20 Αυγ 2012

Ο άγνωστος


Ο άγνωστος
Των ανίδεων και των αθώων, των καλών, των κακών και των ηρώων
Γρηγοριάδης Κώστας
Το πρόσωπό του ουδέποτε το είχα ξαναδεί, το όνομά του ουδέποτε το είχα ακούσει, θα μου έμενε ίσως άγνωστος, αν δεν άνοιγα την τηλεόραση εκείνο το απόγευμα.
- Την αποφεύγω την Τηλεόραση όπως ο διάολος το λιβάνι, σκέφτηκα, αλλά ας όψονται τα γεγονότα, τα συνταρακτικά συμβαίνοντα στον κόσμο μας...
Πάτησα το κουμπί, διάλεξα στην τύχη ένα κανάλι και το συνηθισμένο ντεκόρ κατέκτησε την όρασή μου... Πολύ φως, πολύ πλαστικό λουλούδι, προσκεκλημένοι ατσαλάκωτοι, χαμογελαστός και λίγο αμήχανος ο συντονιστής. Ολα όπως συνήθως και όμως αξιοσημείωτα διαφορετικά, έκανα αμέσως την... αξιολόγηση. Ηταν ο καιρός που κάτι άλλαξε στον πλανήτη μας ριζικά, θρυμμάτισε των ανυποψίαστων τη μακαριότητα και έβαλε στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης φωτιά... Ο τρόμος απέκτησε ξαφνικά πρόσωπο, χύθηκε φουρτουνιασμένος στα στρογγυλά τραπέζια και κυρίεψε κατά κράτος τα τηλεοπτικά παράθυρα. Από τη μια στιγμή στην άλλη η ατμόσφαιρα στους χώρους αυτούς διαφοροποιήθηκε, λες και οι άνθρωποι είχαν δεχτεί το επισκεπτήριο του δαίμονα, του μεγαλύτερου απ' όλους, του Εωσφόρου αυτοπροσώπως. Στη συζήτηση που διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια μου έπαιρναν μέρος ονόματα γνωστά... Μόνο ένας μου ήταν άγνωστος, το ανέφερα ήδη αυτό, αν θυμάμαι καλά... Η κουβέντα λοιπόν είχε ανάψει, οι συνομιλητές συμμετείχαν ενεργά. Ολοφάνερα οι πάντες αναριγούσαν και είχαν δίκιο, φυσικά... Μερικοί φώναζαν, κάποιοι άλλοι, πολύ ανήσυχοι, προσπαθούσαν να βάλουν τις σκέψεις τους σε σειρά για να κατανοήσουν το ακατανόητο, όπως έλεγαν χαρακτηριστικά.
- Επιβάλλεται να ερμηνεύσουμε το άρρητο, αυτό που μας χτύπησε απροσδόκητα και κατάκαρδα, πολύ βαθιά... Κι ένα δεν πρέπει να ξεχάσουμε, πρόσθεσε αυτός που μιλούσε τούτη τη στιγμή, ένας σοβαρός, σχεδόν συνοφρυωμένος άντρας που πάλευε να οριοθετήσει το ακατανόητο.
- Με πόνο και φρίκη, αγαπητοί μου, ξεψυχάει ο κάθε άνθρωπος, όπου Γης. Και ο τσαλαπατημένος υποτελής και ο απρόσμενα λαβωμένος σιδερόφρακτος. Και ο πεινασμένος που του λείπουν οι θερμίδες οι ελάχιστες και ο πολυφαγάς που αφήνει τη ζωή λόγω ταμπλά... Οπως λένε στην πατρίδα μου...
Η ομήγυρη για λίγο βουβάθηκε. Ο συντονιστής, ιδρωμένος κάτω από των προβολέων την ένταση, βιάστηκε να πιει από το ποτήρι του μια μεγάλη γουλιά.
- Αχ, γιατί τόση κακία στη Γη μας, γιατί; είπε σχεδόν ψιθυριστά μια μικρή σταρ, που τυχαία μάλλον βρέθηκε σε τούτο το πάνελ....
Και τότε αστραπιαία άδραξε την ευκαιρία αυτός που εμένα μου ήταν μέχρι το αποψινό βράδυ άγνωστος, κάποιος κύριος καθηγητής Πανεπιστημίου, ελληνικού ή ξένου δεν πρόσεξα. Με καταπληκτική ευχέρεια έφερε τον εαυτό του στο προσκήνιο της συζήτησης και το όλο ύφος του έδειχνε ότι ο άνθρωπος έχει πλάκα τα γαλόνια και τα διδακτορικά, δηλαδή είναι ή πιστεύει πως είναι μεγαλόσχημος.
Η πρώτη του ενέργεια ήταν να κοιτάξει κατάματα το φακό. Στη συνέχεια, το επόμενο δευτερόλεπτο, στράφηκε προς τους συνομιλητές του με έκφραση τεχνητής απορίας στο στρογγυλό του πρόσωπο.
Σε μια αποθέωση πρόβας της υποκριτικής τέχνης του, άνοιξε αρκετά το λεπτόχειλο στόμα του σ' ένα ψεύτικο χαμόγελο βουτηγμένο στην περιφρόνηση. Αγωνιζόταν να δείξει στους υπόλοιπους, χιουμοριστικά υποτίθεται, πόση θυμηδία του προξενούσαν, πόσο τον διασκέδαζαν με τη βλακεία και την ελαφρότητα τους.
- Μα, στ' αλήθεια, σοβαρά μιλάτε, καλοί μου κύριοι; Την κυρία, ή μήπως πρόκειται για δεσποινίδα; την αγνοώ... Αυτή δα μας έλειπε... Ποια είναι, από πού ξεφύτρωσε... Τι λέω... Από πού την άφησαν...
Το κεφάλι του, με τα μαύρα αγκαθωτά μαλλιά, λες και φόραγε σκαντζοχοιρένιο καπέλο, στριφογύριζε πότε από δω και πότε από κει, σκορπώντας φαρμακερά βέλη πηχτής ειρωνείας.
Κάποιος, επίσης καθηγητής, κάτι προσπάθησε να προλάβει. Με υπομονή και ευγένεια αγωνίστηκε να βάλει φρένο στην αναιδή επίδειξη. Αποκάλεσε φιλικά τον δηκτικό συνομιλητή «κύριε συνάδελφε» και υπενθύμισε ότι η υπόθεση δε σηκώνει αστεία.
- Να αναρωτηθούμε πρέπει, να ψάξουμε, πώς, γιατί φτάσαμε σ' αυτήν την τεράστια έκρηξη, σε τούτη τη μοιραία ίσως εξέλιξη... Να ερμηνεύσουμε, βρε αδελφέ, πρόσθεσε έκδηλα ανήσυχος, σκουπίζοντας το ιδρωμένο του μέτωπο μ' ένα διπλωμένο μαντίλι.
Ο άλλος έδειξε ότι ελαφρώς εξοργίστηκε. Ανοιξε ξανά το στόμα του, πάλι το ίδιο θανατηφόρο χαμόγελο, το ίδιο κοροϊδευτικό βλέμμα.
Αυτή τη φορά δε με εντυπωσίασε το ύφος του. Κάτι άλλο τράβηξε την προσοχή μου. Ηταν τα δόντια του, τα μικρά, τετράγωνα, λίγο πεταχτά προς τα έξω δοντάκια του, που κάτι μου θύμισαν, κάτι απόλυτα ξεχασμένο και μακρινό. Μια εικόνα ασαφής, χωρίς ακριβές περίγραμμα σάλεψε, θολή από τη σκόνη της λήθης, σε απροσδιόριστα της μνήμης δώματα.
Στην αρχή αδιαφόρησα. Με κανέναν τρόπο δεν ήθελα να χάσω τη συνέχεια της κουβέντας και να περιπλανηθώ στων άδηλων αναμνήσεων τα μονοπάτια.
Προσπαθούσα να είμαι όλο αυτιά, πόσο μάλλον που η μικρή ηθοποιός αθόρυβα εξαφανίστηκε και τη θέση της πήρε κάποιος πολιτικός της δεύτερης, ίσως της τρίτης σειράς, απ' αυτούς που περιφέρονται από παραθύρου εις παράθυρον και το παίζουν πρωτοκλασάτοι...
Δεν έχει σημασία, σκέφτηκα, μάζευε κι ας είν' και ρώγες.. Ολο και κάτι θα μάθεις...
Ομως η ασαφής μνήμη δε με άφηνε. Με είχε μπλέξει στα δικά της τα δεσμά, με έσερνε αδυσώπητα στη λογική της.
Μωρέ, ποιον μου θυμίζει ετούτος ο κορυθαίολος προφέσορας... Σε ποιον μοιάζει, τι έχει απάνω του που με ανησυχεί... Σκεφτόμουν φωναχτά.
Στο μεταξύ ο δικός μου ρητόρευε. Με πολεμικό μένος κατατρόπωνε τους άλλους και γελούσε με τα ποταπά τους, όπως έλεγε, επιχειρήματα. Μα πώς τολμούσαν οι άσχετοι να βάζουν στο στόμα τους τη λέξη «Υβρις», να ξεθάβουν πτώματα πρόσφατων Γολιάθ - Δαβίδ αναμετρήσεων, τυφλών βομβαρδισμών και άλλου είδους, όπως έλεγαν, τραμπουκισμών. Ας την ξεχάσουν επιτέλους τη Γιουγκοσλαβία... Εκεί κόλλησε η βελόνα; Τι στο καλό; Ποιοι είναι όλοι ετούτοι, τέλος πάντων! Αυτοί δεν ξέρουν τι τους γίνεται, δεν έχουν ιδέα για την ανοιχτή κοινωνία της μεγάλης πέραν του Ατλαντικού δημοκρατίας, όπου ο ίδιος έζησε τόσα χρόνια και τη θαυμάζει, θα τη θαυμάζει αιώνια και δεν την αλλάζει με τίποτα στον κόσμο!
- Επικοινωνείτε, κύριοι; ούρλιαξε σε μια αποκορύφωση του μένους του. Δυνάμεις του σκότους κηρύσσουν τον πόλεμο στον ελεύθερο κόσμο και σεις οι άσχετοι επικαλείσθε τον Αισχύλο, άκουσον άκουσον, που στην Αθήνα - κουτσοχώρι τον πέμπτο προ Χρίστου αιώνα παρλάριζε «Σοφοί οι προσκυνούντες την Αδράστειαν;». Πού ζείτε; Οϊμέ, το χάλι σας!
Οι συνομιλητές είχαν αυτονόητα παγώσει. Το ίδιο κι εγώ.
Ο κύριος καθηγητής συνέχιζε...
- Επιχειρηματολογείτε, κύριοι; Τι μπορεί να πει κανείς, όταν έχει να κάνει με κρετίνους, με χοντροκέφαλους; Σας μιλάω για ανοιχτή κοινωνία και σεις ψελλίζετε, προβάλλετε ιδεολογήματα ημιαγρίων γενών... Πού ακούστηκε, βροντοφώναξε...
- Ε, όχι και να θέλετε να ξεμπροστιάσετε τον Αισχύλο, κύριε συνάδελφε, αντέδρασε κάποιος. Αυτό δεν είναι θράσος, αγαπητέ, είναι ιεροσυλία και επιπλέον αμάθεια.... Τι θα έλεγαν στην Ευρώπη, αν σας άκουγαν;
Ο των μερικών μεγατόνων πολιτικός αποφάσισε να ξεσπαθώσει και έβγαλε την Ευρωπαϊκή Ενωση από το θηκάρι του. Ως αντίβαρο, ως αντίπαλο δέος ο δυστυχής. Κάποιος άλλος, πιο ευερέθιστος, προχώρησε πιο πέρα.
- Ημιάγριο γένος οι Αθηναίοι του πέμπτου προ Χριστού αιώνα, κύριε καθηγητά; Τι μας λες, άνθρωπε; Θα σε προτείνω για ζουρλομανδύα...
- Είπαμε να κουβεντιάσουμε... Παρακαλώ, κύριοι... Ψυχραιμία, όχι να γίνουμε ρεζίλι των σκυλιών.
Ηταν ο συντονιστής που ανακάλεσε σε τάξη τους καλεσμένους του. Ολοι συμφώνησαν, εκτός από τον της ανοικτής κοινωνίας φυσικά, ο οποίος συνέχισε το επιθετικό παιχνίδι. Εδινε ρέστα, κατά το κοινώς λεγόμενο.
- Και, βεβαίως, είναι αμάθεια να συγκρίνουμε τα ασύγκριτα, όμως αμάθεια χαρακτηρίζει εσάς. Οποία ελαφρότης, συνάνθρωποι. Επειδή κάτι είπε ο Αισχύλος, δε θα κάνει ο κόσμος βήματα μπροστά; Αλλες εποχές, άλλες μελωδίες. Αυτό το μαθαίνουν οι φοιτητές του Ιστορικού και της Κοινωνιολογίας την πρώτη εβδομάδα των σπουδών τους...
Τον άκουγα και το μυαλό μου έτρεχε. Ποιον μου θυμίζει, ποιον μου θυμίζει... Πρόσεχα τα υπερφίαλα λόγια του, κοινωνία της ελευθερίας, κοινωνία ανοιχτή, έτσι το λένε τώρα, κοινωνία της ισότητας... Ας γελάσω!
Και ξαφνικά το φαρμακερό βλέμμα του με τράνταξε, λες και μου έδωσαν σπρωξιά. Μονομιάς ήξερα ποιον από το χτες ζωντάνεψε μέσα μου ο κύριος καθηγητής τούτη την απερίγραπτη βραδιά. Είδα τον εαυτό μου, παιδάκι δειλό, μπροστά στο περίπτερο της παλιάς γειτονίας. Κρατούσα στο χέρι την εφημερίδα διπλωμένη... Επρεπε να φύγω, όμως δε με άφηνε ο περιπτεράς. Με επιτακτικές ερωτήσεις και αυστηρές ματιές με κράταγε, δε μου επέτρεπε να κάνω ούτε ένα βήμα μπροστά πριν...
- Πριν μου πεις τι λέει ο μπαμπάς σου, όταν διαβάζει την εφημερίδα του. Βρίζει, θυμώνει; Ελα, πες μου, είσαι έξυπνο παιδάκι εσύ όλα τα καταλαβαίνεις... Πες μου, μόνο μια φορά...
Η φριχτή ανάμνηση με τρόμαξε, η μακρινή εποχή με τάραξε. Τα χρόνια ορθώθηκαν μέσα μου τα σκληρά, τα πέτρινα.
Εκείνος ο άντρας ο σκοτεινός που πετάχτηκε στου μυαλού μου κάποια άκρη, με τα μικρά τετράγωνα δοντάκια του πεταγμένα έξω ελαφρά... Το ειρωνικό, προσποιητά αγαθό χαμόγελο και του σκαντζόχοιρου τα ξερά, αγκαθωτά μαλλιά...
Η συζήτηση στο δέκτη μου πήγαινε προς το τέλος της. Οι τόνοι είχαν πέσει από κάθε πλευρά. Οι συνομιλητές είχαν σε μερικά γενικά συμπεράσματα καταλήξει, κάποιοι αλληλοκοιτάζονταν φιλικά, ένας - δυο σιγομιλούσαν, ο ευφραδής κύριος καθηγητής κοιτούσε κατάματα το φακό και μας χαμογελούσε θριαμβευτικά. Θα έλεγε κανείς πως όλα είναι όμορφα, τα πάντα πάνε καλά! Τα είπαμε, διαφωνήσαμε, δε βαριέσαι, βρε αδερφέ, δεν αλλάζουν αυτά... Μόνο ο σκηνοθέτης, προφανώς έμπειρος επαγγελματικά, δεν αρκέστηκε σε τούτη την αγαστή ομοφωνία. Προτίμησε να μας ξυπνήσει με τις εικόνες του και άφησε την πραγματικότητα να μιλήσει ξεκάθαρα και εκκωφαντικά. Ράγισε τις καρδιές μας ο θάνατος, οι χιλιάδες θάνατοι στου κόσμου κάθε γωνιά... Μείναμε άλαλοι μπροστά στα πεπρωμένα τα σκληρά, των ανίδεων και των αθώων, των καλών, των κακών και των ηρώων... Ολοι οι θρήνοι, οι σφαγές και τα αίματα μας σφράγισαν με μια ερώτηση βαθιά.
- Πότε επιτέλους θ' ανάψει πάνω στη Γη μας της Ελευθερίας η καθαρτήρια φωτιά; Πότε θα λάμψει πανίσχυρος και ακοίμητος ο Ηλιος της Δικαιοσύνης; Γιατί, αλήθεια γιατί, να είναι η ώρα αυτή η μεγάλη τόσο πολύ μακριά;

Της Λίζας ΚΟΝΤΟΜΙΧΑΛΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ