28 Ιουλ 2012

Ο μπάρμπα - Γιαννούλης


Ο μπάρμπα - Γιαννούλης






Παπαγεωργίου Βασίλης

Πάει κι ο μπάρμπα - Γιαννούλης... Μας άφησε χρόνους. Πήγε κι αυτός να βρει τους άλλους, της «παλιάς φρουράς», εκεί στον Αη-Λια, κάτω απ' τα ψηλά τα κυπαρίσσια...




Τα τελευταία χρόνια, είχε καταπέσει πολύ. Τρανός πολύ δεν ήταν, ό,τι είχε πατήσει τα εβδομήντα, αλλά τον έφαγαν τα βάσανα και τα κιντέρια. Αλβανία, πόλεμος, Κατοχή, κι ύστερα πάλι πόλεμος, Εμφύλιος αυτός ο δεύτερος, χειρότερος απ' όλους, σαράκωσαν λίγο λίγο το παλιό σκαρί. Και έπεσε αυτός ο πλάτανος, που έλεγες δεν τον λυγάει ο χάρος, που να παλεύει χίλια χρόνια. Με ειδοποίησαν στην Αθήνα, έλα, ο μπάρμπας σου ο Γιαννούλης πεθαίνει. Τον έχουμε στο νοσοκομείο στη Λάρισα. Ταξίδευα όλη τη νύχτα, με ένα σαραβαλάκι αυτοκίνητο που αξιώθηκα ν' αγοράσω, και ξημέρωσα στη Λάρισα. Μόλις με είδε, τον πήρε το παράπονο. Με αγκάλιασε με τα ξερακιανά του χέρια και δε με άφηνε απ' την αγκαλιά του.


- Καλώς τον ανιψιό μου! Ελα. Πάει ο μπάρμπα σου. Σηκώνει τα πανιά... Τον είχαν στο οξυγόνο, στο «μηχάνημα». Δυο τρεις μέρες τον παίδευαν εκεί. Υστερα τον πήραμε. Τον πήγαμε στο χωριό, να πεθάνει τουλάχιστον στο σπίτι του.


Ερχονταν οι χωριανοί να τον ιδούν. Εμαθαν ότι σώνεται το λάδι στο καντήλι του, και έρχονταν δυο - δυο, τρεις - τρεις, να τον αποχαιρετήσουν. Ηρθε κι ο Καραΐσκος. Ανιψιός κι αυτός.


- Ε, βρε μπάρμπα - Γιαννούλη! Τι είναι αυτά που μας κάνεις τώρα... Αϊντε, σήκω. Να κάνουμε πάλι μια κουμπανία, να πάμε για τα γρούνια, για τις μπεκάτσες.


- Α χα, α χα, θα πάμε..., πικρογέλασε ο μπάρμπα -Γιαννούλης. Τώρα, ταχιά, την άλλη... Σαν έρθει ο κουμπάρος ο Μιχάλης με τη χαντζιάρα...


Ελεγε μια ιστορία, για τον Μιχαήλ, τον Αρχάγγελο. Είχε, λέει, έναν κουμπάρο σ' ένα χωριό, εδώ στον Απάνω Κόσμο. Κουμπάρο και φίλο καρδιακό.


- Βρε, κουμπάρε, του λέει μια μέρα ο χάρος. Θέλω να σου κάνω ένα καλό.


- Σαν τι καλό να μου κάνεις, βρε κουμπάρε;


- Θέλεις να βγάλεις πολλά λεφτά;


- Αμ δε θέλω, κάθομαι;...


- Θα σε κάνω γιατρό.


- Γιατρό; Απόρησε ο κουμπάρος.


- Ναι, γιατρό, ξαναείπε, ο χάρος. Εμένα, άλλος κανένας δε με βλέπει, όταν με στέλνει το Αφεντικό. Εσένα, θα σε κάνω να με βλέπεις. Θα κάνεις το γιατρό θα πας στον άρρωστο, κι άμα με βλέπεις να κάθομαι απ' το κεφάλι του, δίπλα στο προσκέφαλο, σήκω φεύγα. Δεν έχει γιατρειά. Αμα με βλέπεις να κάθομαι απ' τα ποδάρια του, εντάξει, θα λες, τον αναλαβαίνω. Δώσε ό,τι φάρμακο θέλεις. Ενα σκονάκι σκέτο ζαχαράκο, και θα γίνεται καλά.


- Σώπα, ρε παλαβέ..., δίσταζε ο κουμπάρος.


- Τι, σώπα..., έτσι που σου λέω θα γίνει.


Ετσι κι έγινε. Γιατρός ο κουμπάρος! Και ποτές δε λάθευε. Και από πελατεία, άσωτη. Λεφτά; Εκατομμύρια!


Αλλά, κάποτε ήρθε και η δική του η σειρά. Πέφτει ο «γιατρός» στο κρεβάτι, πάρτον σε λίγο και τον κουμπάρο το Μιχάλη. Πηγαίνει, ο μάγκας, και στρογγυλοκάθεται δίπλα στο προσκέφαλο. Τον βλέπει ο κουμπάρος και τον έκοψε κρύος ιδρώτας.


- Βρε κουμπάρε..., του κάνει στα μουλωχτά, για να μην τον ακούσουν οι άλλοι.


- Δυστυχώς..., του λέει ο Αρχάγγελος. Εντολή απ' το Αφεντικό. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα...


- Στο προσκέφαλο... Το καλαμπούριζε τώρα κι ο μπάρμπα - Γιαννούλης. Εδώ θρονιάστηκε, ο π... κι αυτός.


Ο Δυσσέας, ο εγγονός του, παλικαράκι, δεκαπέντε δεκαέξι χρονώ, του 'φερε ένα ποτήρι νερό, να πιει, να σταματήσει το βήχα που τον έπνιγε κάθε τόσο. Εκατσε δίπλα του, αμίλητο, κι έπιασε να χαϊδεύει με το χέρι του τα μαλλιά του παππού.


Ο Δυσσέας! Η χαρά του η πιο μεγάλη. Είχε κι έναν άλλον Δυσσέα. Το γιο του το μεγάλο. Ενα λιοντάρι ανήμερο, που «δρασκελούσε τα βουνά και ριζιμιά κουνούσε». Τον έφαγε κι αυτόν, μαζί με τόσα άλλα παλικάρια, ο μαγκούφης ο Εμφύλιος. Του απόμεινε ο Αντρέας, το άλλο παιδί του, το μικρότερο. Παντρεύτηκε, κι είχε κι ένα κοριτσάκι, δυο χρονώ. Η Βαΐτσα, η νύφη του, ήταν πάλι γκαστρωμένη. Κι ο μπάρμπα-Γιαννούλης καθόταν στα καρφιά. Αν το 'βγαζε και τούτο κορίτσι, θα πέθαινε απ' τον καημό του.


- Θέλω παιδί, μωρέ... Σερνικό. Να βγάλουμε του Δυσσέα μας τ' όνομα, έλεγε. Δυσσέας Κοντοϊάννης, μωρέ! Θα χαθεί τ' όνομα...


Ηρθε η ώρα να γεννήσει η Βαΐτσα, και δυσκολεύονταν. Το 'φερνε ανάποδα το παιδί. Το τηλέφωνο στο σχολείο, ένα και μοναδικό για όλο το χωριό, κι αυτό χαλασμένο...


Καβαλικεύομε από ένα ποδήλατο, να πάμε να φέρουμε το γιατρό απ' την Καρδίτσα. Βαρούσαμε πεταλιές, μέσα στη νύχτα. Σκοτάδι, πίσσα... Κι ούτε ένα φανάρι στα ποδήλατα, ούτε τίποτα... Ο δρόμος, λάσπη και λακκούβες, και χοντρά χαλίκια, ποταμόπετρες.


Τραβούσα εγώ μπροστά, κι από πίσω ο μπάρμπα - Γιαννούλης, εδώ να πέσει, εκεί να πέσει, μέσα στις λακκούβες και στις λάσπες. Φτάνουμε, κακά ψυχρά, στην Καρδίτσα, ο γιατρός έλειπε. Πήγε σε άλλο χωριό. Ανάγκη μεγάλη, είπε η γυναίκα του. Εβγαλε απ' τα στήθια του έναν αναστεναγμό ο μπάρμπα - Γιαννούλης, που τον λυπήθηκε η ψυχή μου.


- Πολύ θα σε παρακαλέσω, είπε ύστερα στη γυναίκα. Πες τον, άμα γυρίσει. Στη Σέκλιζα, πες του. Στου Γιαννούλη του Κοντοϊάννη. Ξέρει αυτός. Κινάμε πάλι, τα μπρος πίσω, με τα ποδήλατα, για το χωριό. Δρόμος άσωτος... Πέτρες και λακκούβες, και σκοτάδι πήχτρα. Είχε ξεθεωθεί. Χραμπάλιζε η ανάσα στο λαρύγγι του, σαν να ήθελε να βγει η ψυχή του. Είχε τενιάσει απ' την κούραση και την αγωνία.


Κοντά στο χωριό, στα κήπια του αυλακά, βρήκαμε το Θωμά, το γιο του αδερφού του. Βγήκε κι αυτός τον κατήφορο, με το ποδήλατο και μ' ένα φακό στο χέρι, να ιδεί τι γινήκαμε.


- Τι συμβαίνει, βρε;... έκανε, όλος λαχτάρα και αγωνία ο μπάρμπα - Γιαννούλης.


- Εντάξει, μπάρμπα, εντάξει. Το 'κανε! είπε ο Θωμάς χαρούμενα.


- Τι είναι, βρε; Τι είναι; ρώτησε, και, βουχ, βουούχ, ο βήχας τον έπνιξε πάλι στο λαιμό.


- Παιδί, μπάρμπα, παιδί! Αγόρι!


- Αγόρι, βρε; Παίδαρος; Τον βγάλαμε, βρε, το Δυσσέα; Τον έχει έτσι σιαπάν τον π...; Είπε έτσι χοντρά τη λέξη, σηκώνοντας το μεγάλο δάχτυλο του χεριού του τον ανήφορο.


- Α, να μο ζήσεις, Βαΐτσα, περιστέρα μου... Α, να μο ζήσεις, Αντρίκο, πουτσαρά μου!..., είπε ύστερα, και τα γόνατά του λύγισαν.


Πέταξε πέρα, στις λάσπες, το ποδήλατο. Εκατσε κατάχαμα, δίπλα στο χαντάκι, και χούφτωσε το πρόσωπο με τα δυο του χέρια. Τον έλαβε μια χαρά, κι ένα παράπονο, άλλο σόι. Χαρά, για το Δυσσέα, το εγγόνι του τ' αρσενικό που ήρθε. Παράπονο φαρμακωμένο, για τον άλλο Δυσσέα, το γιο του, που χάθηκε στο δεύτερο αντάρτικο, στον Εμφύλιο. Το λιοντάρι εκείνο, που δρασκελούσε τα βουνά. Που περνούσε με το ιππικό του Γαζή, κι ήταν απάνω στην κόκκινη φοράδα του, σαν τον Αη-Γιώργη τον καβαλάρη.


- Φευγάτε εσείς, είπε χωρίς να γυρίσει να μας κοιτάξει. Θα έρθω εγώ. Πάρτε και το ποδήλατο. Εμεινε εκεί, με το κεφάλι ανάμεσα στις παλάμες, να κοιτάζει το χαντάκι.


Εκανα νόημα στο Θωμά. Πήραμε και το δικό του το ποδήλατο και κινήσαμε για το χωριό. Να τον αφήσουμε μονάχο. Ηθελε να κλάψει. Και δεν ήθελε να τον βλέπουμε. Περήφανος άνθρωπος...


Τώρα, στα τελευταία του, κρατάει το χέρι του Δυσσέα, του εγγονού του και τον κοιτάει, τον κοιτάει στα μάτια, αχόρταγα. Σαν να θέλει να τυπώσει μέσα του αυτό το γλυκό πρόσωπο, που του θυμίζει και τον άλλο, τον μεγάλο Δυσσέα του που χάθηκε. Να την πάρει αυτή τη γλυκιά εικόνα μαζί του, για πάντα. Κοιτάζει τώρα γύρω του, όλους τους δικούς του, έναν έναν, και κουβεντιάζει με όλους. Δε χορταίνει κουβέντα... Και, σαν μεγαλύτερος, σε όλους έχει να πει κάτι. Να δώσει μια συμβουλή, μια ορμήνια. Στη νύφη του, τη Βαΐτσα. Στον Αντρέα, το γιο του. Στη γριά του, την κυρα-Χρυσώ, που στάθηκε δίπλα του κερί αναμμένο, πενήντα ολόκληρα χρόνια.


Υστερα θυμήθηκε το φίλο του, τον Πρόκοβα.


- Εχω έναν φίλο στα Γιάννινα, στο Μπιζντούνι. Γιάννος Πρόκοβας. Καρντάσης! Φίλος γκαρδιακός. Περάσαμε μαζί στο Μακρονήσι ούλα τα μαρτύρια. Τα βασανιστήρια τα ανήκουστα, που μας έκαναν εκεί οι φασίστες. Να πας να τον βρεις, ανιψιέ, εκεί που περνάς για το Κουρεμάδι, για τη Μουργκάνα. Αν ζει κι αυτός ακόμα... Χαιρετίσματα απ' τον αδερφό σου, πες του. Το Γιαννούλη τον Κοντοϊάννη. Που μοιράζατε μαζί το παξιμάδι στα δυο και το τρώγατε από λίγο λίγο, για να ξεγελάτε την πείνα σας. Που φασκιώνατε με λουρίδες απ' το πουκάμισο, ο ένας τ' αλλουνού τις πληγές, για να μην τις φτύσουν οι μύγες και βρωμίσουν. Τις πληγές που μας έκαναν οι μπινέδες... Εκείνες, απ' το κορμί, γιατρεύτηκαν..., είπε ύστερα, σα να κουβέντιαζε με τον εαυτό του. Οι άλλες, απ' την καρδιά, δε γιατρεύονται αυτές. Θα τις πάρουμε μαζί μας...


Ο Νίκας, ο αδελφός του ο μικρότερος, πονετικός και λιγόψυχος, όλη την ώρα έκλαιγε. Σα μικρό παιδί... Προσπαθούσε να κρυφτεί. Κρύβεσαι τέτοιες ώρες; Τον πήρε χαμπέρι ο μπάρμπα-Γιαννούλης.


- Ε, ρε!... τον αποπήρε. Τι κάνεις έτσι; Σκιάζεσαι που θα πεθάνω; Δε σκιάζομαι εγώ, και σκιάζεσαι εσύ;.. Ελα δω. Τον τράβηξε κοντά του. Φκιάστε καφέ, γυναίκες. Δυο καφέδες. Να πιω με τον αδελφό μου. Τελευταία φορά. Και τσιγάρες, είπε στον αδελφό του. Φέρε να στρίψουμε δυο τσιγάρες, απ' το δικό μας. Οχι, έτοιμο, Ματσάγκηδες και Παπαστράτηδες.


Δυο μέρες και δυο νύχτες πάλεψε έτσι. Αντρίκεια, παλικαρίσια. Με την κουβέντα, με το τσιγάρο και τον καφέ του, με το βήχα του. Με το αστείο του και με το γέλιο του το πικρό. Την τρίτη μέρα, κατάπεσε πολύ. Περασμένα μεσάνυχτα, τους έδιωξε όλους.


- Αϊντε τώρα εσείς, στο μαειργειό. Να συχάστε λίγο. Να κοιμηθώ μια ψίχα κι εγώ...


Με κράτησε κοντά του. Μου έπιασε τα χέρια σφιχτά.


- Θα πεθάνω τώρα, ανιψιέ. Τέρμα... Εσείς, κρατάτε γερά. Κι όταν έρθει και για μας η άσπρη μέρα της Λευτεριάς, να μου φέρετε τα συχαρίκια εκεί απάνω, στον Αη-Λια...


Είχε σταματήσει και ο βήχας του. Και η ανάσα του, όλο και πιο αδύνατη, έβγαινε, χραμπαλιστή, με συχνές διακοπές. Πάλεψε λίγο ακόμα με πείσμα, με τα δόντια. Δεν ήθελε «να παραδώσει τ' άρματα» χωρίς αγώνα...


Οι ανάσες του αραίωσαν, αραίωσαν, κι ύστερα έμεινε ακίνητος, με το στόμα ανοιχτό, με τα μάτια γυάλινα, να κοιτάζουν ψηλά, το ταβάνι. Του κατέβασα με τα δυο δάχτυλα τα ματόκλαδα, του μάζεψα λίγο από κάτω το σαγόνι, και φώναξα απ' το μεγειριό τις γυναίκες, να τον συγυρίσουν. Να τον ετοιμάσουν για το μακρινό ταξίδι, που δεν έχει γυρισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ