30/11/98 | ||||
Με το άρθρο αυτό επιχειρούμε μια προσέγγιση στις έννοιες της Αισθητικής και του Ρεαλισμού, στην σχέση τους με την Τέχνη. Παίρνουμε υπόψιν μας ότι η Αισθητική και ο Ρεαλισμός έχουν αναπτυχθεί ως θεωρίες και εκφράζουν μορφές της κοινωνικής συνείδησης, τα δε στοιχεία τους, τα οποία διαμορφώνονται μέσα στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου κοινωνικο-οικονομικού περιβάλλοντος, επηρεάζουν την αισθητική αντίληψη του καθενός και της καθεμιάς σαν μέλους της κοινωνίας, της τάξης ή της κοινωνικής ομάδας που ανήκει.Εκδηλώνονται δε στον τρόπο ζωής μας καθώς και στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την Τέχνη ή την παράγουμε. Γι' αυτό το λόγο, το άρθρο είναι ανοιχτό σε παρατηρήσεις, σε γόνιμη κριτική, πάντα βέβαια, στη βάση του μαρξισμού- λενινισμού και με τις ανάλογες μεθόδους. Για να έχουμε ένα σχετικά σταθερό σημείο αναφοράς, μια κοινή βάση σαν άξονα της συζήτησης, επειδή αυτό είναι ουσιαστικά και μεθοδολογικά αναγκαίο, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε στο βαθμό που κάθε φορά αυτό είναι δυνατό, τί εννοούμε συγκεκριμένα με κάθε έναν όρο που χρησιμοποιούμε, πραγματευόμενοι ένα αντικείμενο. Αυτό, βέβαια, το κάνουμε πάντα εν γνώση μας, ότι όλα είναι «εν κινήσει» ιστορικά, εν πλω, και ότι η πληρότητα αλλά και η σταθερότητα εξαρτώνται από τις δοσμένες ιστορικές συνθήκες στις οποίες καταγράφεται η προσπάθεια, αλλά και από τις υποκειμενικές δυνατότητες πρόσληψης, επεξεργασίας και έκφρασης του οποιουδήποτε επιχειρεί την όποια προσπάθεια. Επίσης, γνωρίζουμε ότι η επιστημονικο-φιλοσοφική προσέγγιση της πραγματικότητας και η δυνατότητα κομματικής αξιοποίησης αυτής της προσπάθειας, εξαρτώνται, κατά ένα μεγάλο μέρος, από την ανάπτυξη μιας γόνιμης, δημιουργικής και συλλογικής δουλειάς, γύρω από αυτά τα θέματα, γι' αυτό και προς τα εκεί αποσκοπούμε. «ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ», ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Ποιά είναι η «ουσία» της ζωής μας; Ποιός είναι ο «προορισμός» και οι «δυνατότητες» του ανθρώπινου είδους; Ισως ζούμε για να ανακαλύπτουμε και να αποκαλύπτουμε συνεχώς, και σε όλο πιο νέα, διαφορετικά επίπεδα, αυτό το υπέροχο μυστήριο.... Είναι σίγουρο, όμως, ότι όσο ζούμε σε ταξικές κοινωνίες, θα ζούμε κυρίως και θα παλεύουμε συνεχώς να αντιμετωπίσουμε τον υποβιβασμό της σε κτηνώδη επίπεδα και ακόμα πιο κάτω.... Μας είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος, σαν παράγωγο της φύσης, ξεχώρισε από αυτήν και από τα άλλα έμβια όντα, με την εργασία του. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι στα πρωταρχικά στάδια της ιστορίας του, η εργασία, η παραγωγική του δραστηριότητα, αλλά και όλη η δραστηριότητα της ζωής του, εμφανίζονται και επικεντρώνονται σε μια κυρίαρχη ανάγκη: Την ανάγκη να επιβιώσει, να διατηρηθεί στη ζωή, κόντρα στις αντίξοες συνθήκες που του δημιουργούσαν και τα στοιχεία της φύσης, αλλά και όλα τα άλλα όντα, από τα μικρόβια μέχρι τα μεγαλύτερα και δυνατότερα ζώα. Αλλά ιστορικά αποδείχθηκε ότι η «ποιότητα» της δραστηριότητάς του, της εργασίας του, τον κατέστησε κυρίαρχο σαν είδος στις σχέσεις με το περιβάλλον του. Επενεργώντας δραστήρια στη φύση, στον κόσμο γύρω του, αλλάζοντάς τον, «εξανθρωπίζοντάς» τον, αλλάζει συγχρόνως και τη δική του φυσική υπόσταση, αναπτύσσει τη γλώσσα ως μέσον επικοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσεται βιολογικά και κοινωνικά, αποκτά κοινωνική συνείδηση, μέσα από την ανάγκη επαφής και συνεργασίας με τους άλλους συνανθρώπους. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι η παραγωγική ζωή του ανθρώπου, η εργασία του είναι ταυτόχρονα και η δύναμη αυτή που παράγει, «γεννάει» και μορφοποιεί την ίδια την υπόστασή του, την «ιδιαιτερότητά» του σαν είδος, και τον ξεχωρίζει οριστικά από τα ζώα. Από την άλλη πλευρά, όπως μας λέει ο Μαρξ[2], και τα ζώα παράγουν, αλλά μόνο για να εξυπηρετήσουν την πρωταρχική φυσική τους ανάγκη για επιβίωση και αναπαραγωγή, για τον εαυτό τους αποκλειστικά και για τη συνέχιση του είδους τους, τα νεογνά τους. Με την μονόπλευρη όμως αυτή παραγωγή τους, τα ζώα ταυτίζονται με την ζωτική τους δραστηριότητα και δεν μπορούν να διαχωριστούν από αυτή, «είναι αυτή». Ο άνθρωπος, όμως, από την ιστορική στιγμή που άρχισε να παράγει απελευθερωμένος από αυτή την ζωώδη ανάγκη, άρχισε να παράγει όχι μόνο «συνειδητά» αλλά και «καθολικά», παρεμβαίνοντας στην εσωτερική δομή και κατανοώντας τη διαφορετική ουσία του κάθε διαφορετικού αντικειμένου, προσπαθώντας να το αλλάξει ριζικά κατά την βούλησή του. Απελευθερωμένος από τον πρωτογενή, ζωώδη εαυτό του, απέκτησε την απλή συνείδηση του άμεσου αισθητού περιβάλλοντός του, της φύσης, της σχέσης του με τα άλλα πρόσωπα και πράγματα. Αντιλαμβάνεται τη διαφορετικότητα των αντικειμένων, συγκρίνει τις διάφορες «εικόνες» τους και τις ιδιότητές τους, τις συνδυάζει. Κατανοεί έτσι, την «ανεξαρτησία» του από το περιβάλλον του, αλλά και του περιβάλλοντος ως προς τον εαυτό του. Αυτό έδωσε μια νέα διάσταση εποπτείας στη συνείδησή του, με αναλυτικές και συνθετικές ιδιότητες. Με αυτές του τις ιδιότητες άρχισε να περιεργάζεται και τον ίδιο τον «εαυτό» του, σαν «είδος» και σαν ιδιαίτερο αντικείμενο αντανάκλασης στη συνείδησή του, να τον διαμορφώνει πραχτικά και σκόπιμα. Πώς όμως, τεκμηριώνεται αυτή η διαφορετικότητα, αυτή η ιδιαίτερη ποιότητα στην παραγωγική εργασία του ανθρώπου, που την καθιστά καθολική, συνειδητή πλέον, δραστηριότητα και η οποία δημιουργεί αυτή την ειδική μορφή, την χαρακτηριστική φυσιογνωμία του ανθρώπου; Ας πάμε πάλι στα αυτούσια λόγια του Μαρξ: ... «Το ζώο μορφοποιεί μόνο σύμφωνα με το μέτρο και την ανάγκη του είδους στο οποίο ανήκει, ενώ ο άνθρωπος ξέρει να παράγει σύμφωνα με το μέτρο κάθε είδους, και ξέρει να τοποθετεί παντού το εσωτερικό μέτρο στο αντικείμενο. Ο άνθρωπος λοιπόν, μορφοποιεί σύμφωνα με τους νόμους της ομορφιάς»[3]... Κατά τον Μαρξ, λοιπόν, αυτή η «ιδιαίτερη ποιότητα» είναι ότι ο άνθρωπος έμαθε να δρα, να λειτουργεί, μορφοποιώντας σύμφωνα με τους κανόνες του εσωτερικού μέτρου κάθε ξεχωριστού αντικειμένου και σύμφωνα με τους νόμους της ομορφιάς. Να, επομένως, μια σημαντική μαρτυρία (σήμερα σθεναρά τεκμηριωμένη από τα ντοκουμέντα της σύγχρονης επιστήμης της ιστορίας) για την «αισθητική στάση» και τις «αισθητικές σχέσεις» του ανθρώπου με το περιβάλλον του, από την αρχή κιόλας της ιστορίας του, σύμφυτη μάλιστα με την εξελιγμένη παρουσία του σαν ξεχωριστό είδος στον κόσμο. Μια ιδιότητά του που φαίνεται, επίσης, να είναι ένας κύριος ποιοτικός παράγων διαφοροποίησης της εργασιακής του δραστηριότητας,που την έκανε να ξεχωρίσει από τις κτηνώδεις λειτουργίες των ζώων. Βέβαια, στα πρώτα του βήματα, μορφοποιεί μεν σύμφωνα με τους κανόνες της ομορφιάς, χωρίς, όμως, να τους κατανοεί καθαρά και σε βάθος, απλά πράττοντας από την ανάγκη να κάνει χρήσιμα τα αντικείμενα γύρω του, γενικά. Αργότερα, μεταφράζοντας αυτή την γενική συσσωρευμένη εμπειρία του σε γενικευμένη γνώση, ανεξάρτητη από τα αντικείμενα και κωδικοποιώντας την, ανακαλύπτει και εισάγει στη συνείδησή του και στην πραχτική του δράση, τουςξεχωριστούς, ανεξάρτητους κανόνες της ομορφιάς, σκόπιμα και γενικότερα στη ζωή του, ανακαλύπτοντας και την ξεχωριστή χρησιμότητά τους. Ετσι, δημιουργείται και η Αισθητική του συνείδηση. Αποκτά την τάση, τότε, να βάζει την «σφραγίδα» του παντού, να «είναι» μέσα σε όλα, όπου φτάνει, χωρίς να «ταυτίζεται» όμως με τίποτα άμεσα και ξεχωρίζει, στην ιστορία πια, με την νέα δύναμη των πιο εξανθρωπισμένων προϊόντων της εργασίας του, και καθοδηγούμενος από τους κανόνες της ομορφιάς. Ξεχωρίζοντας την «αναγκαία» για τη φυσική επιβίωσή του δράση, από την «συνειδητή» και «καθολική» του εργασία, περνάει από το βαρύ άγχος της επιβίωσης, στην δυναμική της δημιουργικότητας. Στην εξέλιξη παραπέρα της ιστορίας του, ο άνθρωπος κατανοεί μέσα από την συλλογική εμπειρική του γνώση, συνειδητοποιεί, όλο και περισσότερο, την «ιδιαίτερη δύναμη» που δίνει η «απελευθερωμένη» από τις φυσικές του ανάγκες εργασία. Ετσι, καθώς χωρίζεται η εργασία μέσα στην πραγματική ζωή του Ανθρώπου, σε «αναγκαία» φυσική και «ελεύθερη» συνειδητή διασπάται κατά συνέπεια και στην αντανάκλασή της στην κοινωνική του συνείδηση, στις δύο υποστάσεις της. Με ξεχωριστά τα προϊόντα, τα αποτελέσματα και τις δυνατότητές τους. Αρχίζει ο καταμερισμός της εργασίας του. Τον φυσικό καταμερισμό εργασίας διαδέχεται ο κοινωνικός καταμερισμός, σε συνθήκες που η παραγωγικότητα της εργασίας έφθασε σε επίπεδα ώστε να συγκεντρώνεται ένα ελάχιστο υπερπροϊόν, που θα επέτρεπε την επιβίωση κάποιου από την ιδιοποίησή του. Ετσι δίνεται η δυνατότητα κατανομής της εργασίας σε «πνευματική» και «υλική», σε απόλαυση και σε αγγαρεία. Ιστορικά, η δυνατότητα κατοχής μέσων παραγωγής, επομένως και του υπερπροϊόντος της εργασίας άλλων ανθρώπων, διαχώρισε τους ανθρώπους σε αυτούς που ζουν «ελεύθερα» και «δημιουργικά» και τους «αρέσει» πολύ αυτό, και σε αυτούς που κάνουν την «αναγκαστική» δουλειά και δεν τους «αρέσει» καθόλου. (Μέσα από μια σκόπιμη συνειδητή δράση, όπου ο καθένας για τον εαυτό του, ή σαν ομάδα εγωιστικών ατόμων με κοινό όμως συμφέρον (πχ. οικογένεια), διεκδικεί αποκλειστικά τα προϊόντα, τη δύναμη και την ομορφιά που απορρέουν από την συλλογική εργασία - δράση). Αυτό φέρνει σε αντίθεση το άτομο με το σύνολο, τη συλλογική του υπόσταση. Τον κάνει να μάχεται όλους τους υπόλοιπους, θέλοντας να καρπωθεί συνολικά τα συλλογικά προϊόντα, να τα χαρεί και, ταυτόχρονα, να αποφύγει τα άσχημα της φυσικής ζωής, τις αγγαρείες. Εμφανίζεται και επιβάλλεται η κοινωνική διαίρεση στη βάση της άνισης κατανομής των προϊόντων της εργασίας, κατ' επέκταση και των αισθητικών αξιών της. Με τη βίαιη επιβολή της ατομικής ιδιοκτησίας του δυνατότερου στην κοινωνική παραγωγή, περνάμε και στην αναγκαία κατάσταση για αυτή την υπόθεση, τη δουλεία, που από εδώ και πέρα χαρακτηρίζει το είδος του ανθρώπου, αλλοτριώνοντας και αποξενώνοντας το κάθε μέρος ως προς την ολικότητα της πραγματικής υπόστασης του είδους, την ομορφιά του συνολικά αναπτυσσόμενου, ελεύθερου Ανθρώπου. Γιατί συσσωρεύοντας τον κοινωνικό πλούτο της εργασίας η ατομική ιδιοκτησία, συσσώρευσε και όλες τις αισθητικές αξίες της, τις ομορφιές της. Τις οικειοποιήθηκε, αφήνοντας και χρεώνοντας την ασχήμια και τα βάσανα στο υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο. Ετσι, αρχίζει μια μάχη ζωής, ανειρήνευτη, που περνώντας από διάφορα στάδια μέχρι τις μέρες μας, «σφραγίζει» ανταγωνιστικά, ταξικά, όλες τις εκφράσεις της ζωής μας. Φυσικά και τις ιδέες μας για την Τέχνη, τις αισθητικές μας απόψεις για τη σχέση μας με τη ζωή, την κοινωνία, τη φύση, χαρακτηρίζει την κάθε κοσμοθεωρία. Με αυτό τον τρόπο, η ιστορία των πολιτισμών που αναπτύχθηκαν και των απόψεων περί του «ιδανικού» και «ωραίου», καθώς και η ανάπτυξη των καλλιτεχνικών τάσεων για την έκφρασή τους, διαπερνώνται, επηρεάζονται και τελικά μορφοποιούνται, κυριαρχικά, από τις απόψεις και τους υποκειμενισμούς της κυρίαρχης κάθε φορά πλευράς, της εκάστοτε κυρίαρχης ιστορικά τάξης. Επηρεάζονται, όμως, και από τον αγώνα όλων των υπολοίπων, άμεσα ή έμμεσα, που ζητούν ταυτόχρονα να ξεφύγουν από τα δεσμά της καταναγκαστικής εργασίας, η οποία υποβιβάζει με βία την πραγματική ζωή τους στα όρια της κτηνώδους και ακόμα πιο κάτω, της δουλείας..... Προσπαθώντας να γνωρίσουμε τα αντικείμενα της ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ και της ΤΕΧΝΗΣ, δεν θα ήταν δυνατό να μη συνδέσουμε την ιστορία τους με τη γενική ιστορία της εργασίας, γενικά της ανθρώπινης κοινωνικής παραγωγής, των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής. Για το δε αντικείμενο του Ρεαλισμού, η έννοιά του ακολουθεί ιστορικά τη διαδρομή ανάπτυξης της νόησης του ανθρώπου, μέσα στις διαμορφωμένες κάθε φορά συνθήκες από όλα τα παραπάνω. ΣΑΝ ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ Η Αισθητική σκέψη γεννήθηκε, λοιπόν, στη μακρινή αρχαιότητα, σαν προϊόν της πρωτόγονης κοινωνικής συνείδησης, σαν μυθολογική συνείδηση της προταξικής κοινωνίας. Αυτό μας μαρτυρούν καθαρά μύθοι και αντικείμενα της εποχής αυτής. Την πιο πλήρη επεξεργασία πάνω στα θέματα της «ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ» και της «ΤΕΧΝΗΣ» τη βρίσκουμε, όσο και αν αυτό φαίνεται παράξενο από μια πρώτη ματιά, στην αρχαία δουλοκτητική κοινωνία. Απελευθερωμένοι οι αφέντες του εκάστοτε κοινωνικού σχηματισμού, από τη βάρβαρη, καταναγκαστική εργασία, την οποία χρέωναν αποκλειστικά στους δούλους, ανέπτυσσαν δυναμικά και ραγδαία τη δική τους «ελεύθερη» υπόσταση. Ετσι, η Φιλοσοφία και οι επιστήμες γύρω από την ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ και τις Τέχνες αναπτύσσονται στις δουλοκτητικές κοινωνίες της Αρχαίας Ανατολής: Αίγυπτος, Βαβυλώνα, Αρχαία Ινδία και Αρχαία Κίνα.Στη δε Αρχαία Ελλάδα, η πλούσια ζωή της σε πολιτικά γεγονότα, οι οξύτατες αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις πόλεις - κράτη, ο ανταγωνισμός με ταξικό περιεχόμενο μεταξύ τους, αλλά και λόγω της ιδιόμορφης ανάπτυξης πλατιών εμπορικών και πολιτιστικών σχέσεων με τους λαούς της Ανατολής, έγιναν αντικειμενικά μια πλούσια πηγή για την άνθιση της φιλοσοφικής και αισθητικής σκέψης, με πολυμορφία σε φιλοσοφικο-αισθητικές κατευθύνσεις, και γύρω από το βασικό άξονα της διαμάχης ανάμεσα στον Υλισμό και τον Ιδεαλισμό. Το αξιοσημείωτο δε είναι ότι στις θεωρίες αυτές υπάρχουν τα σπέρματα για όλους σχεδόν τους τύπους, των μέχρι σήμερα ανεπτυγμένων κοσμοθεωριών*. Τη σκυτάλη πήρε η Αρχαία Ρώμη, και δεν είναι τυχαίο ότι η παρακμή της αρχαίας αισθητικής σκέψης ολοκληρώνεται τον 3οαιώνα μ.Χ. μαζί με τις διαδικασίες αποσύνθεσης του δουλοκτητικού συστήματος. Η εισβολή του ιδεαλισμού, της ασκητικής αποστροφής απέναντι στον αισθητό κόσμο, η απάρνηση του ορθού, ρεαλιστικού λόγου και η εκδικητική προβολή του Θεοκρατικού ρεμβασισμού, εισβάλλουν με τις θεολογικές δοξασίες του Φεουδαρχισμού που κράτησε ως τον μεσαίωνα, επιβάλλοντας τις ανάλογες μεταφυσικές «Αισθητικές» απόψεις του. Ο μεσαίωνας αναπτύχθηκε σε ολότελα στοιχειώδη βάση, καταστρέφοντας μοχθηρά όλο τον αρχαίο πολιτισμό, για να «ξαναφτιάξει» όλα από την αρχή. Το μόνο που «δανείστηκε» από το αρχαίο εποικοδόμημα ήταν ο Χριστιανισμός, με αποτέλεσμα το μονοπώλιο της διανοητικής εκπαίδευσης να ξεπέσει στους παπάδες και έτσι όλη η κουλτούρα ξέπεσε στο θεολογικό χαρακτήρα. Αυτά από τον 5ο ως τον 10ο αιώνα. Στη συνέχεια η «ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ» της Αναγέννησης παρ' όλη τη σύγχυση και την αντιφατικότητά της, ήταν Ρεαλιστική, δεμένη με την καλλιτεχνική πραχτική. Αναζητώντας την ισορροπία ανάμεσα στο «ιδανικό» και την πραγματικότητα, την αλήθεια και την υπερβολή, πορευόταν με απαιτήσεις για «ανθρωπισμό» και πολιτική ελευθερία, παρ' όλο που «αγνοούσε» τις κοινωνικές συγκρούσεις και δεν μπορούσε να ερευνήσει τις σκοτεινές, ταξικές πλευρές της καπιταλιστικής κοινωνίας που τότε γεννιόταν. Η καλλιτεχνική πραχτική όμως αυτής της εποχής[4], αντίθετα, αποδείχθηκε πιο διεισδυτική σε αυτά τα θέματα. Στην Αγγλία, τον 18ο αιώνα, πρωτοεμφανίζονται οι βασικές ιδέες της ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ του Διαφωτισμού, που βασίζονται στον πραγματικό άνθρωπο της αστικής κοινωνίας εκείνης της εποχής, και με βάση τον εμπειρισμό και την αισθησιοκρατία, αναπτύσσεται ενάντια στον πρωτόγονο ασκητισμό του θεοκρατικού πουριτανισμού, καταξιώνοντας συγχρόνως τη Ρεαλιστική Τέχνη[5]. Ο στενός υλισμός τους, όμως, δε βγαίνει από τα όρια της εποχής, περιορισμένος στις αντιφατικές έννοιες του πραγματικού αστού εγωιστή. Παρ' όλα αυτά, μέσα από τις βάσεις του Διαφωτισμού, αναπτύσσεται η λαϊκότητα της Τέχνης, αναπτύσσεται η παγκόσμια Αισθητική σκέψη μέσα από το Ρεαλισμό, και αντανακλά την οικονομική και κοινωνικο-πολιτική ανάπτυξη της κοινωνίας[6]. Από τα μέσα του 18ου αιώνα, ο Μπαουμγκάρντεν στη Γερμανία είχε αποδείξει την ανάγκη να δημιουργηθεί ανεξάρτητο τμήμα φιλοσοφίας, που το ονόμασε «ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ», δηλαδή «Θεωρία της Αισθητικής Γνώσης». Στο τέλος του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου αιώνα, αναπτύχθηκε ο Γερμανικός Κλασσικός Ιδεαλισμός, με τις θεωρίες του Καντ, του Φίχτε, του Σέλιγκ και του Χέγγελ. Ιδιαίτερα από τον Χέγκελ γίνεται η πιο μεγάλη προσπάθεια διαλεκτικής ερμηνείας στα σπουδαιότερα προβλήματα της Αισθητικής, αναπτύσσοντας, όμως, την Αισθητική σκέψη σε ιδεαλιστική βάση. Τις βάσεις για την διαλεκτική-υλιστική ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ έθεσαν οι Κ. Μαρξ, Φρ. Ενγκελς και στη συνέχεια ο Β. Ι. Λένιν. Μεγάλη ήταν η συμβολή πολλών μαρξιστών επίσης, όπως των Φ. Μέρινγκ, Π. Λαφάργκ, Γ.Β. Πλεχάνωφ, Β. Λουνατσάρσκι, Α. Γκράμσι και άλλων. Και στον 20ό αιώνα, μαζί με τους κλασικούς θεωρητικούς μέσα από τη διαδικασία ανάπτυξης του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού, επεξεργάστηκαν το θέμα και εκπρόσωποι της Καλλιτεχνικής Δημιουργίας όπως Μ. Γκόργκι, Σ. Μ. Αϊζενστάϊν, Μπ. Μπρέχτ, Λ. Αραγκόν, Κ. Βάρναλης, Μ. Αυγέρης, Γ. Ρίτσος κλπ. Η «ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ» Σαν έννοια, λοιπόν, η «ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ» είναι μια επιστημονικο-Φιλοσοφική κατηγορία, η οποία μελετάει σε όλα τα επίπεδα, τις νομοτέλειες και τους νόμους ανάπτυξης ορισμένων, ιδιαίτερα διαμορφωμένων σχέσεων, του ανθρώπου με την πραγματικότητα, που τις ταξινομούμε σαν «αισθητικές σχέσεις».Εξετάζει δε ιστορικά αυτές τις σχέσεις και σαν μια ιδιότυπη διαδικασία αντιμετώπισης - αξιολόγησης των στοιχείων του κόσμου, αλλά και σαν ειδική διαδικασία διαμόρφωσης, ανάπτυξης και έκφρασης της ατομικής και κοινωνικής συνείδησης. Επίσης, μελετάει πιο ιδιαίτερα τη γενικευμένη, αφηρημένη έννοια της Τέχνης, αλλά και τις συγκεκριμένες Τέχνες, την κάθε μια ξεχωριστά, με τις ιδιαιτερότητές της. ‘Η πιο συνοπτικά: Η «ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ», σαν επιστημονικο-φιλοσοφική κατηγορία, ερευνά και μελετά, σε ένα γενικό επίπεδο, τις «αισθητικές σχέσεις» του ανθρώπου με την αντικειμενική πραγματικότητα και πιο ειδικά, την ανώτερη μορφή έκφρασής τους, την ΤΕΧΝΗ. Ειδικότερα, δε, ακόμα, την κάθε μια συγκεκριμένη Τέχνη, χωριστά. Κατ' αρχήν, οι «αισθητικές σχέσεις» μας με την πραγματικότητα, είναι μια καθαρά ανθρώπινη διαδικασία, είναι μια ιδιότητα που απέκτησε μόνο ο άνθρωπος μέσα από την ιστορική και κοινωνική του εξέλιξη. Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας ανάπτυξης με έναν ειδικό τρόπο, της αντανάκλασης της αντικειμενικής πραγματικότητας στη συνείδησή του. Επομένως, και η «ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ» όταν ερευνά αυτές τις σχέσεις, ασχολείται συνολικά με την αισθητική αντιμετώπιση όλων των στοιχείων της Ζωής. Γι' αυτό πρέπει από επιστημονική άποψη, σαν επιστήμη, να είναι Ανθρωπολογική, Ιστορική, Κοινωνική. Κατ' ανάγκην δε, έχει για αυτό το λόγο άμεση σχέση με όλες τις άλλες κοινωνικές επιστήμες και, φυσικά, στην ανώτερη γενίκευση των συμπερασμάτων της, με την Φιλοσοφία. Σαν μια ιδιαίτερη κατηγορία όμως της Φιλοσοφίας, είναι αναγκαστικά συνδεδεμένη με το συνολικό αντικείμενό της και τον τρόπο που αυτό αναπτύχθηκε στην Ιστορία. Οι αντικειμενικές πραγματικές «αισθητικές σχέσεις» του ανθρώπου, στην ιστορική τους ανάπτυξη, αλλά και η ανάπτυξή της αντανάκλασής τους στην συνείδησή του, σαν εμπειρική γνώση, σαν επιστήμη και σαν φιλοσοφική κατηγορία, συνδέθηκαν ιστορικά με τη μαρξιστικο-λενινιστική φιλοσοφία, τόσο μεθοδολογικά, όσο και θεωρητικά, μέσα από θεμελιακές, αντικειμενικές Αρχές: Πρώτον: στη Βάση του Ιστορικού Υλισμού. Θεωρούμε ότι είναι πραγματικά αδύνατον να κατανοηθούν οι βασικές νομοτέλειες της ιστορικής εξέλιξης των «αισθητικών σχέσεων» και απόψεων του ανθρώπου με το περιβάλλον του, και ιδιαίτερα της Τέχνης, καθώς και ο κοινωνικός ρόλος τους, αν δεν στηρίζονται στη θεώρηση της πραγματικής υλικής τους ιστορίας, στην υλιστική θεώρηση του ιστορικού τους προτσές. Και η μαρξιστικο-λενινιστική άποψη για την ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ, έχει σαν βάση της την υλιστική αντίληψη για την ιστορική και κοινωνική εξέλιξη, δηλαδή στηρίζεται στον Ιστορικό Υλισμό. Δεύτερον: στη βάση του Διαλεκτικού Υλισμού. Οπως μας είναι γνωστό, το βασικό πρόβλημα της Φιλοσοφίας είναι το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στο ΕΙΝΑΙ και το ΝΟΕΙΝ, δηλαδή την ανεξάρτητη υλική πραγματικότητα και τη σκέψη. Εχοντας δώσει απάντηση σε αυτό το πρόβλημα, η μαρξιστικο-λενινιστική θεωρία όταν εξετάζει τις «αισθητικές σχέσεις» και την ανάπτυξη της «ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ» σαν έννοια, βασίζεται στο ότι η ουσία της αισθητικής συνείδησης, είναι αποτέλεσμα της αντανάκλασης της αντικειμενικής πραγματικότητας στην ανθρώπινη νόηση, και της «δραστηριοποίησης» μέσα από αυτή την αιτία της αισθητικής και καλλιτεχνικής πραχτικής, σαν αποτέλεσμα των νόμων της διαλεκτικής. Κατά τη μαρξιστική-λενινιστική άποψη λοιπόν, σαν θεμελιακή προϋπόθεση ανάπτυξης της αισθητικής και καλλιτεχνικής συνείδησης, θεωρείται και η ανάπτυξη της γνωσιολογικής τους πλευράς, μέσα από την διαλεκτικο-υλιστική θεωρία της αντανάκλασης. Είναι αυτονόητο ότι όλοι οι νόμοι που μας είναι γνωστοί και ισχύουν γενικά, για την ατομική και κοινωνική συνείδηση, δρουν και επηρεάζουν και την ιδιαίτερη περιοχή της Αισθητικής συνείδησης. Αλλά επειδή αυτή έχει και τα ιδιαίτερα δικά της χαρακτηριστικά, τις ιδιομορφίες της, που πρέπει να ανακαλύπτονται και να μελετώνται ξεχωριστά, χρειάζεται από κάθε ερευνητή, μεγάλη προσοχή, για το πώς οι γενικοί νόμοι της κοινωνικής συνείδησης δρουν στην ιδιαίτερη περιοχή της Αισθητικής συνείδησης, με έναν ξεχωριστό τρόπο. Από διαλεκτική άποψη λοιπόν, δεν πρέπει να ταυτίζουμε μηχανικά κατά την προσέγγισή μας και τις αναλύσεις μας, την Αισθητική συνείδηση με τις γενικές φιλοσοφικές μας θέσεις και τις νομοτέλειες που ανακαλύπτει και κωδικοποιεί κάθε επιστήμη, αλλά να «διακρίνουμε» τις ειδικά διαμορφωμένες σχέσεις μεταξύ τους, ώστε να μην «ισοπεδώνονται» και «χάνονται» από μπροστά μας ο πραγματικός πλούτος, η πολυπλοκότητα, το πολλαπλό και το ιδιαίτερο και ειδικά όταν εξετάζουμε το χώρο της ΤΕΧΝΗΣ και της κάθε ξεχωριστής καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Τη γενικότερη έννοια της ΤΕΧΝΗΣ την εξετάζουν πολλοί επιστημονικοί κλάδοι, που μέσα στις αντικειμενικές κοινωνικές συνθήκες, αναπτύσσονται ολοένα, εκφράζοντας την αναγκαιότητα για μια όλο και πιο αναλυτική, λεπτομερή εξειδίκευση, σε συνάρτηση με τις διάφορες μορφές έκφρασης της Τέχνης. Το κάθε ένα είδος της Τέχνης, σαν ιδιαίτερη καλλιτεχνική μορφή, έχει και τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και χρειάζεται ειδική μελέτη. Η Ζωγραφική, η Γλυπτική, η Μουσική, ο Χορός, το Θέατρο, η Ποίηση και η Λογοτεχνία από μια άποψη αποτελούν τις διάφορες μορφές υλικο-πνευματικής επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων και παρά τον εξειδικευμένο χαρακτήρα τους, που προήλθε από τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, οδηγούν μέσα από την αντικειμενικά πολύπλευρη ενότητα της ΤΕΧΝΗΣ σε μια πιο γενικευμένη, συνθετική αντίληψη για τη Ζωή, επηρεάζοντας και τα γενικότερα, πλατύτερα κοινωνικά, αισθητικά κριτήρια προς αυτή την κατεύθυνση. Σήμερα, εκφράζεται σαν αντικειμενική ανάγκη και πολύ πιο έντονα από κάθε άλλη φορά, αυτή η αντίρροπη διαδικασία σύνθεσης, όπου κάθε ξεχωριστή Τέχνη, αναπτύσσοντας αντικειμενικά τις δυνατότητές της, καθώς και τη σφαίρα της δραστηριότητάς της, συναντιέται, εισχωρεί μέσα στους χώρους των άλλων Τεχνών, ενώ ταυτόχρονα εμπλέκεται στις κοινωνικές διαδικασίες πολύπλευρα, δημιουργώντας νέα σύνολα (TV - Video Art, πολυθεάματα, πολυμέσα), νέες σχέσεις και νέες Αισθητικές απόψεις, που χρειάζεται να μελετηθούν σε επιστημονικό και Φιλοσοφικό επίπεδο. Χρειάζεται να μελετηθούν και σαν αντικειμενικά γεγονότα, αλλά και σαν ιστορικές διαδικασίες που επιφέρουν νέα αποτελέσματα στην κοινωνική πραγματικότητα, σε παγκόσμιο επίπεδο. Επομένως, όλα αυτά τα γεγονότα και οι διαδικασίες, επηρεάζουν σίγουρα, διαμορφώνουν και τον ειδικό χώρο της αισθητικής τους συνείδησης, δημιουργώντας νέα αισθητικά αξιολογικά κριτήρια. Αυτά τα κριτήρια, με τη σειρά τους, διαμορφώνουν, στο βαθμό που τους ανήκει, την τρέχουσα κοσμοαντίληψη και, μέσω αυτής, τις αισθητικές σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, αλλά και με τον κόσμο γύρω τους, διαμορφώνοντας τελικά σε νέα βάση το αισθητικό σύστημα Αξιών. (Βλέπουμε πως αξιοποιούν σήμερα τον Τσε, τον Αρη, τον Μαρξ κ.ά μέσα από τα ΜΜΕ). Γι' αυτό, επίσης, είναι απαραίτητο, μέσα από μια αντίστροφη διαδικασία να μην ταυτίζουμε το γενικό, ολικό αντικείμενο των Αισθητικών σχέσεων με την ειδική έκφρασή τους, την Τέχνη. Διότι, με αυτόν τον τρόπο περιορίζουμε την έννοιά τους στην καλλιτεχνική τους μόνο διάσταση, στενεύουμε τον ορίζοντά τους, και «χάνουμε» από μπροστά μας όλη την ευρύτητα των κοινωνικο-πολιτικών διαπλοκών της Αισθητικής αξιολόγησης και τη μεγάλη σημασία του ρόλου της, τελικά, στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης σε κάθε ιστορική φάση και της κοινωνικής, πολιτιστικής και πολιτικής κουλτούρας. Κάθε θεωρία για την «ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ» είναι η προσπάθεια γενίκευσης της εξέλιξης της Αισθητικής δραστηριότητας στη ζωή, στο γενικότερο κοινωνικό επίπεδο, αλλά και της εξέλιξης της ΤΕΧΝΗΣ πιο ειδικότερα, στην συγκεκριμένη κάθε φορά ιστορική περίοδο. Η Αισθητική στάση και δραστηριότητα του ανθρώπου λοιπόν, εξετάζονται από την επιστήμη της «ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ», που σαν επιστημονικο-φιλοσοφική θεώρηση έχει και τη δική της ιδιαίτερη ιστορία. Αυτή δε αποτελείται από τις επιμέρους, αντικειμενικά διατυπωμένες αισθητικές σκέψεις και τις ιστορικά ανεπτυγμένες αισθητικές θεωρίες. Κάθε μια θεωρία εκφράζει τα πολιτιστικά ενδιαφέροντα[7], τις πνευματικές απαιτήσεις, τα καλλιτεχνικά, αλλά και τις γενικότερες προτιμήσεις της εποχής που γράφεται, καθώς και τις απόψεις των διαφόρων τάξεων και των σχέσεων μεταξύ τους, κατά κύριο λόγο, άσχετα αν αυτές εκφράζονται καθαρά ή όχι. Η διαπάλη τους, η διαλεκτική σχέση τους, οι αντιθέσεις και η σύνθεσή τους, είναι οργανικά στοιχεία της επιστημονικής προσέγγισης στο αντικείμενο της «ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ». Μόνο μέσα από τη μελέτη των αισθητικών δράσεων, των γεγονότων και ιδεών, των ιστορικών ντοκουμέντων από τότε που παρουσιάστηκαν, μέχρι σήμερα, θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε το ΠΩΣ, μέσα στον κοινωνικό-πρακτικό και ιδεολογικό αγώνα των διαφορετικών φιλοσοφικών κατευθύνσεων και ρευμάτων, ανάμεσα στο διαλεκτικό υλισμό και τις ιδεαλιστικές απόψεις και τάσεις, αποθησαυρίστηκαν οι επιστημονικο-φιλοσοφικές αντιλήψεις και μέθοδοι, για την ανάπτυξη των μέχρι σήμερα αισθητικών ιδεών και απόψεων. Μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία άνοιξε και ο δρόμος με ιστορικούς όρους, για να διατυπωθεί η μαρξιστικο-λενινιστική άποψη-θεώρηση για την «ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ», που δεν μπορεί να εξελίσσεται και να υπάρχει εποικοδομητικά για την κοινωνία, αν δεν στηρίζεται στην πραγματική ιστορία των Τεχνών, και την Υλιστικο-διαλεκτική ανάπτυξη της έννοιας της ΤΕΧΝΗΣ, που την τροφοδοτεί με το βασικό υλικό της για το καλλιτεχνικό σκέλος της. Και ως προς το αξιολογικό της μέρος, που αφορά εκτός από την Τέχνη, την κάθε ανθρώπινη διαδικασία, πρέπει να συνδέεται διαλεκτικά με την ιστορία των άλλων μορφών της κοινωνικής συνείδησης, το υλικό και τα συμπεράσματα των άλλων επιστημών, προσφέροντάς τους, τα δικά της Αισθητικά συμπεράσματα, κάθε φορά, εκεί που τους είναι απαραίτητα. Η μαρξιστικο-λενινιστική «ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ» μπορεί και πρέπει να ανεβάζει συνεχώς σε ανώτερες βαθμίδες την ιστορική εξέλιξη της Αισθητικής Σκέψης και της Καλλιτεχνικής πρακτικής. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την επιστημονική και φιλοσοφική γενίκευση των όσων πέτυχε μέχρι σήμερα όλη η προοδευτική σκέψη, και της πείρας που αποκτήθηκε από όλητην καλλιτεχνική εξέλιξη της ανθρωπότητας. Με τη δέσμευση της μέσα από τις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού, να εκφράζει τα πραγματικά ενδιαφέροντα, τις πραγματικές αισθητικές ανάγκες πρώτ' απ' όλα της εργατικής τάξης, καθώς και των άλλων καταπιεζομένων κοινωνικών δυνάμεων, τα αισθητικά τους ιδεώδη, είναι και οδηγός για την πρακτική κοινωνική διαπαιδαγώγηση των εργαζομένων, αλλά είναι και η ίδια όπλο για αυτή τη διαπαιδαγώγηση, βοηθώντας στη σύνθεση της σοσιαλιστικής Τέχνης, ανοίγοντας τις προοπτικές για την παραπέρα ανάπτυξή της. Επίσης, έχει σαν χρέος κοινωνικό ναδιαμορφώνει και να αξιώνει τους μαχητές της εργατικής τάξης, στο χώρο της Τέχνης. Στην προσπάθεια για την ανάπτυξη των κοινωνιών, και με στόχο τον κομμουνισμό, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία εκείνα τα καθήκοντα που συντελούν ώστε να διαμορφωθεί ολόπλευρα ανεπτυγμένη κάθε ατομική προσωπικότητα και να καλλιεργηθεί γενικά στο στην εργατική τάξη η πραγματική κομμουνιστική συνειδητότητα, ενάντια στην τυπική, μονόπλευρη, αλλοτριωμένη, επαγγελματική συμμετοχή της στην κοινωνία. Η ανάπτυξη των Αισθητικών αξιολογικών κριτηρίων της εργατικής τάξης μέσα από τη μαρξιστικο-λενινιστική καθοδήγηση, καθώς και η ανάπτυξη των Τεχνών μέσω του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, είναι από τα πιο αποτελεσματικά κοινωνικά μέσα για την εκπλήρωση των σκοπών αυτών. Γι' αυτό, η μαρξιστικο-λενινιστική άποψη για την ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ, για την ΤΕΧΝΗ, είναι και θα πρέπει να είναι και άποψηκομματική. Η κομματικότητα αυτή πρέπει να υλοποιεί την ανάγκη και το καθήκον όλων όσων αγωνίζονται στους χώρους του κόμματος, για να εφαρμοστεί η γενική πολιτική του και σε αυτές τις περιοχές της Αισθητικής και της Τέχνης, διαμορφώνοντας τις ταξικές απαιτήσεις συνειδητά και ανάλογα ΙΣΤΟΡΙΚΑ. Αυτό σαν προϋπόθεση, βέβαια, βασίζεται πάνω στην οργανική, ουσιαστική σχέση, ανάμεσα στην πολιτική του πρακτική και τη μαρξιστικο-λενινιστική άποψη για την Αισθητική και την Τέχνη. Ο ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ, ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Η προσπάθεια για διερεύνηση, μελέτη και αποσαφήνιση της έννοιας του Ρεαλισμού, είναι ένα ουσιαστικό και κύριο ζήτημα για την ανάπτυξη της μαρξιστικής θεώρησης πάνω στα θέματα της ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ, της ΤΕΧΝΗΣ και της ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. Και αυτό γιατί ο Ρεαλισμός και σαν κοινωνικο-θεωρητική άποψη-στάση, αλλά και μέσα στην κοινωνικο-πρακτική διαδικασία, είναι το «φίλτρο» που τις τροφοδοτεί με τα ορθά, χρήσιμα και απαραίτητα στοιχεία από την πραγματικότητα, για την ορθή ύπαρξη και την ανάπτυξή τους. Από μαρξιστικο-λενινιστική άποψη, λοιπόν, έτσι ονομάζουμε την αληθινή, χωρίς ψεύδη, αντικειμενικά ορθή αντανάκλαση της πραγματικότητας στη συνείδηση, την επεξεργασία και καλλιτεχνική απόδοσή της, με τα ειδικά μέσα που είναι κατάλληλα στο κάθε είδος ξεχωριστής καλλιτεχνικής δημιουργίας ή έντεχνου λόγου. Επειδή η μαρξιστικο-λενινιστική αντίληψη για την ιστορία είναι και μέθοδος για μελέτη, κατευθυντήρια γραμμή, επειδή ο Ρεαλισμός αφορά στην «ποιότητα» των άπειρων πραγμάτων και καταστάσεων του αντικειμενικού κόσμου, με κατεύθυνση την ορθή κάθε φορά απόδοση των εννοιών τους, στη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία για την ΤΕΧΝΗ και τη Λογοτεχνία, δεν υπάρχει ενιαίος, καθιερωμένος, ακριβής προσδιορισμός, ούτε των χρονολογικών ορίων του Ρεαλισμού, ούτε του ορισμού της σφαίρας που καταλαμβάνει, ούτε των ορίων του περιεχομένου της έννοιας αυτής. Ιστορικά, στην πορεία εξέλιξης της ΤΕΧΝΗΣ γενικά και της Λογοτεχνίας, ο Ρεαλισμός εμφανίζεται να παίρνει τις συγκεκριμένες μορφές ορισμένων μεθόδων Ρεαλιστικής προσέγγισης της πραγματικότητας, όπως του Διαφωτισμού, του Κριτικού Ρεαλισμού, του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού κλπ. Ολες αυτές οι μορφές και οι μέθοδοι έχουν μια σχετική συνοχή ως προς την ιστορική διαδοχικότητά τους, αλλά εμφανίζονται και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Επειδή, όμως, ο Ρεαλισμός χαρακτηρίζεται από την πεποίθηση για την γνωσιμότητα του αντικειμενικού, άπειρου, υπαρκτού κόσμου, δέχεται επομένως και την δυνατότητα της απειρόμορφης έκφρασης του κόσμου αυτού και με τα μέσα της ΤΕΧΝΗΣ και του καλλιτεχνικού Λόγου. Γι' αυτό οι μορφές και οι μέθοδοι με τις οποίες αντανακλάται η αντικειμενική πραγματικότητα στη Ρεαλιστική Τέχνη, διαφέρουν και ως προς τα διαφορετικά είδη της κάθε συγκεκριμένης Τέχνης, αλλά και ως προς τις μορφές με τις οποίες εκφράζονται αυτά. Εχουν, όμως, σαν κοινή βάση, την αναγνώριση και απόδοση της αντικειμενικής ουσίας των πραγμάτων και των πραγματικών σχέσεών τους. Δηλαδή, ο Ρεαλισμός σαν διαδικασία, αλλά και σαν αποτέλεσμα αξιώνει να αναδεικνύει, να αποκαλύπτει και να ξεκαθαρίζει την ορθή, ουσιαστική, διαλεκτικά διαμορφωμένη σχέση με την πραγματικότητα, κόντρα στην απλοϊκά εμπειρική, αποκλειστικά μορφική, στρεβλά υποκειμενική «απεικόνισή» της, στην καλλιτεχνική δραστηριότητα. Οσο, όμως, ποικιλόμορφες και απεριόριστα μεγάλες κι αν είναι οι εκφραστικές δυνατότητες της Ρεαλιστικής μεθόδου στην ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ, την ΤΕΧΝΗ και την ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, δεν είναι και χωρίς όρια. Και τα όρια αυτά, βεβαίως, δεν καθορίζονται με «πατέντες», συνταγές ή περιοριστικούς κανονισμούς. Απλά, είναι τα διαλεκτικά όρια που προδίδεται ή ματαιώνεται η ουσία του Ρεαλισμού είτε μέσα από τη στρεβλή απόδοση-απεικόνιση της πραγματικότητας, είτε μέσα από τη μορφική παραχάραξή της, πράγμα που οδηγεί τελικά στην καταστροφή της ποιότητάς του. Και σαν «ποιότητα» ο Ρεαλισμός είναι καθολικός, δεν επιδέχεται ποσοτικούς προσδιορισμούς. Ή είναι κάτι Ρεαλιστικό, ή δεν είναι. Γενικά ο Ρεαλισμός είναι, για όλους τους παραπάνω λόγους, αντικειμενικά η κύρια τάση ανοδικής εξέλιξης της καλλιτεχνικής παιδείας της ανθρωπότητας με την οποία αποκαλύπτεται και η βαθιά ουσία της ΤΕΧΝΗΣ και της ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ σαν μια μορφή πνευματικής και πρακτικής αφομοίωσης της πραγματικότητας. Στο βαθμό που η καλλιτεχνική γνώση διεισδύει και εμβαθύνει στη ζωή, και πρώτα απ' όλα στις πλευρές και τις ιδιότητες της κοινωνικής πραγματικότητας, καθορίζει και το βαθμό Ρεαλιστικής απόδοσης του καθενός καλλιτεχνικού φαινομένου, την ουσιαστική κοινωνική αποτελεσματικότητά του. Κι αυτό, γιατί αναδεικνύει με ιστορικό τρόπο, αναβαθμίζει τις τυπικές δυνατότητες της ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ, της ΤΕΧΝΗΣ, αλλά και της καλλιτεχνικής διαδικασίας, σε ουσιαστικές δυνατότητες ανάπτυξής τους στην πρακτική της κοινωνικής ζωής. Η «προσπάθεια» αλλά και τα πρώτα «δείγματα» για Ρεαλιστική απόδοση και στάση στην καλλιτεχνική δραστηριότητα του ανθρώπου, αναδύονται και ακολουθούν διαλεκτικά την «περιπέτεια» της συνείδησής του. Τα πρώτα όμως συγκεκριμένα, συνειδητά δείγματα Ρεαλισμού εμφανίζονται την εποχή της Αναγέννησης. Πληρέστερη δε αποκάλυψη των στοιχείων του γίνονται μέσα από τον Κριτικό Ρεαλισμό του 19ου αιώνα, και το νέο, ανώτερο μέχρι σήμερα στάδιό του, στον 20ό αιώνα, με την έννοια του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού στο βαθμό, βέβαια, που κατανοήθηκε και χρησιμοποιήθηκε πραγματικά. Η βαθιά διείσδυση στην ουσία των φαινομένων της Ζωής που είναι ένα και το αυτό με την Ρεαλιστική τάση, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε Ρεαλιστικής μεθόδου. Χαρακτηριστικό, όμως, γνώρισμα του Ρεαλισμού είναι, επίσης, και ο τρόπος γενίκευσης του ζωντανού του υλικού, καθώς και ο τρόπος της τυποποίησής του στην απόδοση, όπως λέει ο Ενγκελς*. Αυτά όσο αφορά στις μορφικές υποχρεώσεις του ώστε να παραμένει Ρεαλισμός και στην κοινωνική του διαπλοκή να παίζει το ρόλο του ως προς την πλατειά κοινωνική του χρησιμότητα. Αυτό, όμως, δεν πρέπει απλοϊκά να κατανοηθεί ότι αξιώνει την απαίτηση αντιστοιχίας της κάθε Ρεαλιστικής καλλιτεχνικής έκφρασης, της κάθε καλλιτεχνικής «εικόνας» ως προς την τυπική, την άμεσα εμπειρική μορφή των αντικειμένων και των φαινομένων της κάθε φορά υπάρχουσας «πραγματικότητας». Αυτό το είδος της «τυπικότητας» θα του στερούσε την διαλεκτική δυναμική του, στη σχέση του με τη ζωντανή κίνηση του κόσμου, θα του έκοβε τα φτερά, την φαντασία, θα τον εγκλώβιζε σε μια στείρα, στενή, «φωτογραφική» φυσικότητα, θα του «φτώχαινε» τη δυνατότητα να εκφράσει τα συναισθήματα, τις ιδέες, τα αφηρημένα γεγονότα και κινήσεις της φυσικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Ιδιαίτερα δε, στην κάθε περίπτωση που η ουσία του κοινωνικού γεγονότος ή της δεδομένης ιδέας ή του κοινωνικού συναισθήματος που πραγματεύεται, δεν έχει αντίστοιχη έκφραση στο οποιοδήποτε επίπεδο της υπάρχουσας ήδη εμπειρίας, σε ένα οποιοδήποτε γεγονός ή αντικείμενο. Τί γίνεται όμως με την αναγκαιότητα, παρ' όλα αυτά, της τυποποίησης του υλικού του, ως προς το αποτέλεσμα της απόδοσης, ώστε να αποδίδει με μια μορφή αναγνωρίσιμη πλατειά στην κοινωνία, ακόμα και τις πιο γενικευμένες, αφηρημένες καταχτήσεις του; Τί γίνεται με τη δυνατότητα να είναι ουσιαστικά-πρακτικά χρήσιμος ο Ρεαλισμός στην εξέλιξη, στην επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας; Αλλά, εδώ, δονείται η ζωντανή, εσωτερική, διαλεκτική αντίθεση του Ρεαλισμού, στην κοινωνική του υπόσταση, που διαμορφώνει και την εσωτερική του ανάγκη για το πραγματικά νέο, ουσιαστικά και τυπικά. Η πραγματική Τέχνη και πολύ περισσότερο η ρεαλιστική Τέχνη, δεν κινείται στην περιοχή της εφαρμογής ορισμένων «κανόνων» και «νόμων» αλλά στην περιοχή των ανακαλύψεων και των αποκαλύψεών τους. Δεν κομπάζει κάνοντας ακροβατικές επιδείξεις άσκοπα, για τις κατακτημένες τεχνικές της, αλλά τις χρησιμοποιεί για τον ρεαλιστικό σκοπό της. Ενα σκοπό που δεν είναι άλλος, παρά βαθαίνοντας και αναπτύσσοντας την καλλιτεχνική γνώση, την Αισθητική Παιδεία, οργανώνοντας το κοινωνικό συναίσθημα, να δημιουργεί Δημιουργούς. Θα μπορούσαμε να πούμε πιο διεξοδικά ότι: Με την δυναμική του Ρεαλισμού, η Αισθητική, η Τέχνη και η Λογοτεχνία επιτυγχάνουν ως προς την διαδικασία, να διαπερνούν την εξωτερική φαινομενική μορφή των αντικειμένων της Ζωής και να φτάνουν στην ουσία τους, και μάλιστα σκόπιμα, κάθε φορά στην πιο χρήσιμη κοινωνικά, διευρύνοντας και αναπτύσσοντας με αυτό τον τρόπο την Αισθητική και καλλιτεχνική γνώση. Επειτα στην γενίκευσή τους να «μεταφράζουν» αυτές τις ουσίες έτσι, ώστε να τους προσδίδεται μια μορφή κοινωνικά αναγνωρίσιμη, να αποκτούν την κοινωνική τους χρησιμότητα. Ο Ρεαλισμός αναδεικνύει την ουσιαστική δυνατότητα στην ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ την ΤΕΧΝΗ και τη ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, να γίνουν ριζοσπαστικές στην κοινωνική δράση και λειτουργία τους. Ετσι αποκαλύπτεται και η ιστορικο-κοινωνική του αποστολή, που δεν είναι άλλη από τη δραστική, διαρκή αμφισβήτηση και αποκάλυψη του ρόλου του ιστορικά ξεπερασμένου αλλά ακόμα κυρίαρχου εποικοδομήματος και την καταστροφή της οποιασδήποτε πλαστής συνείδησης που δημιουργεί ή η άγνοια ή η κυρίαρχη ιδεολογία, για την σχέση μας με τη φύση, την κοινωνία και τις ιδέες. Αντίστοιχα, ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός εμφανίζεται σαν μια μορφή ανάπτυξης, οργάνωσης και δυναμικής ανασυγκρότησης του νέου εποικοδομήματος στην πορεία προς τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, του νέου ανθρώπου. Τέλος, και για όλους αυτούς τους λόγους, ο Ρεαλισμός δεν είναι αλλά και δεν μπορεί να είναι έξω από τον κύριο σκοπό της μαρξιστικο-λενινιστικής διαδικασίας, για την ανάπτυξη βαθύτερης και πλατύτερης δυνατής γνώσης για τον κόσμο, αλλά και για την επαναστατική αλλαγή του με την κοινωνικο-πολιτική επαναστατική δράση. ΣΑΝ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Γενικά, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η ανάπτυξη και διάδοση της μαρξιστικο-λενινιστικής, επιστημονικο-φιλοσοφικής θεώρησης για την ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ και, μέσα από αυτό, τη δυναμική παρέμβαση μας στη Ζωή, για την ορθή ανάπτυξη των «αισθητικών» σχέσεων και απόψεων στην κοινωνική πραγματικότητα, την ανάπτυξη του Ρεαλιστικού τρόπου προσέγγισης της έννοιας της Τέχνης, αλλά και την Κοινωνική ανάδειξη του Ρεαλισμού, πολύ περισσότερο του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού, σαν ορθής μεθόδου ανάπτυξης των συγκεκριμένων Τεχνών, τα οποία όλα μαζί διαμορφώνουν, εκφράζουν και αποτελούν ένα σημαντικό μέρος της κοινωνικής μας συνείδησης, είναι μια ιστορική, ταξική, κομματική για τις μέρες μας αναγκαιότητα, από την οποία δεν θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε χωρίς τις ανάλογες συνέπειες. Και για την πληρέστερη, ουσιαστικότερη ανάπτυξη της κομματικής μας δουλειάς, αλλά και, για την πραγματικά αποτελεσματική ανάπτυξη των αγώνων μας σε όλα τα μέτωπα, μέσα στα σημερινά, αντικειμενικά ιστορικά πλαίσια.[1]Καρλ Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά χειρόγραφα, 1844. [2]Καρλ Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά χειρόγραφα, 1844. [3]Καρλ Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά χειρόγραφα, 1844. *Ονομαστικά «έγραψαν» ιστορία πάνω σε αυτά τα θέματα: Πυθαγόρας (6ος), Ηράκλειτος ο Εφέσιος (530-470 π.Χ.), Δημόκριτος (460 π.Χ.), Σωκράτης (469-399 π.Χ.), Πλάτωνας (427-347 π.Χ.) και Αριστοτέλης (384-322) που στο έργο του κορυφώνεται η Ελληνική σκέψη πάνω στην ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ. [4]Πχ. Σαίξπηρ, Θερβάντες, Ραμπελέ. [5]Βολταίρος, Ντ. Ντιντερό, Ρουσσώ. [6]Σίλλερ, Γκαίτε. [7]«Η παραγωγή δε δημιουργεί μονάχα ένα αγαθό για την ανάγκη αλλά και μια ανάγκη για το αγαθό ... Ετσι η παραγωγή δε δημιουργεί μόνο ένα αντικείμενο για το υποκείμενο αλλά και ένα υποκείμενο για το αντικείμενο». Καρλ Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. *Αφορά την έκφραση του Ενγκελς στο γράμμα του προς την Μαργαρίτα Χάρκνες τον Απρίλη του 1888: «Ρεαλισμός σημαίνει, κατά τη γνώμη μου, εκτός από την πιστότητα στην λεπτομέρεια, η πιστή απόδοση τυπικών χαρακτήρων μέσα σε τυπικές καταστάσεις». |
19 Ιαν 2012
Η «αισθητική», ο ρεαλισμός στη σχέση τους με την τέχνη
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
TOP READ
-
To κομμουνιστικό μανιφέστο εικονογραφημένο (Pdf) Eπειδή διαβάζουμε τρομερά πράγματα πάλι για τη δήθεν μετάλλαξη του ΚΚΕ από αυτο...
-
Αντιδραστική τομή στην Εκπαίδευση Στην καρδιά της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της λειτουργίας του σχολείου στοχεύει η κυβέρνηση με το ν...
-
ΤΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ Στιγμές από την άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ Το σημερινό ένθετο «Ιστορία» του «Ριζοσπάστη» αν...
-
Με αφορμή την αθώωση του κομμουνιστή δημάρχου Πάτρας Με αφορμή την αθωωτική απόφαση για τον δήμαρχο Πάτρας, Κώστα Πελετίδη, αξίζει να στ...
-
Πολιτισμός: Μια κερδοφόρα διέξοδος των μονοπωλίων Ηταν το 2003, όπου οι τότε διαχειριστές της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα προέ...
-
Έφυγε" ο Τάκης Τσίγκας Σήμερα το βράδυ έφυγε από τη ζωή ο κομμουνιστής τάκης τσίγκας, στέλεχος του κουκουέ, που είχε διατελέσ...
-
Δ. Κουτσούμπας στο «ΣKAΪ»: «Η πρόταση του ΚΚΕ μιλάει για έξοδο από την κρίση προς όφελος του λαού. Είναι η μόνη φιλολαϊκή πρόταση. Αυτή εί...
-
Κατιούσα Σε λίγες ώρες γίνεται η παρουσίαση των ψηφοδελτίων του ΚΚΕ στο Νοvotel και ήδη τα πρώτα ...
-
Το χρονικό των κομμένων κεφαλών Το 1944 τα προσχήματα των Βρετανών αφεντάδων μας είχαν τελειώσει. Εν όψει των επικείμενων εκ...
-
«Συναινετικοί καβγάδες» Σαράντα ολόκληρες μέρες μετά το Γιούρογκρουπ της 20ής Φλεβάρη και την υπογραφή της νέας αντιλαϊκής συμφωνί...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου