Πώς διδάσκεται το ΟΧΙ
Το κυριακάτικο ιστορικό ένθετο της κε του μπλοκ περιλαμβάνει σήμερα ένα κείμενο με αφορμή τη σημερινή εκδήλωση με τον ιστορικό μαργαρίτη στο αμφιθέατρο της νομικής αθηνών. Όσοι πιστοί, προσέλθετε και δεν θα χάσετε. Οι υπόλοιποι μπορούν να περιοριστούν στην ανάγνωση του κειμένου και να εξιλεωθούν το απόγευμα, κατεβαίνοντας στους δρόμους.
Η κε του μπλοκ βρέθηκε τις προάλλες στην πόλη της και είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει την εκδήλωση της σπουδάζουσας της κνε και της κοβ αει-τει, με ομιλητή τον «κύριο-καθηγητή μαργαρίτη», όπως τον προανήγγειλε η σφισσα που έκανε το άνοιγμα. Ο οποίος μπορεί να μην είναι φίρμα, σαν τον συνονόματό του λαϊκό βάρδο, που τραγούδησε στο φεστιβάλ της πάτρας, αλλά γέμισε το αμφιθέατρο της φιλοσοφικής, που τον άκουσε με τη δέουσα προσοχή και τον βομβάρδισε με ερωτήσεις στο δεύτερο μέρος της εκδήλωσης.
Εγώ πάλι μπορεί να χρωστάω από πέρσι στους σφους αναγνώστες το δεύτερο μέρος μιας άλλης εκδήλωσης –και πάλι με το μαργαρίτη- που είχε κάνει το ναρ για τα 70χρονα του εαμ –και που την έφαγε η μαρμάγκα της λήθης, όπως κι αρκετά άλλα προσχέδια αναρτήσεων- αλλά θα προσπαθήσω να επανορθώσω αναπαράγοντας εκτενή αποσπάσματα από την εισήγηση του μαργαρίτη και το δεύτερο γύρο της συζήτησης που ακολούθησε, με βάση τις πρόχειρες σημειώσεις που κράτησα.
Ο μαργαρίτης ξεκίνησε λέγοντας ότι οι αστοί ιστοριογράφοι αντιμετώπισαν από πολύ νωρίς με προβληματισμό κι αμηχανία το ζήτημα της ιστορικής αφήγησης των γεγονότων της δεκαετίας του 40’. Και πώς όχι άλλωστε, εφόσον ο λαός πρωταγωνίστησε σε αυτά τα χρόνια ερήμην ή κι εναντίον της αστικής ελίτ.
Στη συνέχεια έδωσε ένα γενικό περίγραμμα αυτών των ιστορικών γεγονότων, ξεκινώντας από τον ελληνοιταλικό πόλεμο, όπου η ελλάδα πολέμησε σα να είχε δύο διαφορετικούς στρατούς. Ο ένας στελεχωμένος με απλούς φαντάρους και επικεφαλής τους έφεδρους αξιωματικούς –θεσμός που καθιερώθηκε στο στράτευμα μετά την εκκαθάρισή του από όσους αξιωματικούς συμμετείχαν στο κίνημα του 35’- που σήκωσε το βάρος των πολεμικών επιχειρήσεων. Κι ένας δεύτερος με μια ηγεσία που είχε στρατοπεδεύσει στο ξενοδοχείο της μεγάλης βρετανίας και δεν ήξερε, δεν ήθελε και δεν ενδιαφερόταν να κερδίσει τον πόλεμο. Δεν είχε ούτε στρατηγική, ούτε στόχους, παρακολουθούσε με αμηχανία την προέλαση του στρατού και οι μόνες παρεμβάσεις της ήταν ακριβώς για να την καθυστερήσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι ο ελληνικός στρατός ξέμεινε από άρβυλα(!), τα οποία δεν απαιτούσαν κάποια ιδιαίτερη τεχνογνωσία για να παραχθούν και δεν ήταν δύσκολο να προβλέψει κανείς την ανάγκη που θα προέκυπτε.
Ο ελληνικός στρατός απέκτησε επιτέλους επιτελικό σχέδιο, μόλις το φλεβάρη του 41’ (όταν δηλ οι ιταλοί είχαν προλάβει να καλύψουν με αριθμητικές ενισχύσεις τα κενά της γραμμής τους), το οποίο προέβλεπε επίθεση στον άξονα της κλεισούρας, εκεί ακριβώς δηλαδή όπου περίμεναν το κύριο χτύπημα οι ιταλικές δυνάμεις.
Μετά τον απρίλη του 41’ και την έναρξη της επίθεσης των γερμανών, η τακτική που επέλεξε η στρατιωτική ηγεσία ήταν αυτή της «επιλεκτικής υποταγής». Τα στρατεύματα στη μακεδονία παραδίδονταν είτε αιχμάλωτα στους γερμανούς, είτε στην υπηρεσία των άγγλων –για να μην ξεχνάμε το συμμαχικό μας καθήκον. Ενώ στο μέτωπο της αλβανίας, ο στρατός παρέμεινε στη θέση του κινδεύοντας να απομονωθεί, προκειμένου να φαίνεται νίκητης. Αργότερα η ηγεσία των δυνάμεων στο αλβανικό μέτωπο στελέχωσε σε σημαντικό βαθμό και τις πρώτες κατοχικές κυβερνήσεις –κάτι που εξηγεί πολλά για την πρότερη αντιφατική τακτική στο πεδίο των μαχών
Στην ελλάδα μετά το θάνατο του μεταξά, ο βασιλιάς διόριζε τους πρωθυπουργούς, τον ένα μετά τον άλλο, με τον ίδιο περίπου τρόπο που θα το έκανε πχ ο λουδοβίκος στην γαλλία, ή ο σουλεϊμάν ο μεγαλοπρεπής στην τηλεόραση. Στη συνέχεια η βασιλική κουστωδία ακολούθησε τους άγγλους στο εξωτερικό και έκτοτε η αντίσταση στον κατακτητή γίνεται αποκλειστικά υπόθεση του λαού, ο οποίος κατάφερε να οργανωθεί και να φτιάξει σχεδόν από το τίποτα ένα στρατό και λαϊκούς κρατικούς θεσμούς. Η περιοχή της ελεύθερης ελλάδας γιγαντώθηκε μετά τη συνθηκολόγηση της ιταλίας και την αποχώρηση των στρατευμάτων της. Ακολούθησε μια δεύτερη εισβολή μες στην εισβολή κι η προσπάθεια ανακατάληψης των περιοχών που άφησαν οι ιταλοί απ’ τους γερμανούς, στα πλαίσια της οποίας έγιναν κι οι πλέον αιματηρές επιχειρήσεις –όπως το ολοκαύτωμα στα καλάβρυτα.
Οι γερμανοί τελικά έφυγαν, προς λύπη όσων είχαν πλουτίσει και φτιάξει περιουσίες κατά τη διάρκεια της κατοχής –παραπλεύρως ο μαργαρίτης ανέφερε και την τέρψη του ρούφου, για τους κατακτητές και ότι θα ερχόταν επιτέλους σε επαφή με κάποιους που καταλάβαιναν τις συμφωνίες του μπετόβεν! Ευτυχώς για αυτούς όμως ακολούθησε μια τρίτη εισβολή από την πλευρά των άγγλων, με δυνάμεις αριθμητικά υπέρτερες από αυτές με τις οποίες επιχείρησαν το 40’ οι ιταλοί την εισβολή στην ελλάδα. Και λίγο αργότερα ο δεκέμβρης, η βάρκιζα, η λευκή τρομοκρατία (καθώς έτρεμαν το λαό, ακόμα και ηττημένο) και μια νέα «σταυροφορία» με το δόγμα τρούμαν, τον ωκεανό χρημάτων και την διαφθορά (μαζί πάνε αυτά τα δύο, άλλο εάν σήμερα καταγγέλλουν με θράσος το πελατειακό κράτος εκείνοι που το εγκαθίδρυσαν) και η τρίχρονη αντίσταση του λαού με βασικούς φορείς το κκε και το δσε.
Πώς λοιπόν να θριαμβολογούν οι αστοί ιστοριογράφοι για τα γεγονότα αυτής της περιόδου;
Στη συνέχεια ο μαργαρίτης αναφέρθηκε στην πλατειά, κοινωνική αφήγηση, όπως εκφράζεται μέσα από τον «πόλεμο των μνημείων».
Το πρώτο μνημείο που στήθηκε από την πολιτεία για το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το 52’ (την χρονιά εκτέλεσης του μπελογιάννη και των συντρόφων του) ήταν στην λεωφόρο αλεξάνδρας, ένας κίονας με το άγαλμα της προμάχου αθηνάς και μια λέαινα πάνω της (σε αντιστοιχία με το ναό του απόλλωνα στη δήλο) που ήταν αφιερωμένο –όχι σε κάποιον έλληνα, αλλά- στη μνήμη των βρετανών που πολέμησαν και σκοτώθηκαν για την ανεξαρτησία της ελλάδας! Ευτυχώς που πολέμησαν οι βρετανοί για την ανεξαρτησία μας και την πλουτοκρατία, κι έχουμε σήμερα κάποιον να μας κυβερνά...!
Το δεύτερο μνημείο στήθηκε στο καλαμάκι του φαλήρου και ήταν ένα νεκροταφείο –πρόχειρο αρχικά, που στην πορεία έγινε πολυτελές κι εντυπωσιακό σύμπλεγμα- για τους 2000 βρετανούς αυστραλούς και νεοζηλανδούς που πολέμησαν και πέθαναν στην ελλάδα. Η επίσημη ελληνική ιστορία έκανε λόγο για διακόσιους βρετανούς που πέθαναν από αυτοκινητιστικά ατυχήματα! Αλλά αν πάρουμε και μόνο τις χρονολογίες θανάτου εκείνης της περιόδου των βρετανών που κείτονται στο κοιμητήριο, ο αριθμός τους φτάνει τους 450. Κι είναι μάλλον υπερβολικός για να αποδοθούν όλοι σε τροχαία.
Αν κρίνει κανείς λοιπόν απ’ τα επίσημα μνημεία, μόνο έλληνες δεν πολέμησαν κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου. Υπάρχουν μόνο οι τύμβοι των εκτελεσμένων που φρόντισαν να φτιάξουν οι συγγενείς των θυμάτων και οι επιζήσαντες από τα ολοκαυτώματα. Ουδέποτε χτίστηκε όμως ένα κεντρικό μνημείο για το μεγαλύτερο γεγονός της νεοελληνικής ιστορίας. Είχαν αποφασίσει ότι η αντίσταση και ο δοσιλογισμός τους έπρεπε να ξεχαστούν. Πολύ αργότερα μόνο χτίστηκε ένα μνημείο έξω από το βασανιστήριο της γκεσταπό. Ενώ το 1964, στον εορτασμό της επετείου της ανατίναξης της γέφυρας του γοργοποτάμου, εξερράγησαν νάρκες –που είχαν τοποθετηθεί πιθανότατα από παρακρατικές ομάδες.
Κατά συνέπεια ήταν αδιανόητο να γίνει η παραμικρή σχετική αναφορά στα επίσημα σχολικά βιβλία εξαιτίας του νομικού πλαισίου. Με το νόμο περί «αναμόχλευσης των παθών», το νόμο 509 που έθετε εκτός νόμου το κκε και τις παραφυάδες του και το νόμο περί κατασκοπίας, δεν ήταν δυνατή οποιαδήποτε αναφορά στο κκε, το δσε, το εαμ, πόσο μάλλον στην οπλα. Υπήρχε ένα τεράστιο κενό, μια μαύρη τρύπα στο κεφάλαιο του πολέμου και της αντίστασης εναντίον του φασισμού, με μερικές αποσπασματικές αναφορές, πχ στο περίφημο «όχι» του μεταξά, που ήταν απλώς η καλλιτεχνική μεταφορά της πραγματικής του φράσης στα γαλλικά: allor c’ est la guerre, ώστε λοιπόν έχουμε πόλεμο, και η επίσημη προπαγάνδα θέλησε να το παρουσιάσει ως κάτι αντίστοιχο με το no pasaran που είπαν οι ισπανοί δημοκράτες στο φράνκο -ενώ ο μεταξάς προχώρησε μόνο σε ένα λογικό συμπέρασμα.
Οι σκόρπιες αναφορές της επίσημης ιστορίας συνεχίζονταν με τη βέμπω και τον αξιωματικό δαβάκη, για τον οποίο... «ας το αφήσουμε καλύτερα, από σεβασμό» είπε ο μαργαρίτης. Αλλά τον τσίγκλισε τελικά το κοινό που είχε μείνει με την όρεξη, κι έτσι μας είπε ότι ο δαβάκης στην πραγματικότητα τραυματίστηκε, ενώ προσπαθούσε να χωρίσει δυο στρατιώτες του από έναν καβγά και σκοτώθηκε αργότερα, το 1942 (αν σημείωσα καλά, πάνω σε ένα εγγλέζικο πλοίο). Κι ότι ο μοναδικός αξιωματικός που σκοτώθκε στον πόλεμο της πίνδου, ήταν ένας αξιωματικός εβραϊκής καταγωγής.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στην περίπτωση του κατσιμήτρου, διοικητή της μεραρχίας της ηπείρου, που κατέλαβε καίριες θέσεις στις πρώτες κατοχικές κυβερνήσεις, κι ως υπουργός γεωργίας είχε αναλάβει τη συγκέντρωση των αγροτικών προϊόντων, η οποία εξελίχθηκε σε καταλήστευσή τους κι οδήγησε στο λιμό της αθήνας τον χειμώνα του 41-42. Ο κατσιμήτρος καταδικάστηκε μετά τον πόλεμο σε 5,5 χρόνια ειρκτή κι αποτάχθηκε από το στράτευμα, αλλά αποκαταστάθηκε το 49’, αποφυλακίστηκε και του επιστράφηκαν τα παράσημά του.
Αυτός ο κατσιμήτρος ήταν συγγραφέας του βιβλίου η ήπειρος προμαχούσα, που έγινε μόλις το δεύτερο βιβλίο με προσωπικές θέσεις και απόψεις, που εκδόθηκε από την διεύθυνση ιστορίας στρατού (το πρώτο ήταν ένα βιβλίο του ρόμελ, του ναζί στρατηγού του τρίτου ράιχ) και τώρα διδάσκεται στην ευελπίδων ως η επίσημη εκδοχή του ελληνικού κράτους για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο στην αλβανία. Τα σταγονίδια που υπάρχουν λοιπόν ακόμα στη σχολή ευελπίδων, δεν προέκυψαν τυχαία, αλλά εκπαιδεύτηκαν να είναι τέτοια. Κι αυτόν τον κατσιμήτρο τον υπέδειξε ο έγκυρος αρθρογράφος της καθημερινής της εποχής μαλούχος, ως το λεωνίδα της σύγχρονης ελλάδας. Τέτοιους ήρωες είχε κι έχει ο αστικός κόσμος. O tempora, o mores.
Παρεμπιπτόντως ο μαργαρίτης έκανε μια παρέκβαση από το θέμα του για να επισημάνει την υποκριτική έκρηξη του αστικού τύπου για την χρυσή αυγή, εφόσον οι ιστορικοί του είναι αυτοί που καλλιέργησαν επί χρόνια το θαυμασμό για τους δοσίλογους και έβαλαν τα θεμέλια για μια «παιδεία» που όπως φαίνεται, δεν πήγε χαμένη εν καιρώ κρίσης.
Αυτά ήταν λοιπόν τα βασικά χαρακτηριστικά της επίσημης ιστορίας μέχρι το 74’, που μιλούσε για συμμοριτοπόλεμο, τρεις γύρους και διάφορες εύηχες λέξεις με πρώτο συνθετικό το σλαβο-. Ο πρώτος γύρος της «ανομολόγητης συνωμοσίας των κομμουνιστών» ήταν το αντάρτικο στα βουνά με τον ελας, ο δεύτερος γύρος τα δεκεμβριανά και ο τρίτος ο εμφύλιος. Ενώ σε κάθε ευκαιρία, σε κάθε μικροταραχή, εφημερίδες σαν την ελεύθερη ώρα, μιλούσαν για αναμόχλευση των παθών και έκρουαν καμπανάκι κινδύνου για τον τέταρτο γύρο που είναι προ των θυρών.
Μετά το 74’, την κατάργηση του 509 και τη νόμιμη παρουσία του κκε στην πολιτική ζωή της χώρας, ο αντικομμουνισμός τίθεται πλέον σε νέες βάσεις, γίνεται πιο εκλεπτυσμένος και πιο «επιστημονικός». Αλλά αυτά θα τα δούμε στο δεύτερο μέρος...
Προβοκάτσια από Μπρεζνιεφικό απολίθωμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου