1 Φεβ 2012

Πατριωτισμός και πατριδοκαπηλία



Πατριωτισμός και πατριδοκαπηλία

Τα παραδείγματα της πατριωτικής και διεθνιστικής θέσης και δράσης του κόμματος της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων του χεριού και του πνεύματος, του ΚΚΕ, από τη μια, της πατριδοκαπηλίας, του τυχοδιωκτικού εθνικισμού και σοβινισμού της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας και των κομμάτων της από την άλλη, αφθονούν στη νεοελληνική ιστορία.
Πριν αναφερθούμε σε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα, σκόπιμο είναι να υπογραμμίσουμε πως ο πατριωτισμός και ο διεθνισμός του ΚΚΕ δεν είναι ένα υστερνό, επίκτητο γνώρισμα. Συνυπάρχει από τη γέννηση και τη φύση του. Είναι θεμελιακή αρχή της ύπαρξης, της λειτουργίας και της δράσης του. Αυτό το βλέπουμε στα πρώτα βήματά του, όταν από το Ιδρυτικό του Συνέδριο απευθύνει «Ψήφισμα χαιρετισμού προς την Ρωσικήν Δημοκρατίαν των Σοβιέτ» και «Διαμαρτυρία διά την μελετωμένην επέμβασιν των συμμάχων» κατά της νεαρής σοβιετικής εξουσίας.
Ας παραθέσουμε εδώ μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το «Ψήφισμα περί της ιδρύσεως Βαλκανικής δημοκρατικής Ομοσπονδίας» του Ιδρυτικού Συνεδρίου του ΣΕΚΕ, όπου μεταξύ άλλων διαβάζουμε: «Οτι η πάλη των τάξεων η διεξαγόμενη υπό του προλεταριάτου της Βαλκανικής δυσχεραίνεται συνεπεία της εξωτερικής πολιτικής της αστικής τάξεως των Βαλκανίων και των Μ. Δυνάμεων. Οτι η οικονομική, πολιτική και κοινωνική πρόοδος των βαλκανικών χωρών εμποδίζεται από τας κυριάρχους τάξεις που θέλουν εκάστη την πολιτικήν ηγεμονίαν επί ζημία του γείτονος απογυμνουμένου των εδαφών του. Οτι εις αυτήν την αιτίαν της αντιδραστικής πολιτικής εσωτερικής αφορμής προστίθεται μια αιτία εξωτερικής αφορμής, δηλαδή η ιμπεριαλιστική πολιτική των Μ. Δυνάμεων εις τα Βαλκάνια, που είναι γι' αυτές ένα έδαφος επιθυμητόν εξ αιτίας του πλούτου των και της γεωγραφικής των θέσεως. Οτι η κοινωνική ανάπτυξις, η ανεξαρτησία και αυτή η ύπαρξις των βαλκανικών λαών θα κινδυνεύσουν εάν δεν ενώσουν τας δυνάμεις και τα μέσα των εις κοινόν σκοπόν αμύνης, προόδου και πολιτισμού...». (Το πρώτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ, Πρακτικά, σελ. 145-146).
Στο ίδιο ψήφισμα αναφέρεται ότι το Συνέδριο, μελετώντας γενικότερα την κατάσταση στα Βαλκάνια και διαπιστώνοντας ότι «ένεκα του αναμίκτου της συστάσεως των πληθυσμών ο καθορισμός εθνολογικών συνόρων είναι αδύνατος» και ότι «η πείρα απέδειξε ότι τα όπλα δε δύνανται να λύσουν τα ζητήματα αλλ' απεναντίας περιπλέκουν ταύτα», κατέληξε στη διαπίστωση ότι «ο μόνος τρόπος ενώσεως μεταξύ των βαλκανικών λαών, δυνάμενος να εξασφαλίσει τη συνεννόησιν και διαρκή ειρήνη, είναι η Βαλκανική Δημοκρατική Ομοσπονδία, στηριζόμενη επί θεσμών εντελώς δημοκρατικών, εγγυούμενη την πλήρη και πραγματικήν πολιτικήν, εθνικήν και γλωσσικήν ελευθερίαν όλων των εθνοτήτων άνευ διακρίσεων φυλής και θρησκεύματος και έχουσα ως κοινόν νομοθετικόν όργανον, εκτός της κατά τόπον Βουλής, μίαν Βουλήν εκλεγομένην διά της καθολικής, ίσης και αμέσου ψηφοφορίας με αναλογικήν αντιπροσωπείαν και αυτοδιοίκησιν και έχουσα ως μέσον αμύνης την πολιτοφυλακήν...». (Το πρώτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ, Πρακτικά, σελ. 147).
Ετσι, λοιπόν, έβλεπε το νεοϊδρυμένο κόμμα της εργατικής τάξης την επίλυση των βαλκανικών ζητημάτων προς όφελος των λαών της Χερσονήσου. Δεν υπάρχει σελίδα στην υπερογδοντάχρονη ιστορία του ΚΚΕ που να μην αναδείχνει την πατριωτική και διεθνιστική στάση των κομμουνιστών της Ελλάδας, σε αντίθεση με την κάθε φορά πολιτική της άρχουσας τάξης και των πολιτικών εκπροσώπων της.
«Οι κομμουνιστές γίνανε ολοκαύτωμα, έδωσαν τα πάντα στην υπεράσπιση των συμφερόντων της πατρίδας και του εργαζόμενου λαού της. Κι είναι γι' αυτό γεμάτοι από αίσθημα εθνικής υπηρηφανείας γιατί και το δικό τους έθνος δημιούργησε επαναστατική τάξη, γιατί και αυτό απέδειξε ότι είναι ικανό να δώσει στην ανθρωπότητα μεγάλα πρότυπα αγώνα για την ελευθερία και το σοσιαλισμό». («Οι εξελίξεις στα Βαλκάνια και οι θέσεις του ΚΚΕ». Εκδοση της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ, Μάρτης 1992, σελ. 12).
Μετά την απόφαση που πάρθηκε στις 6.5.1919 από το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο για την αποστολή ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, ο Ελ. Βενιζέλος, θριαμβολογώντας, έλεγε:
«Το πλήρωμα του χρόνου ήλθεν. Η Ελλάς εκλήθη υπό του Συνεδρίου της Ειρήνης να καταλάβει την Σμύρνην, ίνα εξασφαλίσει την τάξιν. Οι ομογενείς εννοούσιν ότι η απόφαση αυτή ελήφθη διότι εν τη συνειδήσει των διευθυνόντων το Συνέδριο είναι αποφασισμένη η Ενωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος. Διατελέσας μέχρι των Βαλκανικών πολέμων υπόδουλος υπό τον αυτόν ζυγόν, εννοώ καλώς ποία αισθήματα χαράς θα πλημμυρίσωσι σήμερον τας ψυχάς των Ελλήνων της Μικράς Ασίας...».(Διονύσιος Α. Κόκκινος, «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδος», τόμος 4, Αθήνα 1972, σελ. 1.252).
Τη στιγμή που η πλουτοκρατική ολιγαρχία της χώρας μας και οι πολιτικοί εκφραστές της παρουσίαζαν την απόβαση στη Σμύρνη (15.5.1919) σαν ένα γεγονός που σήμαινε την αρχή για την απολύτρωση των «υπόδουλων αδελφών» στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη, σαν την αρχή της πραγματοποίησης της «Μεγάλης Ελλάδος των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων», το Κόμμα της εργατικής τάξης, το ΚΚΕ, με τη μικρή δύναμή του τότε και τη φωτισμένη σκέψη κατήγγειλε την εκστρατεία σαν ξένη και αντίθετη με τα συμφέροντα του ελληνικού λαού.
Αψηφώντας τις άπειρες διώξεις και τις ποταπές συκοφαντίες των πολιτικών του αντιπάλων, προειδοποίησε το λαό για τις συνέπειες του Μικρασιατικού τυχοδιωκτισμού και πάλεψε με όλες τις δυνάμεις του για να τις αποτρέψει.
Οταν τον Αύγουστο του 1920, σύσσωμη η αστική τάξη πανηγύριζε έξαλλα για την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, το ΣΕΚΕ (Κ) με προκήρυξή του προς τον ελληνικό λαό, μεταξύ άλλων, τόνιζε:
«Η κυβερνώσα αστική τάξις επωφελείται της υπογραφής της ειρήνης με την Τουρκίαν για να παρασύρη τας εργαζομένας λαϊκάς μάζας εις σοβινιστικάς και πατριωτικάς εορτάς».
«...Εχει συμφέρον και αυτήν τη φοράν περισσότερον από κάθε άλλην, να εξαπατήσει τον λαό, τας εργαζομένας τάξεις της χώρας, κολακεύουσα το "εθνικόν αίσθημα" αυτών, το οποίον οι πολιτευταί, τα σχολεία, οι παπάδες και οι στρατιωτικοί καταλλήλως διέστρεψαν εις έναν στενόν σοβινισμόν, εις μίσος τυφλόν κατά των αδελφών των, των εργατών και των χωρικών των άλλων χωρών της Βαλκανικής».
«... Εχει τέλος συμφέρον η αστική τάξις διά να εξοφλήση άπαξ διά παντός με τας ευθύνας της διά την καταστροφήν και τη δυστυχίαν εις την οποίαν εξέθεσε τη χώραν, διά να δικαιολογήσει τα άνομα κέρδη, διά να αποτρέψη την προσοχήν του λαού από την αθλιότητα που τον μαστίζει και διά ν' απομακρύνη την σκέψιν του από τους νέους πολέμους που παρασκευάζει, από τα νέα πραξικοπήματα που βυσσοδομεί κατά της ελευθερίας του και κατά της ζωής του».
«...Αι συνθήκαι τας οποίας συνήψαν οι ιμπεριαλισταί της Ευρώπης εις Βερσαλλίας, το Νεϊγύ και τη Σεβρ, ουδέν άλλο αποτελούν ή την επίσημον σφράγισιν της απάτης και της εκμεταλλεύσεως των λαών, τους οποίους παρέσυραν εις τον πόλεμον...». («Το ΚΚΕ Επίσημα Κείμενα», Τόμος Α` 1918-1924, σελ. 104-110).
Με την ίδια προκήρυξή του, το ΣΕΚΕ (Κ) αφού ανέλυε τη θέση του απέναντι στον πόλεμο και την ειρήνη, καλούσε τους εργάτες, τους αγρότες, τους υπαλλήλους, τους στρατιώτες και κάθε βιοπαλαιστή να απαντήσουν «στους σοβινιστικούς και καρναβαλικούς εορτασμούς διά μίαν δήθεν ειρήνη, με μια φωνή και μίαν ψυχή: Κάτω οι πόλεμοι και η αλληλοσφαγή των λαών!..».
Η Κεντρική Επιτροπή των κομμουνιστών στρατιωτών του μετώπου, απαντώντας στην πατριδοκαπηλία των αστών πολιτικών που ζητούσαν την ψήφο των φαντάρων, αφού ξεσκέπαζε τους σκοπούς και τις επιδιώξεις της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, το δήθεν φιλεργατισμό του Βενιζέλου και αποκάλυπτε την ουσία της Συνθήκης των Σεβρών από το κάθε άρθρο της οποίας «σιγάστραφτε και μια σπίθα καινούργιου πολέμου», έγραφε:
«... Δεν μπορείτε να 'χετε σεις πατρίδα ούτε ιδανικά. Τα ιδανικά σας και η πατρίδα σας είναι κλεισμένα μέσα στο σιχαμερό σας, συμφεροντολογικό σας εγώ, που την κτηνώδη απληστία του χορταίνει η θυσία του ανθρωπίνου αίματος. Η πατρίδα αυτή που την περιτριγυρίζετε μ' ένα γελοίο πλασματικό φωτοστέφανο είναι η δική μας η Πατρίδα. Και αληθινοί πατριώτες είμαστε εμείς. Οχι γιατί σκοτωθήκαμε και σκοτώσαμε άλλους ανθρώπους και ματώσαμε και ταλαιπωρηθήκαμε για τα συμφέροντά σας κάτω απ' την πίεση της βίας σας, αλλά γιατί το κήρυγμα της μεγάλης αλήθειας που 'ρχεται βροντόφωνο από κει πάνω (εννοούσαν τη σοβιετική Ρωσία), μας σφυρηλάτησε την καρδιά μας με τη θέληση της αγαπημένης πατρίδας μας, αναγεννημένης κι ευτυχισμένης με τη δύναμη την ακαταμάχητη που χρειάζεται στους μεγάλους απολυτρωτικούς αγώνες...». («Το ΚΚΕ Επίσημα Κείμενα», Τόμος Α` 1918-1924, σελ. 114-116).
Το ΣΕΚΕ (Κ) και μετά τις εκλογές του 1920, με όλη τη δύναμή του κατάγγειλε τη συνέχιση της τυχοδιωκτικής πολιτικής των Φιλελεύθερων από τη νέα κυβέρνηση των αντιβενιζελικών. «Το ΣΕΚΕ (Κ) οφείλει να διακηρύξει», τόνιζε σε ανακοίνωσή του, «ότι η πολεμική και ιμπεριαλιστική πολιτική την οποία συνεχίζει η νέα κυβέρνησις χάριν της επιστροφής του Κωνσταντίνου, δεν ανταποκρίνεται προς τους πόθους και τα συμφέροντα της μεγάλης τάξεως των παραγωγών του έθνους. Η πολιτική αύτη ανταποκρίνεται προς τα συμφέροντα ορισμένων κύκλων πολιτικών και άλλων επιχειρηματιών της πολιτικής και κεφαλαιοκρατικών κύκλων, οι οποίοι επείγονται να συναγωνιστούν το βενιζελικόν κόμμα εις την πολεμικήν και τυχοδιωκτικήν του πολιτικήν και να αναγνωριστούν αυτοί ως οι εγκυρότεροι πράκτορες των Ανταντικών συμφερόντων εν Ελλάδι».
Και σε άλλο σημείο της ανακοίνωσης:
«... Η Ελλάς μετά ή άνευ του Κωνσταντίνου θα εξακολουθήσει να είναι υποχείριος εις τας Μ. Δυνάμεις και ο ελληνικός λαός θα εξακολουθήσει να πληρώνει εις αίμα και εις χρήμα τα έξοδα της πολιτικής των δύο αντιμαχομένων αστικών κομμάτων...». («Το ΚΚΕ Επίσημα Κείμενα», Τόμος Α` 1918-1924, σελ. 164-165).
Με την ευκαιρία της Πρωτοχρονιάς του 1921, οι κομμουνιστές στρατιώτες του μετώπου, χαιρετίζοντας το νέο χρόνο, αφού περιγράφανε τις άθλιες συνθήκες των φαντάρων, από τις όχθες του Μαιάνδρου ως τις χιονισμένες βουνοκορφές του Ουσάκ και από την Προύσσα ως τις παγωμένες πλαγιές των θρακικών βουνών, γράφανε:
«... Μη μας μιλάτε πια για λευτεριά, γιατί τόσο πιο αβάσταχτη αισθανόμαστε τη σκλαβιά μας. Είδαμε ότι και οι κυβερνήτες, όποιο χρωματισμό κι αν έχουν, δεν είναι παρά γνήσιοι αντιπρόσωποι της εκμεταλλεύτριας αυτών τάξης και ότι η κρατική εξουσία με τη στρατοκρατία της δεν είναι παρά μια οργανωμένη βία σε υπηρεσία των συμφερόντων της. Μη μας μιλάτε λοιπόν για πατρίδες και για εθνικές αποκαταστάσεις γιατί τόσο πιο σιχαμεροί μας φαινόσαστε!». («Το ΚΚΕ Επίσημα Κείμενα», Τόμος Α` 1918-1924, σελ. 178).
Η συνέχεια την επόμενη Κυριακή

Tου
Χρήστου ΤΣΙΝΤΖΙΛΩΝΗ*
Ο Χρήστος Τσιντζιλώνης είναι ιστορικός, υπεύθυνος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ