ΔΗΜΟΣΙΑ ΜΟΥΣΕΙΑ
«Βορά» στην «αγορά»
Το ιδεολογικό πλαίσιο της νέας φάσης της επίθεσης στην πολιτιστική κληρονομιά, με αφορμή την κυβερνητική επιχειρηματολογία για το νομικό πλαίσιο του νέου Μουσείου Ακρόπολης
Eurokinissi |
Ο υπουργός επικαλέστηκε σειρά «επιχειρημάτων», τόσο από την επιχειρηματική «πιάτσα» (ανάγκη «σύγχρονου μάνατζμεντ» για τα μουσεία γενικώς), μέχρι τη «νομική θεωρία και πράξη». Επιχείρησε να «διασκεδάσει» τους φόβους και τις ανησυχίες με το «καρότο» («το μουσείο θα λειτουργεί σύμφωνα με τις επιταγές του ισχύοντος αρχαιολογικού νόμου») και με το «μαστίγιο» («μην κατηγορούμε λοιπόν το μοντέλο λειτουργίας αλλά τους ανθρώπους»). Γενικά, απέναντι στη βασική κριτική, ουσιαστικά και ολοκληρωμένα μόνο από το ΚΚΕ, ότι το νομοσχέδιο ανοίγει δρόμο για τη συνολική ιδιωτικοποίηση των μουσείων της χώρας, ο υπουργός απάντησε πως πρόκειται περί «μύθου»... «για να δαιμονοποιηθεί και πάλι η ιδιωτική πρωτοβουλία, η ελεύθερη αγορά, ο φιλελευθερισμός». Απάντηση, η οποία είναι εντελώς αντιφατική με τη «διαβεβαίωση» του ιδίου ότι το μουσείο «διατηρεί το δημόσιο χαρακτήρα του». Γιατί βρέθηκε, λοιπόν, στην ανάγκη να υπερασπίσει την «ελεύθερη αγορά»;
Ο πολιτισμός είναι θέμα «κόστους - οφέλους»
Το θέμα είναι ότι η κυβέρνηση αντιμετωπίζει ολοκάθαρα τα μουσεία με όρους αγοράς: «(...) το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης δε θα έχει την τύχη ορισμένων περιφερειακών μουσείων που ξεφυτρώνουν μόνο και μόνο για να μαραζώσουν. Κι αυτό γιατί στερούνται ενός σύγχρονου και ευέλικτου μοντέλου διοίκησης. Στερούνται μιας απλής λογικής που λέει ότι η επένδυση πρέπει να προκαλεί και σχετικό όφελος. Να αποσβαίνονται τα χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων που εκτιμούν και περηφανεύονται για την πολιτιστική τους κληρονομιά, αλλά απαιτεί ταυτόχρονα τα χρήματά τους να πιάνουν τόπο. Να υπάρχει μια ισόρροπη σχέση μεταξύ κόστους - οφέλους. Οικονομικό κόστος με ανταπόδοση σε πολιτιστικό και κοινωνικό όφελος».
Eurokinissi |
Τα μνημεία, λοιπόν, «είναι η υλική μαρτυρία του κοινού παρελθόντος, τα υλικά πυκνώματα της συλλογικής μας μνήμης. Η διαρκής ανάγκη του ανθρώπου να αναζητά τις ρίζες του και να ψάχνει το παρελθόν του στο πλαίσιο της αυτογνωσίας του συνιστά επαρκή αιτία για τη διατήρηση των μνημείων και επομένως για τη λειτουργία ενός φορέα για την προστασία τους», σημείωναν οι αρχαιολόγοι, αναφερόμενοι απευθείας στην Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Στην Ελλάδα, μόνο δύο μουσεία, το Εθνικό Αρχαιολογικό και το Βυζαντινό, είναι αποτέλεσμα «της ταξινομητικής και συγκεντρωτικής αντίληψης του 19ου αιώνα». Ολα τα άλλα «είναι συνδεδεμένα με συγκεκριμένους αρχαιολογικούς χώρους (Δελφοί, Ολυμπία κλπ.) ή με περισσότερους από έναν χώρους μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής ενότητας, άλλοτε μεγάλης (Μακεδονία: Αρχαιολογικό μουσείο Θεσσαλονίκης, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού κλπ.) ή πολύ μικρότερης (Μουσείο Ναυπλίου, Πατρών κλπ.)». Πλέον, «μουσείο είναι κάθε αρχαιολογικός χώρος στην ολότητά του, η οποία περιλαμβάνει τόσο τα κινητά ευρήματα όσο και τα ακίνητα μνημεία του που αποτελούν ένα αδιάσπαστο ιστορικό και πολιτισμικό σύνολο (...) Η διαχείριση κάθε τέτοιου μνημειακού συνόλου δεν μπορεί παρά να είναι ενιαία και να εκφράζεται με έναν μόνο φορέα, μια εξειδικευμένη μονάδα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας». Τελικά: «Η νέα δημόσια αρχαιολογία διεκδικεί την αύξηση των κρατικών πιστώσεων για την πολιτιστική κληρονομιά, για να ανταποκριθεί στην ανάγκη της κοινωνίας για προστασία και ανάδειξη του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Η επένδυση αυτή έχει ανταποδοτικότητα με όρους κοινωνικούς και όχι αγοραίους: στην Παιδεία του πολίτη, στην αναβάθμιση του περιβάλλοντος και τελικά στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής». Μάλιστα, σαν «πρώτο βήμα» προς αυτήν την κατεύθυνση, πρότειναν την κατάργηση του εισιτηρίου.
Τα «έργα των προγόνων του ελληνικού λαού»...
Ο υπουργός χαρακτήρισε το νομικό πλαίσιο του ΝΠΔΔ ως «αυθεντικά Δημόσιο». Η εισήγηση του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος στο πλαίσιο της ίδιας ημερίδας τεκμηρίωσε γιατί δεν είναι (σ.σ. οι υπογραμμίσεις δικές μας): «Μεταξύ των αρμοδιοτήτων που, κατά ρητή συνταγματική επιταγή, ανήκουν αποκλειστικώς στο Κράτος είναι και η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος και των στοιχείων της πολιτιστικής μας κληρονομίας (άρθρο 24 παρ. 1, στο οποίο η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος αναφέρεται από κοινού με την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, καθώς και άρθρο 24 παρ. 6, στο οποίο αναφέρονται ρητώς τα μνημεία). Η ανάθεση των αρμοδιοτήτων αυτών στο Κράτος, δηλαδή στην Κεντρική Διοίκηση, κατ' αντιδιαστολή προς τα ΝΠΔΔ (λ.χ. ΟΤΑ, ειδικούς φορείς κ.ο.κ.), οφείλεται στο γεγονός ότι ο συντακτικός νομοθέτης είχε πλήρη επίγνωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της Ελληνικής πολιτιστικής κληρονομίας και των μνημείων αυτής, τα οποία και υπαγορεύουν τους ειδικούς όρους και εγγυήσεις με τους οποίους πρέπει να οργανώνεται η εκ του Συντάγματος επιβαλλόμενη προστασία αυτού».
Η ιδιαιτερότητα αυτή συνίσταται στο ότι «τα υλικά στοιχεία της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομίας, κινητά και ακίνητα, τα "έργα των προγόνων του ελληνικού λαού" όπως προσφυώς τα χαρακτήρισε ο πρώτος Αρχαιολογικός Νόμος του 1834, δεν είναι απλώς δημιουργήματα μοναδικής ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας με παγκόσμια ακτινοβολία. Το βασικό τους χαρακτηριστικό είναι ότι αποτελούν προϊόντα του γηγενούς ελληνικού πολιτισμού συνδεόμενα σε ένα ενιαίο σύστημα, το οποίο ενσωματώνει και εκφράζει με μοναδικό τρόπο τις πνευματικές αξίες του πολιτισμού αυτού και συγχρόνως παρακολουθεί και αντικατοπτρίζει την εξέλιξή τους κατά τη μακραίωνη πορεία του Ελληνισμού».
Ετσι, «η εκ του Συντάγματος υποχρεωτική προστασία των στοιχείων της πολιτιστικής μας κληρονομίας, η οποία περιλαμβάνει διάφορα επιμέρους στάδια, από την αποκάλυψη, διάσωση, επιστημονική μελέτη και ερμηνεία μέχρι την ανάδειξη, προβολή και παράδοση αυτών αναλλοιώτων στις επόμενες γενεές, πρέπει να έχει ως κύριο μέλημα τη διατήρηση του συστήματος αυτού ως συνεκτικής και αδιάσπαστης ενότητας (...) Η διοίκηση και διαχείριση ενός ή περισσοτέρων εκ των ως άνω αντικειμένων αρμοδιότητας ΥΠΠΟ δεν μπορεί να αποσπαστεί κατά τόπον (λ.χ. Αρχαιολογικός χώρος Δελφών ή Ολυμπίας), καθ' ύλην, ή κατά στάδιο (λ.χ. στάδιο ανασκαφών, στάδιο αναδείξεως και προβολής) και να υπαχθεί σε δική της λογική και δικά της κριτήρια (...) ούτε βεβαίως να αφαιρεθεί η αποφασιστική αρμοδιότητα επί των αντικειμένων αυτών από τον υπουργό και τα επιστημονικά όργανα του υπουργείου (Εφορείες, Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο κ.λπ.) και να ανατεθεί σε όργανα άλλου διακεκριμένου φορέα, όπως είναι ένα ΝΠΔΔ. Με απλά λόγια, επί θεμάτων προστασίας του ελληνικού πολιτιστικού περιβάλλοντος και των μνημείων αυτού, δεν είναι νοητή η ύπαρξη ειδικού σκοπού, επιδιωκομένου με αυτοδιοίκηση και αυτοδιαχείριση, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα των ΝΠΔΔ. Με τα δεδομένα αυτά, η απάντηση στο ερώτημα, εάν είναι κατά το Σύνταγμα επιτρεπτή η μετατροπή των Ελληνικών Μουσείων σε ΝΠΔΔ, είναι αρνητική».
Φυσικά, τα αστικά συντάγματα υπάρχουν για να καλύπτουν τις κάθε φορά ανάγκες του κεφαλαίου. Τα άρθρα που στη σημερινή φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού θεωρούνται «βαρίδια» απλώς αλλάζουν. Εχει όμως πάντα σημασία για το λαϊκό κίνημα να διαπιστώνει ποια είναι αυτά και γιατί αποτελούν κάθε ιστορική στιγμή «βαρίδια» για τους αστούς.
Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου