5 Δεκ 2017

ΓΙΑ ΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΗ ΤΟΥ ‘44


Η γνώση (πυρά της αστυνομίας προς το άοπλο πλήθος που διαδήλωνε και  σήμανε την έναρξη της ένοπλης ιμπεριαλιστικής επέμβασης των άγγλων) και κατανόηση των γεγονότων του Δεκεμβρίου του 1944, από τις πιο σημαντικές και οδυνηρές στιγμές της νεώτερης ιστορίας μας, βοηθά να ερμηνεύσουμε σωστά τη μεταπολεμική μας μοίρα που ο απόηχός της φτάνει μέχρι την εποχή των μνημονίων. Οι συνέπειες της σύγκρουσης εκείνης μας κυνηγούν ακόμα και τώρα. Και δεν είναι τυχαίο που όλο και επανέρχεται στο προσκήνιο εκείνη η εποποιία του ΕΑΜ της κατοχής μαζί με απόψεις που βουτηγμένες σε κάθε ποιότητας αντιδραστικό φαρμάκι θέλουν να παραπλανούν και να ξαναγράφουν την ιστορία για να δικαιώνουν τις παρούσες επιλογές.
Τα Δεκεμβριανά δεν αποτελούν παρά τον καρπό της αγαστής συμμαχίας της ντόπιας αστικής αντίδρασης  και του βρετανικού ιμπεριαλισμού, ενώ οι φιλελεύθεροι καλούμενοι πολιτικοί της εποχής τα κάλυψαν και τα στήριξαν όχι μόνο με τη σιωπή τους αλλά και τη συνεργασία τους. Η πανικόβλητη και στην ουσία συντριμμένη τότε ντόπια αστική τάξη και ο βρετανικός ιμπεριαλισμός οδήγησαν τη χώρα στη σύρραξη κι από εκεί στον αφοπλισμό και στη συντριβή των λαϊκών δυνάμεων.
              Το ΕΑΜ σ’ όλα τα χρόνια της γερμανικής κατοχής στάθηκε στο πλευρό του λαού και όσο περισσότερο οι σκοποί του συνειδητοποιούνταν και αγκάλιαζαν το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού, τόσο περισσότερο περίτρομη η αστική ηγεσία δολοπλοκούσε  για να ανατρέψει  τη λαϊκή συμμετοχή στη διακυβέρνηση του κράτους στην ελευθερωμένη Ελλάδα. Τη  δημιουργία της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, όπου συμμετείχαν έξι υπουργοί του ΕΑΜ, την επέβαλλε στα παραδοσιακά αστικά κόμματα και στους Άγγλους η σχεδόν καθολική λαϊκή υποστήριξη του εαμικού κινήματος και η ένοπλη λαϊκή δύναμη ο ΕΛΑΣ. Από την πλευρά του ΕΑΜ υπήρχε προσήλωση στην ανάγκη αναίμακτης εθνικής πορείας προς μια νέα ανεξάρτητη, δημοκρατική Ελλάδα. Από πλευράς ολιγαρχίας όμως ο πανικός τους να μη χαθεί γι’ αυτούς το μονοπώλιο της εξουσίας κατηύθυνε τους αστούς υπουργούς της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, με πρωτεργάτη τον αναξιόπιστο πρωθυπουργό της Γ. Παπανδρέου, πιστό συνεργάτη των Αγγλων, σε ενέργειες που θα απέτρεπαν να πραγματοποιηθούν οι ίδιες οι επαγγελίες της κυβέρνησης εθνικής ενότητας για ειρηνική διευθέτηση του μεταπολεμικού ελληνικού προβλήματος. Την ίδια στιγμή που το ΠΓ του ΚΚΕ δήλωνε πως «Υποστηρίζουμε την κυβέρνηση εθνικής ενότητας, γιατί οι προγραμματικοί της σκοποί συμπίπτουν με τους άμεσους σκοπούς του αγώνα μας”(...) Την υποστηρίζουμε υπό τη προϋπόθεση ότι θα πάρει όλα τα μέτρα πρακτικής εφαρμογής των προγραμματικών διακηρύξεων της”.
     Κι επειδή οι αναθεωρητές της ιστορίας αρέσκονται να μιλούν για διάσταση ηγεσίας ΚΚΕ και λαού, για λάθη της κομμουνιστικής ηγεσίας εντοπίζοντάς τα στην έλλειψη συνδιαλλαγής της,  αντίθετα το   λάθος της ήταν πως εμπιστεύτηκε τους  αστούς πολιτικούς και την ιμπεριαλιστική Μ. Βρετανία, πως πίστεψε ότι μπορούσαν να συνυπάρξουν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις και τα εγγλέζικα στρατεύματα μαζί με τη λαϊκή εξουσία του ΚΚΕ-ΕΑΜ μέσα σε πλαίσιο πολιτικής ενότητας. Ήταν  το ΚΚΕ που προσπαθούσε να εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες, για να αποφύγει την ένοπλη σύγκρουση και ιδιαίτερα την επέμβαση του βρετανικού στρατού, με την πεποίθηση  πως δεν θα τολμούσαν, αστική ηγεσία και άγγλοι,  να τα βάλουν με το σύνολο των λαϊκών δυνάμεων  που το υποστήριζε, κι ενώ οι συνθήκες φαινόταν πως έδιναν τη δυνατότητα για  επιλογή της επαναστατικής τακτικής. Το ΚΚΕ είχε το μεγάλο πλεονέκτημα ότι είχε την πλειοψηφία του λαού με το μέρος του, τον ένοπλο ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ που  πέρα από  αντιστασιακό ήταν και κοινωνικό-πολιτικό κίνημα βαθιά ριζωμένο στο λαό.
 Όλο  αυτό το  διάστημα, από την απελευθέρωση μέχρι τα Δεκεμβριανά, με τη βοήθεια των άγγλων ανασυγκροτείται το μοναρχοφασιστικό κράτος, αντί να εκκαθαρίζεται  ο  κρατικός μηχανισμός και τα σώματα ασφαλείας από συνεργάτες των γερμανών και φασίστες. Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας δεν ήταν παρά ένας τρόπος  για να κερδηθεί χρόνος από τις αντιδραστικές δυνάμεις, ώστε να  έρθουν οι φιλικές τους στρατιωτικές δυνάμεις στην Αθήνα (όπως η Ορεινή ταξιαρχία), να ανασυγκροτηθεί η Αστυνομία, να οργανωθούν και να εξοπλιστούν οι ταγματασφαλίτες, οι Χίτες του Γρίβα, γενικά οι φασιστικές ομάδες. Οι προσπάθειες συμβιβασμού που φαινόταν πως έκανε ο Γ.  Παπανδρέου δεν απέβλεπαν, με τη σύμφωνη γνώμη και των Βρετανών, παρά στην αποφυγή πρόωρης κυβερνητικής κρίσης πριν να είναι η αντίδραση έτοιμη να την αντιμετωπίσει. Πίσω από τις  υπαναχωρήσεις του Παπανδρέου με την καθοδήγηση του στρατηγού Σκόμπι και του πρεσβευτή Λίπερ, βρίσκεται στην πραγματικότητα η προσχεδιασμένη απόφαση της Αγγλικής κυβέρνησης αλλά και των αστικών δυνάμεων, να εξωθήσουν τα πράγματα στα άκρα, στη σύγκρουση, επιλέγοντας οι ίδιοι τη στιγμή γι’ αυτό.  Ο κύριος στόχος είναι να αφοπλιστεί το λαϊκό απελευθερωτικό κίνημα με τη διάλυση του ΕΛΑΣ, να εξοπλιστεί το υπό ανασυγκρότηση αστικό κράτος, να αναδιοργανωθεί ο κρατικός διοικητικός μηχανισμός και να ξηλωθούν όλες τις δομές της νέας λαοκρατικής εξουσίας που είχαν δημιουργηθεί από το λαό μέσα στην κατοχή. Η  πολιτική των άγγλων, στην προστασία των οποίων προσέφευγε η αστική μας τάξη,   εξωθούσε μεθοδευμένα τα πράγματα στα άκρα, στη χωρίς όρους παράδοση του ΕΛΑΣ και  στη στρατιωτική επέμβαση για τη συντριβή του ΕΛΑΣ και την πολιτική ήττα του ΕΑΜ και ΚΚΕ.
Η στρατιωτική σύγκρουση λοιπόν επιβλήθηκε από την ιμπεριαλιστική βρετανική δύναμη και την ντόπια αστική ηγεσία, μάλιστα σε μια περίοδο  που  ακόμα δεν είχε τελειώσει ο αντιναζιστικός πόλεμος. Και σ’ εκείνες τις συνθήκες σύμμαχος στρατός στράφηκε, απροκάλυπτα με όπλα,  εναντίον αντιστασιακού κινήματος, του μεγαλύτερου στην Ευρώπη μαζί με αυτό της Γιουγκοσλαβίας, σε μια μόλις απελευθερωθείσα χώρα.
 Γιατί βεβαίως πάντα η αστική τάξη φοβάται το ένοπλο λαϊκό απελευθερωτικό κίνημα, την πολιτική χειραφέτηση των λαϊκών στρωμάτων και πρωτίστως ενδιαφέρεται για τα ταξικά και μόνο συμφέροντά της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ