11 Αυγ 2012

Το όνειρο της Βέρας


Το όνειρο της Βέρας
Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Ο Αντώνης Ζάρας ήταν απ' τους πρώτους που έδωσαν το «παρών» και στο δεύτερο αντάρτικο, στο Δημοκρατικό Στρατό. Στο Αρχηγείο Αγράφων, στην αρχή, και, αργότερα, στο κλιμάκιο της Νότιας Ελλάδας, επικεφαλής ανεξάρτητου λόχου του ΔΣΕ, σκορπούσε τον τρόμο και τον πανικό στις γραμμές των «Μπουραντάδων», των υποτακτικών της υπερδύναμης των ΗΠΑ, που ανέλαβε, μετά τους Αγγλους, να κάνει κουμάντο και να ...αποκαταστήσει την τάξη στην Ελλάδα.
Μετά το σοβαρό τραυματισμό του, σε μια πολυήμερη μάχη, στα Πατώματα του Γράμμου, η Διοίκηση της Μεραρχίας τον όρισε επίτροπο, επικεφαλής ενός «Κινητού Νοσοκομείου» για τραυματίες, μαχητές και μαχήτριες, του ΔΣΕ, στο χώρο της Κεντρικής Ελλάδας. Νοσοκομείο, τρόπος του λέγειν, βέβαια, αφού για κρεβάτια διέθετε ...μπάτσες από τα έλατα και παχιά στρωματσάδα φτέρες από πάνω. Εξοπλισμός και μέσα θεραπείας για τους νοσηλευόμενους ήταν η ίδια η φύση και η θέλησή τους να ζήσουν, για να μπορέσουν να συνεχίσουν το δύσκολο, αλλά ωραίον αγώνα τους, στον οποίο είχαν τάξει όλοι τους, εθελοντικά, ολόκληρη τη ζωή τους.
Ενοπλη φρουρά, για την περιφρούρηση του Νοσοκομείου, ο Ζάρας ζήτησε και του έδωσαν την ομάδα της Βέρας, που την αποτελούσαν οχτώ μαχήτριες, με ένα οπλοπολυβόλο, δυο αυτόματα και μερικά ατομικά ντουφέκια.
Τη νύχτα εκείνη, σκοπός, σ' ένα διασελάκι, αρκετά μακριά απ' τον καταυλισμό τους, ήταν η ίδια η Βέρα, η επικεφαλής της ομάδας περιφρούρησης. Αφησε τις άλλες μαχήτριες να κοιμηθούν, για να είναι ξεκούραστες την άλλη μέρα, που θα άρχιζε για το Κινητό Νοσοκομείο μια μακρινή και δύσκολη πορεία.
Η Βέρα, ένα κορίτσι όμορφο σαν τα κρύα νερά και πάντα γελαστό και πρόσχαρο, παρά τις κακουχίες και τις αντιξοότητες του αγώνα, ήταν ένα πραγματικό παλικάρι. Πάντα πρώτη στη μάχη και σε όποια άλλη δύσκολη και επικίνδυνη αποστολή. Κάποτε, την είχαν κυκλώσει οι άλλοι, ολομόναχη, και, αντί να την αιχμαλωτίσουν, έπιασε εκείνη αιχμάλωτο έναν δικό τους. Εκανε τη σκοτωμένη, πεσμένη μπρούμυτα, ανάμεσα σε κάτι θάμνους, και, καθώς ο «Μπουραντάς» την πλησίασε αμέριμνος, με το όπλο του κρεμασμένο στον ώμο, γυρίζει απότομα ανάσκελα και του κολλάει την μπούκα του αυτόματου στην κοιλιά, κάνοντάς του νόημα να μη βγάλει άχνα. Τον έβαλε μπροστά, με τα χέρια ψηλά, και τον οδήγησε, χωρίς καμιά δυσκολία, στην έδρα του λόχου της, όπου και τον παρέδωσε.
Τον λοχαγό της, τον Αντώνη Ζάρα, και παλιότερα, στο Τάγμα, και τώρα, στο Κινητό Νοσοκομείο, έδειχνε να τον κρατάει πάντα σε κάποια απόσταση. Ηταν η μόνη στην ομάδα, που του μιλούσε στον πληθυντικό, αν και ο καπετάνιος δεν της έδωσε ποτέ αφορμή να σκεφτεί κάτι, πέρα από τη σχέση και την ιδιότητα του συμπολεμιστή.
Είναι αλήθεια ότι κι εκείνος ένιωθε μέσα του μιαν ιδιαίτερη χαρά, κάθε φορά που θα βρισκόταν κοντά της, όμως, πέρα από τα υπηρεσιακά τους, δεν της είπε ποτέ μια κουβέντα «παραπανίσια». Μονάχα στα όνειρά του, όταν είχε την ευκαιρία, ανάμεσα στις μάχες και τις ατέλειωτες πορείες, να τον «κλέψει» λίγο ο ύπνος, την έβλεπε πάντα μπροστά του, να τον κοιτάζει επίμονα μ' εκείνες τις μεγάλες γαλαζοπράσινες «θάλασσές» της, σα να ήθελε κάτι να του πει.
Εκείνη τη νύχτα, πήγε ο ίδιος να της κάνει για λίγο παρέα, εκεί στη σκοπιά της, και να γυρίσουν ύστερα μαζί στον καταυλισμό, να ετοιμαστούν για τη μετακίνηση του Νοσοκομείου.
Τον είδε από μακριά, μέσα στο φεγγαρόφωτο, να πλησιάζει προς το μέρος της, και πήγε κι αυτή κοντά του. «Πάμε να φύγουμε, Αντώνη», του είπε κάπως ανήσυχη, χρησιμοποιώντας, πρώτη φορά, το μικρό του όνομα. «Εχω μια κακή προαίσθηση. Οταν βλέπω στον ύπνο μου λυσσασμένο σκυλί, πάντα κάτι κακό θα μου συμβεί. Και απόψε στον ύπνο μου, πριν αλλάξω τη βάρδια, είδα ένα λυσσασμένο σκυλί. Εναν φασίστα "Μπουραντά", να με τραβάει απ' τα μαλλιά και να μου κόβει με το μαχαίρι του τη μια πλεξούδα μου, να την πάρει, λέει μαζί του, για ενθύμιο».
Την κράτησε απ' το χέρι, να περάσουν μια νεροσυρμή, και προχώρησαν με προφυλάξεις προς τον καταυλισμό. Καθώς περπατούσαν, ένιωθαν κι οι δυο μιαν αλλιώτικη ζεστασιά, ένα γλυκό κάψιμο εκεί ανάμεσα στις ενωμένες παλάμες τους.
Για μια στιγμή, σταμάτησαν, και έμειναν ακίνητοι. Μια πέτρα κατρακύλησε στη σάρα, στην απέναντι πλαγιά, κι αυτό τους έβαλε σε υποψίες. Εστησαν αυτί, αλλά για κάμποση ώρα δεν ξανακούστηκε τίποτα. «Κανένα αγρίμι θα ήταν», είπε ο καπετάνιος, προσπαθώντας να την καθησυχάσει. Την πήρε ξανά απ' το χέρι, και συνέχισαν το δρόμο τους. Είχε αρχίσει να ξημερώνει, και, ξαφνικά, μπροστά τους, δίπλα στο μονοπάτι που ανηφόριζε προς το λημέρι τους, είδαν, σε διάταξη «χτενίσματος», είκοσι, τριάντα κρανοφόρους του κυβερνητικού στρατού, να τους πλησιάζουν, με τα όπλα «ανά χείρας».
Αδειασαν κι οι δυο μαζί τα αυτόματά τους προς την κατεύθυνση του αποσπάσματος, και, σε απόσταση ο ένας απ' τον άλλο, προσπάθησαν με άλματα να τους ξεφύγουν, μέσα από καταιγιστικά πυρά. Ο Ζάρας είδε σε κάποια στιγμή ότι η Βέρα καθυστερούσε και κατάλαβε ότι την είχαν χτυπήσει. Μια ριπή την πέτυχε, στο ύψος της ωμοπλάτης και την καθήλωσε στο έδαφος.
Αψηφώντας τον κίνδυνο να χτυπηθεί κι ο ίδιος, γύρισε αμέσως και βρέθηκε κοντά της. Πέρασε το αυτόματο χιαστί στον ώμο του, αν και του ήταν πια άχρηστο, αφού οι σφαίρες του είχαν τελειώσει, την πήρε με τα δυο χέρια στην αγκαλιά του, και κατάφερε να τη βγάλει απ' τον κλοιό που είχαν σχηματίσει οι άλλοι γύρω τους. Την ακούμπησε απαλά πάνω σ' ένα παχύ στρώμα από φτέρες, και προσπαθούσε να ιδεί πόσο βαριά ήταν χτυπημένη.
«Θα πεθάνω, Αντώνη...», του ψιθύρισε κοντανασαίνοντας. «Φύγε. Να γλιτώσεις, τουλάχιστον, εσύ... Θέλω μόνο να σου ζητήσω μια χάρη...», είπε, κοιτάζοντάς τον επίμονα, με τα μεγάλα μάτια της. Δίστασε για λίγο, αλλά η βεβαιότητα πως ζούσε πια τις τελευταίες της στιγμές, της έδωσε το κουράγιο. «Σ' αγαπώ, Αντώνη», είπε με θέρμη. «Από τότε που πρωτογνωριστήκαμε. Θέλω να με φιλήσεις, πριν χωριστούμε για πάντα... Είμαι είκοσι χρονών, και δε με φίλησε ακόμα άντρας...».
Χάιδεψε και με τα δυο του χέρια τα μαλλιά της, και ακούμπησε απαλά το στόμα του στο δικό της. «Κι εγώ σ' αγαπώ, Βέρα», της είπε, και ένας κόμπος τον έπνιγε στο λαιμό. «Δε θα πεθάνεις. Ούτε θα χωριστούμε. Θα τους ξεφύγουμε. Θα είμαστε πάντα μαζί. Κι όταν τελειώσει ο πόλεμος, θα γίνουμε ζευγάρι».
Την πήρε ξανά στην αγκαλιά του, και προχώρησε μέσα στο πυκνό δάσος. Δεν πέρασε πολλή ώρα, και ένιωσε το κορμί της να κρέμεται άψυχο απ' τα χέρια του. Την ακούμπησε πάλι κάτω, στη ρίζα ενός πεύκου, πάνω σ' ένα στρώμα από ξερές πευκοβελόνες. Εμεινε για λίγο να κοιτάζει αμίλητος το γαλήνιο πρόσωπό της, που είχε πάρει μιαν έκφραση ευτυχίας. Υστερα, της έκλεισε τα μάτια, περνώντας απαλά τα δάχτυλά του πάνω απ' τα γυριστά ματόκλαδά της.
Οι άλλοι, υπολογίζοντας την πορεία του, βρέθηκαν ξανά κοντά του και έκλεισαν γύρω του τον κλοιό.
Είχε στο περίστροφό του μια σφαίρα, την τελευταία, και μια χειροβομβίδα κρεμασμένη απ' τη ζώνη του. Κρατώντας με το ένα χέρι τη Βέρα στην αγκαλιά του, έπιασε με το άλλο τη χειροβομβίδα, την απασφάλισε, τραβώντας με τα δόντια του την περόνη, και την πέταξε με δύναμη μπροστά, εκεί στη ρίζα του βράχου, που έκλεινε ο κλοιός.
Ορμησε, με όσες δυνάμεις του απόμειναν, στο πέρασμα που άνοιξε η χειροβομβίδα του, προσπαθώντας πάλι να τους ξεφύγει. Μια ριπή τον πέτυχε και στα δυο του πόδια, και έπεσε αιμόφυρτος στη ρίζα ενός δέντρου. Τον κύκλωσαν ξανά, κλείνοντας πάλι γύρω του τον κλοιό, εκεί στη βάση του κρεμαστού βράχου, που κατέβαινε, μαχαίρι, πάνω απ' το κεφάλι του.
«Παραδώσου, Βούλγαρε! Δε σε γλιτώνει τίποτα τώρα. Θα σου πιω το αίμα!», ούρλιαζε, στριγκλίζοντας, ένας απ' τους διώκτες του. Ο διοικητής του αποσπάσματος, έφεδρος λοχαγός, δάσκαλος στο επάγγελμα, κρατώντας με το ένα χέρι το πιστόλι του, τον έσπρωξε πέρα με το άλλο. «Κάτσε στην άκρη εσύ, Δημαράκο!», τον αποπήρε, με ύφος που δε σήκωνε αντίρρηση.
«Παραδώσου, Καπετάνιε», φώναξε ύστερα κι εκείνος, με φωνή ήρεμη, σχεδόν φιλική. «Δε θα σε πειράξει κανένας. Σου το υπόσχομαι. Είμαι ο λοχαγός Καραθάνος, ο επικεφαλής».
Τον πλησίασαν, χωρίς πολλές προφυλάξεις, ξέροντας πως ήταν πια άοπλος. Εκείνος, κρατώντας πάντα τη Βέρα στην αγκαλιά του, τράβηξε αστραπιαία το περίστροφό του, το γύρισε στον κρόταφο, και, πριν προλάβουν οι άλλοι να πέσουν απάνω του, πάτησε τη σκανδάλη.
Ο λοχίας Δημαράκος τους πλησίασε πρώτος, έτοιμος με ένα μαχαίρι να κόψει το κεφάλι του καπετάνιου, να το παραδώσει αυτός στη διοίκηση, για να πάρει και τα λεφτά της επικήρυξης.
«Τσακίσου! Χάσου από μπροστά μου!», ούρλιαξε άγρια ο λοχαγός, σημαδεύοντάς τον κατευθείαν στο κούτελο με το πιστόλι του. Υστερα, με πρόσωπο άσπρο σαν το χαρτί, πλησίασε αμίλητος τα δυο σκοτωμένα παιδιά. Εβγαλε το κράνος του, το ακούμπησε στο χώμα, και στάθηκε μπροστά τους σε στάση προσοχής, χαμηλώνοντας ελαφρά το κεφάλι του. Θυμήθηκε, απ' τα βιβλία του, της Ιστορίας, τη μάχη στο Μανιάκι, και τη στάση του τρομερού Ιμπραήμ, μπροστά στο νεκρό Παπαφλέσσα. Θα ήθελε πολύ κι αυτός, εκείνη την ώρα, να σκύψει και να φιλήσει στο μέτωπο ετούτα τα δυο παλικάρια, αλλά ήξερε πως θα είχε σοβαρές συνέπειες. Θα τον «τύλιγαν» οι δικοί του σε μια κόλλα χαρτί, με την κατηγορία ότι «επέδειξεν ανεπίτρεπτον συμπάθειαν προς τους συμμορίτας».
«Κρίμα...», ψιθύρισε μονάχα, μέσα απ' τα σφιγμένα χείλη του. «Κρίμα... Τέτοια παλικάρια...».
Εδωσε διαταγή να φτιάξουν, με ξύλα και κουβέρτες, δυο πρόχειρα φορεία, και τους μετέφεραν στην έδρα του Τάγματος, σ' ένα παλιό χάνι, κοντά στη δημοσιά Καλαμπάκα - Γιάννενα.
(Από την ανέκδοτη συλλογή «Πληγές του Εμφύλιου»)

Του
Βασίλη ΦΥΤΣΙΛΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ