Για το δημοψήφισμα για τη ''μικρή ΔΕΗ''
Ή περί διαλεκτικής ενότητας μορφής και περιεχομένου
Σε αυτή την ανάρτηση θα ασχοληθούμε με τη διαλεκτική ενότητα μορφής και περιεχομένου, με αφορμή τη συζήτηση περί δημοψηφίσματος για το νομοσχέδιο της ‘μικρής ΔΕΗ’. Θα ξεκινήσουμε από ένα νομικο-πολιτικό επιχείρημα που αφορά τη δημοκρατική μορφή ώστε να αναδείξουμε την ανάγκη της ταξικής-διαλεκτικής ανάλυσης.
Ένα από τα ιδεολογήματα που χρησιμοποιεί η αστική νομική δογματική για τη νομιμοποίηση των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, και κυρίως των μη εκλεγμένων όπως η Κομισιόν, είναι πως αποτελούν εγγύηση ενάντια στον απολυταρχισμό της δημοκρατίας. Το επιχείρημα ενάντια στον απολυταρχισμό της δημοκρατίας τίθεται με τη μορφή ερώτησης: ‘Τι θα γίνει αν ο λαός εκλέξει κάποιον ακατάλληλο ή κάποιο λαοπλάνο; Και αν εκλέξει τους Ναζί; Αυτό δεν πρέπει να το αφήσουμε να συμβεί. Θα παραχωρήσουμε τη αρμοδιότητα απόφασης σε μη εκλεγμένα, τεχνοκρατικά θεσμικά όργανα’.
Η αντίφαση αυτή της δημοκρατικής μορφής του
πολιτεύματος βρίσκει αντίκρισμα στη σημερινή πραγματικότητα στο ερώτημα αν η
Χρυσή Αυγή πρέπει να κατεβαίνει στις εκλογές ή όχι. Και γενικότερα, υπάρχουν ‘ασφαλιστικές δικλείδες’ στη δημοκρατία ή από τη φύση του αυτό το πολίτευμα είναι
‘ανοιχτό’ και διαλλακτικό ακόμα και απέναντι σε όσους εκπροσωπούν θέσεις
αντίθετες με αυτό; Οι αντιφάσεις αυτές του δημοκρατικού πολιτεύματος απορρέουν
-μεταξύ άλλων- από τον τεμαχισμό της διαλεκτικής ενότητας μεταξύ μορφής και
περιεχομένου.
Η φύση και η λειτουργία ενός πολιτεύματος δεν μπορεί να ιδωθεί αποκομμένα
από τον τρόπο παραγωγής στον οποίο αυτό αντιστοιχεί, τις σχέσεις παραγωγής τις
οποίες εξυπηρετεί και στην αναπαραγωγή των οποίων συμβάλει. Ένας μαρξιστής
πρέπει πάντα να αναρωτιέται: ‘δημοκρατία για ποια τάξη’; Η μορφή δεν πρέπει να
αποκόπτεται από το περιεχόμενο, ειδάλλως καταλήγουμε σε σχηματική και
μονοδιάστατη ανάλυση, παγιδευμένοι στα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις της αστικής
σκέψης.
Η μορφή πρέπει να ιδωθεί στη διαλεκτική της ενότητα με το περιεχόμενο.
Είναι το περιεχόμενο μιας απόφασης που καθορίζει τη διαλεκτική ενότητα
μορφής-περιεχομένου. Μια απόφαση που πάρθηκε με δημοκρατική μορφή δε σημαίνει
απαραίτητα πως είναι προς το συμφέρον του λαού (και εδώ χρησιμοποιούμε το λαό
με την μαρξιστική-λενινιστική έννοια του όρου, ως συμμαχία των φτωχών και
καταπιεσμένων κοινωνικών στρωμάτων γύρω από την εργατική τάξη). Η αμφίεση μιας
ρύθμισης που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης με δημοκρατική μορφή δε
σημαίνει αυτόματα πως αυτά η ρύθμιση αυτή
μετουσιώνεται σε φιλολαϊκή και προοδευτική.
Σε συνθήκες δικτατορίας της αστικής τάξης η κοινοβουλευτική δημοκρατία
είναι απλά μία από τις μορφές που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης,
των μονοπωλίων, και την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων
παραγωγής/εκμετάλλευσης. Σε περιόδους όπου οι αντιθέσεις της καπιταλιστικής
κοινωνίας οξύνονται, η μορφή αυτή μπορεί κάλλιστα να δώσει τη θέση της σε
καθεστώτα διαφορετικής μορφής χωρίς να αλλάζει η ουσία, το περιεχόμενο. Με αυτή
την έννοια φασισμός και κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι απλά δύο εναλλασσόμενα
προσωπεία του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Σε αυτή τη διαφωτιστική θέση όμως δεν
μπορεί να φτάσει ο αστός διανοούμενος καθώς στερείται της διαλεκτικής ανάλυσης
καθώς και γιατί πολύ απλά θα κατέληγε ενάντια στα συμφέροντα της τάξης του.
Άλλο ένα παράδειγμα που αξίζει να αναφέρουμε είναι η περίπτωση του
δημοψηφίσματος, όπως το δημοψήφισμα Παπανδρέου τον Οκτώβρη του 2011 που δεν
έγινε ποτέ, ή το επίκαιρο δημοψήφισμα για τη ‘μικρή ΔΕΗ’. Ακόμα και η απόφαση του λαού σε δημοψήφισμα, δηλαδή με τη
δημοκρατική μορφή του δημοψηφίσματος, δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο για ένα
μαρξιστή από την αποτύπωση του επιπέδου ταξικής και πολιτικής ωριμότητας του
λαού. Η απόφαση του λαού σε συνθήκες δικτατορίας της αστικής τάξης δεν μπορεί
παρά να ανακύπτει διαστρεβλωμένη λόγω της δημιουργίας κλίματος φόβου για
χρεοκοπία και της τρομοκρατίας μέσω των ιδεολογικών μηχανισμών της αστικής κρατικής
εξουσίας (όπως τα ΜΜΕ).
Σε συνθήκες δικτατορίας της αστικής τάξης, το ποιοτικό, πρωτοπόρο καθότι
συνειδητοποιημένο, κομμάτι της κοινωνίας δεν έχει ενωθεί ακόμα με το ποσοτικό.
Εδώ πρέπει να τονιστεί ο ρόλος των ιδεολογικών μηχανισμών -ένας εκ των οποίων
είναι και ο πολιτικός ιδεολογικός μηχανισμός της (κοινοβουλευτικής)
δημοκρατίας- που εξυπηρετούν θεμελιώδεις λειτουργίες στη δικτατορία της αστικής
τάξης και λειτουργούν ανασταλτικά στην ανάπτυξη ταξικής συνείδησης.
Το ταξικά συνειδητοποιημένο κομμάτι της κοινωνίας μπορεί να μην είναι η
πλειοψηφία στη μορφή. Εκφράζει, όμως, την πλειοψηφία στο ουσιαστικό περιεχόμενο
της θέασης, και της στόχευσής του, καθώς η ποιότητα της θέσης του ταξικά
συνειδητοποιημένου μέρους της κοινωνίας,
η θέση δηλαδή των κομμουνιστών βρίσκεται στο μέρος του καθολικού συμφέροντος
της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, που αποτελούν την πλειοψηφία του
κοινωνικού συνόλου. Η κοινωνία ολόκληρη θα επωφεληθεί από ένα κοινωνικό σύστημα
παραγωγής δίχως εκμετάλλευση, ανεργία και οικονομικές κρίσεις.
Η δημοκρατική μορφή ενός δημοψηφίσματος, λοιπόν, δεν μπορεί από μόνη της να
νομιμοποιήσει μία ρύθμιση αντιδραστικού περιεχομένου, δεν μπορεί να αλλάξει το
ουσιαστικό περιεχόμενο μιας ρύθμισης που είναι αντιδραστική. Και σε συνθήκες
δικτατορίας της αστικής τάξης μόνο αντιδραστικό μπορεί να είναι το περιεχόμενο
τουλάχιστο της συντριπτικής πλειοψηφίας των νομοθετικών ρυθμίσεων -εκτός και αν
είναι αποτέλεσμα υφιστάμενης πίεσης από την ταξική πάλη του προλεταριάτου.
Στο πλαίσιο αυτό ας εξετάσουμε την πρόσφατη περίπτωση του δημοψηφίσματος
για τη ΔΕΗ, με σκοπό να αναδείξουμε ότι το πώς θα θέσει το δημοψήφισμα η βουλή,
το συγκεκριμένο ερώτημα που θα τεθεί είναι κρίσιμο για το χαρακτηρισμό του
δημοψηφίσματος ως ουσιαστικού ή αντιδραστικού και παραπλανητικού. Η δημοκρατική
μορφή του δημοψηφίσματος δεν αρκεί. Αντίθετα, κρίσιμο είναι το περιεχόμενο της ερώτησης που τίθεται
στο λαό. Ας δούμε τι λέει το ΚΚΕ σχετικά με το δημοψήφισμα για τη ΔΕΗ.
Κατ’ αρχάς πρέπει να τονιστεί πως η πρόταση δημοψηφίσματος του ΣΥΡΙΖΑ αφορά
στον τεμαχισμό και την ιδιωτικοποίηση μέρους της ΔΕΗ. Δε λέει κουβέντα για την
πολιτική απελευθέρωσης της ενέργειας και τη συνολική ιδιωτικοποίηση της
επιχείρησης ηλεκτρισμού. Ουσιαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ και οι υπόλοιπες δυνάμεις
ενσωμάτωσης τάχα αντιστρατεύονται την ιδιωτικοποίηση, αλλά αποδέχονται το
πλαίσιο της απελευθέρωσης και τις κατευθύνσεις της ΕΕ, ρίχνοντας στάχτη στα
μάτια των εργαζομένων.
Προς τι η πρόταση δημοψηφίσματος λοιπόν; Η πρόταση είναι, όπως παραδέχθηκε
και ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ ‘πρόταση
διεξόδου’ από την ένταση των κινητοποιήσεων. Παράλληλα, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ
αποκρύπτει τακτικισμούς που αποσκοπούν στο να διευκολύνουν κόμματα και
ανεξάρτητους βουλευτές να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους για συνεργασία μαζί
του, με προοπτική την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κορμό της κυβέρνησης αστικής
διαχείρισης που θα προκύψει από τις επόμενες εκλογές.
Οι διαφορές κυβέρνησης και αντιπολίτευσης είναι για τον τρόπο που θα προχωρήσει
η απελευθέρωση, την οποία όλοι αποδέχονται ως προαπαιτούμενο για τον
ανταγωνισμό. Το νομοσχέδιο προβλέπει την απόσπαση απ' τη ΔΕΗ μιας ομάδας
σταθμών παραγωγής κάθε τύπου, που συνιστούν σημαντικό τμήμα της παραγωγικής
βάσης της ΔΕΗ και τη δημιουργία μιας νέας εταιρείας παραγωγής ηλεκτρικής
ενέργειας, που αποκαλείται ‘μικρή ΔΕΗ’ και στη συνέχεια την πώληση αυτής.
Ποιον εξυπηρετεί το συγκεκριμένο νομοσχέδιο; Αυτή η διάσπαση της ΔΕΗ στα
δύο πραγματοποιείται για να ικανοποιηθούν αντίπαλα στρατόπεδα μονοπωλιακών
ομίλων και ιμπεριαλιστικών κέντρων, που επιδιώκουν να αποκτήσουν σημαντικά
μερίδια στην εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Ακόμη, το συγκεκριμένο νομοσχέδιο δεν μπορεί παρά να ιδωθεί ως κρίκος στην
αλυσίδα της απελευθέρωσης της αγοράς και των ιδιωτικοποιήσεων. Η πολιτική της
απελευθέρωσης -στον κλάδο της ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και γενικότερα-
στοχεύει στο να δημιουργηθούν νέα επενδυτικά πεδία εξασφαλισμένης κερδοφορίας
για τους μονοπωλιακούς ομίλους που επενδύουν στον κλάδο της ηλεκτρικής ενέργειας.
Πρόκειται για πολιτική που δεν είναι ‘μνημονιακή’, αλλά προωθείται πάγια
από την ΕΕ η οποία έχει κωδικοποιήσει την πολιτική αυτή σε μια σειρά από δέσμες
μέτρων, τις οποίες τα κράτη-μέλη πρέπει να εφαρμόζουν υποχρεωτικά. Η ανάγκη των
μονοπωλιακών ομίλων, για να προωθηθεί η απελευθέρωση και οι αντίστοιχες
δεσμεύσεις της ΕΕ οδήγησαν σε μια απελευθερωμένη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας
πρακτικά σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Μοναδικοί κερδισμένοι απ' την
απελευθέρωση είναι οι μονοπωλιακοί όμιλοι στον κλάδο.
Έχοντας υπ’ όψη το περιεχόμενο της ρύθμισης για τη ‘μικρή ΔΕΗ’, το ότι αποτελεί απλά ένα κρίκο στην πολιτική
απελευθέρωσης στον κλάδο της ηλεκτρικής ενέργειας προς όφελος των μονοπωλίων,
καθώς και το περιεχόμενο της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ το οποίο καθόλου δεν αγγίζει
την ουσία του ζητήματος, δηλαδή την απελευθέρωση της ενέργειας -και πως θα
μπορούσαν άλλωστε οι φιλο-ευρωπαϊστές του ΣΥΡΙΖΑ να κάνουν κάτι τέτοιο-
καταλαβαίνουμε γιατί το ΚΚΕ είναι κατηγορηματικά αντίθετο με τη διενέργεια
δημοψηφίσματος αποκλειστικά με το περιεχόμενο που θέτει το κόμμα της
αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Όπως είδαμε, η μαρξιστική-λενινιστική θεωρία, η οποία καθοδηγεί τη χάραξη
πολιτικής του κομμουνιστικού κόμματος, επιτρέπει στους κομμουνιστές να
εμβαθύνουν στην ανάλυσή τους και να εξετάζουν την ενότητα μορφής και περιεχομένου. Και αυτό όχι μόνο
στη θεωρία αλλά και στην πράξη. Τι καλύτερο παράδειγμα από την εισήγηση του
βουλευτή του ΚΚΕ Ν. Καραθανασόπουλου στη συζήτηση του νομοσχεδίου στη βουλή:
Υπάρχει ένα σημαντικό ερώτημα. Με ποιο ‘όχι’
πρέπει να είμαστε, γιατί υπάρχουν
διαφόρων λογιών ‘όχι’. Ακούγοντας τη συζήτηση των φορέων, λέγανε ‘όχι’, αλλά δεν αμφισβητούσαν ότι
πρέπει να συνεχίσουν οι ιδιώτες επιχειρηματίες να παράγουν στον τομέα της
ηλεκτρικής ενέργειας, ότι πρέπει να συνεχιστεί η απελευθέρωση της αγοράς.
Εμείς λέμε πολύ καθαρά ότι αυτοί που μένουν στο
επιφανειακό ‘όχι’ δεν αμφισβητούν
την πολιτική που ικανοποιεί τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων. Τι
αμφισβητούν; Με ποιον τρόπο θα ικανοποιηθούν τα συμφέροντα των επιχειρηματικών
ομίλων ή, αν το θέλετε πιο καθαρά, ποιων επιχειρηματικών ομίλων τα συμφέροντα
θα υπηρετηθούν περισσότερο: Αυτά που έχουν σήμερα το πάνω χέρι στη ΔΕΗ, αυτά
που έχουν σήμερα το πάνω χέρι στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ή τους
ανταγωνιστές που πρόκειται να εισέλθουν; Σε αυτό το ‘όχι’ δεν πρόκειται να
πάρουμε θέση και θα καλέσουμε το εργατικό λαϊκό κίνημα να μην υποταχθεί κάτω
από τα μεν ή τα δε επιχειρηματικά συμφέροντα. Το ‘όχι’ που πρέπει να πει ο λαός
πρέπει να απαντάει στην ουσία και την πραγματική αιτία.
Η διαλεκτική ανάλυση της ενότητας μορφής και περιεχομένου οδηγεί την
πολιτική στάση των κομμουνιστών πέρα από το επιφανειακό ‘όχι’, πέρα από τη
μορφή του δημοψηφίσματος που εξυπηρετεί τακτικισμούς και δοκιμές για νέες συνταγές αστικής διαχείρισης.
Η κομμουνιστική ανάλυση εστιάζει στη διαλεκτική ενότητα μορφής και
περιεχομένου, όπως αυτή καθορίζεται σε τελευταία ανάλυση από το περιεχόμενο. Γι
αυτό και το ΚΚΕ υποστηρίζει ως βασικό περιεχόμενο τόσο του δημοψηφίσματος όσο
και της πάλης του λαϊκού κινήματος πρέπει να είναι η κατάργηση όλου τουνομοθετικού πλαισίου της απελευθέρωσης, που έχει ψηφιστεί σύμφωνα με το
κοινοτικό πλαίσιο για την απελευθέρωση της Ενέργειας και την ιδιωτικοποίηση της
ΔΕΗ, συμπεριλαμβανομένου και αυτού για τη ‘μικρή ΔΕΗ’. Το κομμουνιστικό ‘όχι’ απαντάει
στην ουσία και την πραγματική αιτία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου