Από εκείνον δεν έμεινε κανένα ίχνος που να μαρτυρεί
έστω την ύπαρξή του, εκτός από μια ταμπέλα που κρέμασαν οι Ναζί απ’ το
λαιμό της αγαπημένης του Άννας Ρατ (Anna Ratt):
«ΔΟΘΗΚΑ Σ’ ΕΝΑΝ ΕΒΡΑΙΟ». Κι ύστερα, άρχισαν τα δημόσια βασανιστήριά της
υπό τις επευφημίες του πλήθους των ναζιστών της Νυρεμβέργης, την εποχή
που κυβερνούσε εκεί το «Τέρας της Φρανκονίας», ο Γιούλιους Στράιχερ (Julius Streicher)
[1]. Το τι απέγινε ο νεαρός Εβραίος που αγάπησε η Άννα Ρατ δεν είναι
καθόλου δύσκολο να το φανταστεί κανείς, αν σκεφτεί τα εκατομμύρια των
ομοεθνών του που εξολόθρευσαν οι Ναζί. Και για εκείνη, την Άννα Ρατ, δεν
θα μάθαινε κανείς τίποτε, αν δεν τύχαινε να βρεθούν την ημέρα εκείνη
των παθών της στην πόλη της Νυρεμβέργης δυο ξένοι αυτόπτες μάρτυρες: η
Μάρθα Ντοντ (Martha Dodd)
και ο Κουέντιν Ρέινολντς (Quentin Reynolds) [2]. Για το «Τέρας της
Φρανκονίας» και γενικά για τους Ναζί, υπάρχουν πάρα πολλές
καταδικαστικές μαρτυρίες. Τους έχουν αφιερωθεί, όμως, και πολλά
δοξαστικά κείμενα από πολλούς πολιτικούς τους απογόνους και θαυμαστές
τους.
Ένας από τους υμνητές, ο αξιότιμος κοινοβουλευτικός
εκπρόσωπος της Χρυσής Αυγής Χρήστος Παππάς, μεταξύ των διαφόρων άρθρων
που έχει γράψει («Η ένδοξη ιστορία της Σχολής Ευελπίδων», «Το καθεστώς
της 4ης Αυγούστου και ο Ιωάννης Μεταξάς» και άλλα τέτοια ρομαντικά
κείμενα), αφιέρωσε και κάποιες δοξαστικές αγιογραφίες στους
καταδικασθέντες στη Νυρεμβέργη ως εγκληματίες πολέμου Χέρμαν Γκέρινγκ,
Ιωακείμ φον Ρίμπεντροπ, Βίλεμ Κάιτελ, Ερνστ Καλτενμπρούννερ, Άλφρεντ
Ρόζενμπεργκ, Χανς Φρανκ, Βίλεμ Φρικ, Γιούλιους Στράιχερ, Φριτς Ζάουκελ,
Άλφρεντ Γιοντλ, Άρτουρ Ζέις-Ίνκουαρτ. Ανάμεσα στ’ άλλα αφιέρωσε σ’
αυτούς τους Ήρωες κι ένα «μνημόσυνο της Αγάπης και της Προσευχής» με
τίτλο «16 Οκτωβρίου 1946»:
«Το παρόν άρθρο που αναφέρεται σ’ αυτούς που έδρασαν σε μια άλλη χώρα [3], […] που οραματίστηκαν και πίστεψαν σε κάτι καινούριο και μεγάλο [4] και τελικά δεν έκαναν τίποτα παραπάνω από το αυτονόητο, δηλαδή το καθήκον να υπερασπιστούν την Πατρίδα τους [5], ας είναι ένα μνημόσυνο Αγάπης και Προσευχής για την ψυχική τους ανέλιξη και τελειοποίηση» [6].
Την εποχή, λοιπόν, που ο Στράιχερ ηγεμόνευε ως
γκαουλάιτερ στη Νυρεμβέργη και διέπραττε εκεί τις κτηνωδίες του,
χρησιμοποιώντας τις αγέλες των ναζιστών της πόλης, η Γερμανίδα Άννα Ρατ
από τη Νυρεμβέργη διέπραξε το κακούργημα να ερωτευτεί έναν Εβραίο και,
μάλιστα, να σκοπεύει να παντρευτεί μαζί του και να μολύνει έτσι το αγνό
γερμανικό αίμα των Αρίων (σύμφωνα με τη σχετική μεταφυσική βιολογία
τους). Κι όλα αυτά στη Νυρεμβέργη των ναζιστικών τεράτων, στην πόλη όπου
ο Στράιχερ ξεκίνησε πρώτος (ήδη από το 1919) τις διώξεις κατά των
Εβραίων, ιδρύοντας αντισημιτικές οργανώσεις σαν την “Deutschvölkischer
Schutz und Trutzbund” (Γερμανική Ομοσπονδία Άμυνας και Εθνικής
Προστασίας), το αντισημιτικό Γερμανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα
(Deutschsozialistische Partei), το οποίο συνένωσε με το κόμμα του
Χίτλερ, και την αντισημιτική εφημερίδα “Der Stürmer” (σε ελεύθερη
απόδοση “Ο Επιτιθέμενος”) που προπαγάνδιζε διαρκώς ότι «οι Εβραίοι είχαν συμπράξει με τους Μπολσεβίκους για να προσδέσουν τη Γερμανία στο κομμουνιστικό άρμα» κι
ότι θα μολυνόταν το αγνό γερμανικό αίμα των νεαρών Γερμανίδων από το
μιασμένο εβραϊκό των εκμαυλιστών τους, τους οποίους παρουσίαζε με «μεγάλες
γαμψές μύτες, εξογκωμένα μάτια, αξύριστους, κοντούς και χοντρούς, συχνά
με τη μορφή σκουληκιού, φιδιού ή αράχνης, ενώ τις γυναικείες μορφές των
αμόλυντων νεαρών Γερμανίδων γυμνές ή ημίγυμνες» [7]· στη
Νυρεβέργη, την πόλη που έγινε το επίσημο κέντρο των Ναζί από τότε που
αυτοί ανέλαβαν την εξουσία (1933) και την οποία επέλεξαν για να
οργανώνουν εκεί τα ετήσια συνέδρια του Εθνικοσοσιαλιστικού τους Κόμματος
(NSDAP)· στην πόλη εκείνη των ναζιστικών τεράτων, όπου το Κτήνος
Στράιχερ κατείχε τη θέση τού γκαουλάιτερ, ένα αξίωμα παραστρατιωτικού
Διοικητή που, όταν οι Ναζί ανέλαβαν την εξουσία, επενδύθηκε με τεράστιες
και ανεξέλεγκτες δημόσιες εξουσίες.
Η Άννα Ρατ, λοιπόν, η νεαρή Γερμανίδα από τη
Νυρεμβέργη, απ’ τη στιγμή που αγάπησε έναν Εβραίο και σκόπευε να κάνει
οικογένεια μαζί του, ήταν μοιραίο ότι θα πέσει στα νύχια του Τέρατος της
Φρανκονίας και των αποκτηνωμένων ναζιστών οπαδών του, κι ότι θα υποστεί
τις συνέπειες του εγκλήματός της: δημόσια κακοποίηση και διαπόμπευση
στην πόλη της Νυρεμβέργης και στη συνέχεια ―περιττό να αναφερθεί― ο
αφανισμός της. Οι σχετικές μαρτυρίες που υπάρχουν για το γεγονός είναι
όσα περιγράφουν στα ημερολόγια και στ’ απομνημονεύματά τους η Μάρθα
Ντοντ, κόρη του τότε αμερικανού πρέσβη στη ναζιστική Γερμανία Γουίλιαμ
Ντοντ, κατ’ ομολογία της μέχρι τότε «ελαφρώς αντισημίτισσα» και
θαυμάστρια των ναζί, και ο Κουέντιν Ρέινολντς, ένας δημοσιογράφος,
ανταποκριτής του News Service, που είχε φιλικές σχέσεις με αρκετούς
αξιωματούχους των ναζί και ιδιαιτέρως με τον γερμανο-αμερικανό απόφοιτο
του Χάρβαρντ και έμπιστο του Χίτλερ Ερνστ Φραντς Σέντγουικ Χάνφστενγκλ
(Ernst Franz Sedgwick Hanfstaengl), ο οποίος έπαιζε πιάνο τις νύχτες
στον Αδόλφο για να τον ηρεμήσει και αρεσκόταν να υποδύεται στο θέατρο
τις Ολλανδέζες ― περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, που λένε. Ο δημοσιογράφος
Κουέντιν Ρέινολντς, η Μάρθα Ντοντ και ο αδελφός της Γουίλιαμ ο Νεότερος
(William E. Dodd Jr.), αδιάφορος για το ναζιστικό χαρακτήρα του
καθεστώτος σαν τον πρέσβη πατέρα του, έτυχε να βρεθούν τη νύχτα των
γεγονότων, μέσα Αυγούστου 1933, στην πόλη της Νυρεμβέργης, όταν
συνέλαβαν οι ναζιστές την Άννα, την κούρεψαν, την περιέλουσαν με μια
λευκή σκόνη, σαν αυτές που χρησιμοποιούν στους στρατώνες για απολύμανση,
κι άρχισαν να την σέρνουν στους δρόμους της Νυρεμβέργης υπό τις ιαχές
και τα εμβατήρια του αφηνιασμένου ναζιστικού πλήθους της πόλης [8].
«Ο ενθουσιασμός των ανθρώπων ήταν μεταδοτικός και φώναζα “Heil” εξίσου παθιασμένα με οποιονδήποτε ναζί» θα γράψει η Μάρθα Ντοντ, προσθέτοντας ότι ήταν «γεμάτη έξαψη» κι ότι «η παραζάλη του νέου καθεστώτος» είχε πάνω της «την ίδια επίδραση με το κρασί». Κι
όταν έφτασαν τα μεσάνυχτα, ο Ρέινολντς, που είχε ξαναβρεθεί άλλοτε εκεί
και ήξερε ότι την ώρα αυτή η Νυρεμβέργη κοιμόταν, θα γράψει στα δικά
του απομνημονεύματα ότι αυτή τη φορά ο δρόμος «ήταν γεμάτος από ένα πλήθος ενθουσιωδών, χαρούμενων ανθρώπων» κι ότι η πρώτη του σκέψη ήταν «ότι γλεντούσαν στο πλαίσιο κάποιου φεστιβάλ της θρυλικής παιχνιδοβιομηχανίας της πόλης». Ο ίδιος ρώτησε τον υπάλληλο της ρεσεψιόν του ξενοδοχείου που κατέλυσαν αν θα γίνει κάποια παρέλαση. «Κατά κάποιον τρόπο. Δίνουν σε κάποιον ένα μάθημα»του
απάντησε. Φαίνεται ότι όλοι γνώριζαν στην πόλη τι γινόταν, εκτός από
τους τρεις. Αυτοί, αφού άφησαν τις αποσκευές στα δωμάτιά τους, βγήκαν
για μια βόλτα στην πόλη. Κι είδαν το πλήθος να μεγαλώνει και να φωνάζει
γεμάτο κέφι. «Όλοι ήταν ενθουσιασμένοι, γελούσαν και μιλούσαν» θα
γράψει ο Ρέινολντς. Σε λίγο θ’ ακούσουν τους θορύβους και τις κραυγές
ενός άλλου, μεγαλύτερου πλήθους που πλησίαζε συνοδευόμενο από μια μπάντα
με χάλκινα πνευστά. «Μπορούσαμε να ακούσουμε τις κραυγές του
πλήθους από τρία τετράγωνα μακριά ―κραυγές γέλιου που μεγάλωναν σε
ένταση καθώς η μουσική πλησίαζε προς το μέρος μας». Και λίγες στιγμές αργότερα, θα δουν να παρελαύνει μπροστά τους μια φάλαγγα των SA, με καφετιές στολές, πυρσούς και λάβαρα [9].
Ακριβώς πίσω από την πρώτη ομάδα έρχονταν δύο πολύ μεγαλόσωμοι στρατιώτες, που έσερναν μια νεαρή αιχμάλωτο ανάμεσά τους. «Είχαν ξυρίσει τα μαλλιά της», έγραψε ο Ρέινολντς, «και είχαν πασπαλίσει το πρόσωπο και το κεφάλι της με κάποια λευκή σκόνη. Παρόλο που φορούσε φούστα», συμπλήρωσε ο Ρέινολντς, «θα μπορούσε να είναι άντρας ντυμένος κλόουν. Το πλήθος γύρω μου ξεκαρδίστηκε από τα γέλια βλέποντας το θέαμα».Και
καθώς διαβάζω την παρομοίωσή του, φοβάμαι πως κι ο ίδιος θα
ξεκαρδίστηκε από τα γέλια, αν θυμηθώ με τι είδους «αστεία»
ενθουσιάζονται οι αμερικανοί της τάξης του. Το ναζιστικό πλήθος «άρχισε να χλευάζει και να εκτοξεύει χυδαιότητες προς τη γυναίκα».Το γέλιο τους ξέσπασε άγριο από παντού, όταν οι στρατιώτες που την έσερναν «ξαφνικά τη σήκωσαν όρθια, αποκαλύπτοντας μια ταμπέλα που της είχαν κρεμάσει στο λαιμό… ΔΟΘΗΚΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΕΒΡΑΙΟ». Οι επιβάτες τού πάνω ορόφου ενός λεωφορείου που είχε ακινητοποιηθεί εξαιτίας του πλήθους «έδειχναν την κοπέλα και γελούσαν», κι οι στρατιώτες σήκωσαν και πάλι ψηλά «το παιχνίδι τους» (όπως
χαρακτηρίζει ο Ρέινολντς την αιχμάλωτη Άννα), προκειμένου να την
βλέπουν όλοι οι επιβάτες καλύτερα. Κι ύστερα, όλοι μαζί, δεσμώτες, SA,
μπάντα και ναζιστικό πλήθος αποφάσισαν να μεταφέρουν «αυτό το πλάσμα στην αίθουσα υποδοχής του ξενοδοχείου», όπου είχαν καταλύσει οι τρεις φίλοι. Η μπάντα των ναζί έμεινε απέξω για να συνεχίσει να παίζει «δυνατά και περιπαικτικά». Κάποια στιγμή όμως σοβάρεψαν κι άρχισαν να παίζουν το «Τραγούδι του Χορστ Βέσελ» (“Horst Wessel Lied”) [10].
Τότε, το φρενιασμένο πλήθος των ναζιστών στάθηκε
κλαρίνο, ύψωσαν τα χέρια τους σε χιτλερικό χαιρετισμό κι άρχισαν να
τραγουδούν με πάθος:
«Ψηλά η σημαία! Πυκνώστε τις γραμμές! / Τα Ες-Α
περνούν με βήμα αργό, σταθερό./ Και οι σύντροφοί μας, θύματα των
κόκκινων και των αντιδραστικών / είναι στο πλάι μας, και μας ακολουθούν.
Ανοίξτε δρόμο, στα καφέ τα τάγματα / ανοίξτε
δρόμο, να περάσουν οι άνδρες της Ες-Α. / Εκατομμύρια πολίτες
εμπιστεύονται τον αγκυλωτό σταυρό. / Η μέρα για ελευθερία και ψωμί
χαράζει.
Για τελευταία φορά θα ηχήσει πλέον η σάλπιγγα! /
Είμαστε όλοι ήδη έτοιμοι για μάχη! / Σύντομα θα κυματίζουν χιτλερικές
σημαίες πάνω από οδοφράγματα. / Η δουλεία διαρκεί λίγη μόνο ώρα!
Ψηλά η σημαία! Πυκνώστε τις γραμμές!/ Τα Ες-Α
περνούν με βήμα αργό, σταθερό. / Και οι σύντροφοί μας, θύματα των
κόκκινων και των αντιδραστικών / είναι στο πλάι μας, και μας
ακολουθούν.»
Κι ύστερα το ναζιστικό πλήθος απομακρύνθηκε
ζητωκραυγάζοντας μέσα στη νύχτα και σέρνοντας μαζί του την Άννα Ρατ, για
να την αποτελειώσει στον τόπο που εκτελούσαν τα θύματά τους οι ναζιστές
μετά από ολονύκτια βασανιστήρια.
Το παραπάνω άσμα που συνόδευε τις κακουργηματικές
πορείες των τεράτων προκαλούσε πάντα ρίγη ηρωικής συγκίνησης και ενέπνεε
βαθύτατο σεβασμό στους οπαδούς των Ναζί, το έγραψε ο Χορστ Βέσελ (Horst
Ludwig Wessel), ένας νταβατζής που διετέλεσε «αξιωματικός» της
παραστρατιωτικής οργάνωσης των «Ταγμάτων εφόδου» και που ύστερα από τη
δολοφονία του (από κάποιον άλλο νταβατζή, για λόγους που αφορούσαν την
διεκδίκηση της «προστασίας» κάποιας κοπέλας του επαγγέλματος), οι Ναζί
τον ανακήρυξαν σε «ήρωα» των Εθνικοσοσιαλιστών, ισχυριζόμενοι
συκοφαντικώς, ως συνήθως, ότι τον σκότωσαν οι κομμουνιστές. Το ποίημά
του «Die Fahne hoch» (Ψηλά τη σημαία) έγινε γνωστό ως «Horst Wessel
Lied» (Το τραγούδι του Χορστ Βέσελ) και ενσωματώθηκε στον γερμανικό
εθνικό ύμνο από το 1933 έως το 1945. Το άσμα αυτό του Βέζελ μελοποιήθηκε
και αποτέλεσε το πρώτο ναζιστικό εμβατήριο που κυκλοφόρησε σε δίσκο
(1930), ενώ έγιναν αναρίθμητες διασκευές του, στις οποίες
περιλαμβάνονται κουαρτέτο για μαντολίνο, σόλο κιθάρα, φυσαρμόνικα,
ακορντεόν και πολλές διασκευές για φωνητικά σύνολα. Το άσμα έγινε τόσο
δημοφιλές, ώστε τα ναζιστικά τέρατα συνόδευαν με αυτό τα δημόσια
βασανιστήριά τους και επέλεξαν να το ενσωματώσουν, το 1933, στον
γερμανικό εθνικό ύμνο.
[1] Βλ. «Julius Streicher, The Beast of Franconia»,
στο http://www.holocaustresearchproject.org/holoprelude/streicher.html
και στις εκεί αναφερόμενες πηγές. Επίσης βλ. στη Βικιπαίδεια, λήμμα
«Γιούλιους Στράιχερ».
[2] Η Μάρθρα Ντοντ, έζησε στο Βερολίνο από το 1933 ως
το 1938, όταν ο πατέρας της είχε διοριστεί εκεί ως πρεσβευτής και πήρε
μαζί την οικογένειά του. Σύντομα μετά την εγκατάστασή της στο Βερολίνο
άρχισε να σχετίζεται με Αμερικανούς όπως ο Κουέντιν Ρέινολντς και άλλοι
δημοσιογράφοι και να απολαμβάνει τη νυχτερινή ζωή της πόλης. Αρχικά,
εντυπωσιάστηκε από τη νέα Γερμανία, γνώρισε μερικούς από τους ηγέτες των
Ναζί και μάλιστα συναντήθηκε με τον Χίτλερ. Η αρχική της στάση ήταν
φιλική προς τους Ναζί, αλλά κάποια στιγμή, ιδιαίτερα μετά την εκδρομή
της μαζί με τον Ρέινολντς και τον αδελφό της στη Νυρεμβέργη, άλλαξε
απόψεις και άρχισε να καταγράφει τι συνέβαινε στην πραγματικότητα όσον
αφορά την καταπίεση των Εβραίων, των κομμουνιστών και όλων των άλλων που
καταδιώχτηκαν από τους Ναζί.
[3] Στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες οι ναζί και οι
ντόπιοι συνεργάτες τους δεν έδρασαν καθόλου, δεν έσφαξαν, δεν εκτέλεσαν
και δεν έκαψαν τίποτε και κανέναν.
[4] … να εξοντώσουν τους Εβραίους, τους κομμουνιστές,
τους Ρομά, τους μαύρους, τους ομοφυλόφιλούς, τους μάρτυρες του Ιεχωβά,
τα άτομα με αναπηρίες και γενικά όσους θεωρούσαν κατώτερους ή αντίθετους
προς τα ναζιστικά πρότυπα και τη ναζιστική μεταφυσική.
[5] και γι’ αυτό εισέβαλαν προς υπεράσπιση της
Πατρίδος τους σε Δύση, Ανατολή, Βορρά και Νότο και επισκέφτηκαν και την
Ελλάδα (όπως ακριβώς για τον ίδιο μεγάλο και ιερό σκοπό μεταβαίνουν σε
όλο τον κόσμο οι Η.Π.Α και οι ιμπεριαλιστές σύμμαχοί τους για την
προστασία των πατρίδων τους)
[6] Προφανώς, εννοεί πως οι ψυχές των Ναζί έχουν μεταβεί στον παράδεισο, για μεταθανάτιο αγιοποίηση.
[7] Βικιπαίδεια, ό.π.
[8] Για όσα γεγονότα αναφέρονται εδώ σχετικά με τη
δημόσια διαπόμπευση και τα μαρτύρια της Άννας Ρατ από τους ναζιστές στη
Νυρεμβέργη βλέπε α) William E. Dodd jr., Martha Dodd, Ambassador Dodd’s Diary, Victor Gollangz Ltd: London 1943, β) Andrew Nagorski, Hitlerland_American eyewitnesses to the Nazi rise to power, Simon & Schuster: New York 2012, γ) Andrew Nagorski, «Nazi violence through american eyes», mag. The Atlantic, 13 March 2012 και δ) Erik Larson, In the Garden of Beasts: Love, Terror, and an American Family in Hitler’s Berlin, Crown Publishers: U.S. 2011 (ελληνική έκδοση: Στον κήπο με τα θηρία, μετάφραση Ανδρέας Μιχαηλίδης, Μεταίχμιο: Αθήνα 2013).
[9] Πρόκειται για τα ναζιστικά τάγματα εφόδου
(Sturmabteilung, στα γερμανικά ή SA), έναν παραστρατιωτικό κομματικό
μηχανισμό του Εθνικοσοσιαλιστικού (Ναζιστικού) Εργατικού Κόμματος της
Γερμανίας, που διακρίνονταν από τις καφετιές στολές τους. Βασική
αποστολή των Ταγμάτων Εφόδου ήταν η περιφρούρηση των συγκεντρώσεων των
Ναζί, η διάλυση των εκδηλώσεων των αντιπάλων κομμάτων και γενικότερα η
δραστήρια συμμετοχή τους στην εξόντωση των θυμάτων του Ναζισμού.
[10] Βλ. Βικιπαίδεια, λήμμα «Χόρστ Βέσελ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου