχέσεις με αντιδραστικές δυνάμεις μέσα στην Τσεχοσλοβακία. Ουσιαστικά, μέσα στη χώρα, διεξαγόταν στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού ταξική πάλη με την αμέριστη βοήθεια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Πάλη, η οποία το 1968 εκφράστηκε από οργανώσεις που είχαν συγκροτηθεί ενάντια στη σοσιαλιστική εξουσία. Και έφεραν τη χώρα στα πρόθυρα ανατροπής του σοσιαλιστικού καθεστώτος. Αλλά τόσο η ηγεσία του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, όσο και η κυβέρνηση δεν αντιμετώπιζαν την αντεπαναστατική πάλη. Στο κόμμα διείσδυσαν οπορτουνιστικές και αντισοσιαλιστικές δυνάμεις.
Στην απόφαση της ΚΕ του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας το Δεκέμβρη του 1970 με θέμα: «Μαθήματα από την Κοινωνική και Κομματική κρίση μετά το 13ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας», γίνεται η εκτίμηση: «Είχε υποτιμηθεί ο κίνδυνος να διεισδύσει στις γραμμές μας ο δεξιός οπορτουνισμός και ο αναθεωρητισμός. Η ιδεολογική δραστηριότητα χαρακτηριζόταν από αμυντικό πνεύμα και επιείκεια… Το κόμμα αφοπλίστηκε σιγά – σιγά στον ιδεολογικό τομέα… Γύρω από το διασπαστικό πυρήνα των δεξιών αναθεωρητικών δυνάμεων μέσα στο κόμμα σχηματίστηκε ένα αντιπολιτευτικό ρεύμα, που σιγά – σιγά εισέδυε όλο και σε μεγαλύτερο αριθμό οργανώσεων. Το ρεύμα αυτό έκανε δική του πολιτική πλατφόρμα και οργανωτική δομή… Οταν οι οπορτουνιστικές και αντισοσιαλιστικές δυνάμεις ανέλαβαν να κάνουν στην Τσεχοσλοβακία ανοιχτό πόλεμο ενάντια στις βασικές αρχές του κόμματος και του σοσιαλισμού και όταν το διαβρωτικό αυτό έργο δε συναντούσε πια αποφασιστική αντίσταση, ο ιμπεριαλισμός, που δρούσε από το εξωτερικό, πέρασε κι αυτός στην επίθεση. Εδώ βρίσκεται και το μυστικό της βιαιότητας της ταξικής πάλης…».
Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο εμφανίστηκαν ανοιχτά να δρουν ενάντια στο σοσιαλιστικό κράτος και το ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, με σκοπό την παλινόρθωση του καπιταλισμού, αντικομμουνιστικές οργανώσεις, όπως η Κ-231 και η Λέσχη των λεγόμενων ακομμάτιστων ΚΑΝ, με επικεφαλής τον Β. Χάβελ, ο οποίος διατέλεσε και Πρόεδρος της Τσεχίας μετά την αντεπανάσταση στα 1989, που είχαν διασυνδέσεις με διάφορα ιμπεριαλιστικά επιτελεία. Και που έκαναν δυναμική εμφάνιση την Πρωτομαγιά του 1968 στην Πράγα, με αντισοσιαλιστικά – αντικομμουνιστικά συνθήματα και διακηρύξεις για εγκαθίδρυση αστικού πολιτικού συστήματος. Στην ουσία, η αντεπανάσταση έκανε ανοιχτά την εμφάνισή της. Στην ίδια κατεύθυνση άρχισαν να δρουν, τόσο το Σοσιαλιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας, που καθοδηγούνταν από τη Σοσιαλιστική Διεθνή, όσο και το Λαϊκό Κόμμα, ενώ ανάλογη δραστηριότητα ανέπτυσσε και η εκκλησιαστική οργάνωση «Εργο της Εκκλησιαστικής Αναγέννησης». Ολες αυτές οι οργανώσεις ενοποίησαν τη δράση τους, ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφορές τους σ’ ένα σκοπό: Την ανατροπή της σοσιαλιστικής εξουσίας.
Η αντεπανάσταση, που ξέσπασε τον Αύγουστο του 1968, οδηγούσε τη χώρα στον εμφύλιο πόλεμο με την αποφασιστική συνδρομή του διεθνούς ιμπεριαλισμού μέσω των αντισοσιαλιστικών δυνάμεων. Στην ίδια απόφαση της ΚΕ του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, γίνεται η εξής εκτίμηση: «Τον Αύγουστο του 1968, η αντεπανάσταση πήρε επικίνδυνη έκταση στην Τσεχοσλοβακία και η χώρα βρέθηκε στο χείλος του εμφυλίου πολέμου. Το ερώτημα “ποιος θα επιβληθεί” γινόταν πιεστικό. Θα επικρατούσε η αντεπανάσταση με τη βοήθεια της διεθνούς αντίδρασης και θα ολοκλήρωνε το ολέθριο έργο της ή οι σοσιαλιστικές δυνάμεις θα κατάφερναν να αποκρούσουν την αντεπανάσταση και να σώσουν την υπόθεση του σοσιαλισμού;».
Ηδη από τις 12 του Μάη 1968 ο Βασίλ Μπίλακ, μέλος του Προεδρείου του ΚΚ Τσ., είχε δηλώσει μιλώντας σ’ ένα αχτίφ των Α΄ Γραμματέων των Περιφερειακών και Νομαρχιακών Επιτροπών του Κομμουνιστικού Κόμματος: Επιτρέπουμε «να γίνεται επίθεση ενάντια στον κομματικό μηχανισμό, ενάντια στα όργανα ασφαλείας, στα δικαστήρια, στην εισαγγελία, στα πολιτικά στελέχη. Προσβάλλονται μήπως οι στρατηγοί, οι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες κλπ., προσβάλλονται οι διοικητές συνταγμάτων; Οχι, μόνον οι πολιτικοί συνεργάτες του στρατού είναι στόχοι της επίθεσης, με λίγα λόγια, ό,τι μυρίζει κομμουνισμό πρέπει να υποσκαφθεί. Οι κλασικοί δίδαξαν ότι αν θέλουμε να πάρουμε το κράτος και την εξουσία, πρέπει να συντρίψουμε τον παλιό κρατικό μηχανισμό. Αυτό κάνουν τώρα. Εμείς όμως κάνουμε σαν να μη βλέπουμε ότι εδώ γίνεται αγώνας για την εξουσία» (Βασίλ Μπίλακ: «Η αλήθεια παραμένει αλήθεια. Επιλογή ομιλιών και άρθρων», 1967-1970, Βερολίνο, 1973, σελ. 75).
Οι συνεπείς επαναστατικές δυνάμεις του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο της ανατροπής και του εμφυλίου, ζήτησαν τη διεθνιστική βοήθεια των σύμμαχων σοσιαλιστικών χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας, αποτρέποντας την αντεπανάσταση. Την αντεπαναστατική δράση στην Τσεχοσλοβακία όπως και αυτήν στην Ουγγαρία το 1956, το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και ιδιαίτερα τα κόμματα εξουσίας, φαίνεται ότι τις υποτίμησαν και ως προς τη στρατηγική του ιμπεριαλισμού για ανατροπή από τα μέσα, μέσω της οπορτουνιστικής διάβρωσης και της επικράτησης αντεπαναστατικών στοιχείων στις κρατικές και κομματικές ηγεσίες, όπως αποδείχτηκε με τις ανατροπές του 1989-1991, αλλά και ως προς την πολιτική που ακολουθούσαν για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, στην πορεία προς τον κομμουνισμό.
Είναι γεγονός ότι η νίκη της επανάστασης δεν καταργεί αυτόματα τους κινδύνους ανατροπής της νέας εξουσίας από τους καπιταλιστές. Η πάλη στο εσωτερικό των χωρών που οικοδομούν τη νέα κοινωνία συνεχίζεται, με δεδομένο και το διεθνή ιμπεριαλιστικό περίγυρο που επίσης δρα ενάντια στην επανάσταση και την εργατική εξουσία. Ετσι οι αντιδραστικές δυνάμεις που υπήρχαν μέσα στην Τσεχοσλοβακία, στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού διεξήγαγαν ταξική πάλη με την αμέριστη βοήθεια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για την ανατροπή του.
Ο τότε εμπειρογνώμονας προγραμματισμού του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και αργότερα σύμβουλος του Προέδρου Κάρτερ, Μπρεζίνσκι, έγραφε σχετικά με τα ανατρεπτικά σχέδια: «Η πιο επιθυμητή μορφή αλλαγής θα άρχιζε με μια εσωτερική φιλελευθεροποίηση των ανατολικοευρωπαϊκών κρατών… Η Ανατολική Ευρώπη με τους ιστορικούς δεσμούς της με τη Δύση και με τις προοδευτικότερες συνθήκες διαβίωσης πριν την κατάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές, θα πραγματοποιήσει την αλλαγή αναμφισβήτητα γρηγορότερα από τη Ρωσία. Αυτό ισχύει κύρια για την Τσεχοσλοβακία και λιγότερο για την Ουγγαρία και την Πολωνία»(Μπρεζίνσκι: «Εναλλακτική λύση της διαίρεσης», Κολωνία, Δυτ. Βερολίνο, 1966, σελ. 179).
Αυτές δεν είναι κάποιες προσωπικές σκέψεις του Μπρεζίνσκι, αλλά η κοινή στρατηγική του ιμπεριαλισμού. Ετσι, όπως είναι γνωστό, και ο Φραντς Γιόζεφ Στράους, πριν χρόνια στο προγραμματικό φυλλάδιο «Προσχέδιο για την Ευρώπη», όρισε ως καθήκον της πολιτικής της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να προωθεί «μια εξέλιξη που βρίσκεται στα πρώτα στάδια» σε μερικές ανατολικοευρωπαϊκές χώρες και «να την οδηγήσει στο σημείο, από το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή» (Φραντς Γιόζεφ Στράους: «Προσχέδιο για την Ευρώπη»).
Στα παραρτήματα του σχεδίου είχαν γραφτεί λεπτομερειακά οι λεγόμενες «πρωτεύουσες ενέργειες» των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ και της κατασκοπίας τους ενάντια στις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Αυτές προβλέπουν πρώτα απ’ όλα την «απελευθέρωση της Ανατολικής Γερμανίας και της Τσεχοσλοβακίας». Είχαν καθοριστεί συγκεκριμένα οι εντολές υπονομευτικής δράσης.
Στους απεσταλμένους της CIA είχε ανατεθεί η αποστολή: «Η αποκατάσταση επαφών με τα ανατρεπτικά στοιχεία στις χώρες αυτές και η παροχή σ’ αυτά της σχετικής βοήθειας για την οργάνωση δολιοφθορών και εξεγέρσεων». Εντέλλονται οι ίδιοι να συλλέγουν συστηματικά τις εξής πληροφορίες:
«Η Ευρώπη βρίσκεται λογικά στο κέντρο των συμφερόντων των Ενωμένων Πολιτειών στο εξωτερικό, και αν εκεί είχαν γίνει πραγματικά βήματα προς την κατεύθυνση της αυτοδιάθεσης της Ανατολικής Ευρώπης (διάβαζε: προς την κατεύθυνση της απόσπασης από τη σοσιαλιστική κοινότητα οποιουδήποτε από τα μέλη της), αυτό θα ήταν επιτυχία για την Ουάσιγκτον και πλήγμα για τη Μόσχα. Αυτό θα μπορούσε να αλλάζει το συσχετισμό των δυνάμεων στην Ευρώπη». Ο Αμερικανός γερουσιαστής Τέρμοντ, αναπτύσσοντας αυτήν την «κατευθυντήρια ιδέα», δήλωσε στις 2 Αυγούστου 1968 στο Κογκρέσο των ΗΠΑ: «Πολλοί από τους επισήμους κύκλους της Ουάσιγκτον προτιμούν να ελπίζουν ότι θα πετύχουν, τελικά, να αποσπάσουν τις σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης από τη Σοβιετική Ενωση και να τις πάρουν με το μέρος των ΗΠΑ»….
Στη γραμμή της «ήσυχης αντεπανάστασης» ανταποκρίνονταν πέρα για πέρα οι επόμενες κυνικές δηλώσεις του μέλους του αμερικάνικου Κογκρέσου Τζον Σέιλερ: «Ο καιρός για την εξέγερση δεν ήρθε ακόμα. Δεν πρέπει να σπρώχνουμε το λαό της Τσεχοσλοβακίας σε ανοιχτή επίθεση, αφού για την ώρα ο καιρός γι’ αυτό δεν ωρίμασε ακόμα». Ωστόσο, ο Σέιλερ τόνισε και πάλι ότι εκείνη η στιγμή θα «ωριμάσει» οπωσδήποτε.
Για την επίτευξη αυτών των σκοπών αποφασίστηκε η διεξαγωγή ευρείας προπαγανδιστικής εκστρατείας για την απομάκρυνση από τις καθοδηγητικές θέσεις των κομμουνιστών που ήταν αφοσιωμένοι στην υπόθεση του σοσιαλισμού.
Ο γνωστός ειδικός του αντικομμουνισμού Κλάους Τένερτ, σχολιάζοντας από τη δυτικογερμανική τηλεόραση την κατάσταση στην Τσεχοσλοβακία, αποκάλυψε ανοιχτά τους υπολογισμούς των πολιτικών της Βόννης: «Αυτό, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί κίνητρο για τη γερμανική ανατολική πολιτική. Εγώ νομίζω ότι μπορούμε να συνεχίσουμε αυτήν την πολιτική. Αν η Τσεχοσλοβακία, είτε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης θα βαδίσουν προς τη σοσιαλδημοκρατία, τότε δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα μπορούμε να μιλάμε ασύγκριτα ευκολότερα με τη σοσιαλδημοκρατική Τσεχοσλοβακία, παρ’ όλο που τυπικά, ίσως, είναι ακόμα κομμουνιστική. Ξέχωρα απ’ αυτό, θα πρέπει να απομονώσουμε όλο και περισσότερο το Ανατολικό Βερολίνο»…
Τον Απρίλη – Μάη του 1968 έγιναν πολυάριθμες μυστικές συναντήσεις στο έδαφος της Βαυαρίας, της ηγεσίας του Χριστιανοσοσιαλιστικού κόμματος της Δυτικής Γερμανίας με αντιπροσώπους της Τσεχοσλοβάκικης Χριστιανοσοσιαλιστικής Ενωσης, όπου διεξήχθησαν συνομιλίες για την αποκατάσταση άμεσων επαφών ανάμεσα σ’ αυτά τα κόμματα.
Ειδικός ρόλος για την ιδεολογική προπαγάνδα στον πληθυσμό της ΣΔ Τσεχοσλοβακίας, είχε ανατεθεί στη δυτικογερμανική τηλεόραση, στους ραδιοφωνικούς σταθμούς και τον Τύπο. Εξάλλου, στη Βαυαρική επιτροπή του ραδιοσταθμού στο Μόναχο είχε δημιουργηθεί ειδική ομάδα ανταποκριτών, η οποία συγκέντρωνε και επεξεργαζόταν κατάλληλα πληροφορίες για την κατάσταση στη ΣΔ Τσεχοσλοβακίας και μετέδιδε ταχτική προπαγανδιστική ραδιοφωνική εκπομπή για την Τσεχοσλοβακία…
«To NATO ετοίμασε σχέδια για την έξοδο της Τσεχοσλοβακίας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας». Μ’ αυτόν τον τίτλο η εφημερίδα του Λιβάνου «Αντ – Ντουνιά» της 11ης του Σεπτέμβρη δημοσίευε ανταπόκριση από τις Βρυξέλλες για μυστικές αποφάσεις του Συμβουλίου του NATO. Η εφημερίδα γράφει: «Το Συμβούλιο του Βορειοατλαντικού Συνασπισμού επεξεργάστηκε ειδικό πρόγραμμα για την Τσεχοσλοβακία με το κωδικοποιημένο όνομα “Ζέφυρος”. Το Συμβούλιο διαπίστωσε την ύπαρξη μερικών μεταρρυθμιστών, οι οποίοι επιθυμούν τη διεύρυνση των σχέσεων της Τσεχοσλοβακίας με την Ευρώπη σ’ όλους τους τομείς, και υπάρχει η δυνατότητα να εκμεταλλευτούμε τις υπηρεσίες αυτών των μεταρρυθμιστών.
Στη διάρκεια πλατιάς μελέτης της κατάστασης της Τσεχοσλοβακίας, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι τα μη ορθόδοξα στοιχεία άρχισαν να παίζουν μεγάλο ρόλο στην εξασθένιση της κομμουνιστικής ιδεολογίας στην Τσεχοσλοβακία και ότι στο μέλλον θα μπορέσουμε να στηριχτούμε σ’ αυτά τα στοιχεία. Τα μέλη του Συμβουλίου του NATO πείστηκαν ότι ύστερα από τα γεγονότα του 1948 στην Τσεχοσλοβακία παρέμειναν ομάδες του πληθυσμού, που δεν αναγνώρισαν την κομμουνιστική ιδεολογία και γι’ αυτό τρέφουν εχθρικές προς αυτήν διαθέσεις. Αυτές οι ομάδες ασχολούνται με μυστική δράση, που κατευθύνεται ενάντια στο σοσιαλιστικό δρόμο ανάπτυξης της Τσεχοσλοβακίας».
Οπως τονίζεται σε συνέχεια στην ανταπόκριση, «στο φως αυτών των πληροφοριών και των προτάσεων, το Συμβούλιο του NATO επεξεργάστηκε το πρόγραμμα “Ζέφυρος”, που έχει σκοπό τη δημιουργία στο εσωτερικό της Τσεχοσλοβακίας και γύρω από αυτήν κατάστασης, η οποία θα μπορούσε να συμβάλει στην ανακήρυξη ουδετερότητας και στην έξοδο της Τσεχοσλοβακίας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας».
Τέλος, η εφημερίδα υπογραμμίζει: «Το Συμβούλιο του NATO θεώρησε σκόπιμο να συνεχίσει τη δουλειά της “ζεύξης γεφυρών” με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Είχε προβλεφτεί ότι η Τσεχοσλοβακία θα μπορούσε να ετοιμαστεί για ανακήρυξη ουδετερότητας τον ερχόμενο χρόνο, αν τα γεγονότα εκεί εξελίσσονταν προς όφελος της αντιπολίτευσης, στην οποία το NATO έτρεφε μεγάλες ελπίδες, υπολογίζοντας να τη χρησιμοποιήσει για τον προσανατολισμό της γενικής πολιτικής της Τσεχοσλοβακίας προς το συμφέρον του».
Η φινλανδική εφημερίδα «Πιαβιάν Σανομάτ» στις 6 του Σεπτέμβρη δημοσίευσε άρθρο, όπου ξεσκεπάζει το ρόλο του NATO στα γεγονότα της Τσεχοσλοβακίας. Στο άρθρο, αίφνης, αναφέρεται: «Δεν είναι καθόλου μυστικό ότι το γενικό επιτελείο του NATO “ανέλαβε την προετοιμασία” του τσεχοσλοβάκικου ζητήματος μερικούς μήνες πριν από τα γεγονότα του Αυγούστου. Πρώτα απ’ όλα, ενδιαφέρθηκε για το δυνάμωμα της έντασης στην Τσεχοσλοβακία.
Σύμφωνα με θετικές πηγές από τις Βρυξέλλες, κάτω από τις διαταγές του γενικού επιτελείου του NATO, εργάζεται ειδική οργάνωση, που διαθέτει στελέχη και τεχνικά μέσα για μόνιμη δουλειά πάνω στο τσεχοσλοβάκικο πρόβλημα.
Το γενικό επιτελείο αυτής της ειδικής οργάνωσης, όμως, δε βρίσκεται στις Βρυξέλλες, αλλά στη Δυτική Γερμανία στην περιοχή του Ρέγκενσμπουργκ. Από τον Ιούλη άρχισε να δρα ειδικό Κέντρο παρατήρησης και διεύθυνσης, το οποίο οι Αμερικανοί στρατιωτικοί αντιπρόσωποι ονομάζουν “Επιτελείο της Ομάδας Κρούσης” και το οποίο έχει δικό του σύστημα κώδικα και περισσότερους από 300 συνεργάτες, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν και αξιωματικοί της υπηρεσίας κατασκοπίας και πολιτικοί σύμβουλοι του NATO.
Σύμφωνα με βελγικές πηγές πληροφοριών, αυτό το κέντρο το καθοδηγεί ο Δυτικογερμανός αντιπρόσωπος του NATO, ο οποίος κατάγεται από την Τσεχοσλοβακία, και έτσι είναι άριστα πληροφορημένος γι’ αυτούς τους δραστήριους παράγοντες, που έχουν πρωταρχική σημασία. Το «Επιτελείο της Ομάδας Κρούσης» συνεχίζει και τώρα να κρατάει γερά στα χέρια του όλες τις συνδέσεις με την Τσεχοσλοβακία, και το Γενικό Επιτελείο του NATO παίρνει κωδικοποιημένες πληροφορίες, το λιγότερο τρεις φορές το εικοσιτετράωρο».
Στο Βέλγιο, σχετικά μ’ αυτήν την περίπτωση, «αφομοίωσαν» με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την άποψη των αντιπροσώπων του Γενικού Επιτελείου του NATO, ότι παρά την είσοδο των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία και τη σύναψη της συμφωνίας της Μόσχας και παρά το γεγονός ότι το ειδικό κέντρο δεν πραγματοποίησε τα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί, ωστόσο η δράση του ήταν και συνεχίζει να παραμένει «πολύτιμη πείρα για το μέλλον».
Οι κλασικοί του επιστημονικού σοσιαλισμού αφιέρωσαν πολύ χρόνο και κόπο στη μελέτη της πείρας όλων των προηγούμενων επαναστάσεων με σκοπό να αντλήσουν διδάγματα για τους δικούς τους αγώνες ενάντια στην αντεπανάσταση. Πολλές από τις βασικές τους θέσεις για την επανάσταση και την αντεπανάσταση έχουν τέτοια γενική ισχύ για την ταξική πάλη, ώστε εδώ μπορεί πραγματικά να γίνει λόγος για νομοτέλειες. Καθοριστικό ρόλο στην επεξεργασία των διδαγμάτων της επανάστασης και της αντεπανάστασης, έπαιξε η πρώτη προλεταριακή επανάσταση στον κόσμο, ο ηρωικός αγώνας των Κομμουνάρων του Παρισιού. Η Παρισινή Κομμούνα του 1871 έδειξε – πράγμα που επιβεβαίωσαν μεταγενέστερες επαναστάσεις – ότι η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της μπορούν να πάρουν την εξουσία γρήγορα, σχετικά αναίμακτα και με ελάχιστα θύματα, μόνο στην περίπτωση που η δράση τους είναι αποφασιστική και ενιαία και η αντίσταση της αστικής τάξης τσακίζεται με συνέπεια.
«Απ’ αυτήν ακριβώς την άποψη τα λάθη, ιδιαίτερα της Παρισινής Κομμούνας, είναι διδακτικά. Χρειάστηκε να πληρωθούν ακριβά με τη δολοφονία 30.000 οπαδών της Κομμούνας από την αντεπανάσταση. “Δύο λάθη κατέστρεψαν… τους καρπούς της λαμπρής νίκης. Το προλεταριάτο έμεινε στα μισά του δρόμου. Αντί να προχωρήσει στην “απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών”, βαυκαλίστηκε με το όνειρο ότι η ύψιστη δικαιοσύνη θα γινόταν πραγματικότητα στην ενωμένη με το πανεθνικό καθήκον χώρα. Δεν εθνικοποιήθηκαν τέτοια ιδρύματα όπως, για παράδειγμα, η τράπεζα, ενώ μεταξύ των σοσιαλιστών κυριαρχούσαν ακόμα οι προυντονιστικές θεωρίες της “δίκαιης ανταλλαγής” κλπ. Το δεύτερο λάθος ήταν η υπερβολική μεγαλοψυχία του προλεταριάτου: Επρεπε να είχε εξοντώσει τους εχθρούς του, αντί γι’ αυτό, όμως, προσπαθούσε να τους επηρεάσει ηθικά. Υποτίμησε τη σημασία της καθαρά στρατιωτικής δράσης στον εμφύλιο πόλεμο και αντί να στέψει τη νίκη του στο Παρίσι με μια αποφασιστική επίθεση στις Βερσαλίες, αμφιταλαντεύτηκε κι έδωσε έτσι καιρό στην κυβέρνηση των Βερσαλιών, να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του σκότους και να τις εξοπλίσει για τη ματωμένη βδομάδα του Μάη»(Β.Ι.Λένιν: «Για την Παρισινή Κομμούνα», έκδοση «Μαρξίστισε Μπλέτερ», Φραγκφούρτη 1971, σελ. 11).
Η Παρισινή Κομμούνα έδειξε ολοκάθαρα: Η αστική τάξη δεν ανέχθηκε ποτέ κοντά στη δική της εξουσία και μια εργατική εξουσία. Για την «… αστική τάξη ο αφοπλισμός των εργατών ήταν λοιπόν πρώτη επιταγή»(Β.Ι.Λένιν: Απαντα, γερμ. εκδ. τομ. 28, σελ. 248). Αυτό είναι ένα δίδαγμα, που ισχύει ανάλογα και για την εργατική τάξη. Δεν μπορεί να επιτρέψει, να δημιουργηθεί μέσα στο σοσιαλισμό ένα δεύτερο και μάλιστα εξοπλισμένο κέντρο εξουσίας. Η αστική τάξη ποτέ δε συμβιβάζεται με τη μοίρα της, όταν έχει διωχτεί από την εξουσία. Ηταν και είναι πάντα έτοιμη, να χρησιμοποιήσει την αντεπανάσταση και την αιματηρή τρομοκρατία.
«Η ιστορική… αλήθεια συνίσταται στο ότι κανόνας κάθε βαθιάς επανάστασης είναι η μακρόχρονη, επίμονη, απεγνωσμένη αντίσταση των εκμεταλλευτών, που διατηρούν για πολλά χρόνια μεγάλα και ουσιαστικά πλεονεκτήματα απέναντι στους εκμεταλλευόμενους. Ποτέ – έξω από τη γλυκανάλατη φαντασία του γλυκανάλατου κουτεντέ Κάουτσκι – οι εκμεταλλευτές δε θα υποταχθούν στην απόφαση της πλειοψηφίας των εκμεταλλευομένων, χωρίς να δοκιμάσουν σε μια σειρά μάχες, σε μια τελευταία, απεγνωσμένη μάχη, τα πλεονεκτήματά τους… Και ύστερα από την πρώτη σοβαρή ήττα, οι εκμεταλλευτές που ανατράπηκαν, μα δεν περίμεναν την ανατροπή τους, δεν πίστευαν σε κάτι τέτοιο και δε δέχονται ούτε σκέψη γι’ αυτό, ρίχνονταν στη μάχη με δεκαπλασιασμένη ενεργητικότητα, με έξαλλο πάθος, με εκατονταπλάσιο μίσος, για να πάρουν πίσω το χαμένο “παράδεισο”… Και… πίσω από τους εκμεταλλευτές – καπιταλιστές σέρνεται η μεγάλη μάζα της μικροαστικής τάξης, που, όπως δείχνουν δεκάδες χρόνια ιστορικής πείρας σε όλες τις χώρες, διστάζει και ταλαντεύεται, σήμερα πάει με το προλεταριάτο, αύριο τη φοβίζουν οι δυσκολίες της επανάστασης, πανικοβάλλεται από την πρώτη ήττα ή μισο-ήττα των εργατών, εκνευρίζεται, παραδέρνει, μυξοκλαίει, μεταπηδά από το ένα στρατόπεδο στο άλλο…»(Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», ελλ. εκδ., «Σύγχρονη Εποχή», τομ. 37, σελ. 264-265).
Η αντεπανάσταση αρχίζει αναντίρρητα με το γενικό σύνθημα: «πολιτική ελευθερία», «λαϊκά συμφέροντα». Ο Ενγκελς έγραφε σχετικά το 1884 στον Μπέμπελ: «Σε κάθε περίπτωση ο μοναδικός μας αντίπαλος τη μέρα της κρίσης και την επόμενη είναι η συνολική αντίδραση που συσπειρώνεται γύρω από την καθαρή δημοκρατία»(Μαρξ – Ενγκελς: «Εργα», γερμ. έκδ., τομ. 36, σελ. 253).
Αυτό το πρόβλημα είναι συνδεδεμένο με τη λύση πολλών δύσκολων προβλημάτων. Γιατί η οικοδόμηση του σοσιαλισμού απαιτεί αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, «γιατί η νέα οργάνωση της παραγωγής είναι μια δύσκολη υπόθεση ακόμα και γιατί οι ριζικές αλλαγές σ’ όλα τα επίπεδα της ζωής χρειάζονται χρόνο και τελικά γιατί η πανίσχυρη δύναμη της συνήθειας στη μικροαστική και αστική οικονομία μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με μακρόχρονο επίμονο αγώνα… Σ’ ολόκληρο αυτό το διάστημα θα προβάλλουν αντίσταση τόσο οι καπιταλιστές και ταυτόχρονα οι πολυάριθμοι υπηρέτες τους από την αστική διανόηση που είναι συνειδητά αντίθετοι, όσο και η τεράστια μάζα των εργαζομένων που είναι βραχυκυκλωμένοι σε μικροαστικές συνήθειες και παραδόσεις, συμπεριλαμβανομένων και των αγροτών, και που γενικά αντιτίθενται όχι συνειδητά. Οι αμφιταλαντεύσεις είναι αναπόφευκτες σ’ αυτά τα στρώματα»(Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», γερμ. εκδ., τομ. 29, σελ. 377, κ.ε.).
Ο Λένιν λέει παρακάτω ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού «είναι το έργο μιας μακρόχρονης, δύσκολης, σκληρής, ταξικής πάλης, που δε σταματά μετά την πτώση της εξουσίας του κεφαλαίου, μετά την καταστροφή του αστικού κράτους και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου (όπως το φαντάζονται μερικοί χοντροκέφαλοι από τον παλιό σοσιαλισμό και την παλιά σοσιαλδημοκρατία), αλλά αλλάζει μορφές και μάλιστα από πολλές απόψεις γίνεται σκληρότερη. Στον ταξικό αγώνα ενάντια στην αντίσταση της αστικής τάξης, ενάντια στην αδράνεια, τον κομφορμισμό, την αναποφασιστικότητα και τις αμφιταλαντεύσεις των μικροαστών, το προλεταριάτο πρέπει να υπερασπίζει την εξουσία του, να εντείνει την οργανωτική του επιρροή, να πετυχαίνει την “ουδετερότητα” εκείνων των στρωμάτων, που φοβούνται να εγκαταλείψουν την αστική τάξη και ακολουθούν το προλεταριάτο πολύ διστακτικά»(Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», γερμ. έκδ., τομ. 29, σελ. 378).
Και η αστική τάξη προσπάθησε επανειλημμένα, να οργανώσει κι άλλες μορφές αντεπανάστασης, όπως η απόπειρα να ανατρέψει το σοσιαλισμό στη ΓΛΔ τον Ιούνη του 1953, να κάνει το ίδιο πράγμα το φθινόπωρο του 1956 στην Ουγγαρία και μετά πάλι το 1968 στην Τσεχοσλοβακία, όπως και στη ΛΔ Πολωνίας το 1980.
Το ΚΚΕ, με τα συμπεράσματα και τους προβληματισμούς της Πανελλαδικής του Συνδιάσκεψης, τον Ιούλη του 1995, για τις «αιτίες της ανατροπής του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη», έκανε ένα πρώτο βήμα στη μελέτη αυτής της αρνητικής για τους λαούς εξέλιξης. Σειρά επιπλέον διαπιστώσεων και εκτιμήσεων έγιναν στις «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 60 χρόνια από τη μεγάλη Αντιφασιστική Νίκη των Λαών – Μάης 2005».
Σήμερα το ΚΚΕ, έχοντας το ίδιο αποκτήσει μεγαλύτερη ωριμότητα και γνώση ιστορικών πηγών, αλλά και παρακολουθώντας και προβληματισμούς που αναπτύσσονται σε διεθνές επίπεδο από μαρξιστές επιστήμονες, επιχειρεί να βαθύνει περισσότερο στις αιτίες της αντεπαναστατικής ανατροπής, δίχως να θεωρεί ότι η διερεύνηση έχει εξαντληθεί.
Η ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος αποτελεί αντεπανάσταση, γιατί έφερε την κοινωνική οπισθοδρόμηση…
Θεωρούμε θεμελιακό ζήτημα την αναγνώριση ότι σε αυτές τις χώρες βρισκόταν σε εξέλιξη η σοσιαλιστική οικοδόμηση, με τις αδυναμίες, τα λάθη και τις παρεκκλίσεις της. Δεν επρόκειτο για κάποιο «μεταβατικό εκμεταλλευτικό σύστημα», για μορφή «κρατικού καπιταλισμού», όπως ισχυρίζονται ορισμένα ρεύματα στο εργατικό κίνημα.
Το γεγονός ότι στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες η ανατροπή καθοδηγήθηκε από τις κομματικές και κρατικές ηγεσίες δείχνει αυτό που επιβεβαιώνει όλη η ιστορία του εργατικού κινήματος: Ο οπορτουνισμός στην εξέλιξή του, ιδιαίτερα σε συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης, ολοκληρώνεται σε αντεπαναστατική δύναμη.
Οι αντίπαλοί μας, διαστρεβλώνοντας τις θέσεις μας, ισχυρίζονται ότι το ΚΚΕ ανάγει το όλο ζήτημα των αιτιών των αντεπαναστατικών ανατροπών στην υπονομευτική δράση πρακτόρων του ιμπεριαλισμού στο κόμμα και στο κράτος. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί εκχυδαϊσμό των θέσεων του ΚΚΕ. Εχει στόχο να παρουσιάσει τη σκέψη του Κόμματος κατώτερη των περιστάσεων, να το απαξιώσει στα μάτια των εργαζομένων που προβληματίζονται.
Η ιμπεριαλιστική περικύκλωση του σοσιαλιστικού συστήματος αποτέλεσε ισχυρό ενισχυτή των εσωτερικών προβλημάτων και αντιθέσεων. Οδηγούσε σε αποφάσεις που δυσκόλευαν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Η κούρσα των εξοπλισμών απορροφούσε ένα μεγάλο μέρος από τους πόρους της Σοβιετικής Ενωσης.
Η γραμμή της ειρηνικής συνύπαρξης, όπως αναπτύχθηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ως ένα βαθμό στο 19ο (Οκτώβρης 1952) και κυρίως στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (Φλεβάρης του 1956), επέτρεψε την καλλιέργεια ουτοπικών αντιλήψεων ότι είναι δυνατόν ο ιμπεριαλισμός να παραιτηθεί από τον πόλεμο και τα στρατιωτικά μέσα.
Στη διαμόρφωση του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων έπαιξαν σοβαρό ρόλο οι εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, ζητήματα της στρατηγικής του. Η απόφαση για την αυτοδιάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Μάης – Ιούνης του 1943) σηματοδότησε την απουσία κέντρου επεξεργασίας επαναστατικής στρατηγικής απέναντι στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Παρότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος διαμόρφωσε συνθήκες μεγάλης όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων, η αντιφασιστική πάλη οδήγησε στην ανατροπή της αστικής εξουσίας μόνο σε χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, με την καθοριστική συμβολή του Κόκκινου Στρατού, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο.
Στην καπιταλιστική Δύση τα Κομμουνιστικά Κόμματα δεν μπόρεσαν να επεξεργαστούν στρατηγική μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου ή του απελευθερωτικού αγώνα σε πάλη για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας. Μετέθεσαν στο μέλλον το στόχο του σοσιαλισμού και έθεσαν καθήκοντα που περιόριζαν την πάλη στο μέτωπο κατά του φασισμού. Κυριάρχησε η αντίληψη ότι μπορούσε, ανάμεσα στην αστική και στην επαναστατική εργατική εξουσία, να υπάρξει ενδιάμεση εξουσία, με δυνατότητα να μετεξελιχθεί σε εργατική.
Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου φάνηκε η έλλειψη οργανωτικής σύνδεσης των Κομμουνιστικών Κομμάτων για τη διαμόρφωση αυτοτελούς ενιαίας στρατηγικής απέναντι στην ενιαία στρατηγική του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Το «Γραφείο Πληροφοριών» των Κομμουνιστικών Κομμάτων, που συγκροτήθηκε το 1947 και αυτοδιαλύθηκε το 1956 και οι διεθνείς Διασκέψεις των Κομμουνιστικών Κομμάτων που γίνονταν στη συνέχεια, δεν κατόρθωσαν να συμβάλουν στην ιδεολογική ενότητα και στη χάραξη επαναστατικής στρατηγικής.
Στις αναλύσεις του διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος δεν εκτιμήθηκε ανάλογα η ευέλικτη τακτική του καπιταλισμού. Οι αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, που βεβαίως περιείχαν και το στοιχείο της εξάρτησης, όπως συμβαίνει στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, δεν αναλύθηκαν με αυτόν τον τρόπο, γεγονός που οδήγησε σε επιλογή συμμαχίας και με δυνάμεις της αστικής τάξης που χαρακτηρίζονταν ως «εθνικές», ενάντια στις λεγόμενες ξενόδουλες. Επιπλέον, δε βγήκαν σωστά και ολοκληρωμένα συμπεράσματα από τις κομματικές ηγεσίες, σχετικά με την ανοιχτή αντεπαναστατική δράση του ιμπεριαλισμού, αρχικά στη ΛΔ Γερμανίας και στη συνέχεια στην Ουγγαρία, στην Πολωνία, στην Τσεχοσλοβακία.
Η πολιτική συνεργασίας σειράς Κομμουνιστικών Κομμάτων με τη σοσιαλδημοκρατία εντασσόταν στη στρατηγική της «αντιμονοπωλιακής διακυβέρνησης», μια μορφή σταδίου ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, που εκφράστηκε και με κυβερνήσεις διαχείρισης του καπιταλισμού.
Από την άλλη, αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, ο ιμπεριαλισμός, υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, ξεκίνησε τον «ψυχρό πόλεμο».
Ο «ψυχρός πόλεμος» περιλάμβανε την οργάνωση ψυχολογικού πολέμου κατά των σοσιαλιστικών χωρών, την ένταση των στρατιωτικών εξοπλισμών, δίκτυα υπονόμευσης και δολιοφθοράς του σοσιαλιστικού συστήματος, ανοιχτές προκλήσεις από τον ιμπεριαλισμό και υποδαύλιση αντεπαναστατικών εξελίξεων, διαφοροποιημένη οικονομική και διπλωματική πολιτική απέναντι στα νέα εργατικά καθεστώτα, για να διασπάσει τη συμμαχία τους με την ΕΣΣΔ. Ταυτόχρονα, το ιμπεριαλιστικό σύστημα προχωρούσε στη συγκρότηση στρατιωτικών, πολιτικών, οικονομικών συνασπισμών και οργανισμών διεθνούς δανεισμού, όπως το ΝΑΤΟ, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η Παγκόσμια Τράπεζα, διεθνικές συμφωνίες εμπορίου, που εξασφάλιζαν το συντονισμό των καπιταλιστικών κρατών.
Και από τα δύο τμήματα του Κομμουνιστικού Κινήματος, εξουσίας και μη, δεν εκτιμήθηκε σωστά ο παγκόσμιος συσχετισμός των δυνάμεων, ενώ υποτιμήθηκε η δυναμική της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης του καπιταλισμού.
Παράλληλα, βάθυνε η κρίση στο διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, που εκδηλώθηκε αρχικά με την πλήρη διακοπή των σχέσεων ΚΚΣΕ – ΚΚ Κίνας και Αλβανίας. Στη συνέχεια, οι δυσκολίες μεγάλωσαν με τη μορφοποίηση του δεξιού οπορτουνισμού στο Κομμουνιστικό Κίνημα της Δυτικής Ευρώπης, στο ρεύμα του λεγόμενου «ευρωκομμουνισμού», που ανοιχτά συνέκλινε με τη σοσιαλδημοκρατία.
Και από τις δύο αυτές πλευρές εκδηλώθηκε και έγινε συστατικό στοιχείο της πολιτικής τους ο αντισοβιετισμός. Από την πλευρά του ΚΚ Κίνας πήρε ακόμα πιο ωμή έκφραση.
Η αλληλεπίδραση τότε του οπορτουνισμού μεταξύ των Κομμουνιστικών Κομμάτων των καπιταλιστικών χωρών και των Κομμουνιστικών Κομμάτων εξουσίας ενισχύθηκε σε συνθήκες απειλών για ένα πυρηνικό πλήγμα εναντίον των σοσιαλιστικών κρατών.
Στα ντοκουμέντα της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ, τον Ιούλη του 1995, για τις «αιτίες της ανατροπής του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη», αναφέρεται ότι «προοδευτικά εξασθένισε ο πρωτοποριακός ρόλος του Κόμματος (…)».
Η επαναστατική εργατική εξουσία πρέπει να ανατρέψει ριζικά και να αναμορφώσει όλες τις κοινωνικές σχέσεις που κληρονόμησε από τον καπιταλισμό, να οικοδομήσει συνειδητά τον νέο τρόπο παραγωγής, λύνοντας τις κοινωνικές αντιθέσεις προς όφελος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Γι’ αυτό συναντά μεγάλες δυσκολίες στην οικοδόμηση, επέκταση, πλήρη ανάπτυξη και κυριαρχία των νέων σχέσεων παραγωγής και κατανομής. Τέτοιες δυσκολίες δε συνάντησε ο καπιταλισμός.
Η σοσιαλιστική κοινωνία φέρνει σε όλα τα επίπεδα έντονα τα σημάδια της καπιταλιστικής κοινωνίας, από την οποία προέκυψε. Στο σοσιαλισμό εξαλείφεται η ταξική εκμετάλλευση, αλλά όχι και κάθε κοινωνική ανισότητα και διαστρωμάτωση, που αντανακλώνται στη συνείδηση, στη στάση ζωής. Κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση πρέπει να εξαλειφθούν και οι διαφορές ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, ανάμεσα στη χειρωνακτική και την πνευματική εργασία. Μόνο τότε θα μπορούμε να πούμε ότι καρφώσαμε «το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της καπιταλιστικής κοινωνίας, που τη θάβουμε εμείς», όπως έγραψε ο Λένιν.
Η πάλη για τη θεμελίωση και ανάπτυξη της νέας κοινωνίας καθοδηγείται από την επαναστατική εργατική εξουσία με πυρήνα της το Κομμουνιστικό Κόμμα, που δρα συνειδητά με βάση τους νόμους κίνησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Επομένως, η επιστημονικότητα και ταξικότητα της πολιτικής του Κομμουνιστικού Κόμματος, η ανάπτυξη της θεωρίας του επιστημονικού σοσιαλισμού – κομμουνισμού, πρώτα απ’ όλα από το Κομμουνιστικό Κόμμα, είναι αδήριτη προϋπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Σε αυτό το καθήκον δεν αντεπεξήλθαν με επιτυχία τα κόμματα εξουσίας. Και στο βαθμό που η πολιτική της σοσιαλιστικής εξουσίας δεν έλυνε προς όφελος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης τις αντιθέσεις, αυτές εξελίχθηκαν σε ανταγωνιστικές. Δεν επιβεβαιώθηκε η οπορτουνιστική θεωρία ότι μη ανταγωνιστικές αντιθέσεις δεν μπορούν να εξελιχθούν σε ανταγωνιστικές.
Μεταπολεμικά, όπως επεσήμαινε το 19ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, παρά τις επιτυχίες που υπήρξαν στην εκπλήρωση του 4ου πεντάχρονου πλάνου (1946 – 1950), υπήρχαν προβλήματα που αφορούσαν στον εκσυγχρονισμό και στην ανάπτυξη μέσων παραγωγής, στη διεύθυνση των επιχειρήσεων και στο επίπεδο της κοινωνικής ευημερίας.
Από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το 1956 και μετά, για την επίλυση τέτοιων προβλημάτων υιοθετήθηκαν σταδιακά λαθεμένες θεωρητικές προσεγγίσεις και εφαρμόστηκαν οπορτουνιστικές πολιτικές στην οικονομία, που επεκτάθηκαν στη σοσιαλιστική εξουσία και στις διεθνείς σχέσεις. Ταυτόχρονα, με πρόσχημα την καταπολέμηση της «προσωπολατρίας», ξεδιπλώθηκε μια αχαλίνωτη εκστρατεία κατά της πολιτικής του σοβιετικού κράτους επί Στάλιν, άνοιξε ο δρόμος για τη μεγάλη δεξιά οπορτουνιστική στροφή του παγκόσμιου Κομμουνιστικού Κινήματος.
Αντί να ενισχυθούν οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής/ κατανομής, ενισχύθηκαν οι εμπορευματικές, δυνάμει καπιταλιστικές, σχέσεις. Αρχισε να υποχωρεί ο κεντρικός σχεδιασμός και να διαβρώνεται η κοινωνική ιδιοκτησία. Σημαντικό μέρος των αγροτικών προϊόντων της ατομικής και συνεταιριστικής παραγωγής πουλιόνταν ελεύθερα στην αγορά, δηλαδή με ανώτατο όριο στη διακύμανση των τιμών. Ακόμα πιο έντονη ήταν η κοινωνική διαφοροποίηση στη βιομηχανία. Ο παράνομος πλουτισμός, το λεγόμενο «σκιώδες κεφάλαιο», επιδίωκε τη νόμιμη λειτουργία του ως κεφάλαιο στην παραγωγή, δηλαδή επιδίωκε την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Επέδρασε στο Κόμμα, ενισχύοντας την οπορτουνιστική διάβρωση και το σοσιαλδημοκρατικό εκφυλισμό.
Ο υποκειμενισμός στην εκτίμηση της πορείας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης ως «αναπτυγμένου σοσιαλισμού» και η ανάπτυξη του οπορτουνισμού, καταγράφηκαν στις εκτιμήσεις του 21ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, το 1959: «Ο σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ νίκησε ολοκληρωτικά, οριστικά (…) μπήκε στην περίοδο της πλατιάς οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας». Ενώ το 22ο Συνέδριο, το 1961, ψήφισε το «Πρόγραμμα οικοδόμησης του κομμουνισμού». Στις αλλαγές που έγιναν στο Σύνταγμα του 1977 θεσμοθετήθηκε το «παλλαϊκό κράτος» και το «παλλαϊκό κόμμα».
Η θεωρία του «παλλαϊκού κράτους» επέδρασε παραπέρα στην αλλοίωση των χαρακτηριστικών του κράτους, στην υποβάθμιση του ρόλου της εργατικής τάξης. Αλλοίωσε και το χαρακτήρα της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, ο προσδιορισμός του κόμματος ως «παλλαϊκού», σήμαινε αλλοίωση του εργατικού χαρακτήρα του.
Στα ντοκουμέντα της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ, τον Ιούλη του 1995, για τις «αιτίες της ανατροπής του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη», αναφέρεται ότι «προοδευτικά εξασθένισε ο πρωτοποριακός ρόλος του Κόμματος (…) Στην περίοδο της “περεστρόικα” η κατάσταση στο Κόμμα έφθασε στον εκφυλισμό». Δυνάμεις των ΚΚ, που δε διολίσθησαν συνειδητά προς τον οπορτουνισμό, θεώρησαν ως δεδομένο και αδιαμφισβήτητο τον ηγετικό ρόλο του Κόμματος στην κοινωνία.
Αδυνάτισε σταδιακά και τελικά εξαφανίστηκε ο έλεγχος του Κόμματος από τις εργατικές δυνάμεις. Παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας των κομμουνιστών. Διαμορφώθηκαν συνθήκες για να αναπτυχθεί ο καριερισμός των στελεχών.
Η εργατική τάξη, οι λαϊκές μάζες γενικότερα, δεν αρνούνταν το σοσιαλισμό. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα συνθήματα που χρησιμοποίησε η περεστρόικα ήταν «επανάσταση μέσα στην επανάσταση» και «περισσότερος σοσιαλισμός».
Το γεγονός ότι δεν αντέδρασε η εργατική τάξη κατά της αντεπανάστασης, εξηγείται από αυτούς και από άλλους λόγους.
Στο βαθμό που από τις ηγεσίες των Κομμουνιστικών Κομμάτων υιοθετήθηκαν επιλογές που διαβρώνανε τον κοινωνικό χαρακτήρα της ιδιοκτησίας και ενδυνάμωναν το στενό ατομικό συμφέρον, δημιουργούνταν αισθήματα αποξένωσης από την κοινωνική ιδιοκτησία και παράλληλα διαβρωνόταν η συνείδηση. Διευκολυνόταν ο δρόμος για την παθητικότητα και την αδιαφορία.
Η οπορτουνιστική διάβρωση του διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος ήταν μια διαδικασία μακρόχρονη, με βαθιές ρίζες στην καπιταλιστική ανάπτυξη του 20ού αιώνα, που δεν αναλύθηκε έγκαιρα και αντικειμενικά. Η αλληλεπίδραση μεταξύ του οπορτουνισμού στα Κομμουνιστικά Κόμματα αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών και στο ΚΚΣΕ και στα άλλα Κομμουνιστικά Κόμματα εξουσίας χρειάζεται παραπέρα ιστορική διερεύνηση, αναγκαία για την ιδεολογική και πολιτική ισχυροποίηση και ενότητα του Κομμουνιστικού Κινήματος στον 21ο αιώνα.
Το ίδιο αναγκαία είναι η εξαγωγή και αφομοίωση συμπερασμάτων από την ανάπτυξη και εξέλιξη της ταξικής πάλης κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση του 20ού αιώνα. Η μελλοντική σοσιαλιστική οικοδόμηση με βεβαιότητα θα ξεκινήσει και θα εξελιχθεί σε ανώτερο επίπεδο συγκριτικά με αυτό του 20ού αιώνα. Είναι όμως επίσης βέβαιο ότι θα αναμετρηθεί εξίσου σκληρά με την καπιταλιστική κληρονομιά στο οικονομικό, στο πολιτικό και στο ιδεολογικό επίπεδο.
Σήμερα, για το εργατικό κίνημα στις χώρες του καπιταλισμού, παραμένει το πρόβλημα του μαζικού εγκλωβισμού στις δομές του συστήματος (κοινοβουλευτικές, κυβερνητικού και εργοδοτικού ελέγχου, συνδικαλιστικές, της Τοπικής Διοίκησης και άλλες). Η ισχυρή αστική ιδεολογική επίδραση στο εργατικό κίνημα εκφράζεται και με τον αναθεωρητισμό και τον οπορτουνισμό σε μια σειρά Κομμουνιστικά Κόμματα.
Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, αποδείχνεται ότι ο ταξικός αγώνας δεν μπορεί να είναι κυρίως αμυντικός, για τη διαφύλαξη κάποιων κατακτήσεων, τη στιγμή που αλλάζουν οι άμεσες ανάγκες τόσο του κεφαλαίου όσο και της εργατικής τάξης. Αποτελέσματα άμεσα και κυρίως προοπτικής μπορεί να δώσει μόνο η πολιτικοποίηση της δράσης, με αιτήματα που συγκρούονται με τη στρατηγική του κεφαλαίου, διεκδικούν τον παραγόμενο πλούτο σε όφελος των άμεσων παραγωγών του και ταυτόχρονα προετοιμάζουν τον υποκειμενικό παράγοντα για την κατάκτηση της εξουσίας. Τέτοιοι αγώνες μπορούν να διαμορφώνουν συσχετισμούς δυνάμεων υπέρ της εργατικής τάξης και των δυνάμει συμμάχων της, των λαϊκών στρωμάτων.
Από τα κορυφαία καθήκοντα του κομμουνιστικού ιδεολογικού μετώπου είναι να αποκατασταθεί στα μάτια των εργαζομένων η αλήθεια για το σοσιαλισμό του 20ού αιώνα, χωρίς εξιδανικεύσεις, αντικειμενικά και απαλλαγμένη από τις συκοφαντίες της αστικής τάξης. Η υπεράσπιση των νομοτελειών του σοσιαλισμού και ταυτόχρονα η υπεράσπιση της προσφοράς του σοσιαλισμού του 20ού αιώνα, απαντούν στις οπορτουνιστικές θεωρίες περί «μοντέλων» του σοσιαλισμού προσαρμοσμένων στις «εθνικές» ιδιομορφίες, αλλά και στην ηττοπαθή λαθολογία. Η υπεράσπιση αυτής της προσφοράς αποτελεί για το ΚΚΕ κριτήριο στις σχέσεις με άλλα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα, για τη συγκρότηση του κομμουνιστικού πόλου στο διεθνές κίνημα.
Η συκοφαντία και η αντικομμουνιστική σταυροφορία δεν μπορούν να κρύψουν για πολύ την αλήθεια. Ο αντικομμουνισμός, που στοιχείο του είναι και το ξαναγράψιμο της Ιστορίας, αποτελεί και ένδειξη φόβου της αστικής τάξης.
Επιβεβαιώθηκε ότι δεν υπάρχει υπερταξικός ή τρίτος δρόμος ανάπτυξης. `Η θα υπηρετεί τον ιμπεριαλισμό, δηλαδή τη διαχείριση του καπιταλιστικού συστήματος, ή θα υπηρετεί το λαό…
Η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα δε θα μείνουν καθηλωμένα στο χτες. Στην εργατική τάξη, ιδιαίτερα στις νέες γενιές της, όπως και στις νέες γενιές των λαϊκών στρωμάτων, αξίζει μόνο ένα μέλλον, αυτό που φοβάται ο ιμπεριαλισμός: Το σοσιαλιστικό – κομμουνιστικό.(Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 90 χρόνια της μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία).
Πηγές:
1. «Τσεχοσλοβακία ’68 και ο προλεταριακός διεθνισμός», εκδόσεις «Ειρήνη», 1978.
2. «Η ιμπεριαλιστική αντεπανάσταση», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 1982.
Σήμερα θα σταθούμε σ’ αυτά καθεαυτά τα γεγονότα, τα οποία επίσης δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Η αντιπαράθεση σε διεθνές επίπεδο, ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, είχε από τη σκοπιά των ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών και στόχους συγκεκριμένους και διεξαγόταν με συγκεκριμένα μέσα. Ο ιμπεριαλισμός είχε επεξεργασμένη ευέλικτη στρατηγική για την ανατροπή του σοσιαλισμού, ενιαία στρατηγική ενάντια στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Και αυτό θα αποδείξουμε παρακάτω με ντοκουμέντα.
Από το Φλεβάρη ακόμη του 1948, όταν η εργατική τάξη της Τσεχοσλοβακίας με τους συμμάχους της μετέτρεψαν την κρίση που δημιουργήθηκε σε πάλη για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, η Τσεχοσλοβακία έγινε αντικείμενο ενός εκτεταμένου πολιτικού και ιδεολογικού πολέμου από το διεθνή ιμπεριαλισμό, με στόχο την ανατροπή της εργατικής εξουσίας. Σ’ αυτόν τον πόλεμο, σημαντικό ρόλο έπαιζαν και οι πρώην καπιταλιστές που έφυγαν μετά την επανάσταση από τη χώρα και ζούσαν σαν «πρόσφυγες» στην καπιταλιστική Δύση, οι οποίοι συνέχιζαν να διατηρούν σχέσεις με αντιδραστικές δυνάμεις μέσα στην Τσεχοσλοβακία. Ουσιαστικά, μέσα στη χώρα, διεξαγόταν στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού ταξική πάλη με την αμέριστη βοήθεια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Πάλη, η οποία το 1968 εκφράστηκε από οργανώσεις που είχαν συγκροτηθεί ενάντια στη σοσιαλιστική εξουσία. Και έφεραν τη χώρα στα πρόθυρα ανατροπής του σοσιαλιστικού καθεστώτος. Αλλά τόσο η ηγεσία του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, όσο και η κυβέρνηση δεν αντιμετώπιζαν την αντεπαναστατική πάλη. Στο κόμμα διείσδυσαν οπορτουνιστικές και αντισοσιαλιστικές δυνάμεις.
Στην απόφαση της ΚΕ του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας το Δεκέμβρη του 1970 με θέμα: «Μαθήματα από την Κοινωνική και Κομματική κρίση μετά το 13ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας», γίνεται η εκτίμηση: «Είχε υποτιμηθεί ο κίνδυνος να διεισδύσει στις γραμμές μας ο δεξιός οπορτουνισμός και ο αναθεωρητισμός. Η ιδεολογική δραστηριότητα χαρακτηριζόταν από αμυντικό πνεύμα και επιείκεια… Το κόμμα αφοπλίστηκε σιγά – σιγά στον ιδεολογικό τομέα… Γύρω από το διασπαστικό πυρήνα των δεξιών αναθεωρητικών δυνάμεων μέσα στο κόμμα σχηματίστηκε ένα αντιπολιτευτικό ρεύμα, που σιγά – σιγά εισέδυε όλο και σε μεγαλύτερο αριθμό οργανώσεων. Το ρεύμα αυτό έκανε δική του πολιτική πλατφόρμα και οργανωτική δομή… Οταν οι οπορτουνιστικές και αντισοσιαλιστικές δυνάμεις ανέλαβαν να κάνουν στην Τσεχοσλοβακία ανοιχτό πόλεμο ενάντια στις βασικές αρχές του κόμματος και του σοσιαλισμού και όταν το διαβρωτικό αυτό έργο δε συναντούσε πια αποφασιστική αντίσταση, ο ιμπεριαλισμός, που δρούσε από το εξωτερικό, πέρασε κι αυτός στην επίθεση. Εδώ βρίσκεται και το μυστικό της βιαιότητας της ταξικής πάλης…».
Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο εμφανίστηκαν ανοιχτά να δρουν ενάντια στο σοσιαλιστικό κράτος και το ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, με σκοπό την παλινόρθωση του καπιταλισμού, αντικομμουνιστικές οργανώσεις, όπως η Κ-231 και η Λέσχη των λεγόμενων ακομμάτιστων ΚΑΝ, με επικεφαλής τον Β. Χάβελ, ο οποίος διατέλεσε και Πρόεδρος της Τσεχίας μετά την αντεπανάσταση στα 1989, που είχαν διασυνδέσεις με διάφορα ιμπεριαλιστικά επιτελεία. Και που έκαναν δυναμική εμφάνιση την Πρωτομαγιά του 1968 στην Πράγα, με αντισοσιαλιστικά – αντικομμουνιστικά συνθήματα και διακηρύξεις για εγκαθίδρυση αστικού πολιτικού συστήματος. Στην ουσία, η αντεπανάσταση έκανε ανοιχτά την εμφάνισή της. Στην ίδια κατεύθυνση άρχισαν να δρουν, τόσο το Σοσιαλιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας, που καθοδηγούνταν από τη Σοσιαλιστική Διεθνή, όσο και το Λαϊκό Κόμμα, ενώ ανάλογη δραστηριότητα ανέπτυσσε και η εκκλησιαστική οργάνωση «Εργο της Εκκλησιαστικής Αναγέννησης». Ολες αυτές οι οργανώσεις ενοποίησαν τη δράση τους, ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφορές τους σ’ ένα σκοπό: Την ανατροπή της σοσιαλιστικής εξουσίας.
Η αντεπανάσταση, που ξέσπασε τον Αύγουστο του 1968, οδηγούσε τη χώρα στον εμφύλιο πόλεμο με την αποφασιστική συνδρομή του διεθνούς ιμπεριαλισμού μέσω των αντισοσιαλιστικών δυνάμεων. Στην ίδια απόφαση της ΚΕ του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, γίνεται η εξής εκτίμηση: «Τον Αύγουστο του 1968, η αντεπανάσταση πήρε επικίνδυνη έκταση στην Τσεχοσλοβακία και η χώρα βρέθηκε στο χείλος του εμφυλίου πολέμου. Το ερώτημα “ποιος θα επιβληθεί” γινόταν πιεστικό. Θα επικρατούσε η αντεπανάσταση με τη βοήθεια της διεθνούς αντίδρασης και θα ολοκλήρωνε το ολέθριο έργο της ή οι σοσιαλιστικές δυνάμεις θα κατάφερναν να αποκρούσουν την αντεπανάσταση και να σώσουν την υπόθεση του σοσιαλισμού;».
Ηδη από τις 12 του Μάη 1968 ο Βασίλ Μπίλακ, μέλος του Προεδρείου του ΚΚ Τσ., είχε δηλώσει μιλώντας σ’ ένα αχτίφ των Α΄ Γραμματέων των Περιφερειακών και Νομαρχιακών Επιτροπών του Κομμουνιστικού Κόμματος: Επιτρέπουμε «να γίνεται επίθεση ενάντια στον κομματικό μηχανισμό, ενάντια στα όργανα ασφαλείας, στα δικαστήρια, στην εισαγγελία, στα πολιτικά στελέχη. Προσβάλλονται μήπως οι στρατηγοί, οι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες κλπ., προσβάλλονται οι διοικητές συνταγμάτων; Οχι, μόνον οι πολιτικοί συνεργάτες του στρατού είναι στόχοι της επίθεσης, με λίγα λόγια, ό,τι μυρίζει κομμουνισμό πρέπει να υποσκαφθεί. Οι κλασικοί δίδαξαν ότι αν θέλουμε να πάρουμε το κράτος και την εξουσία, πρέπει να συντρίψουμε τον παλιό κρατικό μηχανισμό. Αυτό κάνουν τώρα. Εμείς όμως κάνουμε σαν να μη βλέπουμε ότι εδώ γίνεται αγώνας για την εξουσία» (Βασίλ Μπίλακ: «Η αλήθεια παραμένει αλήθεια. Επιλογή ομιλιών και άρθρων», 1967-1970, Βερολίνο, 1973, σελ. 75).
Το «ποιος ποιον» και η εσωτερική υπονόμευση
Το ερώτημα «ποιος θα επιβληθεί», τον Αύγουστο του 1968, γινόταν
πιεστικό. Θα επικρατούσε η αντεπανάσταση με τη βοήθεια της διεθνούς
αντίδρασης και θα ολοκλήρωνε το ολέθριο έργο της ή οι σοσιαλιστικές
δυνάμεις θα κατάφερναν να αποκρούσουν την αντεπανάσταση και να σώσουν
την υπόθεση του σοσιαλισμού;Οι συνεπείς επαναστατικές δυνάμεις του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο της ανατροπής και του εμφυλίου, ζήτησαν τη διεθνιστική βοήθεια των σύμμαχων σοσιαλιστικών χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας, αποτρέποντας την αντεπανάσταση. Την αντεπαναστατική δράση στην Τσεχοσλοβακία όπως και αυτήν στην Ουγγαρία το 1956, το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και ιδιαίτερα τα κόμματα εξουσίας, φαίνεται ότι τις υποτίμησαν και ως προς τη στρατηγική του ιμπεριαλισμού για ανατροπή από τα μέσα, μέσω της οπορτουνιστικής διάβρωσης και της επικράτησης αντεπαναστατικών στοιχείων στις κρατικές και κομματικές ηγεσίες, όπως αποδείχτηκε με τις ανατροπές του 1989-1991, αλλά και ως προς την πολιτική που ακολουθούσαν για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, στην πορεία προς τον κομμουνισμό.
Είναι γεγονός ότι η νίκη της επανάστασης δεν καταργεί αυτόματα τους κινδύνους ανατροπής της νέας εξουσίας από τους καπιταλιστές. Η πάλη στο εσωτερικό των χωρών που οικοδομούν τη νέα κοινωνία συνεχίζεται, με δεδομένο και το διεθνή ιμπεριαλιστικό περίγυρο που επίσης δρα ενάντια στην επανάσταση και την εργατική εξουσία. Ετσι οι αντιδραστικές δυνάμεις που υπήρχαν μέσα στην Τσεχοσλοβακία, στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού διεξήγαγαν ταξική πάλη με την αμέριστη βοήθεια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για την ανατροπή του.
Ο τότε εμπειρογνώμονας προγραμματισμού του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και αργότερα σύμβουλος του Προέδρου Κάρτερ, Μπρεζίνσκι, έγραφε σχετικά με τα ανατρεπτικά σχέδια: «Η πιο επιθυμητή μορφή αλλαγής θα άρχιζε με μια εσωτερική φιλελευθεροποίηση των ανατολικοευρωπαϊκών κρατών… Η Ανατολική Ευρώπη με τους ιστορικούς δεσμούς της με τη Δύση και με τις προοδευτικότερες συνθήκες διαβίωσης πριν την κατάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές, θα πραγματοποιήσει την αλλαγή αναμφισβήτητα γρηγορότερα από τη Ρωσία. Αυτό ισχύει κύρια για την Τσεχοσλοβακία και λιγότερο για την Ουγγαρία και την Πολωνία»(Μπρεζίνσκι: «Εναλλακτική λύση της διαίρεσης», Κολωνία, Δυτ. Βερολίνο, 1966, σελ. 179).
Αυτές δεν είναι κάποιες προσωπικές σκέψεις του Μπρεζίνσκι, αλλά η κοινή στρατηγική του ιμπεριαλισμού. Ετσι, όπως είναι γνωστό, και ο Φραντς Γιόζεφ Στράους, πριν χρόνια στο προγραμματικό φυλλάδιο «Προσχέδιο για την Ευρώπη», όρισε ως καθήκον της πολιτικής της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να προωθεί «μια εξέλιξη που βρίσκεται στα πρώτα στάδια» σε μερικές ανατολικοευρωπαϊκές χώρες και «να την οδηγήσει στο σημείο, από το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή» (Φραντς Γιόζεφ Στράους: «Προσχέδιο για την Ευρώπη»).
Τα σχέδια της CIA
Τον Ιούλη του 1968, είδε το φως της δημοσιότητας (χωρίς τη θέληση των
εκπονητών του) το «σχέδιο επιχειρήσεων», που επεξεργάστηκε το Πεντάγωνο
και η Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ (δηλαδή CIA), ενάντια στις
σοσιαλιστικές χώρες και ειδικά ενάντια στην Τσεχοσλοβακία…Στα παραρτήματα του σχεδίου είχαν γραφτεί λεπτομερειακά οι λεγόμενες «πρωτεύουσες ενέργειες» των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ και της κατασκοπίας τους ενάντια στις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Αυτές προβλέπουν πρώτα απ’ όλα την «απελευθέρωση της Ανατολικής Γερμανίας και της Τσεχοσλοβακίας». Είχαν καθοριστεί συγκεκριμένα οι εντολές υπονομευτικής δράσης.
Στους απεσταλμένους της CIA είχε ανατεθεί η αποστολή: «Η αποκατάσταση επαφών με τα ανατρεπτικά στοιχεία στις χώρες αυτές και η παροχή σ’ αυτά της σχετικής βοήθειας για την οργάνωση δολιοφθορών και εξεγέρσεων». Εντέλλονται οι ίδιοι να συλλέγουν συστηματικά τις εξής πληροφορίες:
- Να εξακριβωθούν τα αποτελέσματα της διεξαγωγής των ειδικών και ψυχολογικών επιχειρήσεων των συμμάχων.
- Να εξακριβωθεί η παρουσία οποιωνδήποτε οργανωμένων παράνομων ομάδων αντίστασης στην υπάρχουσα κυβέρνηση. Αν υπάρχουν τέτοιες, πού βρίσκονται και ποιες οι δυνατότητές τους; Ποιοι είναι οι καθοδηγητές τους, με ποιον τρόπο μπορούμε ν’ αποκαταστήσουμε επαφή μ’ αυτές;
- Ποιες ομάδες του πληθυσμού, ποιας επαγγελματικής, είτε οποιασδήποτε άλλης κατηγορίας, είναι περισσότερο πιθανόν ότι μπορούν να κάνουν ανταρσία είτε αυθόρμητη εξέγερση;
- Ποιοι συνασπισμοί ομάδων είναι αυτή τη στιγμή οι περισσότερο επιδεκτικοί στις ψυχολογικές επιχειρήσεις (σ.σ. δηλαδή στην υπονομευτική προπαγάνδα) της Δύσης;
- Πότε, πού και κάτω από ποιες συνθήκες, καθώς και με ποια καθοδήγηση απέξω μπορεί να δημιουργηθεί κίνημα αντίστασης, είτε εξέγερσης ενάντια στις υπάρχουσες κυβερνήσεις;
- Ο βαθμός διείσδυσης αντιπολιτευομένων δυνάμεων στο κομμουνιστικό κόμμα, οι δυνατότητές τους ν’ αντισταθούν στη δράση του κόμματος.
- Ενδείξεις, που να φανερώνουν ότι πολύ γρήγορα είτε στο μέλλον μπορεί να γίνει πραξικόπημα στην Τσεχοσλοβακία, είτε οποιεσδήποτε άλλες αλλαγές, οι οποίες θα εμποδίσουν τα σχέδια του NATO.
- Το βαθμό διείσδυσης των αντιπολιτευομένων δυνάμεων στα όργανα της κρατικής ασφάλειας, της στρατιωτικής αντικατασκοπίας, είτε στις κατασκοπευτικές υπηρεσίες της Τσεχοσλοβακίας και τις δυνατότητές τους να αντιδράσουν στις ενέργειες αυτών των οργάνων.
«Η Ευρώπη βρίσκεται λογικά στο κέντρο των συμφερόντων των Ενωμένων Πολιτειών στο εξωτερικό, και αν εκεί είχαν γίνει πραγματικά βήματα προς την κατεύθυνση της αυτοδιάθεσης της Ανατολικής Ευρώπης (διάβαζε: προς την κατεύθυνση της απόσπασης από τη σοσιαλιστική κοινότητα οποιουδήποτε από τα μέλη της), αυτό θα ήταν επιτυχία για την Ουάσιγκτον και πλήγμα για τη Μόσχα. Αυτό θα μπορούσε να αλλάζει το συσχετισμό των δυνάμεων στην Ευρώπη». Ο Αμερικανός γερουσιαστής Τέρμοντ, αναπτύσσοντας αυτήν την «κατευθυντήρια ιδέα», δήλωσε στις 2 Αυγούστου 1968 στο Κογκρέσο των ΗΠΑ: «Πολλοί από τους επισήμους κύκλους της Ουάσιγκτον προτιμούν να ελπίζουν ότι θα πετύχουν, τελικά, να αποσπάσουν τις σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης από τη Σοβιετική Ενωση και να τις πάρουν με το μέρος των ΗΠΑ»….
Στη γραμμή της «ήσυχης αντεπανάστασης» ανταποκρίνονταν πέρα για πέρα οι επόμενες κυνικές δηλώσεις του μέλους του αμερικάνικου Κογκρέσου Τζον Σέιλερ: «Ο καιρός για την εξέγερση δεν ήρθε ακόμα. Δεν πρέπει να σπρώχνουμε το λαό της Τσεχοσλοβακίας σε ανοιχτή επίθεση, αφού για την ώρα ο καιρός γι’ αυτό δεν ωρίμασε ακόμα». Ωστόσο, ο Σέιλερ τόνισε και πάλι ότι εκείνη η στιγμή θα «ωριμάσει» οπωσδήποτε.
Και η Δυτική Γερμανία στο «παιχνίδι»
Το Μάρτη του 1968 ο Στράους (σ.σ. ακροδεξιός Βαυαρός πολιτικός) σε
συνομιλία με υψηλές προσωπικότητες του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος
δήλωνε, ότι αρχίζοντας από το 1968 οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της
Δυτικής Γερμανίας έκαναν μεγάλη δουλειά για να διασύρουν την καθοδήγηση
του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας στα μάτια της τσεχοσλοβάκικης κοινής γνώμης.Για την επίτευξη αυτών των σκοπών αποφασίστηκε η διεξαγωγή ευρείας προπαγανδιστικής εκστρατείας για την απομάκρυνση από τις καθοδηγητικές θέσεις των κομμουνιστών που ήταν αφοσιωμένοι στην υπόθεση του σοσιαλισμού.
Ο γνωστός ειδικός του αντικομμουνισμού Κλάους Τένερτ, σχολιάζοντας από τη δυτικογερμανική τηλεόραση την κατάσταση στην Τσεχοσλοβακία, αποκάλυψε ανοιχτά τους υπολογισμούς των πολιτικών της Βόννης: «Αυτό, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί κίνητρο για τη γερμανική ανατολική πολιτική. Εγώ νομίζω ότι μπορούμε να συνεχίσουμε αυτήν την πολιτική. Αν η Τσεχοσλοβακία, είτε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης θα βαδίσουν προς τη σοσιαλδημοκρατία, τότε δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα μπορούμε να μιλάμε ασύγκριτα ευκολότερα με τη σοσιαλδημοκρατική Τσεχοσλοβακία, παρ’ όλο που τυπικά, ίσως, είναι ακόμα κομμουνιστική. Ξέχωρα απ’ αυτό, θα πρέπει να απομονώσουμε όλο και περισσότερο το Ανατολικό Βερολίνο»…
Τον Απρίλη – Μάη του 1968 έγιναν πολυάριθμες μυστικές συναντήσεις στο έδαφος της Βαυαρίας, της ηγεσίας του Χριστιανοσοσιαλιστικού κόμματος της Δυτικής Γερμανίας με αντιπροσώπους της Τσεχοσλοβάκικης Χριστιανοσοσιαλιστικής Ενωσης, όπου διεξήχθησαν συνομιλίες για την αποκατάσταση άμεσων επαφών ανάμεσα σ’ αυτά τα κόμματα.
Ειδικός ρόλος για την ιδεολογική προπαγάνδα στον πληθυσμό της ΣΔ Τσεχοσλοβακίας, είχε ανατεθεί στη δυτικογερμανική τηλεόραση, στους ραδιοφωνικούς σταθμούς και τον Τύπο. Εξάλλου, στη Βαυαρική επιτροπή του ραδιοσταθμού στο Μόναχο είχε δημιουργηθεί ειδική ομάδα ανταποκριτών, η οποία συγκέντρωνε και επεξεργαζόταν κατάλληλα πληροφορίες για την κατάσταση στη ΣΔ Τσεχοσλοβακίας και μετέδιδε ταχτική προπαγανδιστική ραδιοφωνική εκπομπή για την Τσεχοσλοβακία…
Το ΝΑΤΟ εν δράσει
Οι ιμπεριαλιστές σύνδεσαν στενά τα σχέδια της παραπέρα έντασης της
δράσης του επιθετικού συνασπισμού του NATO, με την εξέλιξη των γεγονότων
στην Τσεχοσλοβακία.«To NATO ετοίμασε σχέδια για την έξοδο της Τσεχοσλοβακίας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας». Μ’ αυτόν τον τίτλο η εφημερίδα του Λιβάνου «Αντ – Ντουνιά» της 11ης του Σεπτέμβρη δημοσίευε ανταπόκριση από τις Βρυξέλλες για μυστικές αποφάσεις του Συμβουλίου του NATO. Η εφημερίδα γράφει: «Το Συμβούλιο του Βορειοατλαντικού Συνασπισμού επεξεργάστηκε ειδικό πρόγραμμα για την Τσεχοσλοβακία με το κωδικοποιημένο όνομα “Ζέφυρος”. Το Συμβούλιο διαπίστωσε την ύπαρξη μερικών μεταρρυθμιστών, οι οποίοι επιθυμούν τη διεύρυνση των σχέσεων της Τσεχοσλοβακίας με την Ευρώπη σ’ όλους τους τομείς, και υπάρχει η δυνατότητα να εκμεταλλευτούμε τις υπηρεσίες αυτών των μεταρρυθμιστών.
Στη διάρκεια πλατιάς μελέτης της κατάστασης της Τσεχοσλοβακίας, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι τα μη ορθόδοξα στοιχεία άρχισαν να παίζουν μεγάλο ρόλο στην εξασθένιση της κομμουνιστικής ιδεολογίας στην Τσεχοσλοβακία και ότι στο μέλλον θα μπορέσουμε να στηριχτούμε σ’ αυτά τα στοιχεία. Τα μέλη του Συμβουλίου του NATO πείστηκαν ότι ύστερα από τα γεγονότα του 1948 στην Τσεχοσλοβακία παρέμειναν ομάδες του πληθυσμού, που δεν αναγνώρισαν την κομμουνιστική ιδεολογία και γι’ αυτό τρέφουν εχθρικές προς αυτήν διαθέσεις. Αυτές οι ομάδες ασχολούνται με μυστική δράση, που κατευθύνεται ενάντια στο σοσιαλιστικό δρόμο ανάπτυξης της Τσεχοσλοβακίας».
Οπως τονίζεται σε συνέχεια στην ανταπόκριση, «στο φως αυτών των πληροφοριών και των προτάσεων, το Συμβούλιο του NATO επεξεργάστηκε το πρόγραμμα “Ζέφυρος”, που έχει σκοπό τη δημιουργία στο εσωτερικό της Τσεχοσλοβακίας και γύρω από αυτήν κατάστασης, η οποία θα μπορούσε να συμβάλει στην ανακήρυξη ουδετερότητας και στην έξοδο της Τσεχοσλοβακίας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας».
Τέλος, η εφημερίδα υπογραμμίζει: «Το Συμβούλιο του NATO θεώρησε σκόπιμο να συνεχίσει τη δουλειά της “ζεύξης γεφυρών” με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Είχε προβλεφτεί ότι η Τσεχοσλοβακία θα μπορούσε να ετοιμαστεί για ανακήρυξη ουδετερότητας τον ερχόμενο χρόνο, αν τα γεγονότα εκεί εξελίσσονταν προς όφελος της αντιπολίτευσης, στην οποία το NATO έτρεφε μεγάλες ελπίδες, υπολογίζοντας να τη χρησιμοποιήσει για τον προσανατολισμό της γενικής πολιτικής της Τσεχοσλοβακίας προς το συμφέρον του».
Η φινλανδική εφημερίδα «Πιαβιάν Σανομάτ» στις 6 του Σεπτέμβρη δημοσίευσε άρθρο, όπου ξεσκεπάζει το ρόλο του NATO στα γεγονότα της Τσεχοσλοβακίας. Στο άρθρο, αίφνης, αναφέρεται: «Δεν είναι καθόλου μυστικό ότι το γενικό επιτελείο του NATO “ανέλαβε την προετοιμασία” του τσεχοσλοβάκικου ζητήματος μερικούς μήνες πριν από τα γεγονότα του Αυγούστου. Πρώτα απ’ όλα, ενδιαφέρθηκε για το δυνάμωμα της έντασης στην Τσεχοσλοβακία.
Σύμφωνα με θετικές πηγές από τις Βρυξέλλες, κάτω από τις διαταγές του γενικού επιτελείου του NATO, εργάζεται ειδική οργάνωση, που διαθέτει στελέχη και τεχνικά μέσα για μόνιμη δουλειά πάνω στο τσεχοσλοβάκικο πρόβλημα.
Το γενικό επιτελείο αυτής της ειδικής οργάνωσης, όμως, δε βρίσκεται στις Βρυξέλλες, αλλά στη Δυτική Γερμανία στην περιοχή του Ρέγκενσμπουργκ. Από τον Ιούλη άρχισε να δρα ειδικό Κέντρο παρατήρησης και διεύθυνσης, το οποίο οι Αμερικανοί στρατιωτικοί αντιπρόσωποι ονομάζουν “Επιτελείο της Ομάδας Κρούσης” και το οποίο έχει δικό του σύστημα κώδικα και περισσότερους από 300 συνεργάτες, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν και αξιωματικοί της υπηρεσίας κατασκοπίας και πολιτικοί σύμβουλοι του NATO.
Σύμφωνα με βελγικές πηγές πληροφοριών, αυτό το κέντρο το καθοδηγεί ο Δυτικογερμανός αντιπρόσωπος του NATO, ο οποίος κατάγεται από την Τσεχοσλοβακία, και έτσι είναι άριστα πληροφορημένος γι’ αυτούς τους δραστήριους παράγοντες, που έχουν πρωταρχική σημασία. Το «Επιτελείο της Ομάδας Κρούσης» συνεχίζει και τώρα να κρατάει γερά στα χέρια του όλες τις συνδέσεις με την Τσεχοσλοβακία, και το Γενικό Επιτελείο του NATO παίρνει κωδικοποιημένες πληροφορίες, το λιγότερο τρεις φορές το εικοσιτετράωρο».
Στο Βέλγιο, σχετικά μ’ αυτήν την περίπτωση, «αφομοίωσαν» με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την άποψη των αντιπροσώπων του Γενικού Επιτελείου του NATO, ότι παρά την είσοδο των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία και τη σύναψη της συμφωνίας της Μόσχας και παρά το γεγονός ότι το ειδικό κέντρο δεν πραγματοποίησε τα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί, ωστόσο η δράση του ήταν και συνεχίζει να παραμένει «πολύτιμη πείρα για το μέλλον».
Οι κλασικοί του Μαρξισμού-Λενινισμού για την αντεπανάσταση
Σήμερα, 40 χρόνια μετά απ’ αυτά τα γεγονότα και το τσάκισμα της
αντεπανάστασης, που κατάφερε αργότερα, στα 1989-1991, προσωρινά, να
νικήσει αφού στις ηγεσίες των κομμουνιστικών κομμάτων, τα οποία
βρίσκονταν στην εξουσία των σοσιαλιστικών καθεστώτων της Ευρώπης,
επικράτησαν αντισοσιαλιστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις, όλα τα
κέντρα παραγωγής και αναπαραγωγής της ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας
συνεχίζουν να ρίχνουν λάσπη και δηλητήριο στο σοσιαλισμό που γνωρίσαμε
και που, παρά τα λάθη και τις αδυναμίες του, είχε τη μεγαλύτερη
συνεισφορά στην εξέλιξη της ανθρωπότητας σε όφελος των λαών του κόσμου.
Γιατί, καταργώντας την εκμετάλλευση, άνοιξε το δρόμο της λύσης των
προβλημάτων της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων στις
χώρες που οικοδομούνταν, συνέβαλε στη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης,
ενώ ασκούσε σημαντική επίδραση στην ταξική πάλη της εργατικής τάξης και
των συμμάχων της στις καπιταλιστικές χώρες. Οπου επίσης καταχτήθηκαν με
τους ταξικούς αγώνες μια σειρά δικαιώματα που παραχώρησε το κεφάλαιο και
που βελτίωναν τη θέση τους. Αποτελούσε δε οδηγό στην πάλη αυτών των
λαών και στη χάραξη της προοπτικής να οικοδομήσουν τη δική τους
κοινωνία. Αυτό γίνεται σήμερα ακόμη πιο φανερό, αφού το κεφάλαιο
διεξάγει καθολική επίθεση ενάντια στους λαούς, στα δικαιώματά τους, αλλά
και με την υποδούλωσή τους ακόμη και με πολέμους. Σήμερα ο σοσιαλισμός
είναι αναγκαίος και επίκαιρος όσο ποτέ. Η όξυνση της βασικής αντίθεσης
του καπιταλισμού ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής και στην
καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της, είναι που κάνει να
ξεπροβάλλει η αντικειμενική αναγκαιότητα να γίνει και η ιδιοποίηση των
αποτελεσμάτων της παραγωγής κοινωνική. Γεγονός που απαιτεί να
κοινωνικοποιηθούν τα μέσα παραγωγής, δηλαδή να αντικατασταθεί η
καπιταλιστική ιδιοκτησία από την κοινωνική. Και αυτό μόνο η εξουσία της
εργατικής τάξης μπορεί να το κάνει. Από τη στιγμή που ο υποκειμενικός
παράγοντας, δηλαδή η εργατική τάξη με την επαναστατική πολιτική της
πρωτοπορία το Κομμουνιστικό Κόμμα, διεξάγει πάλη σε τέτοια κατεύθυνση με
επαναστατική στρατηγική, ο ταξικός αντίπαλος, το κεφάλαιο και τα
κόμματά του, οι οπορτουνιστές, χρησιμοποιούν ιστορικά γεγονότα σαν την
αντεπανάσταση στην Τσεχοσλοβακία. Από τη σκοπιά των δικών τους ταξικών
σκοπών, δηλαδή της διατήρησης του συστήματός τους της εξουσίας τους.Οι κλασικοί του επιστημονικού σοσιαλισμού αφιέρωσαν πολύ χρόνο και κόπο στη μελέτη της πείρας όλων των προηγούμενων επαναστάσεων με σκοπό να αντλήσουν διδάγματα για τους δικούς τους αγώνες ενάντια στην αντεπανάσταση. Πολλές από τις βασικές τους θέσεις για την επανάσταση και την αντεπανάσταση έχουν τέτοια γενική ισχύ για την ταξική πάλη, ώστε εδώ μπορεί πραγματικά να γίνει λόγος για νομοτέλειες. Καθοριστικό ρόλο στην επεξεργασία των διδαγμάτων της επανάστασης και της αντεπανάστασης, έπαιξε η πρώτη προλεταριακή επανάσταση στον κόσμο, ο ηρωικός αγώνας των Κομμουνάρων του Παρισιού. Η Παρισινή Κομμούνα του 1871 έδειξε – πράγμα που επιβεβαίωσαν μεταγενέστερες επαναστάσεις – ότι η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της μπορούν να πάρουν την εξουσία γρήγορα, σχετικά αναίμακτα και με ελάχιστα θύματα, μόνο στην περίπτωση που η δράση τους είναι αποφασιστική και ενιαία και η αντίσταση της αστικής τάξης τσακίζεται με συνέπεια.
«Απ’ αυτήν ακριβώς την άποψη τα λάθη, ιδιαίτερα της Παρισινής Κομμούνας, είναι διδακτικά. Χρειάστηκε να πληρωθούν ακριβά με τη δολοφονία 30.000 οπαδών της Κομμούνας από την αντεπανάσταση. “Δύο λάθη κατέστρεψαν… τους καρπούς της λαμπρής νίκης. Το προλεταριάτο έμεινε στα μισά του δρόμου. Αντί να προχωρήσει στην “απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών”, βαυκαλίστηκε με το όνειρο ότι η ύψιστη δικαιοσύνη θα γινόταν πραγματικότητα στην ενωμένη με το πανεθνικό καθήκον χώρα. Δεν εθνικοποιήθηκαν τέτοια ιδρύματα όπως, για παράδειγμα, η τράπεζα, ενώ μεταξύ των σοσιαλιστών κυριαρχούσαν ακόμα οι προυντονιστικές θεωρίες της “δίκαιης ανταλλαγής” κλπ. Το δεύτερο λάθος ήταν η υπερβολική μεγαλοψυχία του προλεταριάτου: Επρεπε να είχε εξοντώσει τους εχθρούς του, αντί γι’ αυτό, όμως, προσπαθούσε να τους επηρεάσει ηθικά. Υποτίμησε τη σημασία της καθαρά στρατιωτικής δράσης στον εμφύλιο πόλεμο και αντί να στέψει τη νίκη του στο Παρίσι με μια αποφασιστική επίθεση στις Βερσαλίες, αμφιταλαντεύτηκε κι έδωσε έτσι καιρό στην κυβέρνηση των Βερσαλιών, να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του σκότους και να τις εξοπλίσει για τη ματωμένη βδομάδα του Μάη»(Β.Ι.Λένιν: «Για την Παρισινή Κομμούνα», έκδοση «Μαρξίστισε Μπλέτερ», Φραγκφούρτη 1971, σελ. 11).
Η Παρισινή Κομμούνα έδειξε ολοκάθαρα: Η αστική τάξη δεν ανέχθηκε ποτέ κοντά στη δική της εξουσία και μια εργατική εξουσία. Για την «… αστική τάξη ο αφοπλισμός των εργατών ήταν λοιπόν πρώτη επιταγή»(Β.Ι.Λένιν: Απαντα, γερμ. εκδ. τομ. 28, σελ. 248). Αυτό είναι ένα δίδαγμα, που ισχύει ανάλογα και για την εργατική τάξη. Δεν μπορεί να επιτρέψει, να δημιουργηθεί μέσα στο σοσιαλισμό ένα δεύτερο και μάλιστα εξοπλισμένο κέντρο εξουσίας. Η αστική τάξη ποτέ δε συμβιβάζεται με τη μοίρα της, όταν έχει διωχτεί από την εξουσία. Ηταν και είναι πάντα έτοιμη, να χρησιμοποιήσει την αντεπανάσταση και την αιματηρή τρομοκρατία.
«Η ιστορική… αλήθεια συνίσταται στο ότι κανόνας κάθε βαθιάς επανάστασης είναι η μακρόχρονη, επίμονη, απεγνωσμένη αντίσταση των εκμεταλλευτών, που διατηρούν για πολλά χρόνια μεγάλα και ουσιαστικά πλεονεκτήματα απέναντι στους εκμεταλλευόμενους. Ποτέ – έξω από τη γλυκανάλατη φαντασία του γλυκανάλατου κουτεντέ Κάουτσκι – οι εκμεταλλευτές δε θα υποταχθούν στην απόφαση της πλειοψηφίας των εκμεταλλευομένων, χωρίς να δοκιμάσουν σε μια σειρά μάχες, σε μια τελευταία, απεγνωσμένη μάχη, τα πλεονεκτήματά τους… Και ύστερα από την πρώτη σοβαρή ήττα, οι εκμεταλλευτές που ανατράπηκαν, μα δεν περίμεναν την ανατροπή τους, δεν πίστευαν σε κάτι τέτοιο και δε δέχονται ούτε σκέψη γι’ αυτό, ρίχνονταν στη μάχη με δεκαπλασιασμένη ενεργητικότητα, με έξαλλο πάθος, με εκατονταπλάσιο μίσος, για να πάρουν πίσω το χαμένο “παράδεισο”… Και… πίσω από τους εκμεταλλευτές – καπιταλιστές σέρνεται η μεγάλη μάζα της μικροαστικής τάξης, που, όπως δείχνουν δεκάδες χρόνια ιστορικής πείρας σε όλες τις χώρες, διστάζει και ταλαντεύεται, σήμερα πάει με το προλεταριάτο, αύριο τη φοβίζουν οι δυσκολίες της επανάστασης, πανικοβάλλεται από την πρώτη ήττα ή μισο-ήττα των εργατών, εκνευρίζεται, παραδέρνει, μυξοκλαίει, μεταπηδά από το ένα στρατόπεδο στο άλλο…»(Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», ελλ. εκδ., «Σύγχρονη Εποχή», τομ. 37, σελ. 264-265).
Η αντεπανάσταση αρχίζει αναντίρρητα με το γενικό σύνθημα: «πολιτική ελευθερία», «λαϊκά συμφέροντα». Ο Ενγκελς έγραφε σχετικά το 1884 στον Μπέμπελ: «Σε κάθε περίπτωση ο μοναδικός μας αντίπαλος τη μέρα της κρίσης και την επόμενη είναι η συνολική αντίδραση που συσπειρώνεται γύρω από την καθαρή δημοκρατία»(Μαρξ – Ενγκελς: «Εργα», γερμ. έκδ., τομ. 36, σελ. 253).
Αυτό το πρόβλημα είναι συνδεδεμένο με τη λύση πολλών δύσκολων προβλημάτων. Γιατί η οικοδόμηση του σοσιαλισμού απαιτεί αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, «γιατί η νέα οργάνωση της παραγωγής είναι μια δύσκολη υπόθεση ακόμα και γιατί οι ριζικές αλλαγές σ’ όλα τα επίπεδα της ζωής χρειάζονται χρόνο και τελικά γιατί η πανίσχυρη δύναμη της συνήθειας στη μικροαστική και αστική οικονομία μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με μακρόχρονο επίμονο αγώνα… Σ’ ολόκληρο αυτό το διάστημα θα προβάλλουν αντίσταση τόσο οι καπιταλιστές και ταυτόχρονα οι πολυάριθμοι υπηρέτες τους από την αστική διανόηση που είναι συνειδητά αντίθετοι, όσο και η τεράστια μάζα των εργαζομένων που είναι βραχυκυκλωμένοι σε μικροαστικές συνήθειες και παραδόσεις, συμπεριλαμβανομένων και των αγροτών, και που γενικά αντιτίθενται όχι συνειδητά. Οι αμφιταλαντεύσεις είναι αναπόφευκτες σ’ αυτά τα στρώματα»(Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», γερμ. εκδ., τομ. 29, σελ. 377, κ.ε.).
Ο Λένιν λέει παρακάτω ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού «είναι το έργο μιας μακρόχρονης, δύσκολης, σκληρής, ταξικής πάλης, που δε σταματά μετά την πτώση της εξουσίας του κεφαλαίου, μετά την καταστροφή του αστικού κράτους και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου (όπως το φαντάζονται μερικοί χοντροκέφαλοι από τον παλιό σοσιαλισμό και την παλιά σοσιαλδημοκρατία), αλλά αλλάζει μορφές και μάλιστα από πολλές απόψεις γίνεται σκληρότερη. Στον ταξικό αγώνα ενάντια στην αντίσταση της αστικής τάξης, ενάντια στην αδράνεια, τον κομφορμισμό, την αναποφασιστικότητα και τις αμφιταλαντεύσεις των μικροαστών, το προλεταριάτο πρέπει να υπερασπίζει την εξουσία του, να εντείνει την οργανωτική του επιρροή, να πετυχαίνει την “ουδετερότητα” εκείνων των στρωμάτων, που φοβούνται να εγκαταλείψουν την αστική τάξη και ακολουθούν το προλεταριάτο πολύ διστακτικά»(Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», γερμ. έκδ., τομ. 29, σελ. 378).
Και η αστική τάξη προσπάθησε επανειλημμένα, να οργανώσει κι άλλες μορφές αντεπανάστασης, όπως η απόπειρα να ανατρέψει το σοσιαλισμό στη ΓΛΔ τον Ιούνη του 1953, να κάνει το ίδιο πράγμα το φθινόπωρο του 1956 στην Ουγγαρία και μετά πάλι το 1968 στην Τσεχοσλοβακία, όπως και στη ΛΔ Πολωνίας το 1980.
Συμπεράσματα και προβληματισμοί για τις αιτίες της αντεπανάστασης
Στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού εμφανίστηκαν λάθη και
αδυναμίες, παραβιάσεις των νομοτελειών οικοδόμησης, ενώ αμβλύνθηκαν τόσο
η ιδεολογικοπολιτική δουλειά στο Κόμμα, όσο και οι δεσμοί του με το
λαό.Το ΚΚΕ, με τα συμπεράσματα και τους προβληματισμούς της Πανελλαδικής του Συνδιάσκεψης, τον Ιούλη του 1995, για τις «αιτίες της ανατροπής του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη», έκανε ένα πρώτο βήμα στη μελέτη αυτής της αρνητικής για τους λαούς εξέλιξης. Σειρά επιπλέον διαπιστώσεων και εκτιμήσεων έγιναν στις «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 60 χρόνια από τη μεγάλη Αντιφασιστική Νίκη των Λαών – Μάης 2005».
Σήμερα το ΚΚΕ, έχοντας το ίδιο αποκτήσει μεγαλύτερη ωριμότητα και γνώση ιστορικών πηγών, αλλά και παρακολουθώντας και προβληματισμούς που αναπτύσσονται σε διεθνές επίπεδο από μαρξιστές επιστήμονες, επιχειρεί να βαθύνει περισσότερο στις αιτίες της αντεπαναστατικής ανατροπής, δίχως να θεωρεί ότι η διερεύνηση έχει εξαντληθεί.
Η ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος αποτελεί αντεπανάσταση, γιατί έφερε την κοινωνική οπισθοδρόμηση…
Θεωρούμε θεμελιακό ζήτημα την αναγνώριση ότι σε αυτές τις χώρες βρισκόταν σε εξέλιξη η σοσιαλιστική οικοδόμηση, με τις αδυναμίες, τα λάθη και τις παρεκκλίσεις της. Δεν επρόκειτο για κάποιο «μεταβατικό εκμεταλλευτικό σύστημα», για μορφή «κρατικού καπιταλισμού», όπως ισχυρίζονται ορισμένα ρεύματα στο εργατικό κίνημα.
Το γεγονός ότι στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες η ανατροπή καθοδηγήθηκε από τις κομματικές και κρατικές ηγεσίες δείχνει αυτό που επιβεβαιώνει όλη η ιστορία του εργατικού κινήματος: Ο οπορτουνισμός στην εξέλιξή του, ιδιαίτερα σε συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης, ολοκληρώνεται σε αντεπαναστατική δύναμη.
Οι αντίπαλοί μας, διαστρεβλώνοντας τις θέσεις μας, ισχυρίζονται ότι το ΚΚΕ ανάγει το όλο ζήτημα των αιτιών των αντεπαναστατικών ανατροπών στην υπονομευτική δράση πρακτόρων του ιμπεριαλισμού στο κόμμα και στο κράτος. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί εκχυδαϊσμό των θέσεων του ΚΚΕ. Εχει στόχο να παρουσιάσει τη σκέψη του Κόμματος κατώτερη των περιστάσεων, να το απαξιώσει στα μάτια των εργαζομένων που προβληματίζονται.
Η ιμπεριαλιστική περικύκλωση του σοσιαλιστικού συστήματος αποτέλεσε ισχυρό ενισχυτή των εσωτερικών προβλημάτων και αντιθέσεων. Οδηγούσε σε αποφάσεις που δυσκόλευαν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Η κούρσα των εξοπλισμών απορροφούσε ένα μεγάλο μέρος από τους πόρους της Σοβιετικής Ενωσης.
Η γραμμή της ειρηνικής συνύπαρξης, όπως αναπτύχθηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ως ένα βαθμό στο 19ο (Οκτώβρης 1952) και κυρίως στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (Φλεβάρης του 1956), επέτρεψε την καλλιέργεια ουτοπικών αντιλήψεων ότι είναι δυνατόν ο ιμπεριαλισμός να παραιτηθεί από τον πόλεμο και τα στρατιωτικά μέσα.
Στη διαμόρφωση του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων έπαιξαν σοβαρό ρόλο οι εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, ζητήματα της στρατηγικής του. Η απόφαση για την αυτοδιάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Μάης – Ιούνης του 1943) σηματοδότησε την απουσία κέντρου επεξεργασίας επαναστατικής στρατηγικής απέναντι στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Παρότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος διαμόρφωσε συνθήκες μεγάλης όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων, η αντιφασιστική πάλη οδήγησε στην ανατροπή της αστικής εξουσίας μόνο σε χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, με την καθοριστική συμβολή του Κόκκινου Στρατού, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο.
Στην καπιταλιστική Δύση τα Κομμουνιστικά Κόμματα δεν μπόρεσαν να επεξεργαστούν στρατηγική μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου ή του απελευθερωτικού αγώνα σε πάλη για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας. Μετέθεσαν στο μέλλον το στόχο του σοσιαλισμού και έθεσαν καθήκοντα που περιόριζαν την πάλη στο μέτωπο κατά του φασισμού. Κυριάρχησε η αντίληψη ότι μπορούσε, ανάμεσα στην αστική και στην επαναστατική εργατική εξουσία, να υπάρξει ενδιάμεση εξουσία, με δυνατότητα να μετεξελιχθεί σε εργατική.
Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου φάνηκε η έλλειψη οργανωτικής σύνδεσης των Κομμουνιστικών Κομμάτων για τη διαμόρφωση αυτοτελούς ενιαίας στρατηγικής απέναντι στην ενιαία στρατηγική του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Το «Γραφείο Πληροφοριών» των Κομμουνιστικών Κομμάτων, που συγκροτήθηκε το 1947 και αυτοδιαλύθηκε το 1956 και οι διεθνείς Διασκέψεις των Κομμουνιστικών Κομμάτων που γίνονταν στη συνέχεια, δεν κατόρθωσαν να συμβάλουν στην ιδεολογική ενότητα και στη χάραξη επαναστατικής στρατηγικής.
Στις αναλύσεις του διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος δεν εκτιμήθηκε ανάλογα η ευέλικτη τακτική του καπιταλισμού. Οι αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, που βεβαίως περιείχαν και το στοιχείο της εξάρτησης, όπως συμβαίνει στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, δεν αναλύθηκαν με αυτόν τον τρόπο, γεγονός που οδήγησε σε επιλογή συμμαχίας και με δυνάμεις της αστικής τάξης που χαρακτηρίζονταν ως «εθνικές», ενάντια στις λεγόμενες ξενόδουλες. Επιπλέον, δε βγήκαν σωστά και ολοκληρωμένα συμπεράσματα από τις κομματικές ηγεσίες, σχετικά με την ανοιχτή αντεπαναστατική δράση του ιμπεριαλισμού, αρχικά στη ΛΔ Γερμανίας και στη συνέχεια στην Ουγγαρία, στην Πολωνία, στην Τσεχοσλοβακία.
Η πολιτική συνεργασίας σειράς Κομμουνιστικών Κομμάτων με τη σοσιαλδημοκρατία εντασσόταν στη στρατηγική της «αντιμονοπωλιακής διακυβέρνησης», μια μορφή σταδίου ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, που εκφράστηκε και με κυβερνήσεις διαχείρισης του καπιταλισμού.
Από την άλλη, αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, ο ιμπεριαλισμός, υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, ξεκίνησε τον «ψυχρό πόλεμο».
Ο «ψυχρός πόλεμος» περιλάμβανε την οργάνωση ψυχολογικού πολέμου κατά των σοσιαλιστικών χωρών, την ένταση των στρατιωτικών εξοπλισμών, δίκτυα υπονόμευσης και δολιοφθοράς του σοσιαλιστικού συστήματος, ανοιχτές προκλήσεις από τον ιμπεριαλισμό και υποδαύλιση αντεπαναστατικών εξελίξεων, διαφοροποιημένη οικονομική και διπλωματική πολιτική απέναντι στα νέα εργατικά καθεστώτα, για να διασπάσει τη συμμαχία τους με την ΕΣΣΔ. Ταυτόχρονα, το ιμπεριαλιστικό σύστημα προχωρούσε στη συγκρότηση στρατιωτικών, πολιτικών, οικονομικών συνασπισμών και οργανισμών διεθνούς δανεισμού, όπως το ΝΑΤΟ, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η Παγκόσμια Τράπεζα, διεθνικές συμφωνίες εμπορίου, που εξασφάλιζαν το συντονισμό των καπιταλιστικών κρατών.
Και από τα δύο τμήματα του Κομμουνιστικού Κινήματος, εξουσίας και μη, δεν εκτιμήθηκε σωστά ο παγκόσμιος συσχετισμός των δυνάμεων, ενώ υποτιμήθηκε η δυναμική της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης του καπιταλισμού.
Παράλληλα, βάθυνε η κρίση στο διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, που εκδηλώθηκε αρχικά με την πλήρη διακοπή των σχέσεων ΚΚΣΕ – ΚΚ Κίνας και Αλβανίας. Στη συνέχεια, οι δυσκολίες μεγάλωσαν με τη μορφοποίηση του δεξιού οπορτουνισμού στο Κομμουνιστικό Κίνημα της Δυτικής Ευρώπης, στο ρεύμα του λεγόμενου «ευρωκομμουνισμού», που ανοιχτά συνέκλινε με τη σοσιαλδημοκρατία.
Και από τις δύο αυτές πλευρές εκδηλώθηκε και έγινε συστατικό στοιχείο της πολιτικής τους ο αντισοβιετισμός. Από την πλευρά του ΚΚ Κίνας πήρε ακόμα πιο ωμή έκφραση.
Η αλληλεπίδραση τότε του οπορτουνισμού μεταξύ των Κομμουνιστικών Κομμάτων των καπιταλιστικών χωρών και των Κομμουνιστικών Κομμάτων εξουσίας ενισχύθηκε σε συνθήκες απειλών για ένα πυρηνικό πλήγμα εναντίον των σοσιαλιστικών κρατών.
Στα ντοκουμέντα της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ, τον Ιούλη του 1995, για τις «αιτίες της ανατροπής του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη», αναφέρεται ότι «προοδευτικά εξασθένισε ο πρωτοποριακός ρόλος του Κόμματος (…)».
Η πάλη του καινούριου ενάντια στο παλιό
Πρέπει να επισημανθεί ότι: Ουσιαστική διαφορά μεταξύ καπιταλισμού
και σοσιαλισμού – κομμουνισμού είναι ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις
παραγωγής γεννήθηκαν στα σπλάχνα της φεουδαρχίας, ενώ οι σοσιαλιστικές –
κομμουνιστικές δεν μπορούν να γεννηθούν στα σπλάχνα του καπιταλισμού,
γιατί έρχονται σε σύγκρουση με κάθε μορφή εκμετάλλευσης.Η επαναστατική εργατική εξουσία πρέπει να ανατρέψει ριζικά και να αναμορφώσει όλες τις κοινωνικές σχέσεις που κληρονόμησε από τον καπιταλισμό, να οικοδομήσει συνειδητά τον νέο τρόπο παραγωγής, λύνοντας τις κοινωνικές αντιθέσεις προς όφελος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Γι’ αυτό συναντά μεγάλες δυσκολίες στην οικοδόμηση, επέκταση, πλήρη ανάπτυξη και κυριαρχία των νέων σχέσεων παραγωγής και κατανομής. Τέτοιες δυσκολίες δε συνάντησε ο καπιταλισμός.
Η σοσιαλιστική κοινωνία φέρνει σε όλα τα επίπεδα έντονα τα σημάδια της καπιταλιστικής κοινωνίας, από την οποία προέκυψε. Στο σοσιαλισμό εξαλείφεται η ταξική εκμετάλλευση, αλλά όχι και κάθε κοινωνική ανισότητα και διαστρωμάτωση, που αντανακλώνται στη συνείδηση, στη στάση ζωής. Κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση πρέπει να εξαλειφθούν και οι διαφορές ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, ανάμεσα στη χειρωνακτική και την πνευματική εργασία. Μόνο τότε θα μπορούμε να πούμε ότι καρφώσαμε «το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της καπιταλιστικής κοινωνίας, που τη θάβουμε εμείς», όπως έγραψε ο Λένιν.
Η πάλη για τη θεμελίωση και ανάπτυξη της νέας κοινωνίας καθοδηγείται από την επαναστατική εργατική εξουσία με πυρήνα της το Κομμουνιστικό Κόμμα, που δρα συνειδητά με βάση τους νόμους κίνησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Επομένως, η επιστημονικότητα και ταξικότητα της πολιτικής του Κομμουνιστικού Κόμματος, η ανάπτυξη της θεωρίας του επιστημονικού σοσιαλισμού – κομμουνισμού, πρώτα απ’ όλα από το Κομμουνιστικό Κόμμα, είναι αδήριτη προϋπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Σε αυτό το καθήκον δεν αντεπεξήλθαν με επιτυχία τα κόμματα εξουσίας. Και στο βαθμό που η πολιτική της σοσιαλιστικής εξουσίας δεν έλυνε προς όφελος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης τις αντιθέσεις, αυτές εξελίχθηκαν σε ανταγωνιστικές. Δεν επιβεβαιώθηκε η οπορτουνιστική θεωρία ότι μη ανταγωνιστικές αντιθέσεις δεν μπορούν να εξελιχθούν σε ανταγωνιστικές.
Μεταπολεμικά, όπως επεσήμαινε το 19ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, παρά τις επιτυχίες που υπήρξαν στην εκπλήρωση του 4ου πεντάχρονου πλάνου (1946 – 1950), υπήρχαν προβλήματα που αφορούσαν στον εκσυγχρονισμό και στην ανάπτυξη μέσων παραγωγής, στη διεύθυνση των επιχειρήσεων και στο επίπεδο της κοινωνικής ευημερίας.
Από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το 1956 και μετά, για την επίλυση τέτοιων προβλημάτων υιοθετήθηκαν σταδιακά λαθεμένες θεωρητικές προσεγγίσεις και εφαρμόστηκαν οπορτουνιστικές πολιτικές στην οικονομία, που επεκτάθηκαν στη σοσιαλιστική εξουσία και στις διεθνείς σχέσεις. Ταυτόχρονα, με πρόσχημα την καταπολέμηση της «προσωπολατρίας», ξεδιπλώθηκε μια αχαλίνωτη εκστρατεία κατά της πολιτικής του σοβιετικού κράτους επί Στάλιν, άνοιξε ο δρόμος για τη μεγάλη δεξιά οπορτουνιστική στροφή του παγκόσμιου Κομμουνιστικού Κινήματος.
Αντί να ενισχυθούν οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής/ κατανομής, ενισχύθηκαν οι εμπορευματικές, δυνάμει καπιταλιστικές, σχέσεις. Αρχισε να υποχωρεί ο κεντρικός σχεδιασμός και να διαβρώνεται η κοινωνική ιδιοκτησία. Σημαντικό μέρος των αγροτικών προϊόντων της ατομικής και συνεταιριστικής παραγωγής πουλιόνταν ελεύθερα στην αγορά, δηλαδή με ανώτατο όριο στη διακύμανση των τιμών. Ακόμα πιο έντονη ήταν η κοινωνική διαφοροποίηση στη βιομηχανία. Ο παράνομος πλουτισμός, το λεγόμενο «σκιώδες κεφάλαιο», επιδίωκε τη νόμιμη λειτουργία του ως κεφάλαιο στην παραγωγή, δηλαδή επιδίωκε την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Επέδρασε στο Κόμμα, ενισχύοντας την οπορτουνιστική διάβρωση και το σοσιαλδημοκρατικό εκφυλισμό.
Ο υποκειμενισμός στην εκτίμηση της πορείας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης ως «αναπτυγμένου σοσιαλισμού» και η ανάπτυξη του οπορτουνισμού, καταγράφηκαν στις εκτιμήσεις του 21ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, το 1959: «Ο σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ νίκησε ολοκληρωτικά, οριστικά (…) μπήκε στην περίοδο της πλατιάς οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας». Ενώ το 22ο Συνέδριο, το 1961, ψήφισε το «Πρόγραμμα οικοδόμησης του κομμουνισμού». Στις αλλαγές που έγιναν στο Σύνταγμα του 1977 θεσμοθετήθηκε το «παλλαϊκό κράτος» και το «παλλαϊκό κόμμα».
Η θεωρία του «παλλαϊκού κράτους» επέδρασε παραπέρα στην αλλοίωση των χαρακτηριστικών του κράτους, στην υποβάθμιση του ρόλου της εργατικής τάξης. Αλλοίωσε και το χαρακτήρα της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, ο προσδιορισμός του κόμματος ως «παλλαϊκού», σήμαινε αλλοίωση του εργατικού χαρακτήρα του.
Στα ντοκουμέντα της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ, τον Ιούλη του 1995, για τις «αιτίες της ανατροπής του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη», αναφέρεται ότι «προοδευτικά εξασθένισε ο πρωτοποριακός ρόλος του Κόμματος (…) Στην περίοδο της “περεστρόικα” η κατάσταση στο Κόμμα έφθασε στον εκφυλισμό». Δυνάμεις των ΚΚ, που δε διολίσθησαν συνειδητά προς τον οπορτουνισμό, θεώρησαν ως δεδομένο και αδιαμφισβήτητο τον ηγετικό ρόλο του Κόμματος στην κοινωνία.
Αδυνάτισε σταδιακά και τελικά εξαφανίστηκε ο έλεγχος του Κόμματος από τις εργατικές δυνάμεις. Παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας των κομμουνιστών. Διαμορφώθηκαν συνθήκες για να αναπτυχθεί ο καριερισμός των στελεχών.
Η εργατική τάξη, οι λαϊκές μάζες γενικότερα, δεν αρνούνταν το σοσιαλισμό. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα συνθήματα που χρησιμοποίησε η περεστρόικα ήταν «επανάσταση μέσα στην επανάσταση» και «περισσότερος σοσιαλισμός».
Το γεγονός ότι δεν αντέδρασε η εργατική τάξη κατά της αντεπανάστασης, εξηγείται από αυτούς και από άλλους λόγους.
Στο βαθμό που από τις ηγεσίες των Κομμουνιστικών Κομμάτων υιοθετήθηκαν επιλογές που διαβρώνανε τον κοινωνικό χαρακτήρα της ιδιοκτησίας και ενδυνάμωναν το στενό ατομικό συμφέρον, δημιουργούνταν αισθήματα αποξένωσης από την κοινωνική ιδιοκτησία και παράλληλα διαβρωνόταν η συνείδηση. Διευκολυνόταν ο δρόμος για την παθητικότητα και την αδιαφορία.
Η οπορτουνιστική διάβρωση του διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος ήταν μια διαδικασία μακρόχρονη, με βαθιές ρίζες στην καπιταλιστική ανάπτυξη του 20ού αιώνα, που δεν αναλύθηκε έγκαιρα και αντικειμενικά. Η αλληλεπίδραση μεταξύ του οπορτουνισμού στα Κομμουνιστικά Κόμματα αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών και στο ΚΚΣΕ και στα άλλα Κομμουνιστικά Κόμματα εξουσίας χρειάζεται παραπέρα ιστορική διερεύνηση, αναγκαία για την ιδεολογική και πολιτική ισχυροποίηση και ενότητα του Κομμουνιστικού Κινήματος στον 21ο αιώνα.
Το ίδιο αναγκαία είναι η εξαγωγή και αφομοίωση συμπερασμάτων από την ανάπτυξη και εξέλιξη της ταξικής πάλης κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση του 20ού αιώνα. Η μελλοντική σοσιαλιστική οικοδόμηση με βεβαιότητα θα ξεκινήσει και θα εξελιχθεί σε ανώτερο επίπεδο συγκριτικά με αυτό του 20ού αιώνα. Είναι όμως επίσης βέβαιο ότι θα αναμετρηθεί εξίσου σκληρά με την καπιταλιστική κληρονομιά στο οικονομικό, στο πολιτικό και στο ιδεολογικό επίπεδο.
Σήμερα, για το εργατικό κίνημα στις χώρες του καπιταλισμού, παραμένει το πρόβλημα του μαζικού εγκλωβισμού στις δομές του συστήματος (κοινοβουλευτικές, κυβερνητικού και εργοδοτικού ελέγχου, συνδικαλιστικές, της Τοπικής Διοίκησης και άλλες). Η ισχυρή αστική ιδεολογική επίδραση στο εργατικό κίνημα εκφράζεται και με τον αναθεωρητισμό και τον οπορτουνισμό σε μια σειρά Κομμουνιστικά Κόμματα.
Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, αποδείχνεται ότι ο ταξικός αγώνας δεν μπορεί να είναι κυρίως αμυντικός, για τη διαφύλαξη κάποιων κατακτήσεων, τη στιγμή που αλλάζουν οι άμεσες ανάγκες τόσο του κεφαλαίου όσο και της εργατικής τάξης. Αποτελέσματα άμεσα και κυρίως προοπτικής μπορεί να δώσει μόνο η πολιτικοποίηση της δράσης, με αιτήματα που συγκρούονται με τη στρατηγική του κεφαλαίου, διεκδικούν τον παραγόμενο πλούτο σε όφελος των άμεσων παραγωγών του και ταυτόχρονα προετοιμάζουν τον υποκειμενικό παράγοντα για την κατάκτηση της εξουσίας. Τέτοιοι αγώνες μπορούν να διαμορφώνουν συσχετισμούς δυνάμεων υπέρ της εργατικής τάξης και των δυνάμει συμμάχων της, των λαϊκών στρωμάτων.
Από τα κορυφαία καθήκοντα του κομμουνιστικού ιδεολογικού μετώπου είναι να αποκατασταθεί στα μάτια των εργαζομένων η αλήθεια για το σοσιαλισμό του 20ού αιώνα, χωρίς εξιδανικεύσεις, αντικειμενικά και απαλλαγμένη από τις συκοφαντίες της αστικής τάξης. Η υπεράσπιση των νομοτελειών του σοσιαλισμού και ταυτόχρονα η υπεράσπιση της προσφοράς του σοσιαλισμού του 20ού αιώνα, απαντούν στις οπορτουνιστικές θεωρίες περί «μοντέλων» του σοσιαλισμού προσαρμοσμένων στις «εθνικές» ιδιομορφίες, αλλά και στην ηττοπαθή λαθολογία. Η υπεράσπιση αυτής της προσφοράς αποτελεί για το ΚΚΕ κριτήριο στις σχέσεις με άλλα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα, για τη συγκρότηση του κομμουνιστικού πόλου στο διεθνές κίνημα.
Η συκοφαντία και η αντικομμουνιστική σταυροφορία δεν μπορούν να κρύψουν για πολύ την αλήθεια. Ο αντικομμουνισμός, που στοιχείο του είναι και το ξαναγράψιμο της Ιστορίας, αποτελεί και ένδειξη φόβου της αστικής τάξης.
Επιβεβαιώθηκε ότι δεν υπάρχει υπερταξικός ή τρίτος δρόμος ανάπτυξης. `Η θα υπηρετεί τον ιμπεριαλισμό, δηλαδή τη διαχείριση του καπιταλιστικού συστήματος, ή θα υπηρετεί το λαό…
Η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα δε θα μείνουν καθηλωμένα στο χτες. Στην εργατική τάξη, ιδιαίτερα στις νέες γενιές της, όπως και στις νέες γενιές των λαϊκών στρωμάτων, αξίζει μόνο ένα μέλλον, αυτό που φοβάται ο ιμπεριαλισμός: Το σοσιαλιστικό – κομμουνιστικό.(Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 90 χρόνια της μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία).
Πηγές:
1. «Τσεχοσλοβακία ’68 και ο προλεταριακός διεθνισμός», εκδόσεις «Ειρήνη», 1978.
2. «Η ιμπεριαλιστική αντεπανάσταση», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 1982.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου