11 Αυγ 2012

Ο Κοκκίνης


Ο Κοκκίνης
Γρηγοριάδης Κώστας
To χαγιάτι με τις αμμόπλακες κι η αυλή. Στη ρίζα της πέρα ελιάς μια μαυριδερή γελάδα, πεινασμένη, μουγκανίζει κι όλο κοιτάει την πόρτα. Τα παιδιά λείπουν στο σχολείο. Τι σχολείο; Τοίχο τοίχο όσο να πάνε και μετά τρεχάλα μόλις ακουστεί ντουφέκι ή μόλις δώσουνε το σύνθημα από το δρόμο «μπλόκος», «μπλόκος», για να προφτάσουνε να φύγουν δάσκαλος και μαθητές μην τους βρει όλους μαζί το κακό.
Τρίτη χρονιά της Κατοχής. Η κυρά - Μυρσίνη σκουπίζει την αυλή με την αφάνα.
-- Πώς μας έκαναν έτσι οι δολοφόνοι, πώς μας κατάντησαν, μουρμουρίζει.
Ο άντρας μέσα στο σπίτι, χτυπημένος παντού, με πυρετό από μέρες στο στρώμα, δε λέει να συνέλθει. Με την έγνοια του η κυρά - Μυρσίνη παρατάει τη σκούπα και μπαίνει μέσα στο σπίτι. Ακροπατώντας πλησιάζει το κρεβάτι του άρρωστου και στήνει το αυτί ν' ακούσει την αναπνοή του. Σαν καλύτερος τής φαίνεται σήμερα, απύρετος. Σκουπίζει με την πετσέτα το ιδρωμένο του πρόσωπο.
-- Θέλεις νερό, τον ρωτάει. Και ξανά.
-- Θέλεις νερό; Ετσι, για να τον δει να συνέρχεται, έστω για λίγο, να παρηγορηθεί.
-- Ναι, απαντάει εκείνος βυθισμένος.
Του φέρνει νερό, τον βοηθάει να πιει κι έπειτα ξαναβγαίνει στην αυλή.
Από κει, όλα μπορεί να τα βλέπει, το δρόμο, το σχολείο με τα παιδιά μέσα, τον άρρωστο στο σπίτι.
Το μυαλό της, ωστόσο, δουλεύει. Γυρίζει πίσω μια - δυο βδομάδες και στέκεται στη μέρα που πήραν το άλογό τους, τον Κοκκίνη, οι Γερμανοί στην τελευταία επίταξη. Ψάχνει να βρει τι έγινε, τι έφταιξε κι έπεσε από τότε ο άντρας της στο στρώμα, εκείνος που έστεκε μπροστά της σαν το κυπαρίσσι μια ζωή, που δεν είχε παραπονεθεί ούτε για το κεφάλι του ποτέ.
...Από τον Κοκκίνη είναι σίγουρα η αρρώστια του, σκέφτεται. Δεν είναι μονάχα που τον έριξαν κάτω και τον χτυπούσαν, το πείσμα του είναι πιο πολύ. Τον έβλεπαν να καβαλάει πάνω στη ράχη του χωρίς να σκύβει το κεφάλι και του το φύλαξαν... Μη, του έλεγα. Μη σε βλέπουν πάνω του, χριστιανέ μου, γείρε πιο πολύ, κάνε τον κακόμοιρο, έτσι μονάχα θα γλιτώσεις. Πού ν' ακούσει; Ας βγάλουνε διαταγή και γι' αυτό, έλεγε και τα χείλη του στένευαν από το πείσμα... Πάλι καλά, είχανε τύχη οι δυο τους. Πόσες φορές δεν τους ξεφύγανε σαν τον άνεμο μέσα από τα μπλόκα και τα αντίποινα... Επρεπε να τον έπαιρνε μαζί του τον Κοκκίνη ο καπετάν - Γιάννης την τελευταία φορά που είχε κατεβεί με τους αντάρτες του στο χωριό. Κι εκείνος ο δικός μου σα να το 'ξερε, σα να το 'χε σκεφτεί αυτό από καιρό, τον παρακάλαγε.
-- Πάρ' τον, καπετάνιο, του έλεγε. Αν μου τον πάρουνε αυτοί, δε θα το αντέξω.
-- Κράτα το εσύ, του είχε πει ο καπετάν - Γιάννης. Είναι ωραίο άλογο, περήφανο. Κι έχει τρίχα καλή, κόκκινη.
Κι όταν τον ζόρισε ακόμα πιο πολύ, «πάρτο» και «πάρτο» και προ παντός όταν τον άκουσε να λέει: «Κάνε το για μένα, καπετάνιο, μια και δεν μπορούμε εμείς ν' ανέβουμε μαζί σας εκεί πάνω», τότε ο καπετάνιος γέλασε.
-- Μα δε βλέπεις, του είπε. Τούτο το άτι δεν κάνει για τα βουνά που τραβάμε. Κράτα το εσύ. Θα σου χρειαστεί στα χωράφια. Γιατί σε λίγο θα 'χουμε άλλες δουλιές να κάνουμε, να οργώνουμε και να σπέρνουμε... Οσο για το άλλο, βάλτε το καλά στο μυαλό σας. Κι εδώ και στο βουνό και παντού μπορεί να γίνει καλή δουλιά, φτάνει να δουλέψουν όλοι στον Αγώνα.
Τα μάτια της κυρά - Μυρσίνης γεμίζουν δάκρυα. Κατεβάζει ως τα μάτια τη μαντίλα, βάζει δυο κούκλες καλαμπόκια στην ποδιά και πάει και κάθεται σε μια γωνιά, στο πεζούλι, για να τα σκεφτεί όλα τούτα πάλι από την αρχή.
...Δεν ήτανε συνηθισμένος μπλόκος εκείνος τότε, ήταν κάτι άλλο. Ξαφνικός, δεν τον περίμενε κανείς. Αντρας από το χωριό δεν μπόρεσε να τους ξεφύγει ούτε ένας. Τους μάζεψαν στην πλατεία όλους, όλο το χωριό κι έστησαν τα πολυβόλα απέναντι. Ζητούσαν χαρτιά «παπίε», «παπίε» έλεγαν. Οποιος δεν είχε, τον χτυπούσαν στο πρόσωπο, στο κεφάλι. Μετά τους έστειλαν να φέρουν τα ζώα, άλογα και μουλάρια, αυτά ήθελαν περισσότερο, και πρώτα από όλα τον Κοκκίνη μας. Ζήτησαν και τον άντρα μου το επίθετο, πού το ήξεραν;
-- Νικολαΐδης, φώναξε ο διερμηνέας κι αυτός απάντησε «παρών», τι άλλο μπορούσε να κάνει;
-- Το άλογο, του είπαν. Ράους.
Εμάς μας βάλανε κάτω από τα ντουφέκια, εμένανε και τα παιδιά, κι εκείνον τον σπρώχνανε να πάει να φέρει τον Κοκκίνη. «Γρήγορα, Ράους, φώναζαν κι άφριζαν, αλλιώς, μπαμ, μπαμ, όλοι καπούτ».
Πήγε ως το Μετόχι, τις ελιές, στο μοναστήρι της Αγια - Παρασκευής, που είχαμε δεμένον τον Κοκκίνη. Πήγε και τον έφερε. Μια δρασκελιά ήταν πιο πέρα το βουνό και οι Γερμανοί δεν κόταγαν να πάνε πάνω από το Ρέμα, γιατί πιο κει ήταν οι αντάρτες, έλα όμως που εμάς μας είχαν στην πλατεία;
Πέταξε σαν το πουλί και ήρθε πάνω στη ράχη του Κοκκίνη στητός και σοβαρός, με μια αυστηρότητα στο πρόσωπο που πρώτη φορά την έβλεπα. Αποφασισμένος, λες και πήγαινε για κρέμασμα. Ετσι που τον είδα να 'ρχεται, σταυροκοπήθηκα.
-- Λυπήσου τον, είπα, Παναγιά μου.
Οι άλλοι γύρω, στην πλατεία, παγώσανε.
-- Τώρα θα του ρίξουν, λέγανε όλοι.
Τους στράβωσε ο Θεός και η βιάση τους. Μα δεν τους άρεσε καθόλου αυτό, να 'ρθεί καβάλα πάνω στο άλογο, γι' αυτό έπεσαν πάνω του σα λυσσασμένοι και τον κατέβασαν με τα κοντάκια κάτω από τον Κοκκίνη. Τον χτύπησαν παντού. Κι εκείνος να σφίγγει τα δόντια και να μη μιλάει, ούτε κιχ, ώσπου λιποθύμησε στα χέρια μου.
Και τέτοια αγάπη να 'χει γι' αυτό το ζωντανό! Τις πρώτες μέρες, που μπόραγε να σηκωθεί, έβγαινε από την πόρτα, κοίταζε την ελιά όπου έδενε τον Κοκκίνη, βούρκωνε κι έμπαινε μέσα μην τύχει και τον δω έτσι. Εμπαινε μέσα και χτυπιόταν. Τόση αγάπη.
...Με όλες αυτές τις σκέψεις, η κυρά - Μυρσίνη αφαιρέθηκε, ξεχάστηκε, κι όταν συνήλθε ένιωσε ένα κενό, μια σιωπή τριγύρω, την ησυχία να την κυκλώνει, σα να 'χαν βρει όλα τον παλιό τους ρυθμό, εκείνον που είχαν πριν από τον πόλεμο. Πεθύμησε τότε να πέρναγε η ώρα σαν αστραπή, να 'ρχονταν τα παιδιά από το σχολείο, να τα είχε γύρω της, κοντά της, όσο ν' απλώσει το χέρι. Και πρώτα - πρώτα να γινόταν καλά, σήμερα κι όλα ο Νίκος, ο άντρας της. Σαν όνειρο να τέλειωνε πια αυτό το κακό που είχε βρει τον κόσμο, η Κατοχή. Να 'βλεπε ένα σημάδι σίγουρο, θεϊκό, πως όλα θα πάνε καλά...
Εστησε το αυτί και πάλι. Κάτι σα ν' άκουσε, σα βήματα που έρχονταν μέσα από το σπίτι κι έπειτα τη φωνή του άρρωστου που την καλούσε.
-- Μυρσίνη, Μυρσίνη.
Τον πρόφτασε στο κατώφλι.
-- Τι έγινε, τι θέλεις; Είσαι καλά; τον ρώτησε. Εδώ, εδώ κάθισε.
Δεν ήθελε να καθίσει, παρά κρατήθηκε από την πόρτα.
-- Φέρε τα ρούχα μου, είπε.
Η κυρά - Μυρσίνη τον κοίταξε με απορία.
-- Πάω. Καθώς έμπαινε μέσα, κοντοστάθηκε. Τον κοίταξε ξανά. Πόσο είχε κόψει, αλήθεια, πόσο είχε χλομιάσει. Τον είδε να κοιτάει πάλι την ελιά.
-- Μην αρχίσεις τα ίδια, Νίκο, για τον Κοκκίνη, παρακάλεσε.
-- Οχι, όχι, έκανε εκείνος. Το πήρα απόφαση πια. Τέλειωσε. Φέρε μου τα ρούχα. Τον έβαλε μέσα και τον έντυσε όπως ντύνουν ένα μωρό παιδί, αδύνατο.
Επειτα ακούστηκε το κουδούνι του σχολείου και μετά φωνές. Η κυρά - Μυρσίνη πετάχτηκε έξω αλαφιασμένη. Από πίσω ακολούθησε ο άντρας ως το κατώφλι. Στο δρόμο μακριά φάνηκαν τα παιδιά του σχολείου που σκορπούσαν στα σπίτια μπουλούκια - μπουλούκια. Και κάτι φώναζαν κουνώντας τα χέρια, ενώ ο κόσμος κατευθυνόταν στην πλατεία.
-- Ερχονται. Ηρθαν...
Φάνηκαν και τα δικά τους, ένα κορίτσι και δυο αγόρια μικρότερα. Μπήκαν στην αυλή κουνώντας τις σχολικές τους σάκες, φωνάζοντας κι αυτά.
-- Ερχονται, έρχονται.
-- Ποιοι; ρώτησαν οι δυο τους, έτοιμοι να τα βάλουν μέσα στο σπίτι και ν' αμπαρώσουνε τις πόρτες.
-- Ο καπετάνιος με τα παλικάρια.
-- Ο καπετάν - Γιάννης;
-- Ναι, στην πλατεία.
Πήγαν κι εκείνοι, ο άντρας σέρνοντας σχεδόν τα πόδια, χλομός, και η κυρά - Μυρσίνη κρατώντας τον από τη μασχάλη.
Στην πλατεία ξεκουραζόταν η διμοιρία. Στο πιο ψηλό χτίριο, του Μικέ, ένα παλικάρι αρματωμένο κιαλάριζε το δρόμο. Ο καπετάν - Γιάννης πάνω σ' ένα κόκκινο άλογο μιλούσε στον κόσμο.
-- Είμαστε βιαστικοί, έλεγε. Δε θα μείνουμε πολύ, θα πιούμε νερό και θα φύγουμε. Η Αλληλεγγύη ό,τι έχει να κάνει να το κάνει γρήγορα. Και μη φοβάστε, ούτε να τους προκαλείτε. Εμείς, το ξέρετε, τα βλέπουμε όλα από το βουνό και είμαστε έτοιμοι. Μη φοβάστε, σύντομα θα τελειώσει ο πόλεμος κι έχουμε πολλή δουλιά μπροστά μας, να χτίσουμε την πατρίδα που ρήμαξε.
Ολοι κοίταζαν μια τον καπετάνιο και μια το άτι που καβαλούσε.
-- Ο Κοκκίνης, έλεγαν, ο Κοκκίνης, και θαύμαζαν.
Οταν τέλειωσε ο καπετάνιος, η κυρά - Μυρσίνη με τον άντρα της προχώρησαν μπροστά. Χαιρέτισαν. Το ζώο τέντωσε τ' αυτιά και χλιμίντρισε αναγνωρίζοντας τ' αφεντικό του.
-- Εϊ, Κοκκίνη, του φώναξε εκείνος. Ετρεξε και αγκάλιασε το λαιμό του αλόγου. Επειτα γύρισε στον καπετάνιο.
-- Χαλάλι σου καπετάνιο, του είπε. Και στην Αθήνα στη ράχη του απάνω.
-- Φχαριστώ συναγωνιστή, θα γίνει κι αυτό, απάντησε εκείνος. Τους ριχτήκαμε στην Ελευσίνα και τον πήραμε πίσω. Μα, λοιπόν, έγινε η επιθυμία σου. Τώρα και να στον αφήσω θα στον πάρουν.
-- Χαλάλι, χαλάλι, φώναξαν όλοι γύρω. Εφεραν νερό στον Κοκκίνη, τον τάισαν κριθάρι. Τον καμάρωναν όλοι. Οταν ξεκουράστηκε η διμοιρία κίνησε να φύγει.
-- Οταν τελειώσει ο πόλεμος, θα σου τον φέρουμε πίσω, είπε ο καπετάν - Γιάννης κι έδωσε το σύνθημα της αναχώρησης.
Εμειναν οι δυο τους τελευταίοι στην πλατεία να βλέπουν τον Κοκκίνη με τον καπετάνιο και τα παλικάρια να παίρνουν τον ανήφορο για το βουνό.
Το μεσημέρι, όταν μαζεύτηκαν όλοι τριγύρω στο τραπέζι, η κυρά - Μυρσίνη θυμήθηκε την προσευχή που είχε κάνει το πρωί, να 'χει τα παιδιά κοντά της, τον άντρα της γερόν. Το θεϊκό σημάδι που είχε ζητήσει να δει και το 'χε μπροστά της ξάστερο, ολοφάνερο.
-- Παναγιά μου, μεγάλη η χάρη σου, είπε. Μου το 'δειξες, σ' ευχαριστώ.
Επειτα σκέφτηκε τα παιδιά εκείνα, τα παλικάρια που τραβούσαν για το βουνό, τον Κοκκίνη που είχε μπει πιο μπροστά από τους ίδιους στον Αγώνα. Σήκωσε τα μάτια ψηλά και κοίταξε πέρα κατά το βουνό, το μοναστήρι της Αγια - Παρασκευής που είχε γίνει από καιρό διοικητήριο του τάγματος.
-- Παναγιά βουνιώτισσα, Αγια - Παρασκευή, έχε τους καλά, ξανάπε και σταυροκοπήθηκε.
Ενα μέρος από την προσευχή πήγαινε και στον Κοκκίνη, οπωσδήποτε.

Του
Μιχάλη Π. ΔΕΛΗΣΣΑΒ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ