«Επανάσταση των μαζών» ή αντεπανάσταση;*
Στην περίπτωση της Ουγγαρίας του '56, αυτό φάνηκε καθαρά. Ασχετα από την ποσοτική συμμετοχή των εκπροσώπων της αστικής τάξης (βιομήχανοι, καπιταλιστές μεγαλοϊδιοκτήτες γης και μεγαλοαγρότες, ανώτατος καθολικός κλήρος, στρατιωτικοί και πολιτικοί εκπρόσωποι του προηγούμενου, φασιστικού - καπιταλιστικού καθεστώτος Χόρτι), αυτή η τάξη επέβαλε την ηγεμονία της στην αντεπανάσταση.
Αυτής της τάξης τα συμφέροντα εξυπηρετούσε η αντεπανάσταση, άσχετα από τις προθέσεις των τμημάτων των λαϊκών στρωμάτων, που συμμετείχαν σε αυτήν (τμήματα των μικρομεσαίων στρωμάτων της πόλης, καθώς και της εργατικής τάξης, ενώ οι μικρομεσαίοι αγρότες συμμετείχαν σε μικρότερο ποσοστό, καθώς η αντεπανάσταση διακήρυττε ανοιχτά την επαναφορά της «ιδιοκτησίας τους» στους παλιούς μεγαλοϊδιοκτήτες, στους οποίους παρεμπιπτόντως συγκαταλεγόταν και η ουγγρική Καθολική Εκκλησία ).
Οι θεωρίες περί «ουγγρικού» ή «καλύτερου» σοσιαλισμού ή περί μιας ταξικά μη προσδιορισμένης «δημοκρατίας», αποτέλεσαν απλά το προπέτασμα καπνού, την ιδεολογική ομίχλη, μέσα στην οποία οι αστοί μπόρεσαν να ελιχθούν πιο αποτελεσματικά. Οσοι αρνούνταν τη δυνατότητα ανάπτυξης του «υπαρκτού σοσιαλισμού», πρόβαλλαν ως εναλλακτική λύση έναν ανύπαρκτο «σοσιαλισμό», ώστε μπλοκάροντας τη λαϊκή επαγρύπνηση και αντίσταση, να γίνει ευκολότερα η επιστροφή στον «υπαρκτό καπιταλισμό».
Από την εποχή της Παρισινής Κομμούνας και μέχρι σήμερα, ο ιμπεριαλισμός, πέρα από τις οξύτατες αντιθέσεις στο εσωτερικό του, με βάση το αυξημένο αίσθημα της ταξικότητας, αντιμετωπίζει ενιαία τον κοινό αντίπαλο, την εργατική τάξη και τα άλλα καταπιεζόμενα στρώματα.
Το 1871, η νικήτρια του γαλλογερμανικού πολέμου γερμανική αστική τάξη, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό, όταν απελευθέρωνε 60.000 Γάλλους αιχμάλωτους στρατιώτες, για να ενισχύσει τη «μισητή» κατά τ' άλλα γαλλική αστική τάξη, στην προσπάθεια κατάπνιξης της Παρισινής Κομμούνας. Δηλαδή 60.000, από τις 100.000 που συνολικά πήραν μέρος στην πολιορκία του Παρισιού και στη σφαγή των προλεταρίων!
Στο τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, νικητές και ηττημένοι ιμπεριαλιστές δεν είχαν κανένα απολύτως συνειδησιακό πρόβλημα, ούτε κανένα σύμπλεγμα «αυτοδιάθεσης», όταν ενώθηκαν και από κοινού προσπάθησαν να καταπνίξουν τη Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση.
Πάμπολλα είναι και τα μεταπολεμικά παραδείγματα για το πώς ο παγκόσμιος καπιταλισμός εννοεί το σεβασμό της δημοκρατίας και της κυριαρχίας των λαών. Από τη βρετανική στρατιωτική επέμβαση, το Δεκέμβρη του '44, και την αμερικανική επέμβαση την περίοδο του Εμφυλίου στην Ελλάδα, από τον πόλεμο στην Κορέα και μέχρι τις σημερινές επεμβάσεις στη Γιουγκοσλαβία, στο Ιράκ, κλπ. ο ιμπεριαλισμός έδειξε και δείχνει ότι έχει πλήρη επίγνωση της αναγκαιότητας, να επιδεικνύει έμπρακτα το «διεθνισμό» του, στο διαρκή του - άλλοτε καλυμμένο και άλλοτε απροκάλυπτο - πόλεμο κατά της εργατικής τάξης και των άλλων ριζοσπαστικών λαϊκών στρωμάτων.
Απέναντι σε αυτήν την ενιαία σύμπραξη της παγκόσμιας αστικής τάξης, η αντίστοιχη τάξη των προλεταρίων, στο βαθμό που οργανωνόταν και συνειδητοποιούσε ποιος και πόσο ισχυρός είναι ο βασικός αντίπαλός της, ήταν από τα πράγματα υποχρεωμένη να στραφεί στα ίδια όπλα: στην οργάνωση του αγώνα της σε διεθνές επίπεδο και στη διεθνή αλληλεγγύη, τον προλεταριακό διεθνισμό. Εναν διεθνισμό που θα εκφραζόταν με όλα τα μέσα και σύμφωνα με όλες τις δυνατότητες που παρείχε η κάθε χρονική περίοδος ή συγκυρία.
Η ίδρυση, άλλωστε, τριών μέχρι σήμερα, Διεθνών σε αυτό αποσκοπούσε. Οι εθελοντές μαχητές της Α΄ Διεθνούς στο Παρίσι του 1871 ήταν μια από τις πρώτες εκφράσεις αυτού του διεθνισμού, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, πάντοτε βέβαια ανάλογα με το συσχετισμό δυνάμεων, το επίπεδο οργάνωσης της εργατικής τάξης και το ρόλο των κομμάτων της.
Κατά τη διάρκεια της Οχτωβριανής Επανάστασης και της κατοπινής ιμπεριαλιστικής επέμβασης, η διεθνής εργατική τάξη, που μόλις αναδιοργανωνόταν συμπαραστάθηκε έμπρακτα στο νέο εργατικό κράτος: από τη συλλογή και αποστολή υλικής βοήθειας και τις διαδηλώσεις κατά της ιμπεριαλιστικής επέμβασης, μέχρι τις λιποταξίες και τις στάσεις των φαντάρων των ιμπεριαλιστικών στρατών. (Πράξεις που όταν συμβαίνουν στο αντίπαλο στρατόπεδο θεωρούνται «συνετές», πού και πού, ακόμα και «ηρωικές», όταν όμως συμβαίνουν στη δική τους πλευρά, οι αστοί, σύμφωνα με το δικό τους «δίκιο» τις θεωρούν «εγκληματική προδοσία» και «ανοσιούργημα».)
Ταυτόχρονα, η δράση των επαναστατών σε κάθε χώρα, από τις εργατικές επαναστάσεις σε Φινλανδία, Γερμανία, Ουγγαρία, κλπ. μέχρι τις μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις της δεκαετίας του '20, πέραν των άλλων, επιτέλεσαν αντικειμενικά και ρόλο διεθνιστικό, όχι μόνο ως έμπνευση και παραδειγματισμό, αλλά και επειδή ανάγκασαν τον ιμπεριαλισμό να αποδυναμώσει τη «γραμμή πυρός» στο μέτωπο της Σοβιετικής Ενωσης.
Κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου, ο ίδιος διεθνισμός εκφράστηκε με ακόμα πιο προωθημένες μορφές. Με προτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς, χιλιάδες εκπρόσωποι της παγκόσμιας εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων στήριξαν με το όπλο στο χέρι τον ισπανικό λαό. (Αυτήν την πράξη διεθνισμού, αστοί και οπορτουνιστές δεν τολμούν - ακόμα; - να τη διαβάλουν, καθότι εκεί συμμετείχαν και εκπρόσωποι διάφορων πολιτικών χώρων, ακόμα και κατοπινοί σοσιαλδημοκράτες ηγέτες της Γερμανίας και της Ιταλίας.)
Παρόμοια κορυφαία έκφραση προλεταριακού διεθνισμού ήταν και η παρουσία των Κινέζων εθελοντών μαχητών στο πλευρό των Κορεατών επαναστατών, όταν ο διεθνής ιμπεριαλισμός τούς κήρυξε τον πόλεμο.
Στα παραπάνω πλαίσια είναι πλήρως ενταγμένη και η διεθνιστική ένοπλη βοήθεια του σοβιετικού λαού και η συμβολή της ΕΣΣΔ στην ήττα της αντεπανάστασης στην Ουγγαρία.
Στην αντιπαράθεση ιμπεριαλισμού - σοσιαλισμού, που στην Ουγγαρία του '56 εκφράστηκε με μια από τις πιο οξυμένες μορφές, την ένοπλη πάλη, τα ιμπεριαλιστικά κέντρα σύσσωμα και άμεσα τάχθηκαν στο πλευρό της αντεπανάστασης. Οχι μόνο τη στήριξαν πολιτικά, αλλά και την εξόπλισαν. Οχι μόνο διευκόλυναν τη λαθραία είσοδο στη χώρα σε διάφορους αστούς φυγάδες του '45/'46 αλλά, όπως αναφέραμε στο α΄ μέρος του άρθρου, καθοδήγησαν και συντόνισαν τις αντεπαναστατικές δυνάμεις. Η κατά τ' άλλα «ουδέτερη» Αυστρία δέχτηκε πρόθυμα να γίνει έδαφος για την εξαγωγή της αντεπανάστασης, πριν καν συμπληρωθεί ένα έτος από την απόσυρση των σοβιετικών στρατευμάτων και την αντίστοιχη δέσμευσή της για «ουδετερότητα».
Σε αδιέξοδο οι επαναστατικές δυνάμεις
Από την άλλη, οι επαναστατικές δυνάμεις της χώρας βρίσκονταν σε αδιέξοδο. Η οπορτουνιστική ηγεσία όχι μόνο τις εξαπατούσε συνεχώς, υποσχόμενη ότι θα πατάξει τους αντεπαναστάτες, αλλά και τις αφόπλιζε. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε επαναστατικές εργατικές φρουρές, που είχαν συγκροτηθεί σε διάφορες επιχειρήσεις στα περίχωρα της Βουδαπέστης καθώς και σε κομματικά γραφεία, η «κυβέρνηση» Νάγκι υποσχόταν όπλα, που τελικά παραδίνονταν στους αντεπαναστάτες, για να κατασφάξουν ακριβώς τέτοιες φρουρές. Μόνο σε ορισμένα μέρη στην επαρχία κατάφεραν επαναστάτες αγρότες και εργάτες μεταλλείων να οπλιστούν και να αποκρούσουν τη λευκή τρομοκρατία.
Από τα κατοπινά ντοκουμέντα φαίνεται ως ευτυχής σύμπτωση το γεγονός ότι η ηγεσία του ΚΚΣΕ (αλλά και του ΚΚ Κίνας) ταλαντεύτηκαν «μόνο» έως τις 3 Νοέμβρη ανάμεσα στην υποχώρηση και στην απάντηση στην αντεπανάσταση. Οι εκατοντάδες προγραφές επαναστατών, που θα γίνονταν βάσει σχεδίων στις 4 του ίδιου μήνα στην επαρχία, τουλάχιστον αποτράπηκαν.
Τη στιγμή του καθοριστικού «ποιος ποιον», η παραμέληση του διεθνιστικού καθήκοντος (και όχι η «επέμβαση») θα έθετε τη σοβιετική ηγεσία αλλά και συνολικά το διεθνές επαναστατικό κίνημα μπροστά σε σοβαρότατες και ασυγχώρητες ευθύνες.
Αν το 1919, το διεθνές προλεταριάτο δεν είχε δυνατότητα να αποτρέψει τις σφαγές των τέκνων και θυγατέρων του, από τις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού στην Ουγγαρία, το 1956 διέθετε πλέον ολόκληρα κράτη (δηλαδή σοσιαλιστική εξουσία) που μπορούσαν να αποτρέψουν μια παρόμοια, δεύτερη τραγωδία. Και απετράπη από το στρατό της σοβιετικής εξουσίας και τα ένοπλα τμήματα των Ούγγρων επαναστατών, με τις σκληρές μάχες που έδωσαν κυρίως στη Βουδαπέστη, καθώς στις άλλες περιοχές, οι εγκληματίες και πρώην «αφεντάδες» προτίμησαν εξαρχής το δρόμο της φυγής προς την Αυστρία.
Αρνητικές κληρονομιές
Η Ουγγαρία εισήλθε στην πρώτη μεταπολεμική φάση, με πάρα πολλές αρνητικές «κληρονομιές» του παρελθόντος:
- Ως αγροτική - βιομηχανική χώρα εμφάνιζε μια σχετικά ολιγάριθμη εργατική τάξη. Π.χ. ακόμα και το 1949, οι απασχολούμενοι στη βιομηχανία αποτελούσαν μόλις το 23% του συνόλου των απασχολούμενων, ενώ αυτοί της αγροτικής παραγωγής το 62,1%1.
- Το ΚΚ Ουγγαρίας επανήλθε στη νομιμότητα, όταν ο Σοβιετικός Στρατός απελευθέρωνε την Ουγγαρία από τα χιτλερικά στρατεύματα. Θυμίζουμε ότι μετά την ήττα της Επανάστασης του 1919, περίπου 5.000 επαναστάτες δολοφονήθηκαν, 70.000 φυλακίστηκαν και άλλες δεκάδες χιλιάδες εγκατέλειψαν τη χώρα. Το ΚΚ σε σκληρές συνθήκες παρανομίας προσπάθησε αμέσως να ανασυντάξει τις δυνάμεις του και το εργατικό κίνημα. Το κόμμα παρέμεινε 25 συνεχόμενα χρόνια στην παρανομία.
- Ως αποτέλεσμα αυτής της καταστολής, η αντικομμουνιστική σοσιαλδημοκρατία μπόρεσε να ασκεί ανενόχλητα την επιρροή της στην εργατική τάξη.
- Τα μεσαία στρώματα της χώρας ήταν βαθιά επηρεασμένα από τον επεκτατικό εθνικισμό της αστικής τάξης και του κλήρου, που εξέφραζε το καθεστώς Χόρτι. Η Ουγγαρία είναι η μόνη χώρα από τους δορυφόρους της χιτλερικής Γερμανίας, που κατά την ανακωχή της με τις αντιφασιστικές δυνάμεις δεν μπόρεσε να συγκροτήσει στράτευμα, για να πολεμήσει τη Γερμανία στο πλευρό των Συμμάχων.
- Με δεδομένη τη μικρή επιρροή του διεθνιστικού προλεταριακού κόμματος, ο εθνικισμός δυνάμωσε την επίδρασή του στα λαϊκά στρώματα, όταν τα εδάφη που είχε παραχωρήσει ο Χίτλερ στη σύμμαχο Ουγγαρία, επανήλθαν στην επικράτεια των γειτονικών κρατών, επαναφέροντας σε ισχύ μια άλλη ιμπεριαλιστική συνθήκη, αυτή του Τριανόν (Βερσαλλιών) του 1920.
- Αμεση συνέπεια όλων των παραπάνω ήταν και η μεταπολεμική, αυξημένη επιρροή πάνω σε σημαντικά τμήματα των λαϊκών στρωμάτων της Ουγγαρίας, που ασκούσαν και μεταπολεμικά εκείνα τα τμήματα της αστικής τάξης, που στήριξαν ανεπιφύλακτα τη σύμπλευση με το γερμανικό φασισμό.
- Οι δυσμενείς για το λαϊκό κίνημα συσχετισμοί άλλαξαν με πολύ αργούς ρυθμούς και μέσα από έντονη κοινωνική και πολιτική διαπάλη. Μόλις στα μέσα του 1947 είναι πλέον εμφανής η αλλαγή των συσχετισμών και όχι τόσο με την άνοδο της επιρροής του ΚΚ Ουγγαρίας, που στις εκλογές εκείνου του έτους (31/8/47) λαμβάνει 22%, όσο μέσω της ριζοσπαστικοποίησης των κομμάτων, που εκπροσωπούν τα μεσαία στρώματα και την πλειοψηφία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, η οποία τον επόμενο χρόνο (12/6/1948) θα συνενωθεί με τους κομμουνιστές στο Κόμμα των Ούγγρων Εργαζομένων Κ.Ου.Ε. Αποτέλεσμα αυτής της μετατόπισης των μικροαστικών κομμάτων προς τα αριστερά, είναι και η συγκρότηση Λαϊκού Μετώπου, που στις εκλογές του Μάη του 1949 θα λάβει το 95% των ψήφων. Ακόμα και τότε όμως, σε επαρχίες που αργότερα θα παίξουν σημαντικό ρόλο για την αντεπανάσταση, η αστική αντιπολίτευση θα διατηρήσει ποσοστά της τάξης του 21-29%.
- Η συνένωση του ΚΚ με το Σοσιαλδημοκρατικό, έστω και σε μαρξιστική - λενινιστική βάση, επέφερε μια ακόμα παραπέρα άμβλυνση των επαναστατικών χαρακτηριστικών της κομματικής βάσης, καθώς παρόμοιο πρόβλημα εμφάνιζε το ΚΚ Ουγγαρίας ήδη πριν από αυτήν τη συνένωση, λόγω των υπερβολικά ραγδαίων ρυθμών στρατολόγησης (περίπου 2.500 μέλη το Δεκέμβρη 1944, 300.000 τον Αύγουστο του 1946 και 883.000 τον Ιούνη του 1948, δηλαδή μόλις 152.000 λιγότερα μέλη απ' ό,τι οι ψηφοφόροι του ένα χρόνο νωρίτερα!).
Θεωρητικές και πολιτικές αδυναμίες
Το 1948, όταν ουσιαστικά ολοκληρώνεται η μεταπολεμική ανασυγκρότηση, και οι νέες σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής ήδη αρχίζουν και κυριαρχούν, τα νέα καθήκοντα που προκύπτουν βρίσκουν τα κομμουνιστικά κόμματα χωρίς σοβαρές ιδεολογικές επεξεργασίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις εκείνη την περίοδο, η σχέση λαϊκής δημοκρατίας και δικτατορίας του προλεταριάτου απασχολεί σοβαρά τα κομμουνιστικά κόμματα εξουσίας. Οι προβληματισμοί αναπτύσσονταν γύρω από το αν για το πέρασμα στη δικτατορία του προλεταριάτου είναι απαραίτητη η λαϊκή δημοκρατία, ή ακόμα και γύρω από το αν η μετάβαση της λαϊκής δημοκρατίας στο σοσιαλισμό μπορεί να γίνει χωρίς τη δικτατορία του προλεταριάτου. Μετά από πολυάριθμες συναντήσεις και συνεργασίες των ηγετών τους, τόσο μεταξύ τους, όσο και με το Στάλιν, θα καταλήξουν στις αρχές του 1948, ότι η «λαϊκή δημοκρατία» αποτελεί πλέον μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου2.
Με την επέκταση της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας και κυρίως κατά την κρατικοποίηση και των επιχειρήσεων ξένων συμφερόντων, οι αστικές δυνάμεις αποπειρώνται να οργανώσουν ανοιχτή σύγκρουση με το σοσιαλιστικό κράτος, με ηγέτη τον καρδινάλιο Μιντσέντι (Mindszenty) και με τη συμμετοχή σημαινόντων καπιταλιστών, όπως ο κόμης Εστερχάζι, ο μεγαλύτερος μετά την εκκλησία γαιοκτήμονας της χώρας. Η απόπειρα ξεσκεπάστηκε έγκαιρα από τις κρατικές υπηρεσίες.
Φαίνεται ότι από τότε ο διεθνής ιμπεριαλισμός προσανατολίζεται και στην πολύμορφη αξιοποίηση της ρήξης της Γιουγκοσλαβίας με τις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες.
Ταυτόχρονα, αυτή η απόπειρα ενίσχυσε την καχυποψία της κομμουνιστικής ηγεσίας (με επικεφαλής τον Ματίας Ράκοσι) απέναντι στα σύμμαχα κόμματα του Λαϊκού Μετώπου. Η υποτίμηση της δυνατότητας, αυτά τα κόμματα να διεξάγουν αποτελεσματικά τη διαπάλη με τα αντιδραστικά στοιχεία στο εσωτερικό τους, καθώς και η υπερτίμηση της επιρροής και της δράσης των κομμουνιστών, οδηγεί την ΚΕ του Κόμματος την άνοιξη του '49 σε αποφάσεις προσανατολισμένες προς τον μονοκομματισμό και την κατάργηση των σύμμαχων κομμάτων. Στη συγκεκριμένη φάση, αυτό διασπούσε και τη συμμαχία με τα μικροαστικά στρώματα και διευκόλυνε αντικειμενικά την προσπάθεια των αστών, να τα τραβήξουν με το μέρος τους.
Οικονομικά προβλήματα
Το 2ο Συνέδριο του ΚΟυΕ (24/2/1951) αποφάσισε την τροποποίηση του πρώτου 5χρονου πλάνου (1950-1954), θέτοντας στόχους που μπορεί να ενέπνεαν ενθουσιασμό και αισιοδοξία, αλλά που βρίσκονταν μακριά από την τότε πραγματικότητα (π.χ. αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 200% έναντι του 86% που προέβλεπε το αρχικό πλάνο, της αγροτικής παραγωγής κατά 50% και του βιοτικού επιπέδου κατά 50-55% έναντι του αρχικού 35%). Η μη κάλυψη αυτών των στόχων δημιούργησε σοβαρές δυσχέρειες στην οικονομία της χώρας. Η αναγκαστική ανακατανομή των πόρων κυρίως προς τις επενδύσεις στη βιομηχανία μπορεί να επέφερε τελικά μια αξιοσημείωτη αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 130%, σε βάρος όμως της αγροτικής παραγωγής (παρέμεινε στα επίπεδα του 1950) και του βιοτικού επιπέδου, που την περίοδο '51-'53 υποχώρησε κάτω από τα επίπεδα του 1949 και το 1954 αυξήθηκε μόλις κατά 10% σε σχέση με το 19503.
Οπορτουνισμός και εσωκομματική διαπάλη
Ο Ιμρε Νάγκι, στα τέλη του 1947 αντιτάχθηκε στην προοπτική της δικτατορίας του προλεταριάτου, εμμένοντας ότι άμεσος στόχος του Κόμματος πρέπει να είναι η διαχείριση ενός «κρατικού καπιταλισμού» (υπό κρατικό έλεγχο). Θεωρούσε πρωτεύον την ανάπτυξη της εμπορευματικής αγροτικής παραγωγής και όχι την κολεκτιβοποίηση. Το Σεπτέμβρη του 1949, η ΚΕ τον καθαιρεί από μέλος του ΠΓ και ο ίδιος, όχι μόνο αποδέχεται την απόφαση, αλλά και ασκεί «δριμύτατη» αυτοκριτική. Το 1951 ο Νάγκι ξαναμπαίνει στο ΠΓ και το 1952 γίνεται και Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης.
Το 1953 ο οπορτουνισμός ενισχύεται κυρίως από τις αλλαγές στους προσανατολισμούς της ηγεσίας του ΚΚΣΕ, μετά το θάνατο του Στάλιν, τον Μάρτη του ίδιου έτους. Με επίφαση πλέον την καταπολέμηση του «δογματισμού» και του «σεχταρισμού», «η ηγεσία του ΚΚΣΕ άσκησε συντροφική κριτική στην πολιτική του ΚΟυΕ. Αυτή η κριτική έγινε αποδεκτή από την ΚΕ του Κόμματος των Ούγγρων Εργαζομένων και λήφθηκε υπόψη στην κατάληξη των αποφάσεων»4. Ως αποτέλεσμα αυτής της «συντροφικής κριτικής», τον Ιούνη του 1953, η ΚΕ αποφασίζει να απαλλάξει τον Ράκοσι από τη θέση του Προέδρου της κυβέρνησης και στη θέση του να προτείνει τον Νάγκι.
Είναι ακριβώς η στιγμή που και η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα αρχίζει να εξυμνεί τον «εθνικό κομμουνιστή ηγέτη» Νάγκι, δίνοντας το σύνθημα για τη στήριξή του από τους Ούγγρους αστούς. Η εσωκομματική διαπάλη, που γίνεται μόνο μέσα στις γραμμές της ΚΕ, χωρίς ανάπτυξη αντίστοιχης ιδεολογικής δουλειάς στις γραμμές του Κόμματος, θα επιφέρει άλλη μια απομάκρυνση του Νάγκι από τις θέσεις που κατείχε (Απρίλης 1955) και τη διαγραφή του από το Κόμμα, το φθινόπωρο του ίδιου έτους.
Στον απόηχο του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ (Φλεβάρης '56) και της άμεσα ακολουθούμενης υστερίας για «εγκλήματα και παραβιάσεις» της περιόδου της «προσωπολατρίας», οι δεξιές δυνάμεις εντός της ηγεσίας του ΚΟυΕ περνάνε στην επίθεση με τη σημαία του «αντισταλινισμού» και της «αποκατάστασης της νομιμότητας». Τον Ιούλη η ΚΕ «απαλλάσσει για λόγους υγείας» τον Ράκοσι από ΓΓ και αποφασίζει τη διεύρυνσή της, κυρίως με μέλη που πρόσφατα είχαν αποφυλακιστεί και αποκατασταθεί. Ελέγχοντας πλήρως τα κομματικά όργανα και έντυπα, η αντεπανάσταση «από τα μέσα» μπορεί πλέον όχι μόνο να εκμηδενίζει τη δράση των επαναστατικών οργάνων, αλλά και να μπλοκάρει κάθε διάθεση αντίδρασης της κομματικής βάσης.
Η τρίτη πλέον «αποκατάσταση» του Νάγκι στα κομματικά και κυβερνητικά όργανα (13 Οκτώβρη), με την ανοχή αν όχι προτροπή της σοβιετικής και γιουγκοσλαβικής ηγεσίας, 10 μόλις μέρες πριν το ξέσπασμα της αντεπαναστατικής εξέγερσης, ήρθε ως επιστέγασμα της δράσης των «εθνικών δυνάμεων» εντός και εκτός Κόμματος.
Στις 23 Οκτώβρη, όταν (κατά σύμπτωση;) η ουγγρική κομματική ηγεσία επιστρέφει από το ταξίδι της στη Γιουγκοσλαβία, η αντεπανάσταση βρίσκεται πλέον στους δρόμους.
1. Βλ. Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, εκδόσεις «Ακάδημος», Αθήνα 1981, τ. 26, σελ. 66.
2. Ινστιτούτο για την κομματική ιστορία στην ΚΕ του Ουγγρικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος, «Ιστορία του ουγγρικού επαναστατικού εργατικού κινήματος από τις αρχές του έως το 1962», (γερμανική έκδοση) Βερολίνο 1983, σελ. 588. (Στα ουγγρικά εκδόθηκε το 1976).
3. Στο ίδιο, σελ. 592/593.
4. Στο ίδιο σελ. 597.
*Αποσπάσματα άρθρων που δημοσιεύτηκαν στον «Ρ» 12/11/2006 και 19/11/2006.
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
19/11/2006
-- «Αγνοημένες» πλευρές της αντεπανάστασης του 1956 στην Ουγγαρία
12/11/2006
-- «Αγνοημένες» πλευρές της αντεπανάστασης του 1956 στην Ουγγαρία
5/11/2006
-- «Αγνοημένες» πλευρές της αντεπανάστασης του 1956
26/10/2003
-- Ο ιμπεριαλισμός και η αντεπανάσταση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου