Η δική μας Τέχνη δεν αρκείται στην αναγνώριση της πραγματικότητας
Εκτενή αποσπάσματα από την παρέμβαση της Ε. Μηλιαρονικολάκη, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνης του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ, με θέμα το ρόλο της Τέχνης και του καλλιτέχνη, στο 38ο Φεστιβάλ ΚΝΕ - «Οδηγητή»
Κεντρική εισηγήτρια ήταν η Ελένη Μηλιαρονικολάκη, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνη του Τμήματος Πολιτισμού. Παρέμβαση για την ανάγκη ο καλλιτέχνης, μέσω της συλλογικότητας και της έμπνευσης από τους αγώνες του λαού, να σπάσει την αποξένωση που δημιουργεί ο καπιταλισμός, έκανε ο εικαστικόςΜπάμπης Δαραδήμος, ενώ το συντονισμό είχε ο σκηνοθέτης Λεωνίδας Βαρδαρός.
Ο «Ρ» παρουσιάζει σήμερα εκτενή αποσπάσματα από την κεντρική εισήγηση:
Η Τέχνη ως δημιουργική κοινωνική εργασία
Το θέμα της συζήτησης προϋποθέτει να απαντηθεί ένα βασικό ερώτημα, που - όχι άδικα - απασχολεί πολλούς: Τι είναι τέχνη; Είναι παιχνίδι, λύτρωση και διαφυγή, αυτογνωσία του απόλυτου, αυτοέκφραση, γλώσσα συναισθημάτων, μίμηση της πραγματικότητας; Υπάρχουν τόσοι ορισμοί, όσες και οι φιλοσοφικές, ιδεολογικές αντιλήψεις των θεωρητικών της τέχνης. Μέσα σ' αυτήν την πανσπερμία ορισμών - για την οποία υπαίτια είναι σε ένα βαθμό και η ίδια η τέχνη με το σύνθετο και πολύπλευρο χαρακτήρα της - θα συνταχθούμε με τη διατύπωση του Μαρξ. Οτι δηλαδή η τέχνη αντιπροσωπεύει έναν τρόπο πρακτικής και πνευματικής αφομοίωσης της πραγματικότητας, που δεν είναι παθητική ούτε για τον καλλιτέχνη, ούτε για το κοινό του, αλλά λειτουργεί δυναμικά επιδρώντας στη συνείδησή τους προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Οι δύο μάλιστα αυτές λειτουργίες αφομοίωσης της πραγματικότητας δε συντελούνται παράλληλα κατά την καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά ενώνονται σε ένα και το αυτό, στη δημιουργική εργασία.
Η σύνδεση άλλωστε της τέχνης με την εργασία αποκαλύπτεται από την καταγωγή της. Για χιλιάδες χρόνια η τέχνη ήταν συγχωνευμένη με την εργασία. Οι πρώτες μορφές της στην αυγή της ανθρωπότητας, όπως οι ξέφρενοι χοροί πριν το κυνήγι των φυλών, οι χαραγμένες εικόνες ζώων στους τοίχους των σπηλαίων, τα ζωόμορφα ή ανθρωπόμορφα αγαλματίδια, αποτελούσαν προέκταση της εργασίας, έναν τρόπο για να γνωρίσει και να δαμάσει ο πρωτόγονος άνθρωπος το περιβάλλον του, να αντλήσει δύναμη δημιουργώντας κατ' εικόνα και ομοίωση με τη φύση. Με άλλα λόγια, η τέχνη δε γεννήθηκε ως πνευματική πολυτέλεια από δυνάμεις που περίσσευαν. Πρόβαλε ως πραγματική ανάγκη, που την επιβάλανε οι ίδιες οι προϋποθέσεις της εργασιακής δραστηριότητας: Την ανάγκη να οργανώσει ο άνθρωπος ένα άλλο είδος σχέσεών του με την πραγματικότητα, τις αισθητικές, που δεν είναι απλά αισθητηριακές, αλλά μαζί διανοητικές, συναισθηματικές, ηθικές κ.λπ. Στη συνέχεια βέβαια διαχωρίστηκε και αναπτύχθηκε σε ανεξάρτητο τομέα καλλιτεχνικής εργασίας.
Από τη στιγμή που κατανοούμε την τέχνη ως μια ειδική μορφή εργασίας δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι ο σκοπός της είναι ο ίδιος με αυτόν της ανθρώπινης εργασίας. Η τέχνη, δηλαδή, όπως και κάθε μορφή εργασίας, είναι η συνειδητή, σκόπιμη δραστηριότητα του ανθρώπου για να ιδιοποιηθεί, να οικειοποιηθεί, να «εξανθρωπίσει» τη φύση, την κοινωνία και τον εαυτό του, να φέρει τον κόσμο στα ανθρώπινα μέτρα.
Η πραγματική λειτουργία της Τέχνης είναι να μας κάνει να ανησυχούμε
Επομένως, δεν αποτελεί αυθαιρεσία, ούτε δογματισμό ο τίτλος της σημερινής μας συζήτησης, «Η δική μας Τέχνη δεν αρκείται στην αναγνώριση της πραγματικότητας...», δανεισμένος από τον Μπρεχτ και πριν απ' αυτόν από τον Μαρξ, που έγραφε στο «Λουδοβίκο Φόιερμπαχ» ότι «οι φιλόσοφοι δεν αρκεί να ερμηνεύουν την πραγματικότητα, αλλά και να την αλλάζουν». Κι αυτό γιατί η εργασία, επομένως και η φιλοσοφία ή η τέχνη ως μορφές της, δεν αποσκοπεί απλά στη γνώση της πραγματικότητας, αλλά επιδιώκει τη μεταμόρφωσή της σύμφωνα με τους σύγχρονους ανθρώπινους σκοπούς και ανάγκες. Ετσι και ο Μπρεχτ προσδιορίζει στη συνέχεια ως κοινωνική λειτουργία της τέχνης του «τη διέγερση και οργάνωση της διάθεσης για την αλλαγή της πραγματικότητας».
Με άλλα λόγια, ο αληθινός σκοπός της τέχνης δεν είναι να μας εφησυχάζει. Η τέχνη δεν μπορεί, για παράδειγμα, να θεωρείται παρηγοριά, ψυχολογική στήριξη, ένα είδος ναρκωτικού που βοηθά να ξεχάσουμε ή να αντέξουμε τις ολοένα μεγαλύτερες οδύνες μας, όπως ορίζουν στις μέρες μας την αποστολή της τα διάφορα κέντρα της κυρίαρχης πολιτιστικής πολιτικής. «Δε δίνω λέξες παρηγόρια...» έγραφε ο Βάρναλης. Ούτε θεραπαινίδα της «εθνικής ομοψυχίας», δηλαδή της ακινησίας, της υποταγής και της συγκατάθεσης βέβαια είναι, όπως δεν είναι και χάιδεμα της αυθόρμητης συνείδησης ότι «για όλα φταίν' οι Γερμανοί και οι ιδιοτελείς και υποτελείς πολιτικοί», καταπώς συνειδητά ή ασυνείδητα τη μεταχειρίζονται τελευταία αρκετές καλλιτεχνικές παραγωγές διεκδικώντας εύσημα προοδευτικότητας. Η πραγματική λειτουργία της τέχνης είναι να μας κάνει να ανησυχούμε, να ψάχνουμε κάτω από την επιφάνεια των φαινομένων. Επιδίωξή της δεν είναι να μας δίνει την εικόνα μιας πραγματικότητας που κινείται τάχα πέρα και έξω από εμάς, αλλά να μας αποκαλύπτει πως η κίνησή της προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση εξαρτάται κατά πολύ από την προσωπική μας στάση και ενεργοποίηση. Με λίγα λόγια, αληθινή, μεγάλη τέχνη είναι αυτή που καλλιεργεί στον άνθρωπο τη βαθύτερη συνείδηση της ανθρωπιάς του, της δύναμής του να υποτάξει τη φύση και την κοινωνία στις ανάγκες του, η τέχνη που δημιουργεί τον άνθρωπο - δημιουργό της μοίρας του.
Η ευθύνη των καλλιτεχνών στην αλλαγή του κόσμου
Λογικά βέβαια θα αναρωτηθεί κανείς: Κινητοποίηση για αλλαγή της πραγματικότητας, αλλά προς ποια κατεύθυνση; Μα οπωσδήποτε προς την κατεύθυνση της «ελευθερίας», της απαλλαγής του ανθρώπου από τους φυσικούς, κοινωνικούς και πνευματικούς καταναγκασμούς. Μια κατεύθυνση που ούτε τυχαία είναι, ούτε υποκειμενική, γιατί ο άνθρωπος με ένα μόνο τρόπο γίνεται ικανός να ιδιοποιηθεί την πραγματικότητα: Οταν επενεργεί σ' αυτήν σύμφωνα με την εσωτερική της δομή. Οπως ο γιατρός δεν μπορεί να αδιαφορεί για τη δομή του ανθρώπινου οργανισμού για να θεραπεύσει κι ο ναυπηγός δεν μπορεί να παραβλέπει τους νόμους της υδροδυναμικής για να σχεδιάσει το πλοίο, έτσι και ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να αψηφά την αντικειμενική πραγματικότητα, που η κίνησή της ακολουθεί νομοτέλειες έξω και συχνά αντίθετες με την ιδεολογία του, δεν μπορεί να αγνοεί τη διαλεκτική της ζωής με τις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις αλλά την ανοδική τελικά της κίνηση, που αντικειμενικά και ανεξάρτητα από προσωρινά πισωγυρίσματα τείνει προς ανώτερες μορφές οργάνωσής της, στο πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό - κομμουνισμό. Με λίγα λόγια, «μονάχα η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει πώς την πραγματικότητα να αλλάξουμε», όπως έγραφε ο Μπρεχτ.
Ετσι εξηγείται και μια αντίφαση που παρουσιάζεται στην τέχνη, όπου τα καλλιτεχνικά έργα ξεπερνούν ορισμένες φορές τις συντηρητικές απόψεις των δημιουργών τους, καθώς άθελά τους μέσα στην ένταση της προσπάθειας να συλλάβουν την κίνηση της ζωής φτάνουν να συναντιούνται με πλευρές της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας. Πάνω σ' αυτό είναι χαρακτηριστική η γνωστή δήλωση του Μπρεχτ: «Οταν διάβασα Μαρξ, κατάλαβα τα έργα μου».
Βέβαια, «πάντα με πράξεις γράφεται το ποίημα των καιρών», έλεγε ο Γ. Ρίτσος. Δηλαδή, τα μεγάλα κατορθώματα στην ιστορία της ανθρωπότητας τα δημιουργεί η υλική πρακτική, η πραγματική δράση των ανθρώπων μέσα από την πάλη των τάξεων. Αλλά για να γίνει αυτός ο πρακτικός μετασχηματισμός του κόσμου χρειάζεται προετοιμασία των υποκειμενικών προϋποθέσεων. Γι' αυτή την προετοιμασία ένα μεγάλο μέρος ευθύνης αναλογεί και στους καλλιτέχνες.
Τον καπιταλιστή η δύναμη που τον κινεί είναι η δίψα του για το κέρδος. Τον εργάτη, το λαό η δύναμη που μπορεί να τον κινήσει είναι η ανάγκη να απαλλαχθεί από την εκμετάλλευση, η δίψα για δίκιο και ευτυχία. Και για να αποκτήσει αυτή τη δύναμη χρειάζεται να συνειδητοποιήσει τόσο τις πραγματικές αιτίες για τα δεινά του, όσο και τις δυνατότητές του να τις ανατρέψει, χρειάζεται και γνώση και συναίσθημα και βούληση, χρειάζεται πάθος. Στο ερώτημα λοιπόν ποιος είναι ο σύγχρονος ρόλος των καλλιτεχνών η απάντηση είναι να γίνουν καλλιτεχνικοί κήρυκες της ιστορικά χρήσιμης αλήθειας, της αλήθειας που βοηθά τους «κάτω», τους ανθρώπους του μόχθου να καταλάβουν πώς πρέπει να συμπεριφερθούν για να εξανθρωπίσουν τη ζωή.
Συνάντηση με την κομμουνιστική κοσμοθεωρία
Η στράτευσή τους σ' αυτό το σκοπό είναι άλλωστε βασική προϋπόθεση για την καταξίωση του έργου τους, αντίθετα με τους ισχυρισμούς των κάθε λογής στρατευμένων στην ψευτιά και στη διαιώνιση της εκμετάλλευσης θεωρητικών και καλλιτεχνικών εκπροσώπων της αστικής τάξης, που κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να μην αποκτήσει η εργατική τάξη τους δικούς της. Η τέχνη δεν έχει δικό της κόσμο ξέχωρο από τη ζωή. Θα τη δέρνει η φτώχεια αν απομακρυνθεί από τα πιο επείγοντα ενδιαφέροντα του λαού, ειδικά στις σημερινές περιστάσεις που οι εργαζόμενοι, οι χιλιάδες άνεργοι και τα άλλα θύματα της αιματηρής πάλης που κάνουν οι εκμεταλλευτές τους εναντίον τους έχουν ακόμη πιο έντονη την ανάγκη να βγουν από τη μόνωση και την ατομικότητά τους, την ανάγκη οργάνωσης του κοινού τους αισθήματος απέναντι στη βαρβαρότητα.
Στο κάτω κάτω ελεύθερη είναι μονάχα η τέχνη που εκπληρώνει την πραγματική κοινωνική της λειτουργία ως πνευματικό όπλο των μαζών, η τέχνη που διεκδικεί να μετατραπεί σε υλική δύναμη. «Αλλιώς θα μείνουν τα τραγούδια μας πάνω στις σκάλες των αιώνων ταριχευμένα, ωραία, ανώφελα πουλιά», όπως γράφει ο Ρίτσος, ενώ ο Μπρεχτ στο ποίημά του «Σε σκοτεινούς καιρούς» υπενθυμίζει ότι η ιστορία δεν αναγνωρίζει ελαφρυντικά στους κάθε είδους «ωραιοπλάστες», δραπέτες της ζωής:
«Μα δε θα λένε: Ητανε σκοτεινοί καιροί.
Θα λένε: Γιατί σωπαίνανε οι ποιητές τους;».
Αλλωστε, σήμερα η τέχνη και οι τεχνίτες της διαθέτουν μια μεγάλη κατάκτηση για να ανταποκριθούν στο σύγχρονο κοινωνικό ρόλο τους, το σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Ενα καλλιτεχνικό ρεύμα που - παρότι στη σύντομη ως σήμερα διαδρομή του ταλαιπωρήθηκε από αισθητικά λάθη και παρεκκλίσεις και δεν έδωσε ακόμη τους πιο ώριμους καρπούς του - υπερέχει απ' όλα τα άλλα καλλιτεχνικά ρεύματα. Οχι μόνο για τον απειρόμορφο και πολύτροπο χαρακτήρα του, αλλά και γιατί διαπνέεται από την κομμουνιστική κοσμοθεωρία, που είναι η μόνη επιστημονική και ικανή να απαλλάξει το δημιουργό από υποκειμενισμούς και προκαταλήψεις στη θεώρησή του για τον κόσμο. Οχι μόνο δεν τον περιορίζει, αλλά, αντίθετα, ανοίγει διάπλατους ορίζοντες για το ξεδίπλωμα του ταλέντου και της ευφυΐας του, για μια πλατύτερη και βαθύτερη αισθητική - καλλιτεχνική απεικόνιση της πραγματικότητας στην κίνησή της και απόκτηση βιωματικής σχέσης με τα γεγονότα και τους ανθρώπινους χαρακτήρες μέσα από τη συγχώνευσή του με τα λαϊκά στρώματα και το συνταίριασμά του με τις πιο πρωτοπόρες επιδιώξεις της εργατικής τάξης. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός είναι η αντικειμενική εξέλιξη της τέχνης στο σύγχρονο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Αυτό είναι ένα σοβαρό κίνητρο για να συναντηθεί ένας καλλιτέχνης με τους κομμουνιστές, για να μελετήσει και να αφομοιώσει τη θεωρία του επιστημονικού κομμουνισμού, συνδυάζοντας αυτή τη γνώση με τη δραστήρια συμμετοχή του στην πάλη της εργατικής τάξης για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας, που να φτάνει μέχρι την οργανική του σύνδεση με το κόμμα της.
Ο καπιταλισμός εχθρεύεται την αληθινή Τέχνη
Οσο σπουδαίο όμως κι αν είναι αυτό το κίνητρο, δεν είναι το μοναδικό. Πέρα από τους γενικούς λόγους που ο κόσμος αυτός χρειάζεται ν' αλλάξει, υπάρχει και ένας ειδικός: Είναι η εχθρότητα του καπιταλιστικού συστήματος απέναντι στα πιο ωφέλιμα πράγματα, τέτοια όπως και η τέχνη, που δεν έχουν ανταλλακτική αξία, δεν μπορούν δηλαδή να αντιμετωπίζονται ως εμπορεύματα. Η φανερή χρόνια υποτίμηση του πολιτισμού στην κατανομή των κρατικών δαπανών, που σήμερα με την κρίση παίρνει σαρωτικές διαστάσεις, οδηγώντας σε μαζικό κλείσιμο θεάτρων, αιθουσών τέχνης, ορχηστρών κι εκμηδενίζοντας τη δημιουργικότητα ολοένα και περισσότερων καλλιτεχνών με τη στέρηση και την ανεργία, είναι εξωτερικά φανερώματα αυτής της εχθρότητας. Η ουσία της βρίσκεται στο χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος, που για μέτρο του κοινωνικού πλούτου έχει το χρήμα, αντί για την ικανοποίηση της καθολικότητας των κοινωνικών αναγκών και την αδιάκοπη ανάπτυξη των ανθρώπινων ικανοτήτων.
Η τέχνη όμως είναι μια μορφή κοινωνικού πλούτου που δεν μπορεί να γίνει κτήμα μας απλά με την αγορά της. Η απόκτηση ενός δίσκου μουσικής ή ενός εισιτηρίου για το Ηρώδειο δεν εξασφαλίζει την αφομοίωση του έργου ανάλογα με την πραγματική αξία χρήσης του. Η απόλαυση της τέχνης απαιτεί ένα αρκετά ανεβασμένο επίπεδο ανάπτυξης ατομικών ικανοτήτων, μια πολύπλευρη καλλιέργεια της ανθρώπινης προσωπικότητας. Ομως, ο καπιταλισμός αυτού του είδους τις ανάγκες, που δημιουργούνται από την κοινωνική υπόσταση του ανθρώπου και όχι από τη γυμνή του ύπαρξη ως αντικειμένου στη φύση, τις θεωρεί «τεχνητές». Χαρακτηριστικά, όταν το Φεστιβάλ της ΚΝΕ μετακόμισε πριν τρία χρόνια στο Ιλιον, στις λαϊκές δυτικές συνοικίες, υπήρχαν οικογένειες που για πρώτη φορά μπόρεσαν να δουν θέατρο! Σε αντίθεση με τον καπιταλισμό, στην αρχαία Αθήνα, στο κατώτερο δηλαδή δουλοκτητικό κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, μέτρο του πλούτου δεν ήταν το χρήμα, αλλά η διαμόρφωση καλύτερων πολιτών. Η τέχνη αντιμετωπιζόταν ως ισχυρό μέσον διαπαιδαγώγησης και γι' αυτό οι κρατικές δαπάνες για το θέατρο ορισμένες χρονιές ξεπερνούσαν ακόμη και τις πολεμικές. Η αστική οικονομία αυτές τις δαπάνες τις κατατάσσει στις μη παραγωγικές. Δεν είναι λοιπόν από ανεπάρκεια ή ιδιοτέλεια των υπουργών και των κυβερνήσεων αυτή η χυδαία αντιμετώπιση του πολιτισμού ως εμπορεύματος, εξαρτήματος της τουριστικής βιομηχανίας, εξαγώγιμου προϊόντος και λαμπρού πεδίου επιχειρηματικότητας.
Οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις κοινωνικές σχέσεις που προϋποθέτει η ανάπτυξη της τέχνης και για έναν ακόμη λόγο: Το έργο τέχνης είναι κοινωνικό προϊόν, εμπεριέχει δηλαδή κριτικά όλη την προηγούμενη πορεία της καλλιτεχνικής εξέλιξης στην ιστορία της ανθρωπότητας, και ταυτόχρονα είναι προορισμένο για κοινωνική χρήση και απόλαυση. Τα κινηματογραφικά έργα που δε βρίσκουν εταιρεία διανομής, τα βιβλία που δε βρίσκουν εκδότη, ο πίνακας ζωγραφικής που βρίσκεται κλεισμένος στο σαλόνι ενός συλλέκτη - επενδυτή παύουν να ζουν. Γι' αυτό η τέχνη αντικειμενικά διεκδικεί να ξεπεράσει τα σύνορα της ατομικής ιδιοκτησίας.
Ακόμη μεγαλύτερη, όμως, καταστρεπτική, είναι η αντίθεση ανάμεσα στην τέχνη και την καπιταλιστική οικονομία στο πεδίο της παραγωγής. Η καπιταλιστική πολιτιστική βιομηχανία, τα μεγαθήρια του οπτικοακουστικού τομέα και του κινηματογράφου δείχνουν καθαρά το μέλλον της τέχνης και για εκείνα τα είδη της, όπως τα εικαστικά, το θέατρο και το βιβλίο, όπου η μονοπωλιακή εκμετάλλευσή τους δεν έχει ολοκληρωθεί. Στον κινηματογράφο, για παράδειγμα, εκδηλώνεται κραυγαλέα η απόσπαση του σκηνοθέτη - δημιουργού από το αντικείμενο της εργασίας του, αφού και με το νόμο πια ο σκηνοθέτης παύει να ορίζει το έργο του. Το ρόλο αυτό τον αναλαμβάνει ο επιχειρηματίας - παραγωγός, που αφουγκράζεται τις επιθυμίες του κοινού - του παραζαλισμένου δηλαδή απ' τα βιοποριστικά προβλήματα και παραμορφωμένου από την κυρίαρχη αισθητική θεατή - και υποχρεώνει το σκηνοθέτη να προσαρμοστεί τάχα στις ανάγκες του. Στο Χόλιγουντ, π.χ., πριν την πρώτη προβολή του έργου γίνεται μια δοκιμαστική προβολή με «αντιπροσωπευτικό» κοινό, που οι αντιδράσεις του καθορίζουν και την τελική μορφή της ταινίας.
Τα πράγματα δεν είναι καλύτερα στην οπτικοακουστική βιομηχανία, όπου η οικονομική δικτατορία της αγοράς υπαγορεύει ακόμη και την αναλογία πολιτικών και ερωτικών τραγουδιών σε ένα δίσκο, σε βάρος φυσικά των πρώτων. Στην ουσία δηλαδή ο δημιουργός, ανεξάρτητα από το τυπικό της εργασιακής σχέσης, μετατρέπεται σε ένα είδος μισθωτού εργάτη, που δεν πουλά το έργο του, αλλά την εργατική του δύναμη με τις επιμέρους κομματιασμένες ιδιότητές της. Δεν πρέπει επομένως να απορεί κανείς για τις δεκάδες στερεότυπες και απρόσωπες ταινίες και μουσικά κομμάτια που κατακλύζουν την αγορά, χωρίς να θυμίζουν σε τίποτα εκδήλωση της δημιουργικής φύσης. Μια κατάσταση που προβλέπεται να επιδεινωθεί από τον έλεγχο στο διαδίκτυο μέσα από το ενιαίο πανευρωπαϊκό σύστημα μονοπωλιακής ιδιοκτησίας των «πνευματικών δικαιωμάτων» των δημιουργών, που προωθεί η ΕΕ με εντολή του πανίσχυρου οπτικοακουστικού τομέα, για να πνίξει με το αγοραίο γούστο των μεγαλοεπιχειρηματιών όλα τα είδη της τέχνης.
Ο σοσιαλισμός αποδίδει στην Τέχνη την αληθινή κοινωνική - μαζική λειτουργία της
Με λίγα λόγια, οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής και διανομής της τέχνης στερούν από τους δημιουργούς της κάθε δικαίωμα ιδιοκτησίας πάνω στη σκέψη, στο συναίσθημα, στο ταλέντο, στην τέχνη τους. Εκείνος όμως που τελικά στερείται περισσότερο απ' όλους τα πνευματικά δικαιώματά του είναι ο λαός, αφού τα ιδεολογικά, αισθητικά, ηθικά του κριτήρια διαμορφώνονται ολοένα πιο καθοριστικά από τους μεγαλοκαναλάρχες και τους μεγαλοπαραγωγούς, που τσακίζονται να τον γλιτώσουν από τον κόπο να σκέφτεται.
Στον καπιταλισμό, επομένως, η κοινωνική λειτουργία της τέχνης είναι να αποτελεί μέσον κερδοφορίας και διεισδυτικό εργαλείο για την ενίσχυση της ταξικής κυριαρχίας των σημερινών ιδιοκτητών του πλούτου. Με λίγα λόγια, η κοινωνική λειτουργία της τέχνης είναι έννοια κοινωνική - ιστορική, δηλαδή μεταβλητή. Συμφέρον, λοιπόν, όλων των λαϊκών στρωμάτων, και όχι μόνο των καλλιτεχνών, είναι να πάρουν άμεσα θέση στον αγώνα για μια νέα κοινωνική πραγματικότητα, τη σοσιαλιστική, που θα αποδώσει και στην τέχνη την αληθινή κοινωνική σημασία της. Γιατί θα βλέπει σ' αυτήν ένα σπουδαίο σύμμαχο στην προσπάθειά της να εφοδιάσει τους πραγματικούς δημιουργούς του πλούτου - την εργατική τάξη και γενικότερα τον εργαζόμενο λαό - με εκείνη την κουλτούρα, που θα του επιτρέπει να ανταποκριθεί στο ρόλο του νέου ιδιοκτήτη του: Να διαμορφώσει ανθρώπους ικανούς να συμμετέχουν στη διακυβέρνηση του κράτους και στη διεύθυνση της παραγωγής, να ασκούν συνειδητό και ουσιαστικό έλεγχο σε όλες τις υποθέσεις της λαϊκής εξουσίας.
Με άλλα λόγια, ο σοσιαλισμός θέτει την ανάγκη να αποδοθεί στην τέχνη η αληθινή κοινωνική - μαζική λειτουργία της: Να δημιουργηθούν όροι για μια χωρίς προηγούμενο διάδοσή της, για διαμόρφωση σε όλα τα μέλη της κοινωνίας της ικανότητας να την κατανοούν και να την απολαμβάνουν, για κατάργηση της απόστασης του λαού από τους καλλιτέχνες και για μια τέτοια αναγνώριση της σημασίας της εργασίας τους, που σε κανένα προηγούμενο κοινωνικό σύστημα δεν υπήρξε. Γιατί απ' αυτόν, το σοσιαλισμό, περνά ο δρόμος για την πλήρη απελευθέρωση της εργασίας, δηλαδή τον κομμουνισμό.
Ας φροντίσουμε, λοιπόν, από τώρα με αγώνα, ρήξη, ανατροπή σε κάθε πεδίο, πολιτικό, ιδεολογικό, αισθητικό, πρακτικό, να προβάλουμε την αναγκαιότητά του. Γιατί αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα δεν είναι η αναδιαπραγμάτευση του χρέους, αλλά ο επαναπροσδιορισμός του Χρέους μας απέναντι όχι απλά στην τέχνη, αλλά απέναντι στο πρωτότυπό της, τη ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου