H κρυφή Γοργόνα
Φτωχό το χωριό και οι επαφές με την πόλη λιγοστές. Ακόμα πιο λιγοστές οι επαφές με τη θάλασσα. Στα δεκατέσσερα εκείνη γνώρισε τη θάλασσα. Κατέβηκαν με ένα φορτηγό, - αρκετοί απ' το χωριό.
Μπροστά της εκστασιάστηκε. Τη γοήτευσε το απέραντο γαλάζιο. Και τη φόβισε. Δειλά δειλά πάτησε στο νερό. Η επαφή του την ανατρίχιασε. Ο πατέρας της τη δίδαξε κολύμπι. Μα αυτή αμέσως άρχισε να επιπλέει στο νερό. Να κινείται με άνεση.
Παιχνίδια και μακροβούτια. Εκσταση και χαρά. Ομως σε μια στιγμή που ήταν κάπως απομακρυσμένη, της συνέβη το απίστευτο. Εκεί που κουνούσε τα πόδια της να επιπλέει, τα ένιωσε να ενώνονται, και στην άκρη τους να σχηματίζεται ουρά ψαριού. Κατατρόμαξε. Ομως κάτι μέσα της της είπε πως δεν πρέπει να το ομολογήσει στους άλλους. Στα λίγα διαβάσματά της είχε διαπιστώσει πως οι διαφορετικοί πάντα τιμωρούνται, - από ζήλια, από φθόνο, από φόβο. Με τρόμο λοιπόν είδε πως είχε μεταμορφωθεί σε Γοργόνα.
Αγγιζε δειλά δειλά το κάτω μέρος του σώματός της. Κούναγε λίγο την ουρά της, και αμέσως μετακινούνταν. Καμώνονταν όμως την αδιάφορη. Ενιωθε πως μπορούσε να πλεύσει με υπερβολική ταχύτητα, όμως κολυμπούσε αργά αργά, στην ταχύτητα των ανθρώπων.
Μετά το πρώτο ξάφνιασμα, «σαν έτοιμη από καιρό, σαν θαρραλέα», αποδέχτηκε το γεγονός. Σ' εκείνα τα λίγα διαβάσματα, πολλές μεταμορφώσεις είχε συναντήσει. Πολλά μυστήρια της ζωής και της φύσης την είχαν προβληματίσει.
Μα τώρα την απασχολούσε αν η μεταμόρφωση αυτή είναι οριστική ή προσωρινή. Κάτι πάλι μέσα της της είπε να βγει προς την ακτή. Οταν η ουρά της άγγιξε το βυθό, εξαφανίστηκε. Νάτα πάλι τα ωραία της πόδια που καρδιές έχουν κάψει μαζί με την ωραία της μορφή.
Βγήκε στην ακτή. Κάθισε στην άμμο. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Μην ήταν φαντασίωση; Μήπως η προηγούμενη μεταμόρφωση δεν έγινε στην πραγματικότητα και την ένιωσε σαν αποτέλεσμα προσωρινής παραίσθησης, σαν πραγματοποίηση κρυφής επιθυμίας.
Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα. Ξαναμπήκε στο νερό. Μόλις απομακρύνθηκε αρκετά, νάτηνε πάλι η ουρά. Μόλις επέστρεψε στην ακτή, νάτα πάλι τα ωραία της πόδια.
Το επανέλαβε αρκετές φορές κι ύστερα ξάπλωσε στην ακτή. Ποια μοίρα κουβαλάει μέσα της. Από ποιον κόσμο έρχεται; Και πώς γεννήθηκε στο χωριό της ενδοχώρας; Ο πατέρας της, απ' ότι γνωρίζει, δεν ταξίδεψε με τα καράβια. Η μητέρα της... Μήπως και η μητέρα της ήτανε σαν κι αυτήν και δεν το ομολόγησε ποτέ; Σ' αυτήν αμέσως γεννήθηκε το ένστικτο της αποσιώπησης, άρα και η μητέρα μπορεί να κρύβει καλά το μυστικό της. Απλή χωριάτισσα δείχνει. Σπίτι, χωράφι. Φούρνος και πλυσταριό η ζωή της. Και λιγομίλητη. Κι ο πατέρας της όμως λιγομίλητος. Και ποιος θα μου πείτε, γονιός είναι πολυμίλητος; Σ' έναν αγώνα βιοπάλης όλοι δοσμένοι, κουράζονται όλη μέρα, μιλάνε για τη δουλειά και τις ανάγκες, και ποτέ για επιθυμίες, οράματα - πού τέτοιο πράγμα - και συναισθήματα.
Ετσι, ξαπλωμένη στην ακτή, έφτιαξε τη δική της εκδοχή, μια και προτιμούσε η μητέρα της να μην ξέρει ή μάλλον να μην είναι ξεχωριστή σαν αυτήν, για να έχει, αυτή πρώτη, τη μοναδικότητα.
Εννέα λοιπόν μήνες πριν αυτή γεννηθεί, κατέβηκαν όπως τώρα απ' το χωριό, με φορτηγό, ή με μουλάρια όπως κατέβαιναν τότε. Ητανε όμορφη η μάνα της, σ' αυτό μοιάζανε. Εκεί λοιπόν που κολυμπούσε, τη βλέπει απ' το βυθό της θάλασσας ένας Τρίτων - μυθική οντότητα της θάλασσας. `Η μάλλον, γιατί ένας ταπεινός Τρίτων; Τη βλέπει απ' την κορυφή του Ολύμπου ο Θεός των Θεών, ο φοβερός και τρομερός, ο ερωτύλος Δίας. Κατεβαίνει στο βυθό, μετατρέπεται σε Τρίτωνα, και τη βατεύει. Τώρα αυτή, η Μάνα, ή δεν κατάλαβε τίποτα, κι ένιωσε την ηδονή, όπως και οι τόσες και τόσες ερωμένες του Δία που μας αναφέρει η μυθολογία, και κρύβει καλά καλά το μυστικό της. Θα μάθουμε.
Η εκδρομή τελείωσε. Στην καρότσα του φορτηγού, και επιστροφή στο χωριό. Η κρυφή Γοργόνα πετάει απ' τη χαρά της. Τραγουδάει. «Εχω ένα μυστικό κρυμμένο στης καρδιάς τα βάθη...». Οι άντρες της παρέας λιγώνονται. Οι γυναίκες ζηλεύουν. Ομως κανένας δεν μπορεί να υποπτευθεί. Κι αυτή χαίρεται, χαίρεται. Γιατί απ' όλα της ζωής τα ασήμαντα πλάσματα - συγχωρήστε της την έπαρση - αυτή είναι κάτι ξεχωριστό. Αυτή έχει ένα μυστικό - που δεν ξέρει αν θα της βγει σε καλό ή σε κακό - όμως ξέρει πως θα την οδηγήσει σε εμπειρίες μοναδικές, πως θα γνωρίσει κόσμους θαυμαστούς.
Στο χωριό, όσο κι αν προσπαθεί από τη μάνα της να μάθει, τίποτα δεν μπορεί να ψαρέψει. Σφίγγα η μάνα, ή... αθώα περιστερά. Δε θέλει να της εκδηλωθεί. Φοβάται.
Αραιά και πού κατεβαίνουν στη θάλασσα. Και τότε χαίρεται το μεγάλο της μυστικό. Κι ύστερα πάλι στο χωριό. Σε μια ζωή μίζερη, χωρίς προοπτικές.
Τα γράμματα δεν τα παίρνει. Δύσκολα - πλάσμα αιθέριο αυτή - μπορεί να σκύψει σε πρακτικά βιβλία. Παραμύθια και σινερομάντσα τα διαβάσματά της. Και τότε λέει στη μάνα..., αφού όπως γίνεται στα χωριά, αυτή είναι που πρέπει να διερμηνεύσει στον πατέρα, ο οποίος θα πάρει την τελική απόφαση. Λέει λοιπόν στη μάνα να κατέβει στην πόλη, έστω και ως υπηρέτρια, κι ύστερα ως πωλήτρια, μπας και βρει καλύτερη τύχη, αφού εδώ θα έχει μια ζωή μίζερη, χωρίς προοπτικές.
Να μην κάνουμε τα πράγματα δύσκολα. Να πούμε πως ο πατέρας της συγκατένευσε.
Νάτην λοιπόν η μικρή μας κρυφή Γοργόνα στην πόλη. Υπηρέτρια ή πωλήτρια, το ίδιο κάνει. Κοντά στην πόλη η θάλασσα. Στο πρώτο της ρεπό, νάτην στη θάλασσα. Διαλέγει μια απόμερη ακτή. Μόνη στην παραλία. Μπαίνει στη θάλασσα, και να η μεταμόρφωση. Σκίζει με υπερβολική ταχύτητα τα νερά. Ομως γρήγορα μαζεύεται. Ετσι και τη δουν απ' την ακτή, ή από κανένα καράβι, πάει, χάθηκε. Οι διαφορετικοί, το είπαμε ήδη, τιμωρούνται. Ετσι, στην επιφάνεια, κολυμπάει όπως οι άνθρωποι. Ομως διαπιστώνει πως μπορεί να μείνει ώρα πολλή κάτω απ' την επιφάνεια του νερού. Ξεκινάει λοιπόν ένα ταξίδι αναγνώρισης του βυθού.
Φεύγει και πάει. Πότε αργά, πότε γρήγορα. Κοράλλια και αστερίες, ψάρια πολύχρωμα, σπηλιές. Ο δικός της, ο κρυφός ο μαγικός κόσμος. Και χαίρεται, χαίρεται. Γιατί επιτέλους τον ζει, τον απολαμβάνει. Και χαίρεται, χαίρεται. Γιατί ξέρει πως στη ζωή λίγοι έχουμε την τύχη να ζήσουμε, να απολαύσουμε τον κρυφό, τον μαγικό μας κόσμο...
Κι έτσι περνάει η ζωή της. Δουλειά και θάλασσα. Καθημερινότητα και επιθυμία. Ρεαλισμός και φαντασίωση.
Και περνάει ο καιρός. Μεστώνει. Ο Ερωτας αρχίζει ν' ανθίζει στην καρδιά της. Κάθε όμορφο παλικάρι και Ερωτας. Ομως, σε συνδυασμό με την κρυφή της ιδιαιτερότητα, οι ναύτες είναι η προτίμησή της. Τους βλέπει που σκαρφαλώνουν στα άλμπουρα, που τραβάνε τα σχοινιά, που απλώνουν τα πανιά. Τους φαντάζεται μεσοπέλαγα, άπρακτους, να θαυμάζουν τα χρώματα του δειλινού, ή, φοβισμένους, να γαντζώνονται στην κουπαστή καθώς το καράβι χτυπιέται απ' τα κύματα. «Ναύτη θα πάρω», συλλογιέται η κρυφή μας Γοργόνα. «Οταν θα φεύγει, χωρίς αυτός να το ξέρει, θα του παραστέκομαι. Θα ξέρω το στίγμα του στη θάλασσα. Θα βουτάω και θα είμαι συνέχεια δίπλα απ' το καράβι του. Και αν - χτυπάω ξύλο - του τύχει κανένα ναυάγιο, εγώ θα τον σώσω, θα τον μεταφέρω στην ακτή».
Αυτά συλλογιέται η κρυφή μας Γοργόνα, όμως ο πατέρας της άλλα απεργάζεται. Αν και απούσα απ' το χωριό, δεν ξεχάστηκε. Κάποιο παλικάρι που την αγαπούσε χρόνια, πήγε και τη ζήτησε από τον πατέρα της. Αυτός δεν είχε λόγους να αρνηθεί. Καλό το παλικάρι - όμορφος, δουλευτής - τι καλύτερη τύχη να περίμενε για τη θυγατέρα του; Της έστειλε τα προξενιά.
Κεραμίδα της ήρθε. Δεν είχε προλάβει να αγαπήσει κάποιο ναύτη. Να τον αντιτάξει στον Ερωτα του παλικαριού. Να τους πει: Ιδού ο άντρας μου. Τώρα, το μόνο της επιχείρημα ήταν πως δεν ήθελε να γυρίσει στο χωριό.
Παρακάλεσε τον πατέρα της, παρακαλούσε τη μάνα της, παρακαλούσε τη θάλασσα, έκλαιγε. Στην απελπισία της, αν και δεν πίστευε πια στο παραμύθι που έφτιαξε, παρακάλεσε και το Δία, τον κρυφό της ίσως πατέρα. Μάταιο.
Ετσι σιγά σιγά συμβιβάστηκε. Στην απόλυτη βεβαιότητα του ερωτευμένου παλικαριού, ακόμα και στην ίδια, άρχισε να φαντάζει ουτοπία η αναζήτηση ενός ναύτη αντεραστή, αντίβαρο στη γειωμένη ζωή που θα της πρόσφερε το χωριό.
Εγινε ο γάμος. Επνιγε μέσα της τη λύπη. Καλός ο γαμπρός. Και όμορφος. Και δουλευτής. Δεν την άφηνε να κουράζεται στα χωράφια.
Αραία και πού, κατέβαιναν στη θάλασσα. Τότε ξανάβρισκε τον κρυφό της εαυτό. Ομως δεν της έδινε πια χαρά. Σα να προδίδει τον άντρα της ένιωθε κάθε φορά που ως Γοργόνα κολυμπούσε στα βαθιά.
Κι ύστερα ήρθε ο πρώτο της παιδί. Αγόρι. Ολοι χαρήκανε. Γιατί αγόρια είναι που ζητάει η κοινωνία.
Ομως, την επόμενη φορά που κατέβηκαν στη θάλασσα, ένιωσε την καταστροφή. Επειδή είχε περάσει πολύ καιρός και είχε κουραστεί πολύ με τη γέννα, ήθελε να μεταμορφωθεί σε Γοργόνα, να χαρεί τον κρυμμένο της εαυτό. Ομως όσο βαθιά κι αν πήγε, δεν έγινε η μεταμόρφωση. Βγήκε στην ακτή, ξαναμπήκε, τίποτα.
Και τότε κατάλαβε. Κι έκλαψε. Εκλαψε πολύ. Ισως να ήταν ο συμβιβασμός. Η τιμωρία της γιατί δεν επέμενε. Γιατί δεν περίμενε το ναύτη. Το μεγάλο Ερωτα. Ισως πάλι, σκεφτόταν, αυτό να συμβαίνει σε όλες τις κοπέλες που γίνονται γυναίκες. Ισως δηλαδή να μην ήταν η μοναδική που μέσα στο νερό μεταμορφωνόταν σε Γοργόνα. Ισως όλες οι κοπέλες, ακόμα και η μάνα της, όταν υπήρξε κοπέλα, και οι αδελφές της, και οι φίλες της, να μεταμορφώνονται σε Γοργόνες κάθε που ανοίγονται στα βαθιά, και κάθε μια να κρατάει κρυμμένο για τον εαυτό της το μυστικό της. «Πόσα και πόσα της ζωής μυστήρια δεν τα γνωρίζουμε», σκέφτηκε ανακουφισμένη, και σκούπισε τα δάκρυά της.
Οταν επέστρεψαν στο χωριό, αγκάλιασε - πρώτη φορά - με αγάπη και πόθο το σύζυγό της. Βιαζόταν να δώσει κι αυτή στη ζωή μια δική της Γοργόνα.
Του
Βασίλη ΙΩΑΚΕΙΜ
Βασίλη ΙΩΑΚΕΙΜ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου