Στο προηγούμενο σημείωμα δείξαμε τον τρόπο με τον οποίο οι γερμανοί
κατάφεραν να αποκτήσουν πολιτικό έλεγχο στην BIS, εξυπηρετώντας τις
επιδιώξεις των ναζί. Στην προσπάθειά τους αυτή όχι απλώς δεν συνάντησαν
αξιόλογα εμπόδια από την δύση αλλά, αντίθετα, οι δυτικοί έκαναν ό,τι
μπορούσαν για να βοηθήσουν τον Χίτλερ, στον βαθμό που τα σχέδια του
γερμανού δικτάτορα εξυπηρετούσαν και τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα.
Σήμερα θα παραθέσουμε μερικές άκρως ενδιαφέρουσες πληροφορίες, οι
οποίες αποδεικνύουν το αληθές αυτής της αποστροφής.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Γουώλ Στρητ παρακολουθούσε γοητευμένη με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την άνοδο του Χίτλερ. Ήταν γοητευμένη από τους ναζί επειδή η εμφάνιση ενός ακραία εθνικιστικού μονοκομματικού κράτους στην Γερμανία υποσχόταν την απομάκρυνση του φαντάσματος του μπολσεβικισμού. Το μόνο ερώτημα που πλανιόταν ήταν αν οι επενδυτές και οι κεφαλαιούχοι θα έπρεπε να αισθάνονται ασφαλείς με τέτοιο καθεστώς. Διακυβεύονταν τα συμφέροντα τεράστιων κεφαλαίων, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν και τα κεφάλαια μερικών από τα μεγαλύτερα πολιτειακά μονοπώλια. Αρκετά από αυτά τα μονοπώλια, μάλιστα, είχαν στενή συνεργασία με την IG Farben.
Ο γερμανικός κολοσσός λειτουργούσε στις ΗΠΑ ως GAF (General Aniline and Film). Στο διοικητικό συμβούλιο της GAF συμμετείχαν μερικά από τα πιο τρανταχτά ονόματα της πολιτειακής επιχειρηματικής σκηνής. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Ουώλτερ Τηγκλ, ο πρόεδρος της πανίσχυρης πετρελαιικής εταιρείας Standard Oil. Ήταν και ο Έντσελ Φορντ, πρόεδρος της Ford Motors. Ήταν και ο Τσαρλς Μίτσελ, διευθύνων σύμβουλος της National City Bank. Ήταν και ο Πωλ Βάρμπουργκ, γόνος μιας από τις μεγαλύτερες οικογένειες τραπεζιτών των ΗΠΑ.
Η Standard Oil ήταν σίγουρα ο ισχυρότερος μεταξύ των συνεργατών τής GAF, καθώς οι δυο εταιρείες είχαν υπογράψει συμβόλαιο συνεργασίας σε θέματα έρευνας και ανάπτυξης της παραγωγής πετρελαίου. Κι αν η GAF είχε άμεση πρόσβαση στο διοικητικό συμβούλιο της BIS (μέσω του Χέρμαν Σμιτς, του διευθύνοντος συμβούλου τής IG Farben, όπως είπαμε στο προηγούμενο σημείωμα), η Standard Oil βρήκε τρόπο να αποκτήσει έμμεση αλλά ισχυρή σχέση με την "τράπεζα των ναζί": προσέλαβε ως σύμβουλο τον Ρόμπερτ Πόρτερς, τον διοικητικό διευθυντή τής BIS.
Η Standard Oil κατείχε τα δικαιώματα της πατέντας τού συνθετικού καουτσούκ αλλά τα είχε παραχωρήσει στην IG Farben. Το 1929, o Ουώλτερ Τηγκλ είχε υπογράψει σχετική συμφωνία με την IG Farben, βάσει της οποίας "η IG θα μείνει μακρυά από κάθε δουλειά σχετική με το πετρέλαιο κι εμείς θα μείνουμε μακρυά από κάθε δουλειά σχετική με τα χημικά". Αυτή η συμφωνία-καρτέλ των δυο μονοπωλίων άνοιγε τον δρόμο για την δημιουργία μιας σειράς πανίσχυρων καρτέλ. Την απαραίτητη νομοπαρασκευαστική δουλειά για να στηθούν αυτά τα καρτέλ ανέλαβε ο -γνωστός μας και μη εξαιρετέος- Τζων Φόστερ Ντάλλες.
Εκείνη την εποχή ο Ντάλλες ήταν διευθυντής τής INCO (International Nickel Company), της μεγαλύτερης μεταλλουργικής εταιρείας του κόσμου. Το 1934, η INCO υπέγραψε μια συμφωνία-καρτέλ με την IG Farben, βάσει της οποίας οι πολιτειακοί θα προμήθευαν τους γερμανούς με νικέλιο, παίρνοντας ως αντάλλαγμα τα δικαιώματα μιας καινούργιας πατέντας που βελτίωνε την διαδικασία εξαγωγής καθαρού νικελίου από το μετάλλευμα. Ο Ντάλλες αντιπροσώπευε και την SAIC (Solvay American Investment Corporation), την θυγατρική μιας βελγικής εταιρείας που ήταν συνεργάτης τής IG Farben. Η SAIC κατείχε το 25% της Allied Chemical & Dye Corporation, η οποία το 1936 υπέγραψε συμφωνία-καρτέλ με την IG Farben σχετική με την παραγωγή χρωστικών ουσιών.
Και κάπως έτσι εξελισσόταν η κατάσταση καθ' όλη την δεκαετία τού 1930, καθώς οι πολιτειακοί οικονομολόγοι και δικηγόροι (με πρώτο και καλύτερο πάντα τον Τζον Φόστερ Ντάλλες) φρόντιζαν τα συμφέροντα των πολιτειακών επιχειρήσεων με τον καλύτερο τρόπο: διοχετεύοντας κεφάλαια, εμπορεύματα, πρώτες ύλες και πατέντες κατ' ευθείαν στο Τρίτο Ράιχ.
Παρ' όλα αυτά, υπήρχαν ακόμη κάποιοι ενδοιασμοί από πλευράς πολιτειακών επιχειρηματιών. Όχι βέβαια λόγω των διώξεων που είχαν εξαπολύσει οι ναζί κατά διαφόρων μειονοτήτων (εβραίοι, τσιγγάνοι κλπ) ούτε λόγω των στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας. Η κύρια πηγή αυτών των ενδοιασμών ήταν ο πλήρης τίτλος τού ναζιστικού κόμματος: Γερμανικό Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Εργατών, καθώς στις ΗΠΑ οι λέξεις "σοσιαλισμός" και "εργάτης" (πόσο μάλλον η συνύπαρξή τους) αρκούν για να δημιουργήσουν αναφυλαξία. Μια άλλη πηγή ενδοιασμών ήταν και η διαπίστωση ότι τα Τάγματα Εφόδου (οι περίφημοι "καφεπουκαμισάδες") παρέμεναν πανίσχυρα μέσα στο κόμμα. Αν αναρωτιέστε σε τι ενοχλούσε αυτό τους πολιτειακούς, ετοιμαστείτε να ακούσετε ένα ανέκδοτο που θα σας λύσει την απορία: στις ΗΠΑ θεωρούσαν ότι τα Τάγματα Εφόδου συνιστούν την αριστερή πτέρυγα του ναζιστικού κόμματος (!).
Για να ξεπεραστούν αυτοί οι ενδοιασμοί, οι τραπεζίτες και οι βιομήχανοι των ΗΠΑ χρειάζονταν έναν καθησυχασμό από πρώτο χέρι. Χρειάζονταν μια συνάντηση με τον ίδιο τον Χίτλερ. Έτσι, η Γουώλ Στρητ ανέθεσε στον Σωσθένη Μπεν να τακτοποιήσει τις λεπτομέρειες μιας τέτοιας συνάντησης.
Στις 4 Αυγούστου 1933, η New York Times ενημέρωνε τους αναγνώστες της ότι ο Χίτλερ είχε συνάντηση με "αντιπροσώπους τής πολιτειακής οικονομίας". Η εφημερίδα σημείωνε ότι "ο καγκελλάριος Χίτλερ, ο οποίος ξεκουράζεται στο ορεινό του θέρετρο στο Σάλτσμπουργκ, δέχτηκε σήμερα τον Σωσθένη Μπεν, διευθυντή της National City Ban της Νέας Υόρκης, και τον Χένρυ Μαν (...) Δεν υπάρχουν πληροφορίες για το τι συζητήθηκε". Πληροφορίες δεν χρειάζονταν. Ο Σωσθένης Μπεν ήταν ο άνθρωπος που είχε ιδρύσει το 1920 την International Telephone and Telegraph Company, την γνωστή μας ΙΤΤ, μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου εκείνη την εποχή. Η ΙΤΤ είχε κάμποσες θυγατρικές στην Γερμανία, μερικές από τις οποίες εμπλέκονταν στην παραγωγή οπλικού υλικού. Επομένως, η ΙΤΤ χρειαζόταν έναν τραπεζίτη με καλές διασυνδέσεις, ο οποίος θα φρόντιζε τις υποθέσεις της στην Γερμανία. Δεν δυσκολεύτηκε να τον βρει. Το όνομά του ήταν Κουρτ φον Σρέντερ...
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Γουώλ Στρητ παρακολουθούσε γοητευμένη με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την άνοδο του Χίτλερ. Ήταν γοητευμένη από τους ναζί επειδή η εμφάνιση ενός ακραία εθνικιστικού μονοκομματικού κράτους στην Γερμανία υποσχόταν την απομάκρυνση του φαντάσματος του μπολσεβικισμού. Το μόνο ερώτημα που πλανιόταν ήταν αν οι επενδυτές και οι κεφαλαιούχοι θα έπρεπε να αισθάνονται ασφαλείς με τέτοιο καθεστώς. Διακυβεύονταν τα συμφέροντα τεράστιων κεφαλαίων, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν και τα κεφάλαια μερικών από τα μεγαλύτερα πολιτειακά μονοπώλια. Αρκετά από αυτά τα μονοπώλια, μάλιστα, είχαν στενή συνεργασία με την IG Farben.
Ο γερμανικός κολοσσός λειτουργούσε στις ΗΠΑ ως GAF (General Aniline and Film). Στο διοικητικό συμβούλιο της GAF συμμετείχαν μερικά από τα πιο τρανταχτά ονόματα της πολιτειακής επιχειρηματικής σκηνής. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Ουώλτερ Τηγκλ, ο πρόεδρος της πανίσχυρης πετρελαιικής εταιρείας Standard Oil. Ήταν και ο Έντσελ Φορντ, πρόεδρος της Ford Motors. Ήταν και ο Τσαρλς Μίτσελ, διευθύνων σύμβουλος της National City Bank. Ήταν και ο Πωλ Βάρμπουργκ, γόνος μιας από τις μεγαλύτερες οικογένειες τραπεζιτών των ΗΠΑ.
Η Standard Oil ήταν σίγουρα ο ισχυρότερος μεταξύ των συνεργατών τής GAF, καθώς οι δυο εταιρείες είχαν υπογράψει συμβόλαιο συνεργασίας σε θέματα έρευνας και ανάπτυξης της παραγωγής πετρελαίου. Κι αν η GAF είχε άμεση πρόσβαση στο διοικητικό συμβούλιο της BIS (μέσω του Χέρμαν Σμιτς, του διευθύνοντος συμβούλου τής IG Farben, όπως είπαμε στο προηγούμενο σημείωμα), η Standard Oil βρήκε τρόπο να αποκτήσει έμμεση αλλά ισχυρή σχέση με την "τράπεζα των ναζί": προσέλαβε ως σύμβουλο τον Ρόμπερτ Πόρτερς, τον διοικητικό διευθυντή τής BIS.
Η Standard Oil κατείχε τα δικαιώματα της πατέντας τού συνθετικού καουτσούκ αλλά τα είχε παραχωρήσει στην IG Farben. Το 1929, o Ουώλτερ Τηγκλ είχε υπογράψει σχετική συμφωνία με την IG Farben, βάσει της οποίας "η IG θα μείνει μακρυά από κάθε δουλειά σχετική με το πετρέλαιο κι εμείς θα μείνουμε μακρυά από κάθε δουλειά σχετική με τα χημικά". Αυτή η συμφωνία-καρτέλ των δυο μονοπωλίων άνοιγε τον δρόμο για την δημιουργία μιας σειράς πανίσχυρων καρτέλ. Την απαραίτητη νομοπαρασκευαστική δουλειά για να στηθούν αυτά τα καρτέλ ανέλαβε ο -γνωστός μας και μη εξαιρετέος- Τζων Φόστερ Ντάλλες.
Εκείνη την εποχή ο Ντάλλες ήταν διευθυντής τής INCO (International Nickel Company), της μεγαλύτερης μεταλλουργικής εταιρείας του κόσμου. Το 1934, η INCO υπέγραψε μια συμφωνία-καρτέλ με την IG Farben, βάσει της οποίας οι πολιτειακοί θα προμήθευαν τους γερμανούς με νικέλιο, παίρνοντας ως αντάλλαγμα τα δικαιώματα μιας καινούργιας πατέντας που βελτίωνε την διαδικασία εξαγωγής καθαρού νικελίου από το μετάλλευμα. Ο Ντάλλες αντιπροσώπευε και την SAIC (Solvay American Investment Corporation), την θυγατρική μιας βελγικής εταιρείας που ήταν συνεργάτης τής IG Farben. Η SAIC κατείχε το 25% της Allied Chemical & Dye Corporation, η οποία το 1936 υπέγραψε συμφωνία-καρτέλ με την IG Farben σχετική με την παραγωγή χρωστικών ουσιών.
Και κάπως έτσι εξελισσόταν η κατάσταση καθ' όλη την δεκαετία τού 1930, καθώς οι πολιτειακοί οικονομολόγοι και δικηγόροι (με πρώτο και καλύτερο πάντα τον Τζον Φόστερ Ντάλλες) φρόντιζαν τα συμφέροντα των πολιτειακών επιχειρήσεων με τον καλύτερο τρόπο: διοχετεύοντας κεφάλαια, εμπορεύματα, πρώτες ύλες και πατέντες κατ' ευθείαν στο Τρίτο Ράιχ.
Παρ' όλα αυτά, υπήρχαν ακόμη κάποιοι ενδοιασμοί από πλευράς πολιτειακών επιχειρηματιών. Όχι βέβαια λόγω των διώξεων που είχαν εξαπολύσει οι ναζί κατά διαφόρων μειονοτήτων (εβραίοι, τσιγγάνοι κλπ) ούτε λόγω των στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας. Η κύρια πηγή αυτών των ενδοιασμών ήταν ο πλήρης τίτλος τού ναζιστικού κόμματος: Γερμανικό Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Εργατών, καθώς στις ΗΠΑ οι λέξεις "σοσιαλισμός" και "εργάτης" (πόσο μάλλον η συνύπαρξή τους) αρκούν για να δημιουργήσουν αναφυλαξία. Μια άλλη πηγή ενδοιασμών ήταν και η διαπίστωση ότι τα Τάγματα Εφόδου (οι περίφημοι "καφεπουκαμισάδες") παρέμεναν πανίσχυρα μέσα στο κόμμα. Αν αναρωτιέστε σε τι ενοχλούσε αυτό τους πολιτειακούς, ετοιμαστείτε να ακούσετε ένα ανέκδοτο που θα σας λύσει την απορία: στις ΗΠΑ θεωρούσαν ότι τα Τάγματα Εφόδου συνιστούν την αριστερή πτέρυγα του ναζιστικού κόμματος (!).
Για να ξεπεραστούν αυτοί οι ενδοιασμοί, οι τραπεζίτες και οι βιομήχανοι των ΗΠΑ χρειάζονταν έναν καθησυχασμό από πρώτο χέρι. Χρειάζονταν μια συνάντηση με τον ίδιο τον Χίτλερ. Έτσι, η Γουώλ Στρητ ανέθεσε στον Σωσθένη Μπεν να τακτοποιήσει τις λεπτομέρειες μιας τέτοιας συνάντησης.
Στις 4 Αυγούστου 1933, η New York Times ενημέρωνε τους αναγνώστες της ότι ο Χίτλερ είχε συνάντηση με "αντιπροσώπους τής πολιτειακής οικονομίας". Η εφημερίδα σημείωνε ότι "ο καγκελλάριος Χίτλερ, ο οποίος ξεκουράζεται στο ορεινό του θέρετρο στο Σάλτσμπουργκ, δέχτηκε σήμερα τον Σωσθένη Μπεν, διευθυντή της National City Ban της Νέας Υόρκης, και τον Χένρυ Μαν (...) Δεν υπάρχουν πληροφορίες για το τι συζητήθηκε". Πληροφορίες δεν χρειάζονταν. Ο Σωσθένης Μπεν ήταν ο άνθρωπος που είχε ιδρύσει το 1920 την International Telephone and Telegraph Company, την γνωστή μας ΙΤΤ, μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου εκείνη την εποχή. Η ΙΤΤ είχε κάμποσες θυγατρικές στην Γερμανία, μερικές από τις οποίες εμπλέκονταν στην παραγωγή οπλικού υλικού. Επομένως, η ΙΤΤ χρειαζόταν έναν τραπεζίτη με καλές διασυνδέσεις, ο οποίος θα φρόντιζε τις υποθέσεις της στην Γερμανία. Δεν δυσκολεύτηκε να τον βρει. Το όνομά του ήταν Κουρτ φον Σρέντερ...
Σαν σήμερα...
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://eyrytixn.blogspot.gr/2011/11/blog-post_07.html