ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ
Εκφραστικότητα και τραγικό πάθος
Θεωρείται μία από τις συγκλονιστικότερες παρουσίες στην ιστορία της ζωγραφικής. Ενας από τους «πατέρες» της τέχνης του 20ού αιώνα και πρόδρομος για μερικές από τις πιο σημαντικές τάσεις του περασμένου αιώνα. Ο λόγος για τον Βίνσεν Βαν Γκογκ, που στις 30 Μάρτη συμπληρώθηκαν 150 χρόνια από τη γέννησή του. Χιλιάδες θαυμαστές του μεγάλου ζωγράφου επισκέφθηκαν το Αμστερνταμ, για να παρακολουθήσουν από κοντά τις εκδηλώσεις που διοργάνωσε η ολλανδική πρωτεύουσα, με αφορμή τη σημαντική αυτή επέτειο. Το Μουσείο Βαν Γκογκ του Αμστερνταμ, όπου φυλάσσονται και εκτίθενται τα σπουδαιότερα έργα του ζωγράφου, έχει προγραμματίσει σειρά εκθέσεων, που θα διαρκέσουν ένα χρόνο. Το Μουσείο φιλοξενεί περίπου 800 έργα του, τα οποία θαυμάζουν περισσότεροι από 1 εκατομμύριο επισκέπτες ετησίως.
Σχεδόν άσημος στη διάρκεια της ζωής του, ο Βαν Γκογκ κέρδισε την αναγνώριση μετά το θάνατό του. Οσο ζούσε πουλήθηκε ένας και μοναδικός πίνακάς του σε ανοιχτή αγορά στις Βρυξέλλες, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες οι πίνακές του είναι από τους πιο ακριβοπληρωμένους της αγοράς.
Ο Βαν Γκογκ γεννήθηκε στην Ολλανδία το 1853 και ήταν γιος πάστορα. Μεταξύ του 1869 και 1876 εργάστηκε σε καλλιτεχνικό εμπορικό οίκο στη Χάγη, τις Βρυξέλλες, το Λονδίνο και το Παρίσι. Το 1876 ήταν δάσκαλος στην Αγγλία και δύο χρόνια αργότερα ιεροκήρυκας στο Μπορινάζ στο Βέλγιο. Εκεί γνώρισε τη δύσκολη ζωή των ανθρακωρύχων και υπερασπίζοντας τα συμφέροντά τους ήρθε σε ρήξη με την εκκλησιαστική εξουσία. Το 1880 ξεκινά το ενδιαφέρον του για την τέχνη. Στη Χάγη γνωρίζει τον Α. Μοβ, από τον οποίο παίρνει μερικά μαθήματα ζωγραφικής, αλλά στην πραγματικότητα έμεινε αυτοδίδακτος. Ενθουσιασμένος σκιτσάρει τους ανθρακωρύχους του Μπορινάζ, και, αργότερα, αγρότες, εργάτες και ψαράδες. Δημιουργεί ατέλειωτη σειρά από μελέτες και πίνακες φιλοτεχνημένους σε σκοτεινούς τόνους και διαποτισμένους από ολόθερμη συμπόνια προς τον άνθρωπο του μόχθου. Ο Βαν Γκογκ, όπως και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες του 19ου αιώνα, εμπνεόταν από τις εμπειρίες που του πρόσφεραν η φτώχεια και η κοινωνική αδικία, καθώς και από τη συμπάθειά του για το συνάνθρωπο.
Το ταξίδι του στην Αρλ (1888) συνδυάζεται με την περίοδο της ωριμότητάς του. Εδώ προβάλλεται ολοκληρωμένα η ιδιόμορφη τεχνοτροπία του καλλιτέχνη, που εκφράζει τη σχέση του με το περιβάλλον και τονίζει τη συγκίνησή του με αντιθέσεις σε χρώματα και φως και με ελεύθερες πινελιές. Το πυρακτωμένο αίσθημα, η οδυνηρή ορμή προς την αρμονία, την ομορφιά και την ευτυχία, βρίσκουν την έκφρασή τους από τη μια μεριά στα ηλιόλουστα, χαρούμενα τοπία του νότου και από την άλλη, στις ζοφερές μορφές του κόσμου, όπου ο άνθρωπος αδύναμος καταπιέζεται από τη μοναξιά και το αδιέξοδο. Ο Βαν Γκογκ ζωγραφίζοντας τονίζει με υπερβολή ό,τι βλέπει για να αποδώσει περισσότερο ό,τι αισθάνεται. Η υποκειμενική διάθεση υπερνικά την αντικειμενική απόδοση και το έργο γίνεται ένας καθρέφτης της απομονωμένης, βασανισμένης ψυχής του καλλιτέχνη, παρά μια εικόνα του κόσμου. Η εντατική δουλιά στα τελευταία χρόνια της ζωής του, επιδείνωσε τις κρίσεις της ψυχικής του αρρώστιας και τον έφερε σε τραγική σύγκρουση με τον Γκογκέν, που βρισκόταν και αυτός τότε στην Αρλ. Ο Βαν Γκογκ μπαίνει πρώτα στο νοσοκομείο στην Αρλ, μετά στο Σεν Ρεμί και τελευταία στο Οβέρ σιρ Ουάζ (1890) όπου αυτοκτονεί.
Ο Βαν Γκογκ στα εννιά περίπου χρόνια δουλιάς έδωσε γύρω στους 600 πίνακες και περισσότερα από 800 σχέδια και ακουαρέλες. Ολα αυτά μπορούν να κατανεμηθούν σε τρεις φάσεις. Η πρώτη φάση (1881 - 1886, Ολλανδία) είναι η ρεαλιστική. Σε μερικά από τα έργα αυτής της περιόδου («Στην εκκλησία», «Πατατοφάγοι», «Παπούτσια»), αποκαλύπτεται η θρησκευτική, συμβολική και υπαρξιακή βάση των αναζητήσεών του, καθώς και η πρόθεσή του να πετύχει όχι τόσο το ακαδημαϊκά ορθό, αλλά τη «μεγάλη έκφραση». Ακολουθεί (1886 - 1888, Παρίσι) η ιμπρεσιονιστική και νεοϊμπρεσιονιστική περίοδος. Στην παρισινή του φάση θα μπορούσαν να αναφερθούν τα έργα: «Το δέντρο», «Μουλέν ντε λα Γκαλέτ», «Εστιατόριο», οι «Αυτοπροσωπογραφίες» του κ.ά. Σ' αυτά επικρατούν τα φωτεινά χρώματα, που κατανέμονται πάνω στη ζωγραφική επιφάνεια με μια νευρική ιμπρεσιονιστική πινελιά ή με νεοϊμπρεσιονιστική τελεία, ένα κάπως μπαρόκ αίσθημα, φανερό στην κυματοειδή απόδοση των δέντρων και γενικά η χαρούμενη διάθεση. Τα περισσότερα από τα παραπάνω στοιχεία εγκαταλείπονται με την εγκατάσταση του καλλιτέχνη στην Αρλ. Τότε ξεκινά και η τρίτη περίοδος της τέχνης του (1888 - 1890, Αρλ, Οβέρ σιρ Ουάζ), η εξπρεσιονιστική. Από τα ιδιαίτερα παραγωγικά αυτά χρόνια ξεχωρίζουν τα έργα «Εξωτερικό καφενείου το βράδυ», «Το δωμάτιο του καλλιτέχνη με το κρεβάτι του», «Εναστρη νύχτα», «Σιταροχώραφο με κοράκια», «Κυπαρίσσια», «Προσωπογραφία του γιατρού Γκασέ» και πολλές αυτοπροσωπογραφίες. Κύρια χαρακτηριστικά είναι η εμμονή στο γαλάζιο, το κίτρινο και το πράσινο, που συχνά έχουν συμβολικές προεκτάσεις, η χρησιμοποίηση των τύπων του «συνθετισμού» του Γκογκέν, που εξηγείται από τη φιλία του με τον Εμίλ Μπερνάρ, η ένταση που κάνει τις γραμμές, τα χρώματα και τις φόρμες φορείς ψυχικών φορτίων.
Το δημιουργικό έργο του Βαν Γκογκ αντικατόπτρισε μια περίπλοκη και μεταβατική καμπή στην ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Διαπνέεται από θερμή αγάπη προς τη ζωή και τον απλό άνθρωπο. Παράλληλα, εκφράζει με μεγάλη ειλικρίνεια την κρίση του αστικού ουμανισμού και του ρεαλισμού του 19ου αιώνα, τις επίπονες και βασανιστικές αναζητήσεις των πνευματικών και ηθικών αξιών. Από εδώ πηγάζει το ιδιαίτερο περιεχόμενο του έργου του, η παράφορη εκφραστικότητα και το τραγικό πάθος.
Η. ΜΟΡΤΟΓΛΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου