Η εξαγωγή κεφαλαίου στον ιμπεριαλισμό
«
Για τον παλιό καπιταλισμό, που κυριαρχούσε απόλυτα ο ελεύθερος συναγωνισμός, χαρακτηριστική ήταν η εξαγωγή εμπορευμάτων. Για το νεότατο καπιταλισμό όπου κυριαρχούν τα μονοπώλια, έγινε χαρακτηριστική η εξαγωγή κεφαλαίου». (Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», Απαντα, τ. 27, σελ. 364).
Ο Λένιν μιλά για «νεότατο καπιταλισμό», αφού το συγκεκριμένο έργο είναι γραμμένο στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ολοκληρώθηκε το πέρασμα από τον προμονοπωλιακό καπιταλισμό στον ιμπεριαλισμό. Βεβαίως, δε σταματά να γίνεται εξαγωγή εμπορευμάτων και μάλιστα να υπάρχει οξύτατος ανταγωνισμός μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών και των ιμπεριαλιστικών κέντρων, ως προς την κατάκτηση αγορών σε παγκόσμια κλίμακα. Αλλά η εξαγωγή κεφαλαίων γίνεται πιο σπουδαίο χαρακτηριστικό γνώρισμα, αποκτά πρωτεύοντα ρόλο του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, σε σχέση με την εξαγωγή εμπορευμάτων.
Ο καπιταλισμός είναι η εμπορευματική παραγωγή στην ανώτερη βαθμίδα ανάπτυξής της, όταν και η εργατική δύναμη γίνεται εμπόρευμα. Αντικειμενικά η αύξηση των ανταλλαγών είναι επίσης χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού. Τόσο μέσα σε μια χώρα όσο ιδιαίτερα σε διεθνή κλίμακα. Ανταλλαγές γίνονται ανάμεσα σε επιχειρήσεις διαφόρων κλάδων και μέσα σε μια χώρα, αλλά και διεθνώς. Οι επιχειρήσεις μιας καπιταλιστικής χώρας, παράγοντας εμπορεύματα για πούληση, έχουν ανάγκη για πρώτες ύλες, ενέργεια κλπ. Ενα μέρος τους μπορεί να εξασφαλίζεται από την ίδια τη χώρα. Αλλά επειδή καμιά χώρα δεν μπορεί να είναι πλήρως αυτάρκης ούτε σε πρώτες ύλες ούτε σε ενέργεια, ιδιαίτερα όταν οι επιχειρήσεις της αναπτύσσονται αλματικά, αυξάνονται οι ανταλλαγές στη διεθνή αγορά. Ετσι π.χ., η Αγγλία που έγινε πρώτη καπιταλιστική χώρα, είχε τέτοιες ανάγκες, από τη μια εξαγωγής βιομηχανικών προϊόντων, από την άλλη εισαγωγής πρώτων υλών. Βεβαίως, ιστορικά η Αγγλία επέβαλε το ελεύθερο εμπόριο διεθνώς, διεκδικώντας η ίδια να είναι ο μοναδικός εξαγωγέας βιομηχανικών προϊόντων, ενώ εισήγαγε φτηνές πρώτες ύλες. Αυτό το μονοπώλιο της Αγγλίας το υπέσκαψαν το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα μια σειρά άλλες χώρες, που αφού επέβαλαν μια σειρά μέτρα προστατευτισμού, από την ελεύθερη είσοδο αγγλικών εμπορευμάτων, εξελίχτηκαν οι ίδιες σε αυτοτελείς καπιταλιστικές.
Σ' αυτές λοιπόν τις αναπτυγμένες, στις αρχές του 20ού αιώνα, καπιταλιστικές χώρες εμφανίστηκε η υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου. Ηταν το αποτέλεσμα της όξυνσης της αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας, της αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης, αφού το κεφάλαιο δρα με βάση το νόμο του κέρδους, διεκδικώντας την ολοένα και μεγαλύτερη αύξησή του. Και η αύξηση του κέρδους επιτυγχάνεται μόνο με την αύξηση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Οσο δε αυξάνεται το κέρδος, τόσο αυξάνονται και οι διαστάσεις του κεφαλαίου. Ετσι από τη μια συγκεντρώθηκε ο πλούτος σε λίγα χέρια, οι πλούσιοι γίνονταν πλουσιότεροι, από την άλλη οι φτωχοί γίνονταν φτωχότεροι. Στην προκειμένη περίπτωση ως συνέπεια είχαμε τη δυσκολία πραγματοποίησης των εμπορευμάτων, αφού οι φτωχοί δεν μπορούσαν να τα καταναλώσουν και έμεναν απούλητα. Οι καπιταλιστές περιόριζαν τις παραγωγικές επενδύσεις τους, εμφανίστηκαν συνθήκες δυσκολίας να πραγματοποιηθεί η υπεραξία σε κέρδος, δηλαδή προέκυψαν δυσκολίες αναπαραγωγής του κεφαλαίου.
Αντικειμενικά, οι δυσκολίες αναπαραγωγής του κεφαλαίου έπρεπε να βρουν διέξοδο. Τα όρια μιας χώρας γίνονται πλέον ασφυκτικά για ένα μέρος του, αφού δεν υπήρχε πλέον πεδίο συμφέρουσας τοποθέτησής του. Σ' αυτές λοιπόν τις πιο πλούσιες χώρες, όπου η συσσώρευση του κεφαλαίου πήρε γιγαντιαίες διαστάσεις, δημιουργήθηκε ένα «περίσσευμα κεφαλαίου». Αλλά το κεφάλαιο, αν δεν επενδυθεί για να συνενωθεί με την εργατική δύναμη, προκειμένου να παραχθεί υπεραξία, δεν είναι κεφάλαιο. Ετσι αυτό το μέρος του, το «περίσσευμα», ζητά διέξοδο, όχι την οποιαδήποτε, αλλά διέξοδο σε τοποθετήσεις που μπορούν να επιφέρουν τη μέγιστη δυνατή κερδοφορία του, προκειμένου να συνεχίσει απρόσκοπτα την αναπαραγωγή του. Απ' όλα τα παραπάνω απορρέει και η αναγκαιότητα εξαγωγής του, στην οποία και βρίσκει διέξοδο.
Η δυνατότητα εξαγωγής κεφαλαίου, από τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες σε καθυστερημένες, στις αρχές του 20ού αιώνα, δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι σε αυτές τις καθυστερημένες χώρες είχαν δημιουργηθεί στοιχειώδεις όροι για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, μέσα μεταφοράς κλπ., έτσι που να τραβηχτούν σε τροχιά καπιταλιστικής ανάπτυξης. Υπήρχαν φτηνές πρώτες ύλες, φτηνή εργατική δύναμη και δημιούργησαν τη δυνατότητα εξασφάλισης μεγαλύτερων κερδών. Η ανισομετρία λοιπόν στην ανάπτυξη των καπιταλιστικών χωρών έδινε τη δυνατότητα εξαγωγής κεφαλαίου στις πιο καθυστερημένες χώρες της Γης.
Οι καπιταλιστές όχι μόνο δεν ήταν διατεθειμένοι να χρησιμοποιούν το περίσσευμα του κεφαλαίου για το ανέβασμα του βιοτικού επιπέδου των μαζών, αλλά ούτε καν για την πλατιά εκμηχάνιση και ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής. Από τη στιγμή που η γεωργία δεν έδινε μεγάλα κέρδη, οι καπιταλιστές δεν ήταν διατεθειμένοι να επενδύσουν σ' αυτήν. Γιατί διαφορετικά ο καπιταλισμός θα έπαυε να είναι καπιταλισμός αν αποδεχόταν μια τέτοια λειτουργία, αλλά ο καπιταλισμός δεν παύει να είναι καπιταλισμός, αν δεν τον ανατρέψουν.
Η εξαγωγή κεφαλαίου επιδρά στην ανάπτυξη του καπιταλισμού στις χώρες που εξάγεται το κεφάλαιο. Επιταχύνει την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, ενώ συμβάλλει και στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Βεβαίως, μέσω αυτής της διαδικασίας, δηλαδή της εξαγωγής του κεφαλαίου, η καπιταλιστική οικονομία της καθυστερημένης χώρας εξαρτάται από την ισχυρή καπιταλιστική χώρα. Ετσι δημιουργούνται δεσμά και πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης. Βεβαίως, το συγκεκριμένο ζήτημα είναι αποτέλεσμα της επιδίωξης της αστικής τάξης της καθυστερημένης καπιταλιστικής χώρας για εισροή ξένων κεφαλαίων, γιατί έτσι υπηρετούνται πιο αποτελεσματικά τα συμφέροντα της αστικής τάξης της καθυστερημένης χώρας. Αντικειμενικά λοιπόν η εξάρτηση λύνεται με τη λύση της αντίθεσης μονοπώλια - λαός σε μια χώρα, με την ανατροπή της χρηματιστικής ολιγαρχίας από την εξουσία.
Με την εξαγωγή κεφαλαίων, η χρηματιστική ολιγαρχία της χώρας που εξάγει κεφάλαια, εκμεταλλεύεται στυγνά και την εργατική τάξη της χώρας της και ακόμη πιο στυγνά, ληστρικά, την εργατική τάξη των χωρών που εξάγει τα κεφάλαια. Ταυτόχρονα όμως έχει τη δυνατότητα, προκειμένου να ενσωματώνει την εργατική τάξη της χώρας της, να χρησιμοποιεί μέρος των κερδών της, αφού αυτά αυξάνονται λόγω της εξαγωγής του κεφαλαίου, για την εξαγορά τμημάτων της εργατικής τάξης, οξύνοντας τον εσωτερικό ανταγωνισμό ανάμεσά της. Επιδιώκει ιδιαίτερα να εξαγοράζει την ηγεσία της, έτσι ώστε να αμβλύνει την ταξική έκφραση των κοινωνικών αντιθέσεων και μέσω αυτής της διαδικασίας να αμβλύνει συνειδήσεις ή να εμποδίζει την πολιτική τους ωρίμανση. Ετσι αναπτύσσεται ο οπορτουνισμός ως έκφραση της αστικής ιδεολογίας μέσα στο εργατικό κίνημα και δημιουργούνται δυσκολίες στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης.
Η εξαγωγή κεφαλαίων δε γίνεται μόνο με άμεσες παραγωγικές επενδύσεις, αλλά και με άλλες μορφές, π.χ. με την παροχή δανείων. Εχει δε ενταθεί πολύ περισσότερο σήμερα, λόγω της έντασης της καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Επίσης γίνεται κυρίως σε ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, με την επιδίωξη της ισχυροποίησής τους, ώστε να μπορούν καλύτερα να αντεπεξέρχονται στον διεθνή ανταγωνισμό. Τα τελευταία χρόνια και η ελληνική ολιγαρχία εξάγει κεφάλαια στις γειτονικές βαλκανικές χώρες ή στην Παραευξείνια ζώνη. Ετσι κάποιοι όμιλοι, όπως Ιντρακόμ, Ομιλος Βαρδινογιάννη, Ομιλος Μυτιληναίου, Ομιλος Κοπελούζου κ.ά., αλλά και ο ΟΤΕ και η Εθνική Τράπεζα αναπτύσσουν επενδύσεις σ' αυτή την περιοχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου